Πειραιά, στα 1040: Φαίνεται ο θρυλικός "Λέων" του Πειραιά, που βρισκόταν στη θέση του μέχρι το 1687.
Ο Λέων του Πειραιώς είναι ένα μαρμάρινο γλυπτό, που προσομοιάζει με τον "λέοντα της Χαιρωνείας", ύψους υπέρ των 3 μέτρων το οποίο βρισκόταν στον μυχό του λιμένα του Πειραιά μέχρι το 1687 όταν το απήγαγε ο πλιατσικολόγος Φραγκίσκος Μοροζίνι. Από την επιβλητική παρουσία του μνημείου, ο λιμένας ονομαζόταν και Πόρτο Λεόνε (Porto Leone). Σήμερα το γλυπτό αυτό κοσμεί την είσοδο του ναυστάθμου της Βενετίας.
ΒΕΝΕΤΙΑ. Το κολοσσιαίο αυτό μαρμάρινο λιοντάρι φτειαγμένο από Έλληνες γλύπτες, του 4ου αιώνα π.Χ., εδώ στημένο μπροστά στον Ναύσταθμο της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, ήταν κάποτε ανιδρυμένο στο λιμάνι του Πειραιά που ονομαζόταν τότε Πόρτο Λεόνε (Λιμάνι του Λέοντα). Η απόσπαση και η μεταφορά του από τον Πειραιά στη Βενετία έγινε από τον Μοροζίνι, ο οποίος μετέφερε και άλλα αρχαία λιοντάρια (ένα αρχαϊκό της Δήλου, ένα κλασικό από τα Μεσόγεια κ.ά.) μετά τη θριαμβευτική αλλά πρόσκαιρη νίκη του ενάντια στους Τούρκους.
Γνώριζε λοιπόν πολύ καλά τι έκανε οταν βομβάρδιζε τον Παρθενώνα.....Μέγας πλιατσικολόγος και αυτός ο βάρβαρος ...
Το κολοσσιαίο αυτό μαρμάρινο λιοντάρι φέρει στη ράχη χαραγμένη ρούνικη επιγραφή από τον μισθοφόρο ηγεμόνα των Βίγκιγκς Ερικ (δεν είμαι βέβαιος για το όνομα) που την είχε χαράξει τον 10ο/11ο αιώνα μ.Χ., όταν το λιοντάρι βρισκόταν ακόμη στημένο στον χώρο του στο Πειραιά.
Η αρχική πάντως λειτουργία του κολοσσιαίου περήφανου, κλασικού αττικού αυτού λέοντα ήταν επιτύμβια, αποτελούσε πιθανότατα σήμα σε σημαντικό ταφικό μνημείο ή πολυάνδρειο που ενδέχεται να βρισκόταν στην περιοχή του Μοσχάτου.
Το μνημείο αυτό δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα το πότε και για ποιον λόγο κατασκευάστηκε, πότε και για ποιον λόγο τοποθετήθηκε στον Πειραιά. Όλα όσα ξέρουμε στηρίζονται κυρίως σε διηγήσεις και θρύλους. Οι μέχρι τώρα σχετικές έρευνες επικεντρώνονται σε προσωπικές μαρτυρίες όσων είδαν το λιοντάρι με τα ίδια τους τα μάτια κατά την επίσκεψή τους στον Πειραιά.
Από τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Αkerblad στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Rafn, Watbled, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Οι Amaud Fr, Guilletiere, J.-P. Babin, Spon, Wheler, Gourmenin, Robert de Dreux, Βιντσέντζο Κορονέλλι, de Combew, Comelio Magni, Anne d’ Akerjhelm αναφέρουν ότι είδαν ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου[2]. Οι Spon και Wheler, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας τον σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη.
“Οι Βενετσιάνοι με επικεφαλής τον Μοροζίνι φαίνεται πως έπεισαν τους Αθηναίους, ότι σαν χριστιανική δύναμη που ήταν, θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση της Αθήνας από τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, οι Αθηναίοι παρείχαν κάθε δυνατή βοήθεια στον Μοροζίνι και τους στρατιώτες, αλλά δυστυχώς ο Βενετός στρατηγός, αφού πολιόρκησε την Ακρόπολη, εντός της οποίας ήταν κλεισμένοι οι Τούρκοι, την ανατίναξε.Μετά κατευθύνθηκε στον Πειραιά, έκλεψε τον Λέοντα και τον μετέφερε ως τρόπαιο στη Βενετία”.Μέχρι σήμερα ο Λέων του Πειραιά βρίσκεται στο ναύσταθμο της Βενετίας ενώ αντίγραφό του δεσπόζει στο λιμάνι του Πειραιά.
Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από τον ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στον ναύσταθμο της Βενετίας. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στον Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.
Ο Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών τον 12ο ή τον 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688. Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και τη γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές. Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό[3] αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.
Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:
Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με τον Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός[ Αναχώρησε γύρω στα 1030 από την πατρίδα του και ερχόμενος στο Βυζάντιο διετέλεσε αρχηγός των Βαράγγων (αυτοκρατορική φρουρά) από το 1033 έως το 1043. Όντας αρχηγός της, πολέμησε εναντίον των Βουλγάρων και των Αράβων. Υπήρξε εραστής της Μαρίας, ανιψιάς της αυτοκράτειρας Ζωής. Αγαπήθηκε βέβαια και απ’ αυτήν την ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς βέβαια να ανταποκριθεί στα αισθήματά της. Τέλος επέστρεψε στη Νορβηγία φορτωμένος με τόσο χρυσό, ώστε λέγεται ότι 12 αγόρια μόλις και μετά βίας μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ως βασιλιάς της Νορβηγίας το 1047 υπήρξε σύμμαχος του Γουλιέλμου στην εκστρατεία του τελευταίου κατά της Αγγλίας. Σκοτώθηκε σε μάχη το 1066 κατά την οποία ο Γουλιέλμος κατέκτησε την Αγγλία.], για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή.
Θρύλοι και παραδόσεις
Το λιμάνι του Πειραιά κατά τον μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.
Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στον Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.
Προτείνω να ζητήσουμε επισήμως (ως Υπουργείο Πολιτισμού) από τους Ιταλούς συναδέλφους την επιστροφή τόσο του κολοσσιαίου αυτού λέοντα, με την ιστορική επιγραφή στην πλάτη, που φθείρεται ανεπανόρθωτα εκτεθειμένο επί 400 περίπου χρόνια στο ύπαιθρο, όσο και του ταλαιπωρημένου μαρμάρινου λέοντα της Δήλου που επιβάλλεται να επαναπατρισθεί και να συναντήσει επί τέλους τα αδέλφια του.
πηγές
-Περιοδικό Re-Port (τεύχος 1 4/2009, άρθρο Γεώργιου Λουτριανάκη)-Πειραϊκό Αρχείο (εκδόσεις Σάκουλα 1980)
- «Ο Λέων του Πειραιώς – Θεοδόσης Π. Τάσιος» στο YouTube. Ομιλία του προέδρου της Εταιρείας Διερεύνησης Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας (ΕΔΑΒυΤ), καθηγητή Θ.Π. Τάσιου, με θέμα «Ο Λέων του Πειραιώς»
.
.
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ