Α
Αβισάρης: ο βασιλιάς της Αβισάρας, δηλαδή της χώρας των ορεσίβιων Ινδών (του σημερινού Κασμίρ και Τζαμμού). Επεχείρησε να ενισχύσει τους Ασσακηνούς, όταν ο Αλέξανδρος επιχειρούσε κατά των πρόσω Ινδών (327) και στη συνέχεια προσπάθησε να συμμαχήσει με τον Πώρο κατά του Αλεξάνδρου, αλλά μετά την ήττα του πρώτου (326), έστειλε πρέσβεις με χρήματα και 40 ελέφαντες και έθεσε στη διάθεση του Αλεξάνδρου τον εαυτό του και τη χώρα του. Λίγους μήνες αργότερα, κατά την επιστροφή του Αλεξάνδρου από τον Ύφασι του έστειλε πάλι βασιλικά δώρα και άλλους 30 πολεμικούς ελέφαντες.
Αβρέας: διμοιρίτης, που αναφέρεται μόνο από τον
Αρριανό (6.9.3 & 6.10.1-2). Στην πολιορκία της ανώνυμης πόλης των Μαλλών, όπου ο Αλέξανδρος τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα, ο βασιλιάς, ο Λεοννάτος και ο Πευκέστας ανέβηκαν στα τείχη από την ίδια κλίμακα και ο Αβρέας από μίαν άλλη. Σχεδόν μόλις πάτησε το πόδι του στα τείχη, ο Αβρέας χτυπήθηκε από ένα ινδικό βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε.
Αγάθων του Τυρίμμα: Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν επικεφαλής των Θρακών και στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) επικεφαλής των Οδρυσών ιππέων.
Αγαμέμνων: βασιλιάς του Άργους (δηλαδή μεγάλου μέρους της Πελοποννήσου), που είχε πρωτεύουσα τις Μυκήνες. Έζησε τον 13ο π.Χ. αιώνα, όταν δεν είχαν υιοθετηθεί ακόμη τα κοινά εθνικά ονόματα «Ελλάς» και «Έλληνες» και επειδή οι Μυκήνες ήταν το ισχυρότερο βασίλειο, όλη εκείνη η περίοδος (1600-700) ονομάσθηκε μυκηναϊκή. Ο Αγαμέμνων με την ιδιότητα του Ηγεμόνος της Ελλάδος, όπως θα λέγαμε σε όρους της κλασσικής περιόδου, συγκέντρωσε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες και ως αρχιστράτηγος ή στρατηγός αυτοκράτωρ κύρηξε τον Τρωικό πόλεμο.
Αγηνόριο: ιερό προς τιμήν του Αγήνορος, αρχαίου βασιλιά των Φοινίκων και ιδρυτή της Τύρου και της Σιδώνας.
Άγις: βασιλιάς της Σπάρτης. Το 335 ήρθαν στην Ελλάδα πρέσβεις του Δαρείου με 300 τάλαντα, εκ των οποίων ο Άγις πήρε τα 230 και ο Δημοσθένης τα υπόλοιπα. Το χειμώνα του 333 συναντήθηκε στην υπό περσική κατοχή Σίφνο με τον Φαρνάβαζο και τον Αυτοφραδάτη, για να οργανώσουν την από κοινού δράση κατά των δυνάμεων του Αλεξάνδρου και του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Εκεί πληροφορήθηκαν την ήττα του Δαρείου στην Ισσό και ενέτειναν τις δραστηριότητές τους. Οι Πέρσες αποσύρθηκαν στα κατεχόμενα νησιά, για να αποτρέψουν εξέγερση των Ελλήνων, που είχαν αναθαρρήσει με τη νίκη του Αλεξάνδρου, ενώ ο Άγις έστειλε τον αδελφό του με 30 ακόμη τάλαντα, 10 τριήρεις και Έλληνες μισθοφόρους στην Κρήτη, για να τη θέσει υπό τον περσικό έλεγχο. Ο ίδιος ο Άγις πήρε μέρος στις περσικές επιχειρήσεις του Αιγαίου. Μετά τη νίκη του Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα κι ενώ ο Αντίπατρος ήταν απασχολημένος στη Θράκη με τον Μέμνονα, ο Άγις ξεσήκωσε κυρίως τους Πελοποννησίους και συγκέντρωσε 20.000 πεζούς και 200 ιππείς. Ο Αντίπατρος έκλεισε άρον-άρον το μέτωπο στη Θράκη και προέλασε νότια, ενώ ο Αλέξανδρος έθεσε στη διάθεσή του 3.000 τάλαντα. Το Μάιο του 330 τα δύο αντίπαλα στρατεύματα συγκρούσθηκαν κοντά στη Μεγαλόπολη, όπου νίκησε ο Αντίπατρος και σκοτώθηκε ο Άγις.
Άδα: η κόρη του Πιξώδαρου λεγόταν Άδα, όπως και η αδελφή του, την οποία εκθρόνισε και σφετερίσθηκε το θρόνο. Προφανώς το όνομα Άδα ήταν συνηθισμένο στον βασιλικό Οίκο της Καρίας.
Αδαίος: ήταν χιλίαρχος και στην πολιορκία της Αλικαρνασσού, όπου σκοτώθηκε, διοικούσε τάξη πεζών υπό τον Πτολεμαίο.
Άδμητος (=αδάματος = ατρόμητος): βασιλιάς των Φερρών. Κατά τον Όμηρο είχε συμμετάσχει στην Τρωική εκστρατεία στέλνοντας το γιο του Εύμηλο ως διοικητή των στρατευμάτων των Φερραίων, ενώ το βασίλειό του περιελάμβανε όλη την περιοχή μέχρι τον Παγασητικό κόλπο, όλη την πεδιάδα του Αλμυρού ως το όρος Όθρυς και τα ανάκτορά του νρίσκονταν στο Χαλκωδόνιο όρος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή φαίνεται ότι επιβεβαιώνουν τον Όμηρο. Οι δύο σημαντικότεροι μύθοι σχετικά με τον Άδμητο αναφέρονται στο γάμο του με την Αλκήστιδα και στην εργασία του Απόλλωνα. Ο Απόλλων τιμωρήθηκε από το Δία να υπηρετήσει επί 9 χρόνια τον Άδμητο, του οποίου η ευγένεια και προσήνεια εντυπωσίασαν τον τιμωρημένο θεό. Ως επιβράβευση της καλής συμπεριφοράς του Άδμητου, ο Απόλλων πολλαπλασίασε τα κοπάδια του και τον βοήθησε να παντρευτεί την Αλκήστιδα. Όμως κατά τη γαμήλια εορτή ο Άδμητος δεν θυσίασε στην Αρτέμιδα, που απαίτησε το θάνατό του. Ο Απόλλων πέτυχε ένα συμβιβασμό: να απαλλαγή ο Άδμητος από το θάνατο, αν κάποιος προσφερόταν ακούσια να πάρει τη θέση του. Η Άλκηστις προσεφέρθη και πέθανε στη θέση του, αλλά η Περσεφόνη η Περσεφόνη εκτιμώντας τη συζυγική πίστη και αυτοθυσία της, την ξανάστειλε από τον Άδη στον πάνω κόσμο.
Αιακός: μυθολογείται ως γιος του Δία και της Αιγίνης. Ήταν από τα σημαντικότερα πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας και οι απόγονοί του ονομάσθηκαν Αιακίδες. Από αυτούς ο Αχιλλέας, ο Νεοπτόλεμος και ο Τελαμώνιος Αίας διέπρεψαν στον Τρωικό Πόλεμο. Στο γένος των Αιακιδών ανήκε και ο νικητής της μάχης του Μαραθώνα, ο Μιλτιάδης, αλλά κι ο Μέγας Αλέξανδρος μέσω της μητέρας του Ολυμπιάδας (Ιουστίνος 11.3.1).
Αιγές: ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα η αρχική γη των Μακεδόνων, η Μακεδονίς, περιελάμβανε το όρος Βέρμιο και τις γύρω περιοχές. Σύμφωνα με το μύθο ο ιδρυτής του βασιλείου, ο Περδίκκας Α΄, ακολούθησε ένα κοπάδι από κατσίκια (αἶγες) και στο σημείο όπου σταμάτησαν, αποφάσισε να χτίσει την πρωτεύουσά του, την οποία γι’ αυτόν το λόγο ονόμασε Αιγές. Την εποχή εκείνη η Μακεδονίς συνόρευε προς Βορρά με τους Βοττιαίους, προς Ανατολάς με τους Πίερες, προς Νότο με τους Περραιβούς και προς Δυσμάς με τους Εορδαίους. Οι Αιγές ετοποθετούντο στα ΒΑ του Βερμίου μέχρι το 1978, οπότε ο καθηγητής Μανώλης Ανδρόνικος ανακάλυψε στη Βεργίνα δύο ασύλητους βασιλικούς τάφους. Στο μεγάλο τάφο βρέθηκαν δύο ταφές (καμένα και πλυμένα οστά) σε χρυσές λάρνακες. Τα οστά της μίας λάρνακας ανήκαν σε άνδρα 40-50 ετών (Φίλιππος Β΄) της δε άλλης σε γυναίκα 23-27 ετών (Κλεοπάτρα). Στο δεύτερο τάφο βρέθηκε σε ασημένια υδρία ταφή αγοριού 12-14 ετών (Αλέξανδρος Δ΄). Τα οστά ήταν όλα καμένα και πλυμένα και τις πληροφορίες παρέσχε η ανθρωπολογική τους εξέταση. Μετά την παραπάνω ανακάλυψη κατέστη απόλυτα σαφές ότι η Βεργίνα ταυτίζεται με τις αρχαίες Αιγές. Παρά ταύτα δεν επείσθησαν όλοι οι αρχαιολόγοι, ότι οι τάφοι, που ανασκάφηκαν εκεί, ανήκουν στη βασιλική οικογένεια και ορισμένοι πιστεύουν ότι ανήκουν σε ευγενείς Μακεδόνες, που απέκτησαν τεράστιο πλούτο κατά την εκστρατεία στην Ασία. Επιχειρηματολογούν ακόμη ότι η Βεργίνα δεν μπορεί να ταυτίζεται με τις Αιγές, επειδή βρίσκεται νοτίως του Αλιάκμονα, και συνεπώς ανήκε στην Πιερία, η οποία κατελήφθη από τους Μακεδόνες μετά την ίδρυση των Αιγών. Επ’ αυτού σημειώνουμε απλώς ότι από καμία αρχαία πηγή δεν προσδιορίζεται με απόλυτη σαφήνεια η μεθόριος μεταξύ Μακεδονίδας και Πιερίας. Ως ισχυρότερη απόδειξη της μη ταύτισης της Βεργίνας με τις αρχαίες Αιγές, οι υποστηρικτές αυτής της άποψης επικαλούνται την έλλειψη πρώιμων αρχαϊκών ευρημάτων (του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα), δηλαδή της περιόδου που ιδρύθηκαν οι Αιγές. Αλλά κι αυτό το επιχείρημα ουσιαστικά κατέρρευσε μετά το 1988, οπότε άρχισαν να ανακαλύπτονται ευρήματα των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων. Από τις μέχρι το 2005 ανασκαφές στον ευρύτερο χώρο της Βεργίνας (μόλις στο 1% της νεκρόπολης και στο 0,2% της αρχαίας πόλης) ήλθαν στο φως επιγραφές, που αναφέρονται σε ιερό του Ηρακλή Πατρώου (ως γνωστόν οι Αργεάδες θεωρούσαν ως γενάρχη τους τον Ηρακλή), ενώ σε ιερό της Εύκλειας βρέθηκαν αναθηματικές επιγραφές της Ευρυδίκης, της μητέρας του Φιλίππου και γιαγιάς του Αλεξάνδρου. Κυρίως όμως δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν ότι τα ερείπια του ανακτόρου της Βεργίνας ανήκουν πράγματι σε ανάκτορο, χαμηλότερα από το οποίο βρίσκεται το αρχαίο θέατρο (που ως το 2006 δεν είχε ανασκαφεί και παρουσίαζε την παραπάνω εικόνα) . Τα αρχαιολογικά ευρήματα λοιπόν μέρα με την ημέρα τεκμηριώνουν όλο και εντονότερα την ταύτιση της Βεργίνας με τις Αιγές.
Αιθίοψ: το όνομα προέρχεται από το ρήμα αἴθω (=καίω) και το ουσιαστικό ὄψ (=πρόσωπο), σημαίνει δηλαδή αυτόν με το καμένο πρόσωπο, τον μαύρο. Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους λαούς νοτίως της Αιγύπτου. Κατά τον Όμηρο, οι Αιθίοπες ήταν θεοσεβέστατοι και κατοικούσαν στην άκρη του Ωκεανού. Κατά τον Ηρόδοτο, η χώρα τους ήταν η νοτιότερα κατοικημένη.
Αινείας ο Τακτικός: ήταν σύγχρονος του Ξενοφώντα και ασχολήθηκε με την τεχνική πλευρά του πολέμου. Το σωζόμενο έργο του «Τακτικόν υπόμνημα περί του πως χρή πολιορκουμένους αντέχειν» δεν είναι παρά ένα κεφάλαιο από το μεγαλύτερο έργο του, που φαίνεται ότι γράφτηκε περί το 360 π.Χ. Είναι ο παλαιότερος από τους σωζόμενους στρατιωτικούς συγγραφείς της αρχαίας Ελλάδας και κατά την επικρατέστερη εκδοχή ταυτίζεται με τον Αινεία τον Στυμφάλιο, το στρατηγό που ηγήθηκε του στρατού του Κοινού των Αρκάδων στη μάχη της Μαντινείας το 362 π.Χ. Επειδή ασχολήθηκε με θέματα στρατιωτικής τακτικής του αποδόθηκε το προσωνύμιο Τακτικός.
Ακκαδική: η γλώσσα των παλαιοτέρων κατοίκων της Βαβυλωνίας. Εμφανίσθηκε περί το 3.000 π.Χ. και χρησιμοποιούσε σφηνοειδές αλφάβητο. Ήταν μία από τις τρεις επίσημες γλώσσες της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας.
Ακροατικές και εποπτικές επιστήμες: σύμφωνα με το Liddell-Scott, ήταν οι υψηλότερες και βαθύτερες διδασκαλίες των φιλοσόφων, που μεταδίδονταν μόνο προφορικά. Όμως, τόσο κατά το Liddell-Scott όσο και κατά το λεξικό της Σούδας, ακροατής είναι ο μαθητής γενικά, ενώ ο επόπτης φαίνεται ότι βρισκόταν στη δεύτερη ή τρίτη βαθμίδα (μύστες - επόπτες - έφοροι) των μυημένων στα Μυστήρια της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Με αυτά τα δεδομένα και το παρακάτω περιστατικό, που παραθέτει ο Πλούταρχος, είναι πολύ πιθανό οι επιστήμες αυτές να συνέδεαν και να συνδύαζαν τη θρησκεία με την πολιτική. Όταν ο Αλέξανδρος προέλαυνε στην Ασία, έμαθε ότι ο Αριστοτέλης είχε εκδώσει κάποια βιβλία σχετικά με τις ακροατικές και εποπτικές επιστήμες και φέρεται να έστειλε στον παλιό του δάσκαλο επιστολή, με την οποία διαμαρτυρόταν για τη δημοσίευση. Επεσήμαινε ότι, αν οι διδασκαλίες αυτές γίνονταν κτήμα όλων, θα εξισώνονταν πνευματικά οι λίγοι με τους πολλούς και ότι τον ίδιον περισσότερο τον ενδιέφερε να υπερέχει των άλλων στο πνεύμα παρά σε άλλο τομέα.
Αλβανία: δεν πρόκειται για τη σημερινή Αλβανία, που τότε λεγόταν Ιλλυρία. Ήταν χώρα στα Α της Ιβηρίας (της σημερινής Γεωργίας), μεταξύ Καυκάσου, Κασπίας και Αρμενίας. Δηλαδή, εκτεινόταν στη σημερινή αυτόνομη δημοκρατία του Νταγκεστάν και στο Β τμήμα του Αζερμπαϊτζάν. Τη διέρρεαν οι ποταμοί Κύρος (Κούρ) και Αλαζόνιος (Αλαζάνι).
Αλέξανδρος Δ΄: γιος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης. Γεννήθηκε στη Βαβυλώνα το 323, έναν ή τρεις μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του. Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος, η φάλαγγα, δηλαδή η κατώτερη κοινωνικά τάξη των Μακεδόνων, οι χωριάτες όπως –ούτε λίγο ούτε πολύ- τους είχε αποκαλέσει ο Αλέξανδρος στην Ώπη, παρέμενε προσκολλημένη στα ήθη και τις παραδόσεις, γι’ αυτό αρνήθηκε να παραχωρήσει τον μακεδονικό θρόνο σε έναν αγέννητο μιγάδα. Προτίμησε τον Αρριδαίο παρά τη νοητική του βλάβη, διότι ανήκε στον Οίκο των Αργεαδών. Απ’ την άλλη πλευρά οι αριστοκράτες (οι εταίροι και οι σωματοφύλακες) επέλεξαν να ακολουθήσουν την μέθοδο του ίδιου του Αλεξάνδρου, την «κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς», δηλαδή την κατ’ επίφαση συνδιοίκηση της αυτοκρατορίας με τους βαρβάρους, μία συνδιοίκηση που θα προσωποποιούσε ο γιος του από τη Ρωξάνη. Η διαφωνία ήταν τόσο έντονη, ώστε απειλήθηκε ένοπλη ταξική σύγκρουση των ιππέων με τους πεζούς. Με διαδικασίες, που παραδίδονται διαφορετικά από κάθε πηγή, αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος και επιτεύχθηκε συμβιβασμός των ευγενών με τους απλούς Μακεδόνες: ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς με το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ΄, το τυχόν άρρεν παιδί της Ρωξάνης θα είχε ίσα δικαιώματα στο θρόνο και ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) ο Αρριδαίος από κοινού με τον Πείθωνα ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν», ενώ ο Αντίπατρος μετέφερε τους βασιλείς (τον Αρριδαίο και τον Αλέξανδρο Δ΄ καθώς και τις Ευρυδίκη και Ρωξάνη) στη Μακεδονία προφασιζόμενος λόγους ασφαλείας, αλλά κυρίως για να βρεθεί ο ίδιος πλησιέστερα προς το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Το 317 η Ευρυδίκη κατέστησε τον Κάσσανδρο επίτροπο του Αρριδαίου και το 316 ο Κάσσανδρος πέτυχε στην Eκκλησία των Μακεδόνων την καταδίκη της Ολυμπιάδας σε θάνατο επί προδοσία και τη δολοφονία της Κλεοπάτρας. Ο κίνδυνος για τον μικρό διάδοχο ήταν πλέον ορατός και το 311 ο δώδεκα ετών Αλέξανδρος Δ΄ και η Ρωξάνη δολοφονήθηκαν κατά διαταγή του Κάσσανδρου στην Αμφίπολη όπου βρίσκονταν. Στο δεύτερο βασιλικό τάφο των Αιγών βρέθηκε μέσα σε ασημένια υδρία η ταφή (τα καμένα και πλυμένα οστά) του Αλέξανδρου Δ΄.
Αλέξανδρος του Αερόπου: εταίρος από το μακεδονικό έθνος των Λυγκηστών. Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος (336), ήταν από τους πρώτους, που φόρεσαν πολεμική εξάρτηση και έσπευσαν με τον Αλέξανδρο Γ΄ στα ανάκτορα, για να ξεκαθαρίσουν τη συνωμοσία. Λόγω της προθυμίας του και παρ’ ότι τα αδέλφια του, Ηρομένης και Αρραβαίος, είχαν αναμιχθεί στη δολοφονία του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος Γ΄ απάλλαξε τον συνονόματό του εταίρο από τις κατηγορίες και τον περιέβαλε με την εμπιστοσύνη του. Τον έστειλε στη Θράκη ως στρατηγό και αργότερα του ανέθεσε την διοίκηση του θεσσαλικού ιππικού, όταν άφησε τη θέση αυτή ο Κάλας για να γίνει σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας (334). Στην πραγματικότητα ο Αλέξανδρος του Αερόπου απλώς είχε διαχωρίσει τη θέση του από εκείνη των αδελφών του, διότι ήθελε να παραμείνει μέσα στις εξελίξεις και να εδραιώσει τη θέση του στην Αυλή της Μακεδονίας. Παράλληλα είχε δώσει στον αυτόμολο Αμύντα του Αντιόχου επιστολή με προτάσεις και προσφορές προς τον Δαρείο, ζητώντας τη βοήθειά του για να καταλάβει το θρόνο της Μακεδονίας. Το χειμώνα του 334-333 είχε έρθει η ώρα για τον Δαρείο να χρησιμοποιήσει τον εταίρο Αλέξανδρο ως ανάχωμα στην επέλαση του βασιλιά Αλεξάνδρου. Έτσι, ο Μέγας Βασιλεύς εγγυήθηκε στον εταίρο ότι θα τον εγκαθιστούσε βασιλιά στη Μακεδονία και θα του έδινε 1.000 χρυσά τάλαντα, αν σκότωνε τον Αλέξανδρο. Όμως ο κομιστής της επιστολής έπεσε στα χέρια του Παρμενίωνα, ο οποίος επιχειρούσε στη Μεγάλη Φρυγία και μόλις έμαθε την αποστολή του Πέρση αξιωματούχου, τον έστειλε με συνοδεία στον βασιλιά Αλέξανδρο. Εκείνος συγκάλεσε σύσκεψη των εταίρων και ζήτησε τη γνώμη τους. Οι εταίροι τού είπαν ότι κακώς είχε πράξει εξαρχής, όταν εμπιστεύθηκε τον Λυγκηστή μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, και ότι ήταν σοβαρότατο λάθος να του εμπιστευθεί τους Θεσσαλούς, το καλύτερο και μεγαλύτερο σώμα ιππικού μετά το μακεδονικό, διότι υπήρχε ο κίνδυνος να τους προσεταιρισθεί και να τους πείσει να στασιάσουν. Ο Αλέξανδρο του Αερόπου συνελήφθη και παρέμεινε φυλακισμένος επί τρία χρόνια χωρίς δίκη, επειδή φέρεται ότι ήταν παντρεμένος με μία από τις κόρες του Αντίπατρου, αλλά το (330) στην πρωτεύουσα της Δραγγιανής, μετά τη δίκη και καταδίκη του Φιλώτα είχε τελειώσει η ανοχή του βασιλιά. Προσήγαγε τον Λυγκηστή εταίρο στην Εκκλησία των Μακεδόνων για να δικαστεί και υπό το βάρος των αποδείξεων καταδικάστηκε κι αυτός σε θάνατο.
Αλκέτας: εμφανίζεται ως διοικητής τάξης (ταξιάρχης) πεζών υπό τον Κρατερό στις επιχειρήσεις κατά των Παρειτακηνών, στην πολιορκία των Μασσάγων και στη μάχη κατά του Πώρου.
Αμαζόνες: κατά την ελληνική μυθολογία, ήταν έθνος γυναικών πολύ ισχυρό στον πόλεμο, κατοικούσαν γύρω από τον ποταμό Θερμόδοντα και όποτε γεννούσαν, κρατούσαν και ανέτρεφαν μόνο τα κορίτσια. Υποτίθεται ότι ονομάσθηκαν έτσι, επειδή έκοβαν τον δεξιό τους μαστό (χωρίς μαζό (μαστό) ~> α+μαζός ~> Αμαζών), για να μην εμποδίζονται στη μάχη και κρατούσαν τον αριστερό, για να τρέφουν τα παιδιά τους. Οι επίμονοι μύθοι σχετικά με τις Αμαζόνες, τις οποίες μόνο οι κορυφαίοι Έλληνες ήρωες μπορούσαν να νικήσουν, προβληματίζουν για το τι μπορεί να τους προκάλεσε ή τι πραγματικά κρύβεται πίσω τους. Ίσως η καλύτερη εξήγηση να είναι αυτή του Παλαιφάτου: «Για τις Αμαζόνες λένε ότι δεν ήταν γυναίκες, αλλά βάρβαροι άντρες, που φορούσαν ποδήρεις χιτώνες, όπως οι Θρακιώτισσες, έδεναν ταινίες στα μαλλιά τους και ξύριζαν τα πρόσωπά τους. Γι’ αυτό θεωρήθηκαν από τους εχθρούς τους γυναίκες, το γένος τους ονομάσθηκε Αμαζόνες και ήταν ικανότατοι στη μάχη. Εκστρατεία από γυναίκες φυσικά δεν έγινε ποτέ και πουθενά». Ο πραγματιστής Αρριανός επικαλείται τον Ξενοφώντα, ο οποίος επί κεφαλής των Μυρίων λιγότερο από 80 χρόνια νωρίτερα από τον Αλέξανδρο πέρασε από τις περιοχές, όπου υποτίθεται ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες, και δεν τις αναφέρει στο έργο του, ενώ αναφέρει όλους τους άλλους λαούς της περιοχής. Επειδή όμως ο Αρριανός ήταν και δημόσιο πρόσωπο, δεν ήθελε να συγκρουστεί με τις βαθειά ριζωμένες δοξασίες των συγχρόνων του. Λέει λοιπόν ότι θεωρεί σωστούς του μύθους για τον Ηρακλή, που πολέμησε τη βασίλισσα των Αμαζόνων, την Ιππολύτη, και έφερε στην Ελλάδα τη ζώνη της, καθώς και για το Θησέα, που τις νίκησε επικεφαλής των Αθηναίων. Δηλώνει ακόμη ότι αποδέχεται ως ακριβή την αναφορά του Ηροδότου σ’ αυτές και ως δικαιολογημένες τις σχετικές αναφορές των διαφόρων Αθηναίων ρητόρων. Αυτή τη φορά αντί να αντιπαραθέσει την πραγματικότητα στο μύθο, προτίμησε να προσφέρει τη βολική θεωρία ότι οι Αμαζόνες πράγματι υπήρξαν και ότι είναι σωστά όλα όσα γράφτηκαν σχετικά, αλλά ως έθνος είχαν εκλείψει ήδη από την εποχή του Ξενοφώντα. Κατά την άποψη του Αρριανού, το χειμώνα του 324-323 στη Μηδία ο Ατροπάτης έδειξε στον Αλέξανδρο κάποιες γυναίκες, που απλώς ισχυρίζονταν ότι ήταν Αμαζόνες, ενώ στην πραγματικότητα «ήταν άλλες βάρβαρες γυναίκες εξοπλισμένες και εκπαιδευμένες για πόλεμο» (Διόδωρος Β.45, Ιουστίνος 2.4, Απολλόδωρος Β.20.1, Παλαιφάτου Περί απίστων ιστοριών (Για τις απίστευτες ιστορίες).λγ.Περί Αμαζόνων).
Αμύντας του Ανδρομένη: πεζέταιρος από τη Τύμφη (κρατίδιο της Άνω Μακεδονίας). Από τους παλαιότερους ταξιάρχες, ακολούθησε τον Περδίκκα στην επίθεση κατά των Θηβών (335), συμπαρασύροντας και τις υπόλοιπες μακεδονικές δυνάμεις. Πολέμησε στο Γρανικό (334), πήγε στη Μακεδονία για στρατολόγηση και ξανασυνάντησε τη στρατιά στα Σούσα (331) οδηγώντας τους νεοσύλλεκτους. Το 330 γεφύρωσε το ποτάμι, που έπρεπε να περάσουν για να φτάσουν στην Περσίδα, πήρε μέρος στις επιθέσεις κατά των Ταπούρων και των Μάρδων και ακολούθησε τον Αλέξανδρο στη καταδίωξη του Σατιβαρζάνη. Κατηγορήθηκε ότι μαζί με τα αδέρφια του, Πολέμωνα, Άτταλο και Σιμμία, πήρε μέρος στη συνομωσία του Φιλώτα (330), του οποίου ήταν έμπιστοι και φίλοι, αλλά αθωώθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία στη Εκκλησία των Μακεδόνων. Τότε απαίτησε την άδεια να πάει στους εχθρούς και να φέρει πίσω τον Πολέμωνα, που είχε αυτομολήσει. Η άδεια του δόθηκε και το ίδιο βράδυ επέστρεψε στο στρατόπεδο με τον αδελφό του. Η αθωότητά του είχε αποδειχθεί περίτρανα, αλλά ο ίδιος σκοτώθηκε λίγο αργότερα από τόξευμα στην πολιορκία ενός χωριού.
Αμύντας του Αντιόχου: Λόγω κάποιας (μάλλον αμοιβαίας) αντιπάθειας προς τον Αλέξανδρο πρόλαβε και αυτομόλησε στους Πέρσες αμέσως μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336). Όταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε τις Σάρδεις (334), εκείνος εγκατέλειψε την Έφεσο μαζί με τη φρουρά της. Τις παραμονές της μάχης της Ισσού (333), βρισκόταν στο στρατόπεδο του Δαρείου και του συνιστούσε να μη φύγει από την ευρύχωρη πεδιάδα των Σώχων, διότι εκεί πλεονεκτούσαν οι δυνάμεις του έναντι του Αλεξάνδρου, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να συγκρουσθεί μαζί του. Μετά την ήττα των Περσών στην Ισσό διέφυγε μαζί με 8.000 Έλληνες μισθοφόρους μέσω Κύπρου στην Αίγυπτο, όπου σκοτώθηκε σε κάποιο επεισόδιο με τους ντόπιους (Κούρτιος 4.1.29-33).
Αμύντας του Αρραβαίου: ήταν επικεφαλής των προδρόμων ιππέων, όταν η στρατιά πλησίαζε την Πρίαπο και το Γρανικό. Στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε τους σαρισσοφόρους, τους Παίονες και την ίλη του Σωκράτη και πέρασε πρώτος τον ποταμό επικεφαλής των προδρόμων ιππέων. Στην πολιορκία της Σαγαλασσού (333) ηγούνταν του αριστερού τμήματος της φάλαγγας.
Αμφικτιονία: γράφεται και Αμφικτυονία. Η μορφή με το ι (Αμφικτιονία) ετυμολογείται ως "αμφί κτίζεσθαι", ήτοι Αμφικτίονες ήταν οι περί-κτίζοντες = περίοικοι = γείτονες. Η μορφή με το υ (Αμφικτυονία) σχηματίζεται από το όνομα του Αμφικτύωνος, που υποτίθεται ότι συγκάλεσε την πρώτη Αμφικτυονία στις Θερμοπύλες. Αυτό είναι σαφέστατα ένα από τους πολλούς μύθους, με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες αλληγορούσαν τα πραγματικά γεγονότα.
Αμφιτρίτη: κατ’ άλλους μύθους ήταν μία από τις Νηρηίδες, κατ’ άλλους κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή του Ουρανού και της Γης. Οι τελευταίες αυτές παραλλαγές μάλλον είχαν σκοπό να της προσδώσουν τη θεϊκή υπόσταση, που δεν είχε αρχικά. Στην Ιλιάδα παρουσιάζεται ως απλή προσωποποίηση της θάλασσας, χωρίς θεϊκή υπόσταση.
Αμφοτερός του Αλεξάνδρου: αδελφός του Κρατερού. Όταν ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε τη συνωμοσία του Λυγκηστή Αλέξανδρου, έστειλε στον Παρμενίωνα προφορικές διαταγές με τον Αμφοτερό. Αυτός φόρεσε τοπική ενδυμασία και με δύο Περγαίους οδηγούς έφτασε στον Παρμενίωνα με τις διαταγές σύλληψης του Λυγκηστή.
Αμφοτερός: Το χειμώνα του 334-3 ήταν υφιστάμενος του Ηγέλοχου στον ελλησποντικό στόλο. Το 332 ο Ηγέλοχος τον έστειλε με 60 πλοία στην Κω κατόπιν προσκλήσεως των κατοίκων της, οι οποίοι παρέδωσαν την πόλη και το νησί. Το 331 διατάχθηκε με τα πλοία του και άλλα 100 φοινικικά και κυπριακά να καταλάβει την Κρήτη, τη μόνη ναυτική βάση, που απέμενε στους Πέρσες και την οποία κατείχαν για λογαριασμό τους οι σύμμαχοί τους, οι Σπαρτιάτες.
Ανάβασις: η Ανατολή στους αρχαίους χάρτες βρισκόταν στο πάνω μέρος, εκεί που σήμερα τοποθετούμε τον Βορρά. Γι’ αυτόν το λόγο οι πορείες του Κύρου και του Αλεξάνδρου προς τα ανατολικά ονομάσθηκαν αναβάσεις και γι’ αυτό οι ανατολικές σατραπείες ονομάζονταν άνω σατραπείες. Η σπουδαιότητα της ανατολής διατηρείται ως τις μέρες μας τόσο στα ελληνικά όσο και στις λατινογενείς γλώσσες και μάλιστα στην πολύ χαρακτηριστική έννοια του προσανατολισμού (orientation, Orientierung).
Ανάξαρχος: σκεπτικός φιλόσοφος, ένας από τους κορυφαίους αυλοκόλακες του Αλεξάνδρου. Όταν ο Αλέξανδρος σκότωσε τον Κλείτο (328) και οδυρόταν γι’ αυτό, ο Ανάξαρχος προκειμένου να τον παρηγορήσει τον χλεύασε λέγοντας ότι ένας βασιλιάς πρέπει να επιβάλλει ως ορθό ό,τι κι αν κάνει. Ήταν ο σημαντικότερος προπαγανδιστής και τεκμηριωτής της προσκύνησης του Αλεξάνδρου και ως εκ τούτου ο κυριότερος αντίπαλος του Καλλισθένη και όσων δεν συμφωνούσαν με την υιοθέτηση των εθίμων της περσικής Αυλής. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη διδασκαλία του και υπάρχει η υποψία ότι τα περισσότερα απ’ όσα παραδίδουν οι αρχαίες πηγές είναι κατασκευάσματα των εχθρών ή των φιλοσοφικών αντιπάλων του. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου τον συνέλαβε στην Κύπρο ο τύραννος Νικοκρέων και τον θανάτωσε με σκληρά βασανιστήρια, τα οποία ο Ανάξαρχος υπέμεινε χλευάζοντας τον Νικοκρέοντα και τους βασανιστές του.
Ανάξιππος: εταίρος, τον οποίο ο Αλέξανδρο έστειλε το 330 με 40 μόνο ιππακοντιστές ως φρουρά στην Αρεία. Μόλις ο Σατιβαρζάνης, σατράπης των Αρείων, επαναστάτησε, εξόντωσε τον Ανάξιππο και τους ιππακοντιστές του.
Αναξυρίδες: είδος εφαρμοστών παντελονιών, που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί.
Ανδρόμαχος του Ιέρωνα: εταίρος. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην καταδίωξη του Βήσσου (330) ήταν διοικητής των μισθοφόρων ιππέων. Το 329 εστάλη μαζί με τους Μενέδημο, Κάρανο και Φαρνούχη εστάλη κατά του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στα Μαράκανδα. Αγνόησε στοιχειώδεις κανόνες εμπλοκής και μπήκε στη χώρα των νομάδων Σκυθών καταδιώκοντας τον Σπιταμένη. Εκείνος, επικεφαλής ξεκούραστων Σκυθών ιππέων επιτέθηκε εναντίον των κουρασμένων δυνάμεων του Ανδρόμαχου, τις αιφνιδίασε, τις διέσπασε και τις αποδεκάτισε. Από τους 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν μόνο 40 ιππείς και 300 πεζοί.
Ανδροσθένης του Καλλίστρατου: καταγόταν από την Πέλλα. Στην κάθοδο του Υδάσπη (326) ήταν τριήραρχος. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε από την Ινδία (324) διατάχθηκε να περιπλεύσει όλη τη χερσόνησο της Αραβίας με μία τριακόντορο.
Αντίγονος του Φιλίππου: έφερε τα προσωνύμια Κύκλωψ ή Μονόφθαλμος ή Ετερόφθαλμος για ευνόητους λόγους. Καταγόταν από την βασιλική οικογένεια της Ελιμιώτιδος (382) και στην εκστρατεία του Αλεξάνδρου ήταν στρατηγός των συμμάχων. Στις Κελαινές (333) ορίστηκε σατράπης της Μεγάλης Φρυγίας και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν ένας από τους σημαντικότερους και σκληρότερους πρωταγωνιστές στους αγώνες των Διαδόχων. Το 321 μετά τη δολοφονία του Περδίκκα ο Αντίπατρος όρισε τον Αντίγονο αρχιστράτηγο των βασιλικών δυνάμεων. Μετά το θάνατο του Αντίπατρου ο Αντίγονος αποστάτησε και συμμάχησε με τον Κάσσανδρο, για λογαριασμό του οποίου δολοφόνησε την Κλεοπάτρα. Το 317 δολοφόνησε τον Ευμένη (317) και τον Εύδαμο. Σκοτώθηκε στη μάχη της Ιψού (301) και κατά τον Αριστόβουλο ο μάντης Πειθαγόρας είχε προμαντέψει την τύχη του.
Αντίοχος: αρχηγός των τοξοτών στη μάχη της Ισσού (333). Πέθανε στην Αίγυπτο το 331.
Αντίοχος: χιλίαρχος των υπασπιστών. Εμφανίζεται στις επιχειρήσεις κατά των Ασσακηνών.
Αντίπατρος: γεννήθηκε περί το 400 και υπήρξε ο πιο έμπιστος στρατηγός και φίλος του Φιλίππου Β΄. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336) μαζί με τον Παρμενίωνα εδραίωσε τον Αλέξανδρο στο θρόνο. Λογω της πίστης του στον Οίκο των Αργεαδών, ο Αλέξανδρος τον όρισε επίτροπο (αντιβασιλέα) στο θρόνο της Μακεδονίας, όταν εκστράτευσε κατά των Περσών (334). Σε όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ασία εκτός από το να συγκρατεί τα ελληνικά κράτη στα πλαίσια των αποφάσεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων έκανε συχνές αποστολές στρατευμάτων και υλικού. Τελικά όμως έπεσε κι αυτός στη δυσμένεια του Αλεξάνδρου, ο οποίος το 324 τον διέταξε να παραδώσει τη θέση του επιτρόπου στον Κρατερό και να μεταβεί στη Βαβυλώνα, όπου βρίσκονταν ήδη οι γιοί του Ιόλλας και Κάσσανδρος. Η δυσμένεια του Αλεξάνδρου αποδίδεται από τους περισσότερους στις διαρκείς αντιδικίες του με την Ολυμπιάδα, που επέμενε να αναμιγνύεται στην πολιτική, ωστόσο αυτός φαίνεται να είναι ένας μόνο από τους λόγους και όχι υποχρεωτικά ο σημαντικότερος. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου (323) έσωσε τη ζωή του Αντίπατρου, που στην πρώτη διανομή των σατραπειών παρέμεινε υπεύθυνος για τη Μακεδονία, την υπόλοιπη Ελλάδα και τους όμορους λαούς (Ιλλυριούς, Παίονες και νότιους Θράκες). Εν συνεχεία, βλέποντας τη διάθεση των Αθηναίων να εξεγερθούν, κάλεσε σε βοήθεια τον Λεοννάτο, που είχε οριστεί σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας, και τον Κρατερό, που βρισκόταν ακόμη στην Κιλικία με τους 10.000 απόμαχους Μακεδόνες και χωρίς μερίδιο εξουσίας. Οι Αθηναίοι προσεταιρίσθηκαν μερικά ελληνικά κράτη και υπό τον Λεωσθένη νίκησαν τον Αντίπατρο, που υποχρεώθηκε να κλειστεί στη Λαμία και να υποστεί πολιορκία. Μόλις δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία οι Μακεδόνες έκαναν έξοδο, νίκησαν τους Αθηναίους και τους υποχρέωσαν σε ατιμωτική συνθηκολόγηση. Το 322 ο Αντίπατρος πέτυχε την καταδίκη σε θάνατο του Δημοσθένη και πάντρεψε την κόρη του Νίκαια με τον Περδίκκα, ο οποίος ωστόσο δεν δίστασε να στραφεί και κατά του πεθερού του (321) διεκδικώντας το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Ο Αντίπατρος βρισκόταν στην Κιλικία και βάδιζε με τα στρατεύματά του κατά του Περδίκκα, όταν εκείνος δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του στην Αίγυπτο. Ευρισκόμενος στην περιοχή, ο Αντίπατρος κατεύνασε μία εξέγερση στο στράτευμα, που είχε υποκινήσει η Ευρυδίκη, ανέλαβε επιμελητής των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄), ανακατένειμε τις δυτικές κυρίως σατραπείες, όρισε αρχιστράτηγο των βασιλικών στρατευμάτων τον Αντίγονο, ενώ δίπλα του τοποθέτησε τον Κάσσανδρο για να τον επιτηρεί. Στη συνέχεια επέστρεψε στη Μακεδονία με τους βασιλείς, είτε για να πλησιάσει ο ίδιος το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως, είτε για να εμποδίσει άλλους να τον πλησιάσουν. Πέθανε το 319 σε ηλικία περίπου 80 ετών και κληροδότησε τη θέση του επιτρόπου στον ικανότατο Πολυπέρχοντα, ενώ όρισε τον Κάσσανδρο απλώς δεύτερο τη τάξει.
Απολλόδωρος: εταίρος από την Αμφίπολη, ορίστηκε στρατηγός της φρουράς, που εγκαταστάθηκε στη Βαβυλώνα (331). Όταν επέστρεψε ο Αλέξανδρος από την Ινδία (324), φοβούμενος ενδεχόμενη τιμωρία του, ζήτησε από τον μάντη αδελφό του, Πειθαγόρα, να μαντέψει τα μελλούμενα και ανέφερε στον ίδιο τον Αλέξανδρο τα σημεία της ιερομαντείας για την τύχη του.
Απολλοφάνης: εταίρος. Το 325 ορίστηκε σατράπης των Ωρειτών και απαλλάχθηκε λίγο αργότερα λόγω ανικανότητας ή σκοτώθηκε σε μάχη με τους Ωρείτες (Αρριανός Ινδική 23).
Αραμαϊκή: σημιτική γλώσσα, που ήδη από τον 8ο π.Χ. αιώνα ήταν η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας στην Εγγύς Ανατολή. Από τον 4ο π.Χ. αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως διεθνής γλώσσα της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας και εξαπλώθηκε σε όλη την επικράτειά της πλην Μικράς Ασίας και Αγύπτου. Ήταν επίσης η μητρική γλώσσα του Ιησού Χριστού και σ’ αυτήν γράφτηκε αρχικά το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, πριν μεταφρασθεί κι αυτό στα ελληνικά.
Αρέτης: παίς της βασιλικής ακολουθίας. Στη μάχη του Γρανικού (334) ο Αλέξανδρος ζήτησε απ’ αυτόν δόρυ, όταν έσπασε το δικό του. Αλλά και του Αρέτη το δόρυ είχε σπάσει και πολεμούσε σκληρά με το σπασμένο.
Αρέτης: στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής των προδρόμων ιππέων. Με τις δυνάμεις του απέκρουσε το πρώτο κύμα της περσικής επίθεσης κι εμπόδισε το περσικό ιππικό να πλευροκοπήσει το δεξί κέρας των Μακεδόνων.
Αριαράθης: σατράπης της Καππαδοκίας. Πολέμησε στη μάχη της Ισσού (333) και μετά την ήττα υποχώρησε προς Βορρά επικεφαλής ενός ένα σημαντικού τμήματος των περσικών δυνάμεων και ανακατέλαβε μέρος της Παφλαγονίας και της Καππαδοκίας. Το μεγαλύτερο μέρος της Καππαδοκίας επρόκειτο να παραμείνει έξω από την ελληνική κυριαρχία μέχρι το θάνατο του Αλεξάνδρου και την επικύρωσή της στον Ευμένη (323).
Αριασποί: αρχαίος λαός, που κατοικούσε στο νότιο Αφγανιστάν και στο ανατολικό Ιράν γύρω από τη λίμνη Σεϊστάν (Χάρτης). Περί το 128 π.Χ. εισέβαλαν στη χώρα τους οι Σάκα από τον Ιαξάρτη και η χώρα τους μετονομάστηκε σε χώρα των Σάκα, δηλαδή Σάκα-σταν ή Σακαστηνή επί το ελληνικότερο και Σεϊστάν κατά τη σύγχρονη ορολογία. Συχνά αναφέρονται ως Ευεργέτες, ενώ μερικοί αρχαίοι συγγραφείς τους συγχέουν με τους Αριμασπούς του Ηροδότου.
Αριμασποί: ο Ηρόδοτος τους τοποθετεί Β της Σκυθίας. Υποτίθεται ότι έκλεβαν χρυσό, τον οποίο φρουρούσαν γρύπες. Τα σχετικά με τους Αριμασπούς είχε συγκεντρώσει ο ποιητής Αρισταίος από την Προκόνησο στο μη διασωθέν έργο του "Αριμάσπεια". Μερικοί αρχαίοι συγγραφείς τους συγχέουν με τους Αριασπούς.
Αριοβαρζάνης: ήταν γιός του Αρτάβαζου και διοικητής της Περσίδας και των λαών της Ερυθράς Θάλασσας (του Περσικού Κόλπου). Με το στρατό τους πολέμησε στα Γαυγάμηλα (331) και τον Ιανουάριο του 330 υπερασπίσθηκε τις Περσικές Πύλες με 40.000 πεζούς και 700 ιππείς. Νικήθηκε και γλίτωσε με λίγους ιππείς. Μερικούς μήνες αργότερα παραδόθηκε μαζί με τον πατέρα του και δύο αδελφούς του στον Αλέξανδρο στη Ζαδράκαρτα, την πρωτεύουσα της Υρκανίας.
Αριστόβουλος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Αριστόνους του Πεισαίου: σωματοφύλακας από την Εορδαία. Στην κάθοδο του Υδάσπη (326) ήταν τριήραρχος.
Αριστοτέλης: ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας. Γεννήθηκε στα Στάγειρα (384) και υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα. Ο πατέρας του Νικόμαχος υπηρέτησε στην Αυλή της Μακεδονίας ως γιατρός του βασιλιά Αμύντα. Το 344 ίδρυσε στην Αθήνα σχολή ρητορικής, ανταγωνιστική εκείνης του Ισοκράτη. Ο Φίλιππος τον κάλεσε στη Μακεδονία και τον εγκατέστησε στη Μίεζα, όπου ανέλαβε την εκπαίδευση του 13 ετών Αλεξάνδρου (343). Στον νεαρό διάδοχο δίδαξε ηθική, πολιτική, και κάποιες βαθύτερες και απόρρητες φιλοσοφικές θεωρίες, τις ακροατικές και εποπτικές επιστήμες. Ως μέρος της αμοιβής του ο Φίλιππος υποχρεώθηκε να ανοικοδομήσει τη γενέτειρα του φιλοσόφου, την οποία είχε ισοπεδώσει πέντε χρόνια νωρίτερα. Η εκπαίδευση του Αλεξάνδρου διακόπηκε με την ανάρρησή του στο θρόνο και την έναρξη των εκστρατειών (335). Για λόγους, που δεν διευκρινίζονται από τις αρχαίες πηγές, κάποια στιγμή ο Αλέξανδρος ψυχράνθηκε με τον Αριστοτέλη και το γεγονός αυτό χρησιμοποιήθηκε στη διάνθιση της θεωρίας της δηλητηρίασης. Υποτίθεται ότι ο Αριστοτέλης προμήθευσε τον Αντίπατρο με το δηλητήριο, που έστειλε με τον Κάσσανδρο στη Βαβυλώνα και το χορήγησε ο Ιόλλας.
Αρίστων: ήταν αρχηγός των Παιόνων ιππέων στη μάχη της Ισσού (333) και στη μάχη των Γαυγαμήλων (331).
Αρμυρίκι: είναι το φυτό ταμάριξ, η μυρίκη των αρχαίων Ελλήνων. Το εντυπωσιακότερο είδος του είναι η ταμάριξ η μαννοφόρος, ευδοκιμεί στην περιοχή της αρχαίας Σογδιανής και παράγει μία λευκή ουσία, που είναι γνωστή ως μάννα των Βεδουίνων.
Άρπαλος του Μαχάτα: πιστός παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Ο Φίλιππος τον εξόρισε (337) από τη Μακεδονία, όταν συγκρούστηκε με τον Αλέξανδρο στο γαμήλιο δείπνο. Μετά το θάνατο του Φιλίππου (336), ο Αλέξανδρος του ανέθεσε τη διαχείριση των οικονομικών της στρατιάς, επειδή η καχεκτική διάπλαση του Άρπαλου δεν του επέτρεπε να διακριθεί στην ανώτερη και ευγενέστερη ασχολία της εποχής, την πολεμική δράση. Αυτό φαίνεται ότι έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ψυχοσύνθεσής του και των επιλογών του. Πριν από τη μάχη της Ισσού (333) λιποτάκτησε, ίσως μην πιστεύοντας ότι θα νικούσαν τους Πέρσες. Ο Αλέξανδρος τον διαβεβαίωσε ότι η λιποταξία του δεν θα είχε συνέπειες, εκείνος επέστρεψε και ξανάγινε διαχειριστής. Στα Εκβάτανα (330) ανέλαβε την οικονομική διαχείριση του θησαυρού της πόλης κι εκείνου, που μεταφέρθηκε εκεί από τις Πασαργάδες και την Περσέπολη. Στη συνέχεια αναβαθμίστηκε σε βασιλικό θησαυροφύλακα στη Βαβυλώνα και, όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν στην Ινδία, ο πρόδηλα επιρρεπής σε καταχρήσεις Άρπαλος συνέχισε αυτό, που γνώριζε καλύτερα. Παράλληλα, προετοίμαζε την έξοδο της διαφυγής του και το καταφύγιο για τις δύσκολες μέρες, κάνοντας γενναίες δωρεές στο Δήμο της Αθήνας. Φαίνεται ακόμη ότι ο Άρπαλος, αν και καχεκτικός, ως εραστής ήταν ακόρεστος, διότι κατηγορήθηκε για διάφορες ακολασίες με τις γυναίκες των βαρβάρων. Η έκλυτη ζωή και οι καταχρήσεις του Δημοσίου Χρήματος προκάλεσαν τη γενική κατακραυγή κατά του βασιλικού θησαυροφύλακα και, όταν ο Αλέξανδρος γύρισε από την Ινδία (324) και άρχισε να τιμωρεί τους ατάσθαλους αξιωματούχους, ο Άρπαλος πρόλαβε να δραπετεύσει με 5.000 αργυρά τάλαντα και 6.000 μισθοφόρους. Άφησε τους μισθοφόρους στο Ταίναρο και ο ίδιος με μέρος των χρημάτων ζήτησε καταφύγιο στο Δήμο των Αθηναίων, ελπίζοντας ότι είχαν πιάσει τόπο οι γενναιοδωρίες του. Προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες για να στηρίξουν το αίτημά του, διότι στο μεταξύ είχε ζητηθεί η έκδοσή του. Οι Αθηναίοι ρήτορες θέλησαν να επωφεληθούν από τον πλούσιο φυγάδα και κινήθηκαν, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Δημοσθένης αρχικά πήρε θέση υπέρ του προφανούς συμφέροντος της πατρίδας του και πρότεινε την απέλαση του φυγόδικου, για να μην εμπλακεί η Αθήνα σε αδικαιολόγητο πόλεμο. Αλλά το ίδιο βράδυ ο Άρπαλος έστειλε δώρα και χρήματα στο σπίτι του λαμπρού Αθηναίου πολιτικού, που ξέχασε τα επιχειρήματά του. Έτσι, την επομένη μέρα κατά την προγραμματισμένη συζήτηση στην Εκκλησία των Αθηναίων για το αίτημα ασύλου στον Άρπαλο, όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει ο Δημοσθένης, εκείνος προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε λόγω κρυολογήματος. Τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου, αλλά εκείνος δραπέτευσε, πρόλαβε να επιστρέψει στο Ταίναρο, πήρε τους μισθοφόρους και απέπλευσε για την Κρήτη, όπου τον δολοφόνησε ένας φίλος του, ο Θίβρων.
Αρριανός: ο σημαντικότερος από τους σωζόμενους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Αρριδαίος: ετεροθαλής αδελφός του Μ. Αλεξάνδρου, νόθος γιος του Φιλίππου και μιάς «ασήμαντης και κοινής» γυναίκας, της Φιλίννης κατά τον Πλούταρχο ή μίας χορεύτριας από τη Λάρισα κατά τον Ιουστίνο. Όταν ήταν μικρός φαινόταν ότι ήταν ευγενικός και προικισμένος, αλλά η Ολυμπιάς υποτίθεται ότι του έδωσε δηλητήρια και του προξένησε σωματικές και νοητικές βλάβες. Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος (323), η φάλαγγα, δηλαδή η κατώτερη κοινωνικά τάξη των Μακεδόνων, οι χωριάτες όπως –ούτε λίγο ούτε πολύ- τους είχε αποκαλέσει ο Αλέξανδρος στην Ώπη, παραμένοντας προσκολλημένη στα ήθη και τις παραδόσεις, αρνήθηκε να παραχωρήσει τον μακεδονικό θρόνο σε έναν αγέννητο μιγάδα. Προτίμησε τον Αρριδαίο παρά τη νοητική του βλάβη, διότι ανήκε στον Οίκο των Αργεαδών. Απ’ την άλλη πλευρά η αριστοκρατία, δηλαδή οι εταίροι και οι σωματοφύλακες επέλεξαν να ακολουθήσουν την μέθοδο του ίδιου του Αλεξάνδρου, την «κοινωνίαν τῆς ἀρχῆς», δηλαδή την κατ’ επίφαση συνδιοίκηση της αυτοκρατορίας με τους βαρβάρους, μία συνδιοίκηση που θα προσωποποιούσε ο γιος του από τη Ρωξάνη. Η διαφωνία ήταν τόσο έντονη, ώστε απειλήθηκε ένοπλη ταξική σύγκρουση των ιππέων με τους πεζούς Μακεδόνες. Με διαδικασίες, που παραδίδονται διαφορετικά από κάθε πηγή, αποφεύχθηκε ο εμφύλιος πόλεμος και επιτεύχθηκε συμβιβασμός των ευγενών με τους απλούς Μακεδόνες: ο Αρριδαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς με το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ΄, το τυχόν άρρεν παιδί της Ρωξάνης θα είχε ίσα δικαιώματα στο θρόνο και ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Στον Αρριδαίο ανατέθηκε και η κατασκευή της αρμάμαξας, με την οποία μεταφέρθηκε (321) το ταριχευμένο σώμα του Αλεξάνδρου από τη Βαβυλώνα στο μαντείο του Άμμωνα. Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) ο Αρριαδαίος από κοινού με τον Πείθωνα ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν», ενώ ο Αντίπατρος μετέφερε τους βασιλείς (τον Αρριδαίο και τον Αλέξανδρο Δ΄ καθώς και τις Ευρυδίκη και Ρωξάνη) στη Μακεδονία προφασιζόμενος λόγους ασφαλείας, αλλά κυρίως για να βρεθεί ο ίδιος πλησιέστερα προς το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως. Το 317 η Ευρυδίκη κατέστησε τον Κάσσανδρο επίτροπο του Αρριδαίου και λίγους μήνες αργότερα, η Ευρυδίκη και ο Αρριδαίος δολοφονήθηκαν, μάλλον με διαταγή της Ολυμπιάδας, διότι ο Κάσσανδρος απειλούσε τα συμφέροντα και τη ζωή του ανήλικου εγγονού της.
Αρσάκης: Ο Αλέξανδρος τον όρισε σατράπη των Αρείων (329), αλλά λίγο αργότερα διέταξε να συλληφθεί ως ύποπτος προδοσίας. Το χειμώνα του ιδίου έτους στα Βάκτρα, όπου διαχείμαζε ο Αλέξανδρος, του τον έφεραν σιδηροδέσμιο και προφανώς τον εκτέλεσαν.
Αρσάμης: Πέρσης στρατηγός, στο Γρανικό (334) επικεφαλής του ιππικού. Κατέφυγε στην Ταρσό, την οποία όμως δεν τόλμησε να υπερασπιστεί, όταν έφτασε ο Αλέξανδρος. Σκοτώθηκε στη μάχη της Ισσού (333).
Αρσίτης: ύπαρχος της Ελλησποντικής Φρυγίας. Αρνήθηκε κατηγορηματικά την εφαρμογή της καμένης γής, που πρότεινε ο Μέμνων ο Ρόδιος, και μετά την ήττα των Περσών στο Γρανικό (334) αυτοκτόνησε συναισθανόμενος τις βαρύτατες ευθύνες του.
Αρτάβαζος: γιός του Φρανάβαζου και της πριγκήπισσας Απάμας, κληρονομικώ δικαιώματι σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας και πατέρας της Βαρσίνης, με την οποία ο Αλέξανδρος φέρεται να έκανε ένα γιό. Το 356 ο Αρτάβαζος από την Ελλησποντική Φρυγία και ο Ορόντης από τη Φοινίκη άρχισαν έναν μακρό αποσχιστικό αγώνα κατά του Μεγάλου Βασιλέως (Αρταξέρξη Ώχου). Το 355 ο ναύαρχός των Αθηναίων Χάρης για να μειώσει τις πολεμικές δαπάνες κατά τον Συμμαχικό πόλεμο, έθεσε τις δυνάμεις του και στην υπηρεσία του Αρτάβαζου, που σε αντάλλαγμα ανέλαβε το κόστος συντήρησης του αθηναϊκού στόλου. Τότε ο Μέγας Βασιλεύς διέταξε τους Αθηναίους να διακόψουν τη βοήθεια προς τον αποστάτη Αρτάβαζο, άλλως θα συμμαχούσε με τους πρώην συμμάχους τους και εχθρούς τους πλέον στο Συμμαχικό πόλεμο. Οι Αθηναίοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον γενναιόδωρο Αρτάβαζο και να τερματίσουν τον Συμμαχικό πόλεμο, μη αντέχοντας τις δαπάνες. Το 354 οι Θηβαίοι, αν και ήταν ευεργέτες του Μεγάλου Βασιλέως, έστειλαν το στρατηγό Παμμένη με 5.000 στρατιώτες σε ενίσχυση του γενναιόδωρου Αρτάβαζου (Διόδωρος ΙΣΤ.34.1-2). Το 353 ο Αρτάβαζος μη εμπιστευόμενος τους Θηβαίους έδιωξε τα στρατεύματά τους, για να διαπιστώσει ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο τον αποσχιστικό του αγώνα και να ζητήσει καταφύγιο στην Αυλή της Μακεδονίας. Το 343 ο Ώχος κατέλαβε την Αίγυπτο και ο Μέντωρ ο Ρόδιος, που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στον Αρταξέρξη στους πολέμους κατά της Φοινίκης και της Αιγύπτου, κατάφερε να πείσει τον Αρταξέρξη να συγχωρέσει τον αδελφό του, τον Μέμνονα, καθώς και τον Αρτάβαζο, που επανήλθαν στην περσική Αυλή. Όταν ο Βήσσος έκανε το πραξικόπημα (330), ο Αρτάβαζος παρέμεινε πιστός στο Δαρείο. Όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στην Υρκανία, του δήλωσε υποταγή μαζί με τα παιδιά του και πήρε σημαντική θέση στη μακεδονική Αυλή. Μαζί με τον Ανδρόνικο του Αγέρρου οδήγησε τους Έλληνες μισθοφόρους του Δαρείου στο στρατόπεδο του Αλεξάνδρου, όταν συνθηκολόγησαν κι αυτοί. Το 329 ο Σατιβαρζάνης εισέβαλε με τους ιππείς του Βήσσου στην Αρειανή και ο Αρτάβαζος εστάλη εναντίον του. Στη συνέχεια ορίστηκε σατράπης της Βακτριανής και κινήθηκε κατά των Σκυθών, όταν αυτοί συμμάχησαν με το Σπιταμένη. Αφού νικήθηκαν οι Σκύθες και ο Σπιταμένης (328), ο περίπου 60 ετών Αρτάβαζος δήλωσε παραίτηση λόγω ηλικίας. Το 324 στα Σούσα ο Πτολεμαίος του Λάγου και ο Ευμένης ο Καρδιανός παντρεύτηκαν στον ομαδικό γάμο τις δύο κόρες του Αρτάβαζου, την Αρτακάμα και την Άρτωνι αντίστοιχα, ενώ ο γιός του Κωφήνας εντάχθηκε στο άγημα των ιππέων.
Αρχίας του Αναξιδότου: εταίρος από την Πέλλα. Στο ταξίδι του Νέαρχου (325-324) ήταν τριήραρχος και στενός του συνεργάτης. Μαζί πήγαν να συναντήσουν τον Αλέξανδρο στην Καρμανία. Λίγο αργότερα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου έφθασε με μία τριακόντορο μέχρι την Τύλο (το νησί Μωχαρέα του Μπαχρέιν), διερευνώντας τις δυνατότητες θαλάσσιας επικοινωνίας με την Αραβία.
Ατροπάτης: σατράπης της Μηδίας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους Μήδους, τους Καδούσιους, τους Αλβανούς και τους Σακεσίνες. Μετά τη δολοφονία του Δαρείου (330) παραδόθηκε και το 328 ο Αλέξανδρος τον όρισε σατράπη της Μηδίας. Το (324) στα Σούσα ο Περδίκκας παντρεύτηκε μία κόρη του. Ήταν από τους πιό συνεργάσιμους Πέρσες αξιωματούχους και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης του βορείου τμήματος της Μηδίας, της λεγόμενης Τρίτης Μηδίας, περίπου του σημερινού Αζερμπαϊτζάν. Η περιοχή εκείνη πήρε το όνομά του και αναφέρεται ως Ατροπατηνή Μηδία.
Άτταλος του Ανδρομένη: πεζέταιρος από το Άνω Μακεδονικό κρατίδιο της Τύμφης. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Πολέμων και Σιμμίας, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε και εκτελέσθηκε ως συνωμότης, τα τρία αδέρφια εκτός από τον Πολέμωνα, που πρόλαβε να αυτομολήσει στους εχθρούς, δικάσθηκαν από την Εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν. Το 326 ήταν τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη.
Άτταλος: διοικητής των Αγριάνων στη μάχη της Ισσού (333), των Γαυγαμήλων (331) και στην καταδίωξη του Δαρείου (330). Όταν ο Αλέξανδρος με πέντε σώματα στρατού κατέπνιξε την εξέγερση των Σογδιανών (328), ο Άτταλος είχε παραμείνει στη φρουρά των Βάκτρων. Πολέμησε ως ταξιάρχης από τις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας (327) και στη μάχη του Υδάσπη (326) βρισκόταν στο τμήμα ανάμεσα στο κεντρικό στρατόπεδο και στη δύναμη κρούσης του Αλεξάνδρου. Στην επιστροφή από την Ινδία βρισκόταν στο υπό τον Κρατερό τμήμα. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από το ιερό του Σαράπιδος την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323).
Άτταλος: ένας από τους κορυφαίους και πιό έμπιστους στρατηγούς του Φιλίππου. Το 337 ο Φίλιππος παντρεύτηκε την αδελφή ή ανηψιά ή θεία του Άτταλου, ο οποίος στο γαμήλιο δείπνο ευχήθηκε να γεννηθεί γνήσιος διάδοχος του θρόνου. Το αποτέλεσμα ήταν να προκληθεί μία σοβαρότατη παρεξήγηση και να γίνει απροκάλυπτη η έχθρα του με τον Αλέξανδρο. Το 336 ο Άτταλος κι ο Παρμενίων αποβιβάσθηκαν στη Μ. Ασία με 10.000 στρατό, για να προετοιμάσουν την αποβίβαση και των υπολοίπων δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Στα τέλη του 336 ο Παυσανίας δολοφόνησε τον Φίλιππο, ο Αλέξανδρος έγινε βασιλιάς και ο Άτταλος δεν ήταν πλέον καθόλου ασφαλής. Άρχισε λοιπόν να αναζητά ερείσματα στο στράτευμα και παράλληλα ήρθε σ’ επαφή με το Δημοσθένη, για να ανατρέψει τον Αλέξανδρο και να γίνει ο ίδιος βασιλιάς της Μακεδονίας. Αυτά επιβάρυναν τη θέση του ακόμη περισσότερο και λίγο αργότερα ο Αλέξανδρος έστειλε τον εταίρο Εκαταίο να τον δολοφονήσει.
Αυταριάτες: ιλλυρικός λαός των Δαλματικών ακτών, κατοικούσε στην περιοχή κοντά στο Σπλίτ της σημερινής Κροατίας.
Αυτοκρατορία: με τον όρο νοείται ένα ιδιαίτερα μεγάλης έκτασης κράτος, που διοικείται από μία κυρίαρχη εθνότητα και περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό εθνών με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Το κράτος, που ίδρυσε ο Μέγας Κύρος ήταν η πρώτη πραγματική αυτοκρατορία στην παγκόσμια ιστορία.
Αυτοκράτωρ: ηγέτης (άρχων, πρέσβυς, στρατηγός) με πλήρη και ανέλεγκτη εξουσία.
Αυτοφραδάτης: βασικός επιτελής του Μέμνονα του Ρόδιου, ιδίως κατά τις περσικές επιχειρήσεις αντιπερισπασμού στο Αιγαίο (334-332). Μετά το θάνατο του Μέμνονα (333) ήταν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός μετά τον Φαρνάβαζο και άμεσος προϊστάμενος του φοινικικού στόλου στο Αιγαίο. Λίγο μετά τη μάχη της Ισσού (333) συναντήθηκε στη Σίφνο με τον Σπαρτιάτη βασιλιά Άγι και του έδωσε 30 τάλαντα και 10 τριήρεις. Το 332, ενώ ο Αλέξανδρος πολιορκούσε την Τύρο, οι Φοίνικες εγκατέλειψαν τον Αυτοφραδάτη και συντάχθηκαν με τον Αλέξανδρο.
Αυτοφραδάτης: σατράπης των Ταπούρων. Το 330 μετά τη δολοφονία του Δαρείου παραδόθηκε στον Αλέξανδρο και όχι μόνο διατήρησε το αξίωμά του, αλλά τέθηκαν υπό την εξουσία του και οι ως τότε ανεξάρτητοι Μάρδοι.
Ἄκρατος οἶνος: ήταν ο ανόθευτος οίνος. Οι Έλληνες αναμίγνυαν τον οίνο με νερό στους κρατήρες και τον έπιναν κεκραμένον (κρασί), για να πίνουν μεγαλύτερη ποσότητα χωρίς να μεθούν. Η κατανάλωση ακράτου οίνου εθεωρείτο βαρβαρική συνήθεια, την οποία μεταξύ άλλων καταλόγισε στον Αλέξανδρο ο Ερμόλαος, όταν αποκαλύφθηκε η συνωμοσία των παίδων της βασιλικής ακολουθίας.
Β
Βαγώας: ήταν ένας «εξαιρετικά ωραίος ευνούχος στην ακμή της νιότης του», με τον οποίο ο Δαρείος είχε ερωτικές σχέσεις. Τον παρέδωσε στον Αλέξανδρο μαζί με άλλα δώρα ο Ναβαρζάνης, όταν παραδόθηκε στην Υρκανία (330). Αν είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Βαγώα του Φαρνούχη, τον οποίο αναφέρει ο Αρριανός ως τον μόνο βάρβαρο τριήραρχο στον Υδάσπη (326), πρέπει να υποθέσουμε ότι συνδέθηκαν ερωτικά ήδη από την Ινδία. Όμως ο Βαγώας οπωσδήποτε ήταν η αγαπημένη παλλακίδα του Αλεξάνδρου ένα χρόνο αργότερα. Σε μία σύντομη στάση για ξεκούραση και διασκέδαση μετά την έρημο της Γεδρωσίας (325) ο Βαγώας νίκησε σε έναν αγώνα χορών και κάθισε στολισμένος δίπλα στον Αλέξανδρο. Τότε οι Μακεδόνες άρχισαν να χειροκροτούν και να φωνάζουν να τον φιλήσει, ώσπου ο Αλέξανδρος πράγματι τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Ο Κούρτιος αποδίδει στο Βαγώα συνομωσία, που κατέληξε στην εκτέλεση του Ορξίνη (324) (6.5.23, 10.1.22.38).
Βαγώας: ήταν ο κορυφαίος ευνούχος στην Αυλή του Αρταξέρξη Γ΄ ή Ώχου και κατόρθωσε να αποκτήσει απίστευτη ισχύ. Το 338 έκρινε ότι ο Αρταξέρξης δεν ήταν πλέον αρκετά πειθήνιος, τον δηλητηρίασε και ανέβασε στο θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως τον Αρσή, για να τον δηλητηριάσει κι αυτόν και όλη την οικογένειά του το 326. Οι παλαιότερες δολοφονίες του Ώχου και οι πρόσφατες του Βαγώα είχαν περιορίσει πολύ τους υποψήφιους για το θρόνο του Μεγάλου Βασιλέως, στον οποίο ο Βαγώας υποχρεώθηκε να ανεβάσει ένα μακρυνό συγγενή των προηγουμένων. Σύντομα ο μηχανορράφος ευνούχος έκρινε ακατάλληλο και τον τρίτο κατά σειράν εκλεκτό του, αλλά ο Δαρείος Γ΄ κατάλαβε τις προθέσεις του Βαγώα και τον υποχρέωσε να πιεί εκείνος το δηλητηριασμένο κρασί.
Βάκχαι: οι μαινάδες, οι τελούσες τα όργια (μυστικές τελετές όπως ακριβώς και τα Μυστήρια) του Βάκχου και κατεχόμενες από τον θεό γυναίκες.
Βακχεία: η εορτή του Βάκχου, η ξέφρενη ευθυμία.
Βακχεύω: γιορτάζω τη γιορτή του Βάκχου, τελώ τα Μυστήρια του Βάκχου (ιδίως στις μεγάλες τριετηρίδες).
Βάκχος: σχετικά νεότερο όνομα του θεού Διονύσου, που χρησιμοποιεί για πρώτη φορά (Διόνυσος Βάκχειος) ο Σοφοκλής (496-406) και συχνότερα ο Ευριπίδης (480-407). Αντίθετα προς τη συνήθη αντίληψη, ο Διόνυσος ήταν μία σημαντική θεότητα και εθεωρείτο ως εκπολιτιστής των ανθρώπων, ως εμπνευστής του ευγενούς ενθουσιασμού και ως σύμβολο της γενετήσιας και παραγωγικής δύναμης της Φύσης. Λόγω της σπουδαιότητας του θεού Διονύσου, στην Αθήνα ετελούντο 4 εορτές (Διονύσια ιερά) κατά τέσσερις διαδοχικούς μήνες (Ποσειδεώνα, Γαμηλιώνα, Ανθεστηριώνα και Ελαφηβολιώνα): τα κατ΄ αγρούς ή εν αγροίς, τα εν λίμναις ή Λίναια, τα Ανθεστήρια και τα κατ΄ άστυ ή εν άστει ή Μεγάλα Διονύσια ιερά ή απλώς Διονύσια ιερά
Βάλακρος του Αμύντα: στις Κελαινές (333) ορίστηκε στρατηγός των συμμάχων στη θέση του Αντίγονου. Στην Αίγυπτο (331) ορίστηκε συνδιοικητής της στρατιάς, που παρέμεινε εκεί.
Βάλακρος: Αρχηγός των ακοντιστών, στα Γαυγάμηλα (331) βοήθησε στην εξουδετέρωση των δρεπανηφόρων αρμάτων. Επικεφαλής των ψιλών, στη σύγκρουση με τους Σκύθες (329) συνεργάσθηκε με τους ιππείς.
Βάρβαροι: οι αρχαίοι Έλληνες όριζαν ότι «πας μη Έλλην [είναι] βάρβαρος». Φαίνεται ότι η χρήση αυτού του όρου για τους μη Έλληνες άρχισε, πριν αρχίσει η χρήση του κοινού ονόματος «Έλληνες» για τα ελληνικά έθνη, διότι ο Όμηρος (9ος π.Χ αιώνας), που αγνοεί τη χρήση του κοινού εθνικού ονόματος Έλληνες, κάνει λόγο για «Κάρες βαρβαρόφωνους». Κατά μία εκδοχή ο όρος είναι ηχοποίητος και προήλθε από το ότι η ομιλία των ξένων λαών άφηνε στους Έλληνες την ακουστική εντύπωση «βαρ-βαρ». Ωστόσο είναι ενδεχόμενο να μην είναι ελληνικός όρος, αφού ο Ηρόδοτος (5ος π.Χ αιώνας) λέει ότι «έτσι [βαρβάρους] αποκαλούν οι Αιγύπτιοι, όσους δεν μιλάνε τη γλώσσα τους» (Ιλιάδα Β.867, Ηρόδοτος Β.158).
Βαρσαέντης: σατράπης των Δραγγών και των Αραχωτών. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους υπηκόους του και τους ορεσίβιους Ινδούς (τους κατοίκους του Κασμίρ και Τζαμμού). Το 330 μαζί με τον Ναβαρζάνη και τον Βήσσο συνέλαβε τον Δαρείο ως ανίκανο να ηγηθεί της αντίστασης κατά του εισβολέα. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Σατιβαρζάνη τραυμάτισε θανάσιμα το Δαρείο, τον εγκατέλειψε και κατέφυγε στην πρωτεύουσα της Δραγγιανής. Όταν πλησίαζε η στρατιά του Αλεξάνδρου, κατέφυγε στην πρόσω Ινδία, αλλά οι Ινδοί τον συνέλαβαν και τον έστειλαν σιδηροδέσμιο στον Αλέξανδρο, για να μην μπουν στο στόχαστρό του. Ο Αλέξανδρος τον καταδίκασε σε θάνατο.
Βαρσίνη: έτσι ονομάζει ο Αρριανός τη μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου, την οποία παντρεύτηκε ο Αλέξανδρος στον ομαδικού γάμο στα Σούσα (324).
Βαρσίνη: ήταν κόρη του Αρτάβαζου και διαδοχικά χήρα των Ροδίων αδελφών Μέντορα και Μέμνονα. Ως έτος γέννησής της προτείνεται το 355 π.Χ., δηλαδή φέρεται ως συνομήλικη του Αλεξάνδρου. Είχε ελληνική παιδεία και μαζί με τον αυτοεξόριστο πατέρα της είχε περάσει ένα διάστημα (353-343) στην Αυλή του Φιλίππου Β΄, όπου ίσως γνώρισε τον Αλέξανδρο. Όταν συνελήφθη αιχμάλωτη στο περσικό στρατόπεδο της Ισσού (333), ο Παρμενίων φέρεται να την προξένεψε στον Αλέξανδρο, ο οποίος έκανε μαζί της ένα γιο, τον Ηρακλή (Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, Διόδωρος 16.52.3, 20.20.1, Κούρτιος 3.13.14, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3).
Βασίλειοι εφημερίδες: ήταν το ημερολόγιο της Αυλής. Αρχιγραμματέας ήταν ο Ευμένης ο Καρδιανός και ένας άλλος υπεύθυνος ήταν ο Διόδοτος από τις Ερυθρές. Ο Στράττις ο Ολύνθιος (μάλλον σύγχρονος του Αλεξάνδρου) έγραψε πέντε βιβλία για τις Βασίλειες Εφημερίδες, που ίσως απετέλεσαν πηγή για μεταγενέστερους συγγραφείς. Οι διαφορές στις διηγήσεις των ιστορικών αρχίζουν με τη σύλληψη του Καλλισθένη, οπότε οι Βασίλειες Εφημερίδες δεν ήταν πλέον διαθέσιμες στους ιστορικούς, οι οποίοι μέχρι τότε βασίζονταν στον Καλλισθένη. Έχουμε πάλι μία γενική συμφωνία μεταξύ των ιστορικών για το θάνατο του Αλεξάνδρου, οπότε όλοι φαίνεται ότι ανατρέχουν στις Βασίλειες Εφημερίδες. Ο Αρριανός κι ο Πλούταρχος μας δίνουν την αναλυτική αφήγηση των τελευταίων ημερών του Αλεξάνδρου, βασιζόμενοι σ’ αυτές (Robinson C. A., The ephemerides of Alexander’s expedition, Providence, Brown University, 1932. σελ 11 & 63).
Βήσσος: σατράπης της Βακτριανής. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους Ινδούς της πρόσω Ινδίας, τους Βάκτριους και τους Σογδιανούς. Το 330 ηγήθηκε πραξικοπήματος, στο οποίο συμμετέσχαν ο Ναβαρζάνης και ο Βαρσαέντης και με το οποίο ανετράπη και συνελήφθη ο Δαρείος. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, ο Βαρσαέντης και ο Σατιβαρζάνης τραυμάτισαν θανάσιμα κι εγκατέλειψαν τον Δαρείο. Ο Βήσσος κατέφυγε στην πρωτεύουσα της σατραπείας του με όσους σκόπευαν να αντισταθούν στον Αλέξανδρο, αυτοανακηρύχθηκε Βασιλιάς της Ασίας και πήρε το δυναστικό όνομα Αρταξέρξης. Την άνοιξη του 329, όταν ο Αλέξανδρος πλησίαζε στα Βάκτρα, ο Βήσσος τράπηκε σε φυγή χωρίς να προβάλει την παραμικρή αντίσταση και αφού προηγουμένως κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή στην περιοχή ανατολικά των Βάκτρων, ώστε να καθυστερήσει την προέλαση του Αλεξάνδρου. Τότε οι συνεργάτες του, Σπιταμένης και Δαταφέρνης, οι οποίοι προφανώς σκόπευαν να αντισταθούν και όχι να δώσουν αξιώματα στους εαυτούς τους, φρόντισαν ώστε ο Βήσσος να πέσει στα χέρια του Αλεξάνδρου και συνέχισαν μόνοι τους την αντίσταση. Πράγματι ο καλοκαίρι του 329 ο Πτολεμαίος του Λάγου συνέλαβε καθ’ υπόδειξή τους τον Βήσσο κοντά στα Ναύτακα της Σογδιανής και ο Αλέξανδρος τον έστειλε στα Βάκτρα. Από εκεί το χειμώνα του ιδίου έτους τον έστειλε στα Εκβάτανα, για να εκτελεσθεί από το Συμβούλιο των Μήδων και των Περσών, αφού πρώτα διέταξε να του κόψουν τη μύτη και τους λοβούς των αυτιών, σύμφωνα με τον περσικό νόμο.
Βουκεφάλας: ο αγαπημένος ίππος του Αλεξάνδρου. Λέγεται ότι ήταν μεγαλόσωμος, γενναίος και ότι ονομάστηκε έτσι, είτε επειδή ήταν μαρκαρισμένος με ένα κεφάλι βοδιού είτε επειδή, ενώ ήταν μαύρος, είχε στο κεφάλι του ένα άσπρο σημάδι σε σχήμα κεφαλής βοδιού. Ήταν θεσσαλικός ίππος και ένας Θεσσαλός έμπορος, ο Φιλόνικος, τον είχε οδηγήσει στη Μακεδονία για να τον πουλήσει στη βασιλική Αυλή. Ο Φίλιππος απέρριψε την αγορά του, επειδή ήταν δύστροπος ίππος και δεν ανεχόταν ούτε καν τη φωνή των ακολούθων του. Ο Αλέξανδρος αγνόησε τις συμβουλές των παρισταμένων και επέμενε ότι επρόκειτο για εξαιρετικό ίππο και ότι μπορούσε να τον δαμάσει. Αφού δήλωσε ότι σε περίπτωση αποτυχίας του δεχόταν να καταβάλει ο ίδιος το αντίτιμο του Βουκεφάλα ως τιμωρία για την αλαζονεία του προς τους ειδικούς, ο Φίλιππος παζάρεψε την τιμή, που τελικά έκλεισε στα 13 αργυρά τάλαντα. Κατά τα θρυλούμενα ο Αλέξανδρος είχε καταλάβει ότι ο Βουκεφάλας φοβόταν τη σκιά του και με τους κατάλληλους χειρισμούς κατάφερε να τον δαμάσει, αποσπώντας τις επευφημίες των ειδικών και την υπερηφάνεια του πατέρα του. Ο βασιλικός πολεμικός ίππος είχε μοιραστεί όλες τις κακουχίες και τους κινδύνους της εκστρατείας με τον Αλέξανδρο, τον μόνο που δεχόταν ως αναβάτη και ο οποίος τον αγαπούσε πολύ. Το 330 στη χώρα των Ούξιων ή στην Υρκανία ή στη χώρα των Μάρδων τον απήγαγαν οι βάρβαροι και ο Αλέξανδρος διαμήνυσε στους κατοίκους ότι, αν δεν του τον επέστρεφαν, θα τους έσφαζε όλους, και μόνο τότε του τον επέστρεψαν. Ο Πλούταρχος λέει ότι, επειδή ο Βουκεφάλας ήταν ήδη γέρος και ο Αλέξανδρος τον ίππευε μόνο στις μάχες. Ισχυρίζεται όμως ότι στη μάχη του Γρανικού ίππευε άλλον ίππο, ο οποίος και σκοτώθηκε. Σύμφωνα με τους Ιουστίνο και Διόδωρο, ο Βουκεφάλας σκοτώθηκε στη μάχη του Υδάσπη (326), ενώ κατ΄ άλλους μη κατονομαζόμενους αρχαίους συγγραφείς πληγώθηκε στη μάχη, και υπέκυψε αργότερα. Κατά τον Ονησίκριτο πέθανε από τον καύσωνα και τα γηρατειά σε ηλικία 30 ετών, ενώ οι ίπποι ζουν 20 χρόνια, και αναπόφευκτα θυμόμαστε το άλλο μύθευμα του ιδίου με τις Αμαζόνες. Αν το 326 ο Βουκεφάλας ήταν πράγματι 30 ετών, τότε στη μάχη του Γρανικού (334) θα ήταν 22 ετών, δηλαδή θα είχε ξεπεράσει κατά δύο έτη το προσδόκιμο ζωής των ίππων, ενώ ο Αλέξανδρος θα τον είχε αποκτήσει όταν είχε ηλικία πάνω απ’ το μισό του προσδόκιμου. Συνεπώς δεν είναι λογικό ούτε ο Φίλιππος Β΄ να ακριβοπλήρωσε έναν μεγάλης ηλικίας ίππο ως τον πολεμικό ίππο του τότε διαδόχου του, όπως δεν είναι λογικό ο Αλέξανδρος ως βασιλιάς της Μακεδονίας να ίππευε ένα γερασμένο άλογο. Εν πάσει περιπτώσει στη δυτική όχθη του Υδάσπη και στο σημείο, όπου πέρασε τον ποταμό, ο Αλέξανδρος φέρεται να θεμελίωσε μία πόλη και την ονόμασε Βουκεφάλα εις μνήμην του ίππου του.
Βραγχίδαι: ήταν ιερατικό και μαντικό γένος της Ιωνίας. Είχε ως γενάρχη τον Βράγχο, ο οποίος είχε διδαχθεί τη μαντική τέχνη από τον Απόλλωνα. Οι Βραγχίδες εκμεταλλεύονταν το μαντείο του Απόλλωνα στην πόλη Δίδυμα (18 χμ νότια της Μιλήτου) και από την εποχή του Κύρου του Μεγάλου (553) σε κάθε ευκαιρία χρησμοδοτούσαν υπέρ των περσικών συμφερόντων. Προφανώς είχαν αντιληφθεί ότι η Περσία ήταν η ανερχόμενη υπερδύναμη της εποχής και φρόντιζαν για τα δικά τους συμφέροντα, αδιαφορώντας για τα ευρύτερα ελληνικά. Λίγα χρόνια αργότερα (495) σε αντίποινα της εξέγερσης της Ιωνίας κατά των Περσών, στην οποία συμμετέσχαν δραστήρια και οι Μιλήσιοι, ο Δαρείος Α΄ κατέστρεψε τον ναό και λεηλάτησε τους θησαυρούς του μαντείου. Το 479, μετά την ήττα του Ξέρξη στην Ελλάδα και τα αντίποινα των Ελλήνων στα μέχρι τότε περσικά εδάφη, οι Βραγχίδες, που είχαν συνεργαστεί υποδειγματικά με τους Πέρσες κατά των Ελλήνων, ζήτησαν από τον Ξέρξη να τους μετεγκαταστήσει. Το αίτημά τους έγινε αποδεκτό και μετεγκαταστάθηκαν στη Σογδιανή, στις όχθες του Ώξου (Αμού Ντάρυα), όπου έχτισαν ναό του Διδυμαίου Απόλλωνα (νότια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Αφγανιστάν) και μία πόλη, το λεγόμενο Βραγχιδών άστυ (βόρεια του Αμού Ντάρυα στο σημερινό Ουζμπεκιστάν). Το 329, όταν ο Αλέξανδρος πέρασε τον Ώξο, οι Βραγχίδες τον υποδέχθηκαν ενθουσιωδώς, αλλά σύμφωνα με το Διόδωρο, τον Κούρτιο και τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή, εκείνος έσφαξε τους κατοίκους και αφάνισε την πόλη (Ηρόδοτος ΣΤ.19).
Βραχμάνες: Οι Ινδοί χωρίζονταν σε 7 γένη (κοινωνικές τάξεις ή κάστες) με πρώτο στην ιεράρχηση εκείνο των Βραχμάνων φιλοσόφων, που έκαναν ασκητική ζωή και γι’ αυτό οι Έλληνες τους ονόμασαν γυμνοσοφιστές. Το γένος τους ήταν το μικρότερο σε αριθμό, αλλά απολάμβανε των περισσότερων τιμών και τεράστιας εκτίμησης. Ήταν το μόνο, που είχε το δικαίωμα να μαντεύει και να καθορίζει τον τρόπο των προσφορών και θυσιών προς τους θεούς. Μάλιστα, τυχόν θυσίες ή προσφορές χωρίς την έγκριση των Βραχμάνων εθεωρείτο ότι δεν γίνονταν δεκτές από τους θεούς. Ο Αλέξανδρος ήλθε για πρώτη φορά σ’ επαφή με το πανίσχυρο ιερατείο των Βραχμάνων στα Τάξιλα (326) (Αρριανός Ζ.1., Ζ.2.& Ινδική 11 Πλούταρχος, Αλέξανδρος 65.). Με την τεράστια επιρροή στους ομοεθνείς τους, οι Βραχμάνες υποκίνησαν τόσο λυσσώδη αντίσταση, ώστε πολλές φορές οι Ινδοί δεν δίστασαν να αυτοπυρποληθούν μέσα στις πόλεις τους, για να μην παραδοθούν ή αιχμαλωτισθούν. Προκειμένου να κάμψει αυτήν την αντίσταση, ο Αλέξανδρος προέβη σε εξαιρετικά εκτεταμένες σφαγές μαχίμων και αμάχων Ινδών.
Βρεττία: η σημερινή εσωτερική Καλαβρία.
Γ
Γανδάρα: Οι Ινδοί περιλάμβαναν στον όρο αυτό τη χώρα των Γανδαριδών, τη Γανδαρίδα και τη Γανδαρίτιδα. Η χώρα των Γανδαριδών εκτεινόταν από τον μέσο ρου ως τις εκβολές του Γάγγη και οι κάτοικοί της, οι Γανδαρίδες, εθεωρούντο ως «ο πιο πολυάνθρωπος ινδικός λαός, εναντίον των οποίων δεν εξεστράτευσε ο Αλέξανδρος λόγω του πλήθους των ελεφάντων, που διαθέτουν» (Διόδωρος ΙΗ.6.1). Η Γανδαρίς βρισκόταν στο κέντρο περίπου του σημερινού Παντζάμπ και μετά την κατάκτησή της από τον Αλέξανδρο εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο πολιτισμού, όπου η ινδική τέχνη επιρρεάστηκε πολύ από την ελληνική. Είναι η περιοχή που και σήμερα αποκαλούμε Γανδάρα. Η Γανδαρίτις εκτεινόταν γύρω από τον ποταμό Κωφήνα (Καμπούλ). Οι Έλληνες περιλάμβαναν τους κατοίκους της, τους Γανδάριους, μαζί με τους άλλους γειτονικούς λαούς υπό τον γενικό όρο Παροπαμισάδες. Οι Γανδάριοι, τους οποίους αναφέρει ο Ηρόδοτος σε αντιδιαστολή προς τους Ινδούς, όπως φαίνεται κι απ’ τον οπλισμό τους πρέπει να είναι οι κάτοικοι της Γανδαρίτιδας.
Γαυγάμηλα: κατά τον Πλούταρχο (Αλέξανδρος 31.7) στην τοπική γλώσσα σήμαινε «οίκος καμήλας». Γκάου-γκαμέλα στα Αραμαϊκά σημαίνει «λιβάδι καμήλας». Στη θέση των αρχαίων Γαυγαμήλων βρίσκεται σήμερα το χωριό Τελ-Γκομέλ.
Γλαγολικό αλφάβητο: την εποχή που έζησαν ο Κύριλλος (827-869 μ.Χ.) και ο Μεθόδιος, δημιουργήθηκε η παλαιότερη εκκλησιαστική φιλολογία των Κροατών και των Βουλγάρων, η οποία είναι γραμμένη στο γλαγολικό αλφάβητο. Ήταν βασισμένο σε έναν από τους τύπους των ελληνικών αλφαβήτων, στο ιωνικό, και στη μεν κροατική παραλλαγή τα γράμματα ήταν γωνιόσχημα, στη δε βουλγαρική ήταν στρογγυλόσχημα. Μάλλον αυτό είναι το αλφάβητο, που καταγράφεται ότι εισήγαγαν τα δύο αδέλφια και όχι το λεγόμενο κυριλλικό, το οποίο αντικατέστησε το γλαγολικό μόλις τον 12ο μ.Χ. αιώνα, δηλαδή τρεις ολόκληρους αιώνες μετά το θάνατο των δύο μοναχών.
Γοργίας ο Λεοντίνος: σοφιστής και ρήτορας σύγχρονος του Σωκράτη. Γεννήθηκε στους Λεοντίνους της Σικελίας και πέθανε στη Λάρισα το 388 π.Χ. Το 427 τον έστειλαν οι Λεοντίνοι στην Αθήνα ως πρέσβη. Εκεί προκάλεσε το θαυμασμό και εγκαταστάθηκε αργότερα διδάσκοντας ρητορική και φιλοσοφία. Στον «Ολυμπικό» του λόγο προτρέπει τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν κατά των βαρβάρων. Την ιδέα αυτή διατύπωσε αργότερα σε λόγο του και ο Ισοκράτης.
Γρύψ: μυθικό τέρας με κεφάλι αετού και σώμα λιονταριού, άλλοτε με φτερά και άλλοτε άπτερο. Η παλαιότερη απεικόνισή του (ίσως κι η προέλευσή του) είναι αιγυπτιακή. Στην Αίγυπτο εθεωρείτο προστάτης των Φαραώ και φύλακας των τάφων τους. Στην ελληνική μυθολογία οι Αριμασποί ζούσαν βορείως των Σκυθών και άρπαζαν τον χρυσό, που φύλασσαν οι γρύπες. Κατά τον Κτησία τον Κνίδιο οι γρύπες φύλασσαν τον χρυσό σε μία έρημο και τους τον άρπαζαν οι Ινδοί. Ο παραπλεύρως εικονιζόμενος είναι αποτυπωμένος σε νόμισμα των Θασίων.
Δ
Δαίμονες: στην αρχαία ελληνική θρησκεία ήταν ένα είδος κατώτερων θεοτήτων. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι ήταν "παιδιά θεών, αλλά όχι θεοί".
Δαταφέρνης: Πέρσης αξιωματούχος, από τους ελάχιστους, που αποφάσισαν να αντισταθούν στον Αλέξανδρο ως το τέλος και να μη συνεργασθούν μαζί του. Αρχικά συνέπραξε στο πραξικόπημα κατά του Δαρείου (330) και όταν ο Βήσσος έφυγε (329) από τα Βάκτρα, κυνηγημένος από τον Αλέξανδρο και χωρίς να προβάλει αντίσταση, συνέπραξε με τον Σπιταμένη. Αυτή τη φορά αντί να ανατρέψουν το Βήσσο, τον παρέδωσαν στον Αλέξανδρο. Δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο γι’ αυτόν, αλλά το πιθανότερο είναι ότι έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις του Σπιταμένη στη Σογδιανή και στη Βακτρία και ότι σκοτώθηκε σε κάποιαν απ’ αυτές.
Δημάδης: γεννήθηκε στην Αθήνα το περί το 380 από ταπεινούς γονείς. Η ρητορική του δεινότητα ήταν πολυθρύλητη και η ευφυία του εθεωρείτο μεγαλύτερη εκείνης του Δημοσθένη, αλλά δεν διασώθηκε κανένα έργο του. Παραδίδεται ότι κατά τον κῶμο μετά το επινίκιο δείπνο για τη μάχη της Χαιρώνειας (338) ο Φίλιππος περιφερόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους χλεύαζε για την αποτυχία τους. Τότε ο Δημάδης, που βρισκόταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, του είπε «Βασιλιά, η τύχη σου επιφύλαξε ρόλο Αγαμέμνονα κι εσύ δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι σαν Θερσίτης;». Υποτίθεται ότι ο Φίλιππος συγκλονίσθηκε από τα λόγια του Αθηναίου ρήτορα, διέκοψε τον κῶμο και τον απελευθέρωσε. Ο Δημάδης στη συνέχεια έπεισε το Φίλιππο να συνάψει ειρήνη με τους Αθηναίους και τους Θηβαίους και να εγκαταστήσει μακεδονική φρουρά μόνο στη Θήβα. Κατά το Λαμιακό πόλεμο, όταν ο Αντίπατρος προέλαυνε με όλες του τις δυνάμεις εναντίον της Αθήνας, οι Αθηναίοι τρομοκρατημένοι ζήτησαν από το Δημάδη να πάει ως πρέσβυς στον Αντίπατρο και να διαπραγματευθεί ειρήνη. Για τον Δημάδη η αγωνία των Αθηναίων αποτέλεσε την ευκαιρία να λύσει ένα προσωπικό πρόβλημα: είχε παρανομήσει τρεις φορές κι η Εκκλησία των Αθηναίων του είχε επιβάλει στέρηση πολιτικών και συμβουλευτικών δικαιωμάτων. Αν και σ’ όλη του τη ζωή παρίστανε τον υπερπατριώτη και αντιμακεδόνα, σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή αρνήθηκε να προσφέρει στην πατρίδα του υπηρεσίες άνευ όρων και οι πανικόβλητοι Αθηναίοι υπέκυψαν στις απαιτήσεις του. Ανακάλεσαν τις καταδικαστικές αποφάσεις, τον αποκατέστησαν στα πολιτικά του δικαιώματα και αμέσως τον έστειλαν μαζί με άλλους ως πρέσβυ. Τον δολοφόνησε ο Κάσσανδρος το 320.
Δημήτριος του Αλθαιμένη: στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ίλαρχος μίας από τις βασιλικές ίλες. Το 327 ήταν ιππάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Το 326 πολέμησε με την ιππαρχία του στη μάχη του Υδάσπη και υπό τις διαταγές του Ηφαιστίωνα εισέβαλε στη χώρα του αποστάτη Πώρου. Επίσης πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις στη χώρα των Μαλλών (325).
Δημήτριος: σωματοφύλακας, τον οποίο ο Αλέξανδρος εκτέλεσε (329) στη χώρα των Ευεργετών ως συμμετέχοντα στη συνωμοσία του Φιλώτα. Τον αντικατέστησε ο Πτολεμαίος του Λάγου.
Δημοσθένης: γεννήθηκε το 383 στην Παιανία της Αττικής και είναι ο κορυφαίος Έλληνας ρήτορας. Δεν ήταν εύπορος και για να βιοπορισθεί δίδασκε ρητορική και έγραφε επί παραγγελία δικανικούς λόγους, που δεν ήταν αξιόλογοι. Η ρητορική του δεινότητα φάνηκε μόλις το 354, όταν σε ηλικία 29 ετών συνέγραψε τον πρώτο πολιτικό του λόγο. Αξιολογώντας τη συνολική πολιτική δράση του Δημοσθένη προκύπτει ότι ήταν σκληροπυρηνικός πατριώτης με την κλασσικότερη έννοια του όρου, δηλαδή μετρούσε τα πάντα σύμφωνα με τα συμφέροντα της Αθήνας και θεωρούσε όλους τους Έλληνες υποχρεωμένους να προσβλέπουν στην πατρίδα του, άλλως ήταν προδότες της Ελλάδας και ανάξιοι να θεωρούνται Έλληνες. Η σημαντικότερη πολιτική αδυναμία του είναι η πεισματική άρνηση να αποδεχθεί ότι οι αναρίθμητες πόλεις-κράτη των Ελλήνων είχαν κλείσει τον κύκλο της πολιτικής ζωής τους και ότι η επιβίωση της Ελλάδας απαιτούσε πλέον το σχηματισμό ευρύτερων πολιτικών ενώσεων, καμία από τις οποίες δεν ήταν καλύτερη από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Ίσως ο Δημοσθένης είχε μείνει τόσο προσκολλημένος στα ωφέλη, που θα αποκόμιζε για άλλη μιά φορά η Αθήνα από την Ηγεμονία της Ελλάδος, ώστε αρνήθηκε να λάβει υπόψη του την παντελή αδυναμία των Αθηναίων να διεκδικήσουν την Ηγεμονία. Ίσως πάλι να κινήθηκε από τη μηδενιστική αντίληψη «αν δεν μπορούμε εμείς οι Αθηναίοι να γίνουμε Ηγεμόνες της Ελλάδος, δεν θα επιτρέψουμε να γίνει κανένας άλλος». Το βέβαιο είναι ότι η πρακτικά μικρή ανταπόκριση των Αθηναίων στη ρητορία του, τον οδήγησε σε δημαγωγικές εκρήξεις. Αλλά αυτή ακριβώς η μικρή πολιτική ανταπόκριση γλύτωσε τους Αθηναίους από τα χειρότερα, σε αντίθεση προς τους Θηβαίους που τον πίστεψαν και αφανίσθηκαν. Η πολιτική δράση του Δημοσθένη αποτυπώνεται ως εξής: Το 359 ο Φίλιππος κατέλαβε το θρόνο και μέσα σε 7 χρόνια κατόρθωσε να συγκολλήσει τη σχεδόν διαμελισμένη Μακεδονία και να αποκτήσει τον έλεγχο των στρατηγικών φυσικών πόρων της χώρας του και της γύρω περιοχής, αφαιρώντας τους από τους Αθηναίους, που τους νέμονταν ως τότε. Όταν ο Φίλιππος κατέλαβε και ισοπέδωσε την προσκείμενη στους Αθηναίους Μεθώνη (352), ο Δημοσθένης, που μόλις προ δύο ετών είχε εμφανισθεί στην εκκλησία των Αθηναίων ως πολιτικός, εκφώνησε τον πρώτο φιλιππικό λόγο και άρχισε τη διαβόητη αντιμακεδονική πολεμική του. Επιδίωξή του ήταν να επιβάλει στη Μακεδονία, ό,τι επιβάλλεται και σήμερα στις χώρες, που έχουν πρώτες ύλες στρατηγικής σημασίας για τη Δύση, αλλά οι ηγεσίες τους δεν ελέγχονται από τη Δύση: οι κυβερνήσεις τους αποκαλούνται βάρβαρες, σκοταδιστικές, ανελεύθερες, επικίνδυνες για την παγκόσμια ειρήνη και οι πολιτισμένες χώρες (κατά σύμπτωση αυτές που χρειάζονται τις επίμαχες πρώτες ύλες) αναλαμβάνουν αλτρουιστικά να σώσουν τον κόσμο από τις κακές αυτές κυβερνήσεις. Έτσι, όταν ο Φίλιππος πολιόρκησε την Όλυνθο (349), ο Δημοσθένης συνέχισε να ξεσηκώνει εναντίον του τους Αθηναίους με τους περίφημους ολυνθιακούς λόγους του. Μετά την άλωση της Ολύνθου οι Αθηναίοι πείσθηκαν να αντιταχθούν στον Φίλιππο, αλλά γνωρίζοντας τις αδυναμίες τους, περιορίσθηκαν να ξεσηκώνουν άλλα κράτη εναντίον του. Το 340 ο Φίλιππος πολιόρκησε την Πέρινθο και ο Δημοσθένης προέτρεψε τους Αθηναίους να αποβάλουν τις «ανόητες προκαταλήψεις» ότι ο Πέρσης βασιλιάς ήταν βάρβαρος και κοινός εχθρός όλων των Ελλήνων. Τελικά οι Αθηναίοι πείσθηκαν και έστειλαν πρέσβεις στον Μεγάλο Βασιλέα ζητώντας του να καταγγείλει τη συνθήκη φιλίας που είχε με το Φίλιππο και να του κυρήξει τον πόλεμο. Έτσι οι Αθηναίοι κατάφεραν να στρέψουν κατά του Φιλίππου τους Πέρσες, τους Βυζαντίους, τους Χίους, τους Κώους και τους Ρόδιους. Τότε ο Φίλιππος διέταξε την κατάσχεση των σιτηρών, που ταξίδευαν με νηοπομπές από τη Σκυθία προς την Αθήνα, οι Αθηναίοι αντέδρασαν καταγγέλλοντας τη Φιλοκράτειο ειρήνη με τους Μακεδόνες και τα δύο κράτη βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση, αλλά χωρίς άμεσες εχθροπραξίες επί δύο περίπου χρόνια. Το 338 ο Φίλιππος προέλασε νότια, για να καταλάβει την Ηγεμονία της Ελλάδος και ο Δημοσθένης πρότεινε στους πανικόβλητους Αθηναίους να ξεχάσουν την παμπάλαια έχθρα με τους Θηβαίους και να επιδιώξουν συμμαχία μαζί τους, ώστε ο πόλεμος κατά των Μακεδόνων να μη θίξει τα εδάφη της Αττικής. Ο Δημοσθένης εστάλη ως πρέσβης στους Θηβαίους και πέτυχε τη συμμαχία τους. Ακολούθησε η μάχη της Χαιρώνειας, όπου οι Μακεδόνες συνέτριψαν τις δυνάμεις των Αθηναίων και των Θηβαίων και κατέκτησαν την Ηγεμονία της Ελλάδος. Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας ο Μέγας Βασιλεύς πείσθηκε ότι ο Δημοσθένης ήταν ικανός να εξυπηρετήσει τα περσικά συμφέροντα και άρχισε να τον χρηματοδοτεί. Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος (336) και η παραμονή του Αλεξάνδρου στο θρόνο δεν ήταν απόλυτα εξασφαλισμένη, ο Δημοσθένης ήρθε σε επαφή με τον Άτταλο, που προσπαθούσε να κερδίσει την υποστήριξη της μακεδονικής στρατιάς της Μ. Ασίας, ώστε να διεκδικήσει το θρόνο για τον εαυτό του. Μόλις ο Αλέξανδρος πέτυχε τη δολοφονία του Άτταλου, οι Αθηναίοι πείσθηκαν από το Δημοσθένη να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από το Δαρείο, προκειμένου να εξεγερθούν ανοιχτά κατά του Αλεξάνδρου, όμως οι πρέσβεις των Αθηναίων επέστρεψαν με άδεια χέρια, διότι ο Μέγας Βασιλεύς αισθανόταν πλέον ασφαλής και δεν έβλεπε την ανάγκη περιττών εξόδων. Το 335 βλέποντας τον Αλέξανδρο εδραιωμένο στο μακεδονικό θρόνο και νικητή στη βαλκανική εκστρατεία, οι Πέρσες κι ο Δημοσθένης συνεργάσθηκαν στενά. Ο Αθηναίος ρήτορας προσπάθησε να ξεσηκώσει τους Αθηναίους και τους Θηβαίους διαδίδοντας ότι ο Αλέξανδρος είχε σκοτωθεί πολεμώντας κατά των Θρακών και Ιλλυριών, αλλά για μιά ακόμη φορά οι συμπολίτες του δεν πείσθηκαν να αναλάβουν δράση. Όμως οι Θηβαίοι ξεσηκώθηκαν και ο Δημοσθένης τους προμήθευσε πανοπλίες με τα 70 τάλαντα, που του έστειλαν οι Πέρσες. Το αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας ήταν να βρεθούν οι Θηβαίοι μόνοι τους απέναντι στα συμμαχικά στρατεύματα του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων και να υποστούν τη μοίρα των ηττημένων, ενώ ο Αλέξανδρος ζήτησε την έκδοση του Δημοσθένη. Οι Αθηναίοι κατάφεραν να μεταπείσουν τον Αλέξανδρο, αλλά υποτάχθηκαν στη Μακεδονία και στις αποφάσεις του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων, ενώ ο Δημοσθένης υπέστη τη σκληρότερη δυνατή τιμωρία, έμεινε χωρίς αντικείμενο σοβαρής πολιτικής δράσης ως το τέλος της ζωής του. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε από την Ινδία (324) και άρχισε να επιβάλλει τιμωρίες στους ατάσθαλους αξιωματούχους του, ο Άρπαλος καταχράσθηκε ακόμη 5.000 αργυρά τάλαντα από το Δημόσιο Ταμείο και με 6.000 μισθοφόρους δραπέτευσε από τη Βαβυλώνα. Ζήτησε καταφύγιο στο Δήμο των Αθηναίων και προσέλαβε τους καλύτερους ρήτορες για να στηρίξουν το αίτημά του, διότι στο μεταξύ είχε ζητηθεί η έκδοσή του. Οι Αθηναίοι ρήτορες έσπευσαν να επωφεληθούν από τον πλούσιο φυγάδα και κινήθηκαν, ώστε να γίνει δεκτό το αίτημά του. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Δημοσθένης πήρε θέση υπέρ του προφανούς συμφέροντος της πατρίδας του και πρότεινε την απέλαση του φυγόδικου, για να μην εμπλακεί η Αθήνα σε αδικαιολόγητο πόλεμο. Αλλά το ίδιο βράδυ ο Άρπαλος έστειλε δώρα και χρήματα στο σπίτι του λαμπρού Αθηναίου πολιτικού, που ξέχασε τα επιχειρήματά του. Έτσι, την επομένη μέρα κατά την προγραμματισμένη συζήτηση στην εκκλησία των Αθηναίων για το αίτημα ασύλου στον Άρπαλο, όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει ο Δημοσθένης, εκείνος προφασίσθηκε ότι δεν μπορούσε λόγω κρυολογήματος. Τελικά οι Αθηναίοι αποφάσισαν την απέλαση του Άρπαλου και τη διεξαγωγή ενδελεχούς έρευνας, ακόμη και στα σπίτια των ρητόρων, που είχαν βάλει χέρι στα κλοπιμαία του βασιλικού καταχραστή. Ο Δημοσθένης καταδικάστηκε από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε πρόστιμο 50 ταλάντων και φυλάκιση για αποδοχή προϊόντος εγκλήματος, αλλά δραπέτευσε και έζησε αυτοεξόριστος στην Αίγινα και στην Τριζοίνα. Από εκεί ικέτευε τους Αθηναίους να επανεξετάσουν την υπόθεσή του και να επιτρέψουν τον επαναπατρισμό του, ενώ παράλληλα ξεσήκωνε διάφορα ελληνικά κράτη εναντίον του Αλεξάνδρου και του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) οι Αθηναίοι ψήφισαν τον επαναπατρισμό του, αλλά μετά την ήττα τους στο Λαμιακό πόλεμο (322) ο Αντίπατρος απαίτησε και ο Δημάδης πρότεινε στην Εκκλησία των Αθηναίων την καταδίκη του Δημοσθένη σε θάνατο. Η πρόταση έγινε δεκτή, ο Δημοσθένης καταδιώχθηκε και αναγκάσθηκε να καταφύγει ως ικέτης σε ναό του Ποσειδώνα στην Καλαυρεία (Πόρο), όπου αυτοκτόνησε για να μη συλληφθεί (322).
Δηνάριο: ρωμαϊκό νόμισμα, σχεδόν ίσης αξίας προς τη δραχμή.
Διάδημα: ταινία που οι Πέρσες βασιλείς έδεναν γύρω από την τιάρα. Το υιοθέτησε κι ο Αλέξανδρος, που μερικές φορές το έδενε γύρω από τη μακεδονική καυσία.
Διάδοχοι: έτσι ονομάζονται γενικά οι σημαντικότεροι από τους εταίρους του Αλεξάνδρου, οι οποίοι μετά το θάνατό του συγκρούσθηκαν μεταξύ τους διεκδικώντας μερίδιο εξουσίας στην ακέφαλη πλέον αυτοκρατορία. Μετά από πολλές συμμαχίες, αποστασίες, προδοσίες, δολοφονίες, συμβιβασμούς και μάχες προέκυψαν οι ισχυρότεροι εταίροι, που τελικά διαμοίρασαν το κράτος του Αλεξάνδρου. Το 305 οι ως τότε σατραπείες και ζώνες επιρροής του καθενός εξ αυτών ανακηρύχθηκαν σε ανεξάρτητα βασίλεια και στο σημείο αυτό τοποθετείται η επίσημη έναρξη της ελληνιστικής περιόδου. Τα κράτη των Διαδόχων ή ελληνιστικά βασίλεια ήταν αρχικώς τέσσερα: του Σέλευκου (όλη η Ασία από τα παράλια της Μεσογείου ως τον Ινδό ποταμό), του Πτολεμαίου (Αίγυπτος και παράλια της ΝΑ Μεσογείου), του Λυσίμαχου (Θράκη) και του Κάσσανδρου (Μακεδονία).
Δίκη: μία από τις κόρες του Δία με τη Θέμιδα. Η Δίκη και η Θέμις κάθονταν κοντά στο θρόνο του Δία και του μεταβίβαζαν τη σοφία και την ορθή κρίση.
Διμιτρώφ, Γκεόργκι Μιχαήλοβιτς: Βούλγαρος πολιτικός (1882-1949). Ήταν μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βουλγαρίας από το 1902 και ένας από τους σημαντικότερους καθοδηγητές του, με έντονη διεθνή δράση. Το 1933 συνελήφθη στη ναζιστική Γερμανία και κατηγορήθηκε για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, αλλά αθωώθηκε πανηγυρικά. Το 1935 εξελέγη γενικός γραμματέας της εκτελεστικής επιτροπής της Κομιντέρν και το 1937 αντιπρόσωπος στο ανώτατο Σοβιέτ. Μετά τη διάλυση της Κομιντέρν (1943) ασχολήθηκε με την οργάνωση του λαϊκού εθνικού κινήματος της Βουλγαρίας.
Διόδοτος: καταγόταν από τις Ερυθρές και αναφέρεται ως άλλος ένας υπεύθυνος για τις Βασίλειες Εφημερίδες εκτός από τον Ευμένη τον Καρδιανό.
Διόδωρος ο Σικελιώτης: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Διόσκουροι (Διός-κούροι = γιοι του Δία): είναι οι γιοι του Τυνδάρεω, Κάστωρ και Πολυδεύκης. Ήταν οι σημαντικότερες θεότητες των Αχαιών της Λακωνίας, πριν την κάθοδο των Δωριέων, οι οποίοι συνέχισαν τη λατρεία τους. Ο Κάστωρ ήταν πράγματι γιος του Τυνδάρεω και της Λήδας, άρα θνητός, ενώ ο Πολυδεύκης ήταν γιος του Δία και της Λήδας, άρα αθάνατος. Ο Πολυδεύκης για να σώσει τον Κάστορα, που είχε τραυματιστεί θανάσιμα, ζήτησε από τον Δία ημιαθανασία και για τους δύο. Έτσι μοιράστηκαν την αθάνατη ζωή του ενός και από τότε ζούσαν εναλλάξ από μισή μέρα ο καθένας, ο Πολυδεύκης την ημέρα και ο Κάστωρ τη νύχτα. Είναι προφανής η αντιστοίχισή τους προς τον Ήλιο και τη Σελήνη. Ο Αλέξανδρος θέλησε ενδεχομένως να εκτοπίσει τον θεό Διόνυσο και να τον αντικαταστήσει με τους ημιθνητούς – ημιαθάνατους γιους του Δία, κατοχυρώνοντας μία παραπομπή στο δικό του πρόσωπο.
Δορυφόρος: ονομαζόταν ο σωματοφύλακας ηγετών, κυρίως βασιλέων και τυράννων, επειδή ως βασικό όπλο έφερε δόρυ.
Δούρις: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Δράκων: έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το πελώριο φανταστικό φίδι, που ωστόσο θα μπορούσε να είναι ο πύθων. Κατά τον Όμηρο ήταν κόκκινος, μαύρος ή μπλέ, κατάστικτος και τρικέφαλος. Εθεωρείτο ότι τον έστελναν οι θεοί, για να εκτελέσει κάποια αποστολή.
Δραχμή: προέρχεται από το ρήμμα δράσσω ή δράττω και σημαίνει "όσο μπορεί να αδράξει το χέρι". Ήταν νομισματική μονάδα και μονάδα βάρους σε πολλά ελληνικά κράτη, αλλά η αξία της διέφερε από κράτος σε κράτος. Συνήθως όταν κάνουμε λόγο για δραχμές εννοούμε τις αττικές. Η νέα αττική δραχμή (μετά την αναμόρφωση του Σόλωνα) ως μονάδα βάρους ισούτο με 4,366γρ και η μακεδονική (του Φιλίππου) με 3,64γρ.
Δρύπετις: κόρη του Δαρείου, αδελφή της Βαρσίνης ή Στάτειρας. Είχε ακολουθήσει τον πατέρα της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) συνελήφθη αιχμάλωτη μαζί με τη μητέρα, τη γιαγιά, την αδελφή και το μικρό αδελφό της. Ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα και διέταξε να διδαχθούν την ελληνικήν διάλεκτον (331). Όταν η στρατιά επέστρεψε στα Σούσα μετά την εκστρατεία στην Ινδία, ο Αλέξανδρος την πάντρεψε με τον Ηφαιστίωνα (324), «διότι ήθελε τα παιδιά του να είναι ξαδέρφια των παιδιών του Ηφαιστίωνα».
Ε
Εισαγγελεύς: ονομαζόταν ο αξιωματούχος, που ανήγγελλε στον Πέρση βασιλιά τους δικαιούμενους ακρόαση. Ο Αλέξανδρος ως Μέγας Βασιλεύς διατήρησε κι αυτό το περσικό αξίωμα στη δική του Αυλή.
Εισφορά: αποτελούσε έκτακτο φόρο επί της περιουσίας, που επιβαλλόταν για την κάλυψη έκτακτων και κυρίως πολεμικών αναγκών. Στην Αθήνα επιβαλλόταν τόσο στους πολίτες όσο και στους μέτοικους.
Έκτωρ: γιος του Παρμενίωνα, γνωστός μόνο στον Κούρτιο (4.8.7-9 & 6.9.27). Κατ΄ αυτόν, αφού ο Αλέξανδρος επέστρεψε από το μαντείο του Άμμωνα και αφού οριοθέτησε την Αλεξάνδρεια, μαζί με τη συνοδεία του κατέπλεε το Νείλο. Ο Έκτωρ, "ένας νεαρός στην ακμή της νιότης του και πού αγαπητός στον Αλέξανδρο" (ενδεχομένως βασιλικός παίς) ήθελε να τους προλάβει κι επιβιβάσθηκε μαζί με άλλους σε μία μικρή βάρκα. 'Ηταν όμως υπεράριθμοι και υπό το βάρος τους η βάρκα βυθίσθηκε κι ο Έκτωρ πνίγηκε. Ο Αλέξανδρος στενοχωρήθηκε πάρα πολύ και έθαψε τον νεαρό με μεγάλες τιμές.
Ελαμιτική: η γλώσσα του Ελάμ (Σουσιανής). Ανήκε στην ουραλοαλταϊκή ομογλωσσία, χρησιμοποιούσε σφηνοειδές αλφάβητο, εμφανίσθηκε περί τον 4ο π.Χ. αιώνα και εξαφανίσθηκε περί τον 10ο μ.Χ. αιώνα. Αποτελούσε μία από τις τρείς επισημες γλώσσες της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας.
Ελικών: διάσημος καλλιτέχνης υφαντής του 5ου π.Χ. αιώνα από τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Μαζί με τον πατέρα του Ακεσά φέρεται ότι κατασκεύασε τον πρώτο πέπλο για το άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα.
Ενυάλιος: προσωνύμιο του Άρη, του θεού του πολέμου, το οποίο πήρε από την ακόλουθό του, την Ενυώ. Αυτή ήταν αδελφή ή μητέρα ή σύζυγος ή τροφός του και συμβόλιζε την πολεμική ισχύ, που κατέστρεφε τις πόλεις.
Ερατοσθένης: Κυρηναίος λόγιος, μαθήτευσε στην Αλεξάνδρεια, στη Βιβλιοθήκη της οποίας ήταν προϊστάμενος μέχρι το θάνατό του. Εφάρμοσε πρωτοποριακές μαθηματικές μεθόδους στη γεωγραφία και το κύριο έργο του είναι τα «Γεωγραφικά», όπου εξετάζει την ιστορία της γεωγραφίας, τη μαθηματική, τη φυσική και την πολιτική γεωγραφία.
Εριγύιος του Λάριχου: εταίρος από την Αμφίπολη κατά τον Αρριανό, ενώ κατά τον Διόδωρο καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Ήταν αδελφός του Λαομέδοντα, παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου και μετά το διαπληκτισμό πατέρα και γιού κατά το γάμο του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα (337), ο Φίλιππος τον εξόρισε από τη Μακεδονία μαζί με άλλους φίλους του Αλεξάνδρου. Μετά την άνοδο του Αλεξάνδρου στο θρόνο έγινε εταίρος και ανταμείφθηκε, όπως και όλοι όσοι εξορίσθηκαν από τον Φίλιππο αποδεικνύοντας την πίστη τους προς τον Αλέξανδρο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής του ιππικού των Ελλήνων συμμάχων. Το 330 διοικούσε τους μισθοφόρους ιππείς, έλαβε μέρος στην καταδίωξη του Δαρειου και μπήκε στη Υρκανία επικεφαλής των μισθοφόρων και άλλων ιππέων καθώς και των σκευοφόρων. Όταν ο Σατιβαρζάνης εισέβαλε στην Αρεία (329), ο Εριγύιος εστάλη εναντίον του μαζί με τον Αρτάβαζο και τον Κάρανο. Ο Σατιβαρζάνης προκάλεσε σε μονομαχία κάποιον από τους διοικητές του Αλεξάνδρου, ο Εριγύιος δέχθηκε την πρόκληση και σκότωσε τον ανυπότακτο Πέρση αξιωματικό.
Ερμόλαος του Σώπολη: παίς της βασιλικής ακολουθίας του Αλεξάνδρου και μαθητής του Καλλισθένη. Διαφωνούσε με τις περσικές συνήθειες, που είχε υιοθετήσει ο Αλέξανδρος και το 327 στα Βάκτρα, όταν ο Αλέξανδρος τον προσέβαλε, αποφάσισε να τον δολοφονήσει. Γι’ αυτό συνομώτησε και με άλλους παίδες, αλλά η συνομωσία αποκαλύφθηκε και ο Ερμόλαος καταδικάσθηκε από την Eκκλησία των Μακεδόνων σε θάνατο.
Εταίρα: Στην αρχαία Ελλάδα οι ιερόδουλες αποτελούσαν την κατώτατη βαθμίδα της πορνείας. Όπως προκύπτει και από το όνομά τους ήταν σκλάβες, τις οποίες εξέδιδαν οι ναοί συνήθως έναντι ευτελεστάτου τιμήματος. Οι πόρνες κατείχαν τη μεσαία βαθμίδα και, τόσο οι ελεύθερες όσο και οι σκλάβες, ήταν εξαρτημένες από τους πορνοβοσκούς, όπως και οι σημερινές. Οι εταίρες αποτελούσαν την αριστοκρατία της πορνείας και ήταν ελεύθερες γυναίκες, τόσο εξαιρετικής μόρφωσης, ώστε ο Πλούταρχος αποδίδει τον περίφημο Επιτάφιο λόγο του Περικλή στην ερωμένη του, την εταίρα Ασπασία από τη Μίλητο. Ήταν οι μόνες γυναίκες, που είχαν δικαίωμα να παρευρίσκονται στα δείπνα και τα συμπόσια μαζί με τους άντρες, όπως η Θαΐς στην οποία αποδίδεται σκοπίμως η έμπνευση να πυρποληθούν τα ανάκτορα της Περσέπολης. Οι αμοιβές τους ήταν αστρονομικές και η μεγαλόμισθος Φρύνη από τις Θεσπιές συνεισέφερε τόσο πολύ στην ανοικοδόμηση της Θήβας, ώστε στα τείχη της φέρεται ότι τοποθετήθηκε η επιγραφή «Αλέξανδρος μεν κατέστρεψεν, ανέστησε δε Φρύνη η εταίρα». Η επιρροή τους στους άντρες της ανώτατης οικονομικής τάξης, με τους οποίους συναναστρέφονταν, ήταν τεράστια, γι’ αυτό η περσική διπλωματία πριν τους Περσικούς πολέμους επιστράτευσε την Θαργηλία τη Μιλήσια, η οποία κατεύνασε σε σημαντικό βαθμό το αντιπερσικό μένος των Αθηναίων.
Εύδημος ή Εύδαμος: εταίρος, που παρέμεινε στη φρουρά της Γανδάρας ως υφιστάμενος του Φιλίππου. Όταν εκείνος δολοφονήθηκε, ο Αλέξανδρος ανέθεσε από κοινού στον Εύδημο και στον Ταξίλη τη θέση του Φιλίππου, μέχρι να ορίσει νέο σατράπη. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ο Εύδημος και ο Ταξίλης δολοφόνησαν τον Πώρο και μοιράστηκαν το βασίλειό του. Στους πολέμους των Διαδόχων δεν επέλεξε σωστά τους εχθρούς και τους συμμάχους του με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσει ο Αντίγονος.
Ευεργέτες: αυτό το προσωνύμιο φέρεται να είχαν αποδώσει οι Πέρσες στο λαό των Αριασπών. Ο Διόδωρος ισχυρίζεται ότι τους απεδόθη διότι σε κάποια εκστρατεία του ο Κύρος παγιδεύτηκε στη γειτονική έρημο και, όταν τελείωσαν τα τρόφιμα, οι στρατιώτες του άρχισαν να τρώνε ο ένας τον άλλον. Η κατάσταση ήταν απελπιστική, αλλά ξαφνικά εμφανίσθηκαν οι Αριασποί με 30.000 άμαξες φορτωμένες σιτηρά. Ο Κύρος ευγνώμων απέναντί τους για την ανέλπιστη σωτηρία του ιδίου και του στρατού του, τους τίμησε με πολλές δωρεές, φορολογική ατέλεια και τους χαρακτήρισε ευεργέτες, τίτλο που η περσική διπλωματία είχε απονείμει και στους Θηβαίους. Όμως η εξήγηση αυτή είναι εξόφθαλμα εσφαλμένη, καθώς δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι το περιστατικό με την ανθρωποφαγία ελλείψει τροφίμων το καταγράφει πρώτος ο Ηρόδοτος στην αιθιοπική εκστρατεία του Καμβύση. Την ίδια περίπου εξήγηση δίνει και ο Κούρτιος, ενώ ο Αρριανός λέει ότι ο Κύρος τους ονόμασε έτσι λόγω της συμμετοχής τους στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών και «για τις ευεργεσίες των προγόνων τους προς τον Κύρο», χωρίς να δίνει άλλες λεπτομέρειες. Τον λαό αυτό κάποιοι συγγραφείς τον ονομάζουν και Αριμασπούς, προφανώς παρασυρμένοι από τον Ηρόδοτο, ο οποίος όμως αναφέρεται σε άλλο λαό, κοντά στον Εύξεινο Πόντο.
Ευμένης του Ιερώνυμου: καταγόταν από την Καρδία της Χερρονήσσου και ήταν ο κυρίως υπεύθυνος για την ενημέρωση των Βασιλικών Εφημερίδων, δηλαδή σε σύγχρονους όρους θα λέγαμε ότι ήταν ο Διοικητής του Σώματος Στρατιωτικών Γραμματέων στο Επιτελείο του Αλεξάνδρου. Ήταν τριήραρχος στην κάθοδο των ποταμών της Ινδίας (326) και στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με την Άρτωνη, την κόρη του Αρτάβαζου (324). Το χειμώνα του 324 είχε μία σφοδρότατη διένεξη με τον Ηφαιστίωνα, οποία χάθηκε στα χάσματα των αρχαίων πηγών, και υποχρεώθηκε να συμφιλιωθεί μαζί του με βαριά καρδιά. Μετά το θάνατο του Ηφαιστίωνα (324) και με δεδομένη την απόγνωση του Αλέξανδρου, έσπευσε να αφιερώσει τον εαυτό του στον νεκρό, που είχε πλέον ανακηρυχθεί ήρωας. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης της Παφλαγονίας και όσων εδαφών της Καππαδοκίας δεν κατείχε ο Αριαράθης. Αργότερα ο Περδίκκας υπέταξε για λογαριασμό του Ευμένη και την επικράτεια του Αριαράθη. Φαίνεται ότι το 322 κατέλαβε και την Ελλησποντική Φρυγία, όταν ο σατράπης της Λεοννάτος σκοτώθηκε στον Λαμιακό πόλεμο. Το ίδιο έτος ο Περδίκκας του ανέθεσε να επιτηρεί τον Ελλήσποντο και να εμποδίσει τις δυνάμεις του Αντίπατρου και του Κρατερού να αποβιβασθούν στην Ασία. Το 321 ο Ευμένης συγκρούσθηκε με τον Κρατερό, σε νικηφόρα γι’ αυτόν μάχη όπου σκοτώθηκε ο Κρατερός. Λίγο αργότερα ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του και οι εταίροι αποφάσισαν την εκτέλεση του Ευμένη, ο οποίος εντούτοις παρέμεινε ζωντανός και υπολογίσιμος από τους αντιπάλους του. Το 318 ο Πολυπέρχων και η Ολυμπιάς του πρότειναν, είτε να μεταβεί στη Μακεδονία και να γίνει επίτροπος των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄), είτε να παραμείνει στην Ασία ως στρατηγός αυτοκράτωρ για λογαριασμό τους. Ο Ευμένης επέλεξε το δεύτερο και συμβούλεψε την Ολυμπιάδα να παραμείνει στην Ήπειρο, διότι στη Μακεδονία είχε πολλούς προσωπικούς εχθρούς. Ήταν ένας από τους σημαντικότερος πρωταγωνιστές στους πολέμους των Διαδόχων και το 317 τον δολοφόνησε ο Αντίγονος.
Ευρυδίκη: έτσι ονομάζει ο Αρριανός (Γ.6.5) την τελευταία σύζυγο του Φιλίππου Β΄, την οποία άλλοι ονομάζουν Κλεοπάτρα.
Ευρυδίκη: πολιτικά φιλόδοξη ευγενής από τη Μακεδονία, σύζυγος του Αρριδαίου. Αν και ο νοητικά ανεπαρκής σύζυγός της είχε οριστεί συμβασιλέας με τον Αλέξανδρο Δ΄, η Ευρυδίκη δεν μπορούσε να προωθήσει τις πολιτικές φιλοδοξίες της, διότι ο Περδίκκας είχε αναλάβει «την των όλων ηγεμονίαν». Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) προσπάθησε να ισχυροποιήσει τη θέση της και υποκίνησε μία σοβαρή αναταραχή στο στράτευμα. Ο Αντίπατρος χρειάστηκε να την τρομοκρατήσει, για να αποσυρθεί απ’ την πολιτική καθώς η νοητική ανεπάρκεια του συζύγου της εξυπηρετούσε τους πάντες. Μάλιστα, για να ελέγχει καλύτερα την κατάσταση, πήρα μαζί του στη Μακεδονία τους δύο βασιλείς, την Ευρυδίκη και τη Ρωξάνη. Το 317 η Ευρυδίκη όρισε τον Κάσσανδρο επίτροπο του Αρριδαίου, για να ξαναμπεί στην πολιτική δράση, όμως η κίνησή της απείλησε τη θέση και τη ζωή του εγγονού της Ολυμπιάδας, που φρόντισε να δολοφονηθεί η Ευρυδίκη κι ο Αρριδαίος.
Ευρυδίκη: σύζυγος του Αμύντα Γ΄, μητέρα του Φιλίππου Β΄ και γιαγιά του Αλεξάνδρου Γ΄. Ανήκε στη βασιλική οικογένεια της Λυγκηστίδας, ενός από τα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας, που ήταν «σύμμαχα και υπήκοα» της Κάτω Μακεδονίας.
Έφιππος από την Όλυνθο: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Ζ
Ζαρίασπα: είναι παλαιότερη ή ίσως τοπική ονομασία των Βάκτρων (Μπάλκ), της πρωτεύουσας της Βακτρίας.
Η
Ηγέλοχος του Ιππόστρατου: το 334 καθώς η στρατιά πλησίαζε στον Γρανικό, ήταν επικεφαλής του τμήματος αναγνώρισης. Το χειμώνα του ιδίου έτους διατάχθηκε να συγκροτήσει στόλο, για να προστατεύσει τον Ελλήσποντο από τις επιχειρήσεις του Μέμνονα. Στις αρχές του 331 έφτασε στο χώρο, όπου ο Αλέξανδρος οριοθετούσε την Αλεξάνδρεια, για να αναφέρει ότι είχε απελευθερώσει τα νησιά του Αιγαίου. Μαζί του είχε και τους συλληφθέντες Πέρσες αξιωματούχους καθως και τους Έλληνες συνεργάτες τους, εκτός από τον Φαρνάβαζο, που δραπέτευσε στη Κω. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε μία από τις βασιλικές ίλες.
Ηδωνός: είναι ο σημερινός Γαλλικός ποταμός. Αρχικά ονομαζόταν Ηδωνός επειδή διέσχιζε την επικράτεια του μεγάλου παιονικού έθνους, των Ηδωνών. Όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν τα εδάφη των Ηδωνών, μετονόμασαν τον ποταμό σε Εχείδωρο, επειδή ήταν χρυσοφόρος.
Ηρακλής: γιός του Αλεξάνδρου με τη Βαρσίνη. Ο Ηρακλής λέγεται ότι το 310 ήταν 17 περίπου ετών και ότι κατοικούσε στην Πέργαμο, άρα γεννήθηκε τη χρονιά που ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Ρωξάνη (άνοιξη του 327). Η Βαρσίνη κι ο Ηρακλής ίσως εστάλησαν στη Μ. Ασία μετά το γάμο του Αλεξάνδρου με τη Ρωξάνη (Πλούταρχος Αλέξανδρος 21.7-9, Διόδωρος 16.52.3, 20.20.1, Κούρτιος 3.13.14, 10.6.11, Ιουστίνος 11.10.2-3). Το 310-309 ο Πολυπέρχων φέρεται ότι προσπαθούσε να έρθει σε συνδιαλλαγή με τον Κάσσανδρο, για χάρη του οποίου δολοφόνησε τον Ηρακλή.
Ήρως: στην αρχαία ελληνική θρησκεία οι ήρωες αποτελούσαν μία βαθμίδα κατώτερη εκείνης των θεών και των ημιθέων. Οι ήρωες ήταν φανταστικά πρόσωπα ή ίσως πραγματικά, των οποίων η δράση μεγαλοποιήθηκε. Ο τίτλος συνήθως αποδιδόταν σε ιδρυτές πόλεων, ευεργέτες ή σωτήρες, που είχαν ωφελήσει την πόλη ή την περιοχή με σπουδαίες πράξεις. Σχεδόν κάθε περιοχή ή κράτος είχε επιλέξει κάποιον ήρωα, που σχετιζόταν μαζί τους και τον τιμούσαν ως προστάτη. Η λατρεία των ηρώων ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη των θεών και οι θρησκευτικές τιμές αποδίδονταν στους τάφους ή στα κενοτάφια των ηρώων. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να κηρύσσονται ήρωες ιστορικά πρόσωπα μετά το θάνατό τους.
Ηφαιστίων του Αμύντορα: εταίρος από την Πέλλα. Ήταν ο καλύτερος, πιό έμπιστος φίλος, περίπου συνομήλικος και σωματοφύλακας του Αλεξάνδρου. Ήταν «ωραίος με παιδικές χάρες» κατά τον Ιουστίνο (12.12.11), πιό μεγαλόσωμος και μεγαλοπρεπής από τον Αλέξανδρο, γι’ αυτό η μητέρα του Δαρείου προσκύνησε εκείνον αντί του Αλεξάνδρου (333). Μέχρι το φθινόπωρο του 330 δεν καταγράφεται καμία αξιόλογη δράση του στην εκστρατεία. Μετά την εκτέλεση του Φιλώτα ο Αλέξανδρος χώρισε το εταιρικό ιππικό σε δύο ιππαρχίες και όρισε επικεφαλής τους τον Ηφαιστίωνα και τον Κλείτο αντίστοιχα. Την άνοιξη του 328 ήταν επικεφαλής ενός από τα πέντε σώματα στρατού, που σάρωσαν τη Σογδιανή και κατέπνιξαν την επανάσταση. Ήταν από τους σημαντικότερους διοικητές στις επιχειρήσεις της Ινδίας, τριήραρχος κατά την κάθοδο των ποταμών (326) και κατά την ανάρρωση του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (325) διοικούσε όλες τις χερσαίες δυνάμεις. Ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην υιοθέτηση των περσικών εθίμων, γι’ αυτό ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ειδικά τον Ηφαιστίωνα τον προσέβαλε βαριά ενώπιον όλων αποκαλώντας τον «βαρεμένο και παράφρονα, επειδή δεν είχε αντιληφθεί ότι χωρίς τον Αλέξανδρο είναι ένα μηδενικό». Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή. Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο εταίροι απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Στα Σούσα (324) ο Αλέξανδρος στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) τον Ηφαιστίωνα για τις υπηρεσίες του και στον ομαδικό γάμο τον πάντρεψε με μία κόρη του Δαρείου, «διότι ήθελε τα παιδιά του να είναι ξαδέρφια των παιδιών του Ηφαιστίωνα». Το χειμώνα του 324 ο Ηφαιστίων είχε κάποια αντιδικία με τον Ευμένη, η οποία χάθηκε στα χάσματα των αρχαίων πηγών και λίγες εβδομάδες αργότερα πέθανε στα Εκβάτανα από τις καταχρήσεις, σε ηλικία περίπου 33 ετών. Ο θάνατος του Ηφαιστίωνα βύθισε σε βαθεία θλίψη τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον κήδευσε στη Βαβυλώνα με μία κηδεία, τόσο μεγαλοπρεπή, ώστε φέρεται να κόστισε 10.000 τάλαντα. Επίσης δεν όρισε αντικαταστάτη στην ιππαρχία του Ηφαιστίωνα, «για να μη χαθεί το όνομά του και το έμβλημα, που εκείνος είχε ορίσει», και ζήτησε χρησμό από τον Άμμωνα, αν μπορούσε ο νεκρός φίλος του να λατρεύεται σαν θεός, αλλά ο Άμμων επέτρεψε να λατρεύεται μόνο ως ήρωας. Ο Αλέξανδρος διέταξε ακόμη να κατασκευαστεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου λαμπρό μνημείο προς τιμήν του Ηφαιστίωνα.
Θ
Θαΐς: Αθηναία εταίρα. Το 330 παρείχε τις υπηρεσίες της στον Πτολεμαίο και σύμφωνα με τους συγγραφείς της λαϊκής παράδοσης σ’ αυτήν οφείλεται ο εμπρησμός των ανακτόρων της Περσέπολης. Σ’ ένα δείπνο θύμισε στον Αλέξανδρο και στους άλλους επιτελικούς αξιωματικούς, ότι το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων είχε αποφασίσει την τιμωρία των Περσών για τους ναούς και τα ιερά, που είχαν καταστρέψει κατά την εισβολή τους στην Ελλάδα. Φέρεται ακόμη να έπεισε τους συνδαιτυμόνες, ότι τα δικαιότερα αντίποινα θα ήταν να πυρποληθούν τα περσικά ανάκτορα από μία Αθηναία, δηλαδή από μία απόγονο των Ελλήνων, που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές κατά την περσική εισβολή. Υποτίθεται ότι οι παριστάμενοι πείσθηκαν και άρχισαν έναν κώμο, που κατέληξε με τη Θαΐδα να ρίχνει στα ανάκτορα της Περσέπολης την πρώτη δάδα και τον Αλέξανδρο τη δεύτερη. Ο Αρριανός, που αντλεί τις πληροφορίες του από τον Πτολεμαίο, δεν γνωρίζει ούτε τη Θαΐδα ούτε την επιχειρηματολογία της και καταλογίζει την ευθύνη του εμπρησμού εξ ολοκλήρου στον Αλέξανδρο.
Θέμις: η Θέμις και η Δίκη κάθονταν κοντά στο θρόνο του Δία και του μεταβίβαζαν τη σοφία και την ορθή κρίση. Η Θέμις επόπτευε την απονομή δικαιοσύνης μεταξύ των θεών και κατά μείζονα λόγο τους ανθρώπινους νόμους.
Θεόπομπος: το μεγαλύτερο έργο του ήταν τα Φιλιππικά σε 58 βιβλία, που άρχιζαν με την ανάρρηση του Φιλίππου Β΄ στο θρόνο (359) και τελείωναν με τη δολοφονία του (336). η διήγηση των επιτευγμάτων του Φιλίππου ήταν απλώς το πλαίσιο, για να συγγράψει την παγκόσμια ιστορία της εποχής εκείνης.
Θερμόδων: ο σημερινός ποταμός Τερμέ, στις εκβολές του οποίου, ανατολικά της Σαμψούντος και κοντά στην πόλη Τερμέ βρίσκονται ερείπια αρχαίας πόλης. Εκεί ετοποθετείτο η Θεμίσκυρα, η υποτιθέμενη πρωτεύουσα των Αμαζόνων.
Θερσίτης: ένα από τα πρόσωπα του ελληνικού στρατοπέδου κατά τον Τρωικό πόλεμο. Με βάση την περιγραφή του από τον Όμηρο, το όνομα του Θερσίτη είχε γίνει για τους μεταγενέστερους συνώνυμο ατόμου άσχημου, φωνακλά, υβριστή, και με άθλιο χαρακτήρα.
Θεωροδόκοι: ήταν οι επιμελητές του θεωρικού ταμείου. Από το θεωρικό ταμείο επιδοτούνταν οι φτωχότεροι πολίτες, για να παρακολουθήσουν τις θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσαν μέσο εκπαίδευσης.
Θεωροί: ήταν απεσταλμένοι των ελληνικών κρατών στα μαντεία για να ζητήσουν χρησμούς ή στα ιερά για να προσφέρουν αναθήματα ή στους αγώνες για να τελέσουν ιερουργίες.
Θόας του Μανδρόδωρου: μάλλον εταίρος. Στη διάβαση της Γεδρωσίας ο Αλέξανδρος τον έστειλε σε αναζήτηση εφοδίων και λίγο αργότερα τον όρισε σατράπη των Γεδρωσών, αλλά ο Θόας αρρώστησε και πέθανε.
Θυσίες: οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους θεούς τους δύο ειδών θυσίες, αιματηρές ή αναίμακτες. Στις αιματηρές έσφαζαν ιερεία, που ήταν ταύροι, αγελάδες, πρόβατα, κατσίκια ή πουλερικα. Συνήθως μετά τη θυσία μοίραζαν τα κρέατα των ιερείων σε όσους παρακολουθούσαν τη θυσία. Στις αναίμακτες θυσίες άλλοτε προσέφεραν καρπούς, τρόφιμα, σπονδές ή χοές και άλλοτε έκαιγαν θυμιάματα, σμύρνα ή λιβανωτό.
Ι
Ιόλλας: γιός του Αντίπατρου, αδελφός του Κάσσανδρου και βασιλικός οινοχόος του Αλεξάνδρου. Σύμφωνα με τη θεωρία της δηλητηρίασης, επειδή ο Αντίπατρος είχε πέσει σε δυσμένεια και φοβόταν για τη ζωή του, αν πήγαινε στη Βαβυλώνα, όπως τον είχε διατάξει ο Αλέξανδρος, έδωσε στον Κάσσανδρο το δηλητήριο, για να το μεταφέρει στη Βαβυλώνα. Εκεί το παρέδωσε στον Ιόλλα, ο οποίος φρόντισε ώστε ο εραστής του, ο Θεσσαλός Μήδιος, να παρασύρει τον Αλέξανδρο στον μοιραίο κώμο τον Ιούνιο του 323. Η θεωρία αυτή φαίνεται ότι εμφανίσθηκε κάποια στιγμή μετά το 319, όταν ο Κάσσανδρος συγκρούσθηκε με τον Πολυπέρχοντα για την εξουσία, ίσως το 317, οπότε η Ολυμπιάς διέταξε να ξεθάψουν και να σκορπίσουν τα οστά του νεκρού πιά Ιόλλα.
Ιουστίνος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Iπποπόταμος: έχει 4 πόδια, σχιστές οπλές όπως του βοδιού, κοντόχοντρη μύτη, χαίτη και ουρά αλόγου, χαυλιόδοντες, φωνή σαν χλιμίντρισμα αλόγου και μέγεθος μεγάλου βοδιού. Το δέρμα του είναι χοντρό και τόσο σκληρό, ώστε όταν στεγνώσει μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κορμός ακοντίου. Έτσι είχαν πεί στον Ηρόδοτο οι Αιγύπτιοι (Ηρόδοτος 2.71).
Ίσις: οι Έλληνες την αντιστοίχιζαν προς την Δήμητρα ή την Ινώ. Μετά την ανάπτυξη της Αλεξάνδρειας η λατρεία της Ίσιδας επεκτάθηκε στον ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, όπως φαίνεται σε μία σειρά ονομάτων (Ισίδωρος, Ισίγονος, Ισίδοτος κλπ). Η απεικόνισή της με τον μικρό Ώρο στην αγκαλιά της θεωρείται ως το πρότυπο της ανάλογης απεικόνισης της Παναγίας με τον μικρό Ιησού.
Ισοκράτης: ο τέταρτος κατά σειρά αξιολόγησης Αθηναίος ρήτορας (436-338 π.Χ.) Είχε γίνει πλούσιος λόγω του αριθμού των μαθητών του και στη σχολή του εκτός από ρητορική δίδασκε και πολιτική. Στον «Πανηγυρικό» του λόγο συμβουλεύει τους Έλληνες να ομονοήσουν και να πολεμήσουν τους βαρβάρους. Στον «προς Φίλιππον» λόγο του προτρέπει το Μακεδόνα βασιλέα, μιμούμενος τον γενάρχη Ηρακλή να ηγηθεί των Ελλήνων κατά των βαρβάρων.
Ιφικράτης: εξαίρετος στρατηγός των Αθηναίων, που πέθανε περί το 351 π.Χ. Κατά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο συνονόματος γιός αυτού του στρατηγού είχε αποσταλεί ως πρέσβης κομίζοντας πολιτικές προσφορές από τους Αθηναίους προς το Δαρείο, στην Αυλή του οποίου συνελήφθη.
Ιχθυοφάγοι: με αυτό το όνομα οι αρχαίοι Έλληνες αποκαλούσαν πολλούς λαούς των ακτών της Αιθιοπίας, της Αραβίας, της Δυτικής και της Ανατολικής Ασίας. Ο Ηρόδοτος (Γ.19) τους τοποθετεί στη σημερινή Ερυθρά θάλασσα στο ύψος της Ελεφαντίνης και λέει ότι μιλούσαν τη γλώσσα των Αιθιόπων. Ο Ερατοσθένης τους τοποθετεί νοτίως της νήσου Σεβεργκέτ μέχρι το Άσαμπ και το Μπάμπ ελ Μαντέμπ. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αναφέρει και άλλους «Ιχθυοφάγους Αιθίοπες» κοντά στους «Εσπέριους Αιθίοπες» στις ακτές της Δυτικής Αφρικής στον Ατλαντικό, στην περιοχή του Ισημερινού. Γι’ αυτούς, που συνάντησε ο Νέαρχος στα δυτικά παράλια του Πακιστάν, ο Αρριανός (Ινδική 29) λέει τα εξής: «Τρέφονται με ψάρια, αλλά λίγοι διαθέτουν βάρκες για να τα πιάσουν στη θάλασσα. Οι περισσότεροι πιάνουν όσα αφήνει πίσω της η άμπωτη. Όπου μένει λίγο νερό εγκλωβίζονται πολλά ψάρια, τα οποία συλλαμβάνουν με δίχτυα μέχρι 2 στάδια (περίπου 370 μ). Τα δίχτυα αυτά είναι πλεγμένα από ίνες φοίνικα, τις οποίες επεξεργάζονται όπως εμείς το λινάρι. Τα μικρότερα τα τρώνε ωμά, τα μεγαλύτερα τα ξεραίνουν στον ήλιο, μετά τα αλέθουν και με το ψαράλευρο αυτό φτιάχνουν ψωμί. Η χώρα τους είναι τόσο φτωχή, ώστε ταΐζουν με ψαράλευρο ακόμη και τα ζώα τους. Σε μερικά μέρη πιάνουν επίσης καραβίδες, κοχύλια και όστρακα. Οι πλουσιότεροι φτιάχνουν τα σπίτια τους με τα οστά των κητών, που ξεβράζει η θάλασσα. Οι υπόλοιποι χρησιμοποιούν τα ψαροκόκαλα».
Ιώσηπος: καταγόταν από μεγάλη ιουδαϊκή ιερατική οικογένεια, γεννήθηκε το 37 ή 38 μ.Χ στην Ιερουσαλήμ και πέθανε στις αρχές του 2ου αιώνα. Κύριο έργο του είναι η Ιουδαίκή Αρχαιολογία σε 20 βιβλία, που γράφτηκαν πρώτα στα αραμαϊκά και εν συνεχεία μεταφράσθηκαν στα ελληνικά. Τα πρώτα 11 βιβλία διηγούνται την αρχαία εβραϊκή ιστορία έχοντας ως βάση τη Βίβλο. Τα υπόλοιπα 9 βιβλία διηγούνται την εβραϊκή ιστορία ως τις ημέρες του Νέρωνα (54 μ.Χ.).
Κ
Κάλανος: Κατά τον Αρριανό, ο πιο ηλικιωμένος απ’ τους Βραχμάνες και δάσκαλος όλων των άλλων, ο Δάνδαμις, δεν πήγε να υποβάλει τα σέβη του στον κατακτητή (326), ούτε άφησε τους άλλους να πάνε. Σε κάποιον (ίσως στον Ονησίκριτο) που πήγε να τους επιδώσει πρόσκληση του Αλεξάνδρου, απάντησε ότι κι εκείνος ήταν γιος του Δία, όπως κι ο Αλέξανδρος, και ότι δεν χρειαζόταν τίποτα από όσα μπορούσε να του προσφέρει. Ήταν απόλυτα ευτυχισμένος με όσα του πρόσφερε η ινδική γη και, όταν θα πέθαινε, θα απαλλασσόταν από τον ενοχλητικό σύντροφό του, το σώμα του. Είπε ακόμη να μεταφέρουν στον Αλέξανδρο ότι κανένας δεν κατέχει μεγαλύτερο κομμάτι γης απ’ όσο πατάει, ότι ο Αλέξανδρος μόνο στην πολυπραγμοσύνη και την έπαρση διέφερε απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους και ότι κατέκτησε πολλή γη μακρυά από την πατρίδα του, αλλά τη μοίρασε σε άλλους για να τη διοικούν και όταν θα πεθάνει θα κατέχει τόση γη, όση θα καλύπτει το σώμα του. Κατά τον Πλούταρχο (που βασίζεται στον Ονησίκριτο), ο Αλέξανδρος έστειλε στους πιο διάσημους Βραχμάνες πρόσκληση με τον Ονησίκριτο, σύμφωνα με τα λεγόμενα του οποίου, ο Σφίνης τον δέχθηκε πολύ προσβλητικά. Τον διέταξε να βγάλει το χιτώνα του και να σταθεί μπροστά του γυμνός, «κι ας τον είχε στείλει ο ίδιος ο Δίας». Ο Δάνδαμις ήταν πιο ήρεμος και, αφού άκουσε τον Ονησίκριτο, τον μαθητή του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, να μιλάει για τον Σωκράτη, τον Πυθαγόρα και το Διογένη, ρώτησε μόνο «Για ποιο λόγο έκανε τόσο δρόμο ως εδώ ο Αλέξανδρος;». Σύμφωνα με τη διήγηση του γενικά αναξιόπιστου Ονησίκριτου, δεν φαίνεται πολύ λογικό ο Σφίνης από πεπεισμένος Βραχμάνας να μετατρέπεται στη συνέχεια σε ακόλουθο του Αλεξάνδρου, που εξόντωνε τους άλλους Βραχμάνες. Ίσως το ορθό να είναι ότι ο πεπεισμένος Βραχμάνας ήταν ο Δάνδαμις, όπως λέει και ο Αρριανός. Ως κίνητρο για μια τέτοια ανακρίβεια θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στον Ονησίκριτο κάποια φιλοσοφική αντιδικία του με τον Σφίνη ή Κάλανο. Μετά από προτροπή του Ταξίλη (326), ο Σφίνης προσκολλήθηκε στη στρατιά κι επειδή τους χαιρετούσε όλους με την ινδική προσφώνηση «καλέ» (=χαίρε), οι Έλληνες τον ονόμασαν Κάλανο κατά τον Αρριανό ή Καλανό κατά τον Πλούταρχο ή Κάρανο κατά τον Διόδωρο. Ακολούθησε την εκστρατεία και απέκτησε αρκετούς μαθητές της ινδικής φιλοσοφίας, μεταξύ των οποίων και ο Λυσίμαχος. Με την ενέργειά του αυτή ο Σφίνης ή Κάλανος προκάλεσε την περιφρόνηση των άλλων Βραχμάνων, διότι προτίμησε να υπηρετήσει ένα άρχοντα αντί για το θεό. Ο Κάλανος λέγεται ότι έφερε στον Αλέξανδρο το εξής παράδειγμα: ακούμπησε στο έδαφος ένα σκληρό και ξερό κομμάτι δέρμα και πιέζοντάς του στη μία άκρη, σηκωνόταν σε όλα τα άλλα. Αφού έδειξε ότι αυτό συνέβαινε, όταν πίεζε οποιοδήποτε σημείο της περιφέρειας, πίεσε στο κέντρο και όλα τα σημεία της περιφέρειας έμειναν σταθερά. Αυτό υποτίθεται ότι έπεισε τον Αλέξανδρο να κάνει την πρωτεύουσά του στο κέντρο της αυτοκρατορίας, δηλαδή στη Βαβυλώνα. (Αρριανός Ζ.1, Ζ.2, Ινδική 11, Πλούταρχος Αλέξανδρος 65, Διόδωρος ΙΖ.107). Όταν η στρατιά βρέθηκε στις Πασαργάδες (324), ο Κάλανος αρρώστησε για πρώτη φορά στη ζωή του σε ηλικία 73 ετών κι επειδή η υγεία του χειροτέρευε καθημερινά, θέλησε να δώσει τέρμα στη ζωή του. Αρχικά ο Αλέξανδρος, που τον εκτιμούσε πολύ, προσπάθησε να τον μεταπείσει, αλλά βλέποντας την αποφασιστικότητά του να πεθάνει, ανέθεσε στον Πτολεμαίο να ετοιμάσει την εξόδιο τελετή, όπως την ήθελε ο Βραχμάνας. Λέγεται ότι προπορευόταν μία πομπή από έφιππους και πεζούς. Άλλοι ήταν οπλισμένοι και άλλοι μετέφεραν πάσης φύσεως θυμιάματα, χρυσά και ασημένια κύπελλα, στρώματα και μία βασιλική ενδυμασία, τα οποία κατά διαταγή του Αλεξάνδρου θα καιγόντουσαν στην πυρά προς τιμήν του Ινδού. Επειδή λόγω της ασθενείας του δεν μπορούσε να περπατήσει, του είχαν παραχωρήσει έναν βασιλικό ίππο των Νυσαίων, αλλά ο Κάλανος δεν μπορούσε ούτε να ιππεύσει και τελικά τον μετέφεραν στεφανωμένο κατά τα ινδικά έθιμα πάνω σε φορείο. Σε όλη τη διαδρομή έψελνε ινδικά τραγούδια, που οι άλλοι Ινδοί αναγνώρισαν ως ύμνους προς τους θεούς τους. Πριν ανέβει στην πυρά, μοίρασε τα δώρα και τα στρώματα στους συντρόφους του και τον ίππο τον δώρισε στον μαθητή του Λυσίμαχο. Χαιρέτησε όλους τους παρόντες Μακεδόνες και τους παρακάλεσε να κάνουν επικήδειο γλέντι, να διασκεδάσουν και να μεθύσουν. Λέγεται ακόμη ότι φίλησε όλους τους εταίρους, αλλά δεν άφησε να τον φιλήσει ο Αλέξανδρος. Του είπε μάλιστα ότι θα τον φιλούσε, όταν θα τον συναντούσε στη Βαβυλώνα, κάτι που κείνη τη στιγμή το θεώρησαν ως ασήμαντη ασυναρτησία. Ενάμισι χρόνο αργότερα, όταν ο Αλέξανδρος πέθανε στη Βαβυλώνα, όσοι είχαν ακούσει τον Κάλανο να λέει τα παραπάνω, πίστεψαν ότι ο Ινδός ήταν ο πρώτος, που πρόβλεψε τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Μετά ο Κάλανος ανέβηκε στην πυρά και ξάπλωσε, έτσι ώστε να τον βλέπει όλη η στρατιά. Σύμφωνα με τον Νέαρχο, μόλις ο Αλέξανδρος έδωσε την εντολή να ανάψουν την φωτιά, ήχησαν οι σάλπιγγες, η στρατιά αλάλαξε πολεμικά και οι ελέφαντες έβγαλαν την πολεμική τους κραυγή προς τιμήν του Βραχμάνα. Λέγεται ότι το θέαμα δεν άρεσε καθόλου στον Αλέξανδρο, όμως όλοι θαύμασαν ότι ο Κάλανος έμεινε εντελώς ακίνητος καθώς τον τύλιγαν οι φλόγες. Στο προς τιμήν του νεκρόδειπνο, ο Αλέξανδρος προκήρυξε αγώνα οινοποσίας με έπαθλο στεφάνι αξίας ενός ταλάντου. Νίκησε ο Πρόμαχος, που ήπιε 4 χόες (περίπου 17 λίτρα), αλλά πέθανε μετά από τρεις ημέρες. Εκτός από τον νικητή, η κραιπάλη με αφορμή το νεκρόδειπνο σκότωσε συνολικά 41 άτομα.
Κάλας του Άρπαλου: εταίρος. Στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε τους Θεσσαλούς ιππείς. Μετά τη μάχη ορίσθηκε σατράπης της Ελλησποντικής Φρυγίας. Το 333 προστέθηκε στην εξουσία του και η Παφλαγονία.
Κάλλατις: παρευξείνια ελληνίδα πόλη στη σημερινή Ρουμανία.
Καλλισθένης: γιός ή ανηψιός του Αριστοτέλη κι ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κάνδυς: μανδύας με μανίκια, που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
Κάρανος: εταίρος. Το 329 εστάλη μαζί με τον Εριγύιο κατά του Σατιβαρζάνη, που είχε εισβάλει στην Αρεία. Λίγους μήνες αργότερα εστάλη μαζί με τον Ανδρόμαχο και τον Μενέδημο υπό τον Φαρνούχη εναντίον του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. Καταδίωξαν κατά πόδας τον Σπιταμένη, δίνοντάς του το πλεονέκτημα να τους αιφνιδιάσει και ο Κάρανος στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τους ιππείς του, κινήθηκε χωρίς να ενημερώσει κανέναν. Προκλήθηκε πανικός, διασπάσθηκαν οι γραμμές των Μακεδόνων και από τους αρχικούς 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν λιγότεροι από 40 ιππείς και 300 πεζοί.
Κάρανος: η Κλεοπάτρα, η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου, στο διάστημα του ενός έτους από το γάμο της (337) ως τη δολοφονία του Φιλίππου (336) προλάβαινε να γεννήσει ένα μόνο παιδί (Ιουστίνος 9.7.12, Διόδωρος ΙΖ.2.3). Γενικά αναφέρεται μία κόρη του Φιλίππου με την Κλεοπάτρα, η Ευρώπη, και μόνο ο Ιουστίνος πιστεύει ότι υπήρξε κι ένας γιός με το όνομα Κάρανος.
Κάρανος: στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα παρατηρήθηκε μία απόπειρα να αντικατασταθεί το όνομα του Περδίκκα, του ιδρυτή της δυναστείας των Αργεαδών, με εκείνο του Κάρανου. Ο Πλούταρχος (Αλέξανδρος 2) (46-127 μ.Χ.) αποδέχεται τον Κάρανο στη θέση του Περδίκκα, αλλά ο Ηρόδοτος τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν γνώριζε τίποτα γι’ αυτόν. Δεν είναι σαφές ποιοί και γιατί επεδίωξαν την αλλαγή στο όνομα του γενάρχη των Αργεαδών, αλλά το βέβαιο είναι ότι το εγχείρημα δεν τελεσφόρησε, αφού δεν έχει καταγραφεί κανένα μέλος της βασιλικής οικογένειας με το όνομα Κάρανος.
Κάσσανδρος: γιος του Αντίπατρου. Γεννήθηκε το 350 και δεν πήρε μέρος στην εκστρατεία. Έφτασε στη Βαβυλώνα από τη Μακεδονία μάλλον το 324, είτε για να απαντήσει στις όλο και εντεινόμενες κατηγορίες εναντίον του πατέρα του, είτε για να τονίσει την πίστη του πατέρα του στον Αλέξανδρο ως πρόσθετος όμηρος, αφού ο αδελφός του Ιόλλας βρισκόταν ήδη στην Αυλή. Επειδή δεν είχε ξαναδεί το ασιατικό τυπικό της προσκύνησης, η ελληνική ανατροφή του τον έκανε να γελάσει απερίσκεπτα, όπως αποδείχθηκε. Τότε, ίσως επειδή η όλη συμπεριφορά του έβλαπτε τον τρόπο διοίκησης, που είχε επιλέξει ο Αλέξανδρος, ίσως επειδή ο Αλέξανδρος ήταν οργισμένος με τον Αντίπατρο, άρπαξε τον Κάσσανδρο δυνατά από τα μαλλιά με τα δύο του χέρια και του χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο. Κάποιαν άλλη φορά, ο Κάσσανδρος προσπάθησε να αντικρούσει όσους κατηγορούσαν τον πατέρα του, αλλά ο Αλέξανδρος του αντέτεινε το ερώτημα «έκαναν τόσο δρόμο οι άνθρωποι χωρίς να αδικηθούν και συ λες ότι ήρθαν για να συκοφαντήσουν;». «Αυτό ακριβώς είναι συκοφαντία, ότι απέχουν πολύ από τις αποδείξεις» είπε ο Κάσσανδρος και ο Αλέξανδρος γελώντας δυνατά τον απείλησε «Αυτά είναι σοφίσματα του Αριστοτέλη και θα κλάψετε πολύ, αν φανείτε ότι αδικείτε έστω και λίγο αυτούς τους ανθρώπους». Τα παραπάνω περιστατικά λέγεται ότι ενστάλαξαν στον Κάσσανδρο τέτοιο τρόμο για τον Αλέξανδρο, ώστε πολύ αργότερα, όταν ήταν πια βασιλιάς της Μακεδονίας, σε μία επίσκεψή του στους Δελφούς, βλέποντας μπροστά του έναν ανδριάντα του Αλεξάνδρου έχασε τα λογικά του, του σηκώθηκαν οι τρίχες, άρχισε να τρέμει και μετά βίας συνήλθε (Πλούταρχος, Αλέξανδρος.74.2-κ.ε.). Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) και τη δεύτερη διανομή των σατραπειών, ο Αντίπατρος όρισε αρχιστράτηγο των βασιλικών δυνάμεων τον Αντίγονο και, για να τον ελέγχει, τοποθέτησε δίπλα του τον Κάσσανδρο με το βαθμό του χιλίαρχου. Το 319 ο Αντίπατρος πέθανε και άφησε διάδοχό του τον Πολυπέρχοντα, ενώ τον Κάσσανδρο τον όρισε δεύτερο τη τάξει με το βαθμό του χιλίαρχου. Ο Κάσσανδρος το θεώρησε ως προσβολή και άρχισε να συνωμοτεί κατά του Πολυπέρχοντα και, όταν λίγους μήνες αργότερα ο Αντίγονος αποστάτησε, ο Κάσσανδρος έσπευσε να συμμαχήσει μαζί του. Σ’ αυτήν τη φάση πρέπει να κατασκευάσθηκε από την πλευρά του Πολυπέρχοντα η δυσφημιστική θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου από τον Κάσσανδρο και τον αδελφό του Ιόλλα. Η θέση του Κάσσανδρου αναβαθμίσθηκε, όταν η Ευρυδίκη τον κατέστησε επίτροπο του Αρριδαίου. Τότε η Ολυμπιάς, που γνώριζε πόσο σοβαρό κίνδυνο αποτελούσε ο Κάσσανδρος για τον ανήλικο εγγονό της, πέτυχε τη δολοφονία του Αρριδαίου, της Ευρυδίκης και πολλών υποστηρικτών του Κάσσανδρου. Εκείνος τότε πολιόρκησε την Πύδνα, όπου βρισκόταν η Ολυμπιάς, και το 316 την εκπόρθησε μετά από μακρά πολιορκία, όταν τελείωσαν τα εφόδια των υπερασπιστών της. Προσήγαγε την Ολυμπιάδα σε δίκη, πέτυχε την καταδίκη της σε θάνατο δια λιθοβολισμού και της επέβαλε την εσχάτη ποινή των προδοτών αφήνοντας το σώμα της άταφο. Η κόρη της Ολυμπιάδας και του Φιλίππου Β΄, η Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε στις Σάρδεις από τον Αντίγονο ίσως κατ’ απαίτηση του Κάσσανδρου. Ο Κάσσανδρος, για να παρεμβληθεί στην παράπλευρη γραμμή διαδοχής των Αργεαδών, παντρεύτηκε τη Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου Β΄ με τη Νικησίπολη, και έθαψε με μεγαλοπρέπεια την Ευρυδίκη και τον Αρριδαίο. Το 315 ως κορωνίδα της αντι-Αλεξανδρινής πολιτικής του, ανοικοδόμησε με μεγάλη φροντίδα τη Θήβα, την οποία είχε καταστρέψει (335) ο Αλέξανδρος. Το 311 στην Αμφίπολη δολοφόνησε τη Ρωξάνη και το 12χρονο Αλέξανδρο Δ΄ κι έτσι εξέλιπαν όλοι οι Αργεάδες, που είχαν συγγένεια αίματος με την Ολυμπιάδα. Το 305 ο Κάσσανδρος ανακηρύχθηκε από την εκκλησία των Μακεδόνων βασιλιάς της Μακεδονίας και πήρε μέρος στους πολέμους των Διαδόχων ως το θάνατό του το 298.
Κασσία: από την κασσία παράγεται η σέννα, ένα από τα αρχαιότερα καθαρτικά. Από την κασσία την οξύφυλλο, που φυτρώνει στην Αίγυπτο, την Αιθιοπία και το Σουδάν, παράγεται η σέννα η αλεξανδρινή ή αιγυπτιακή και από την κασσία την στενόφυλλο, που φυτρώνει στην Αραβία και την Ινδία, παράγεται η σέννα η ινδική.
Καυνάκης: χοντρό πανωφόρι σαν χλαίνι, που φορούσαν οι αρχαίοι Πέρσες.
Καυσία: ήταν χαρακτηριστικό, ελαφρύ και πλατύγυρο καπέλο, που φορούσαν οι Μακεδόνες για να προστατεύονται από τις καυστικές ακτίνες του ήλιου. Μετά την κατάκτηση της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας, οι βασιλείς τους την στόλιζαν με λευκό διάδημα.
Κερκινίτις λίμνη: είναι η λίμνη του Αχινού στις εκβολές του Στρυμόνα. Σήμερα είναι αποξηραμένη σχεδόν στο σύνολό της, ενώ κατά την αρχαιότητα ξεκινούσε από τα ελληνο-βουλγαρικά σύνορα κι έφθανε σχεδόν ως την Αμφίπολη.
Κίδαρις (ή κίταρις): κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της τιάρας και της κυρβασίας. Φαίνεται ότι ήταν κάλυμμα κεφαλής των αρχόντων, είχε όρθια και άκαμπτη κυλινδρική μορφή με λοφίο στην κορυφή και ήταν κοσμημένη με κεντήματα και πολύτιμους λίθους.
Κιθάρα: μουσικό όργανο με 7, 9 ή 11 χορδές. Έμοιαζε με τη λύρα, αλλά είχε μεγαλύτερο ηχείο. Και τα δύο αυτά μουσικά όργανα τα είχε εφεύρει ο Ερμής.
Κιννάμωμον: Το κιννάμωμον ή κανέλλα χρησίμευε στη φαρμακευτική, την αρωματοποιία και τη μαγειρική. Το όνομά του φαίνεται να είναι φοινικικό.
Κλέανδρος του Πολεμοκράτη: έμπιστος εταίρος του Αλεξάνδρου. Το χειμώνα του 334-333 εστάλη στην Πελοπόννησο για στρατολόγηση και το 332 κατά την πολιορκία της Τύρου έφτασε στη Σιδώνα επικεφαλής 4.000 περίπου Πελοποννησίων. Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το χειμώνα του ίδιου έτους μαζί με τον Σιτάλκη και τον Μενίδα δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 324 τον εξετέλεσε ο Αλέξανδρος λόγω της κακοδιαχείρισης και των ατασθαλιών, στις οποίες είχε επιδοθή, όσο ο Αλέξανδρος επιχειρούσε στην Ινδία.
Κλεῖθρα (τα): ήταν οχυρωμένοι λιμενοβραχίονες των ναυστάθμων, τα χείλη των οποίων έκλειναν με αλυσίδα.
Κλείταρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κλείτος του Δρωπίδη: εμφανίζεται και με το προσωνύμιο μέλας, ίσως διότι ήταν μελαψός. Ήταν ένας από τους εταίρους της «παλαιάς φρουράς», ίλαρχος σε μία από τις βασιλικές ίλες και αδελφός της Λανίκης ή Ελλανίκης, που ήταν τροφός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη μάχη του Γρανικού (334) έσωσε τον Αλέξανδρο από σχεδόν βέβαιο θάνατο, σκοτώνοντας τον Σπιθριδάτη. Το 330 δεν πήρε μέρος στην καταδίωξη του Δαρείου, διότι ήταν άρρωστος και είχε παραμείνει στα Σούσα. Μετά την εκτέλεση του Φιλώτα και τη δολοφονία του Παρμενίωνα ο Αλέξανδρος χώρισε το εταιρικό ιππικό σε δύο τμήματα, τη διοίκηση των οποίων ανέθεσε αντίστοιχα στον Κλείτο και στον Ηφαιστίωνα. Ο Κλείτος δεν συμφωνούσε με την υιοθέτηση του περσικού ιππικού από τον Αλέξανδρο και κατά τη διάρκεια δείπνου στην ακρόπολη των Μαρακάνδων το 328, μόλις είχε ορισθεί σατράπης της Βακτρίας και Σογδιανής, με τις ευθείες και απερίφραστες επικρίσεις του εξόργισε τον Αλέξανδρο, ο οποίος τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια. Σε ένδειξη μεταμέλειας ο Αλέξανδρος δεν τον αντικατέστησε στην ιππαρχία του, «για να μη χαθεί το όνομά του και το έμβλημα, που είχε επιλέξει», μάλλον μέχρι την εισβολή στην Ινδία (άνοιξη του 327), οπότε τον αντικατέστησε ο Περδίκκας.
Κλείτος: πεζέταιρος, διοικητής τάξης στην Πευκελαώτιδα και στη μάχη του Υδάσπη (326).
Κλεοπάτρα: γεννήθηκε το 69 π.Χ. και ήταν η τελευταία βασίλισσα της πτολεμαϊκής δυναστείας. Ο πατέρας της, Πτολεμαίος ΙΓ΄, όρισε στη διαθήκη του ως διαδόχους του την Κλεοπάτρα και τον αδελφό της Διόνυσο. Σύμφωνα με το περσικό βασιλικό έθιμο, που είχαν υιοθετήσει οι Πτολεμαίοι, τα δύο αδέλφια παντρεύτηκαν μεταξύ τους, αλλά λίγο αργότερα ο Διόνυσος έδιωξε την Κλεοπάτρα από την Αίγυπτο. Εκείνη επέστρεψε το 48 υποστηριζόμενη από τον Ιούλιο Καίσαρα, εκθρόνισε τον Διόνυσο, έγινε βασίλισσα και παντρεύτηκε τον εξαετή αδελφό της Πτολεμαίο. Τον επόμενο χρόνο γέννησε τον Καισαρίωνα, γιό της με τον Ιούλιο Καίσαρα, μετά το θάνατο του οποίου συνδέθηκε με τον Αντώνιο. Το 30 ο Οκτώβιος νίκησε τον Αντώνιο και η Κλεοπάτρα αυτοκτόνησε.
Κλεοπάτρα: ανιψιά ή αδελφή ή θεία του Μακεδόνα στρατηγού Άτταλου. Ήταν η πέμπτη ή έβδομη, οπωσδήποτε η τελευταία σύζυγος του Φιλίππου και κατά πολύ νεώτερή του. Ο Αρριανός την ονομάζει Ευρυδίκη. Ο Φίλιππος την παντρεύτηκε το 337 π.Χ. και έκανε μαζί της μία κόρη, την Ευρώπη. Μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336) και την ανάρρηση του Αλεξάνδρου στο θρόνο, η ύπαρξή της αποτελούσε σοβαρή ενόχληση, αν όχι κίνδυνο. Λέγεται ότι την δολοφόνησε η Ολυμπιάδα μαζί με τη μικρή της κόρη εν αγνοία του Αλεξάνδρου, ίσως κατά τη βαλκανική εκστρατεία του (335). Στο μεγάλο τάφο των Αιγών βρέθηκαν δύο ταφές σε χρυσές λάρνακες. Τα μεν ανήκαν σε άνδρα 40-50 ετών (Φίλιππος Β΄) και τα δε σε γυναίκα 23-27 ετών. Φαίνεται ότι ήταν αδύνατο η χήρα του Φιλίππου να μην ταφεί δίπλα του (Αρριανός Γ.6.5, Ιουστίνος 9.7.12, Πλούταρχος Αλέξανδρος 10.8, Μέγας Αλέξανδρος, Ιστορία και θρύλος στην τέχνη, γενική επιμέλεια Καίτη Νίνου, ΤΑΠΑ, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, 1980, σελ 17).
Κλεοπάτρα: κόρη του Φιλίππου Β΄ και της Ολυμπιάδας, γνήσια αδελφή του Αλεξάνδρου. Γεννήθηκε το 355 και το 336 (σε ηλικία 19 ετών) ο Φίλιππος την πάντρεψε με τον Αλέξανδρο των Μολοσσών, που ήταν αδελφός της Ολυμπιάδας. Άρα έγινε σύζυγος του θείου της. Κατά τη διάρκεια των λαμπρών εορτών για το γάμο της, ο Φίλιππος δολοφονήθηκε στο θέατρο των Αιγών από τον Παυσανία. Αμέσως μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ο Πέρδίκκας, που ήθελε να εξουδετερώσει τους άλλους ισχυρούς εταίρους και να γίνει ο ίδιος Μέγας Βασιλεύς, πρότεινε γάμο στην Κλεοπάτρα, χήρα πλέον του Αλεξάνδρου των Μολοσσών. Το 322 η Κλεοπάτρα έφτασε στην Ασία, αλλά οι τακτικοί σχεδιασμοί του του Περδίκκα τον είχαν υποχρεώσει στο μεταξύ να παντρευτεί τη Νίκαια, κόρη του Αντίπατρου. Η Κλεοπάτρα δολοφονήθηκε στις Σάρδεις το 316 από τον Αντίγονο, ίσως κατ’ απαίτησιν του Κάσσανδρου.
Κλέοφις: βασίλισσα των Ασσακηνών. Αναφέρεται μόνο από τους Ρωμαίους συγγραφείς, ενώ οι Έλληνες ιστορικοί δεν αναφέρουν καθόλου το όνομά της. Υπερασπίσθηκε την πρωτεύουσα των Ασσακηνών, τα Μάσαγα. Ο Κούρτιος λέει ότι η Κλέοφις παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο συνοδευόμενη από ευγενείς κυρίες και έβαλε το μικρό γιο της στα γόνατά του. Εκείνος συγκινήθηκε και τη διατήρησε στη θέση της, «αν και κάποιοι λένε ότι η ομορφιά της βασίλισσας και όχι ο χαρακτήρας του Αλεξάνδρου την αποκατέστησε στη θέση της». Επίσης αφήνει να πλανάται μία ακόμη υποψία λέγοντας ότι η Κλέοφις γέννησε αργότερα έναν ακόμη γιο, «τον οποίο ονόμασε Αλέξανδρο, όποιος κι αν ήταν ο πατέρας του». Ο Ιουστίνος δεν αντιμετωπίζει το ζήτημα με την ίδια λεπτότητα και λέει ωμά ότι η Κλέοφις διατήρησε το θρόνο της, επειδή κοιμήθηκε με τον Αλέξανδρο. Αποτέλεσμα της συνεύρεσης αυτής ήταν ένα αγόρι, το οποίο ονόμασε Αλέξανδρο. Η ερωτική συνεύρεση της Κλεόφιδος με τον Αλέξανδρο εκτός από το θρόνο της χάρισε την περιφρόνηση των Ινδών και την προσωνυμία «βασιλική πόρνη». Φυσικά, η ομοιότητα του επεισοδίου αυτού με το ανάλογο του Ιουλίου Καίσαρα με την Κλεοπάτρα και τον γιο τους Καισαρίωνα δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Είναι αναπόφευκτη, διότι πρόκειται για ρωμαϊκή προσθήκη στην ιστορία του Αλεξάνδρου (ο οποίος στοίχειωνε τους Ρωμαίους) και γι’ αυτό είναι άγνωστο στις ελληνικές πηγές.
Κληρουχία: ήταν η διά κλήρου απονομή γής σε ξένη χώρα. Διέφερε από την αποικία στο ότι οι κληρούχοι παρέμεναν πολίτες της μητροπόλεως με πλήρη πολιτικά δικαιώματα και δεν συγκροτούσαν ανεξάρτητη πολιτεία. Μερικές φορές παρέμεναν στην μητρόπολη και νοίκιαζαν τους κλήρους στους πρώην ιδιοκτήτες τους.
Κλοιός: ήταν μία σανίδα με τρεις τρύπες, από τις οποίες περνούσαν το κεφάλι και τα χέρια του κατάδικου. Στην Αθήνα η ατιμωτική αυτή ποινή επιβαλλόταν μόνο σε δούλους. Είναι λοιπόν προφανής η πρόθεση του Αλεξάνδρου να εξευτελίσει τον Βήσσο, όταν διέταξε να του φορέσουν κλοιό.
Κοδομανός: προσωνύμιο, που αποδίδει ο Ιουστίνος στον Δαρείο Γ΄.
Κοίλη Συρία: ονομαζόταν αρχικά η κοιλάδα της Συρίας μεταξύ των ορέων Λιβάνου και Αντιλιβάνου. Χρησιμοποιούμενος ο όρος από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου πρέπει να είχε την έκταση, που της έδωσαν οι Πτολεμαίοι και οι Σελευκίδες, δηλαδή περιελάμβανε την περιοχή που ορίζεται από τα παράλια της Μεσογείου, τον ποταμό Ορόντη (Ναχρ-ελ-Άζι), έφτανε νότια ως την Αίγυπτο και βόρεια ως τη Λαοδίκεια (Λατάκια) (Χάρτης).
Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων: για πρώτη φορά μετά τον τρωικό πόλεμο οι αρχαίοι Έλληνες παραμέρισαν τις αδιάκοπες μεταξύ τους έχθρες, όταν οι Πέρσες ήδη κατείχαν τη Μακεδονία, είχαν αποπειραθεί ανεπιτυχώς να αποβιβασθούν στην Αττική και προετοίμαζαν την τελική φάση της εισβολής τους στην Ελλάδα. Το 481 οι πρέσβεις των ελεύθερων ελληνικών κρατών συναντήθηκαν στον ισθμό της Κορίνθου, όπου έγινε το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων για το συντονισμό της συμμαχικής αντίστασης. Περί τον ενάμισι αιώνα αργότερα, όταν ο Φίλιππος αποφάσισε να επιτεθεί στην περσική αυτοκρατορία επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων των Ελλήνων, συγκέντρωσε ξανά τους πρέσβεις των ελληνικών κρατών στην Κόρινθο, δίνοντας το μήνυμα ότι προετοίμαζε επίθεση εκδίκησης και αντιποίνων κατά των Περσών. Ο «καταστατικός χάρτης» του Κοινό Συνέδριο ήταν ένας εξαιρετικά σημαντικός πολιτικός νεωτερισμός και βάσει αυτού, όποιο ελληνικό κράτος επέλεγε να παραβιάσει την κοινή ειρήνη και να επιτεθεί σε άλλο ελληνικό κράτος, βρισκόταν αντιμέτωπο με όλα τα υπόλοιπα. Εν ολίγοις το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων επέβαλλε τον διά πυρός και σιδήρου τερματισμό των ενδοελληνικών συρράξεων και τη στροφή των συνασπισμένων ελληνικών κρατών στη διεθνή γεωστρατηγική σκηνή. Δηλαδή ήταν η πρώτη απόπειρα εθνικής ενοποίησης των ων ουκ έστιν αριθμός ελληνικών πόλεων-κρατών της κλασσικής περιόδου. (Περισσότερα στοιχεία)
Κοίνος του Πολεμοκράτη: ένας από τους παλαιότερους πεζέταιρους. Διοικητής τάξης πεζεταίρων, ταξιάρχης στη βαλκανική εκστρατεία και στη μάχη του Γρανικού (334). Το χειμώνα του 334-333 ήταν ένας από τους νιόπαντρους αξιωματικούς, που οδήγησαν τους επίσης νιόπαντρους αδειούχους στη Μακεδονία. Ταξιάρχης στην Ισσό (333), στην Τύρο (332), στα Γαυγάμηλα (331) όπου τραυματίσθηκε, στις επιχειρήσεις κατά των Μάρδων και του Σατιβαρζάνη (330), ενώ μαζί με τον Αρτάβαζο καταδίωξε τον Σπιταμένη. Ήταν διοικητής της δύναμης, που το χειμώνα του 328-327 κατέλαβε επίκαιρα σημεία και ανάγκασε τον Σπιταμένη να εγκαταλείψει τον ανταρτοπόλεμο, να δώσει μάχη εκ παρατάξεως και να ηττηθεί με σημαντικές απώλειες. Ίσως ο Κοίνος να διέδωσε τη φήμη, ότι στην καταδίωξη του Σπιταμένη και των συμμάχων του συμμετείχε κι ο ίδιος ο Αλέξανδρος, η οποία φήμη έκανε τους συμμάχους του Σπιταμένη να τον δολοφονήσουν, για να απαλλαγούν από την οργή του Αλεξάνδρου. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της Ινδίας, ενώ στη μάχη με τον Πώρο (326) πολέμησε ως ιππάρχης. Όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να περάσουν τον Ύφαση, ο Κοίνος ήταν ο μόνος, που τόλμησε να μιλήσει ανοιχτά στον Αλέξανδρο κατά της παραπέρα προέλασης. Πέθανε λίγες εβδομάδες αργότερα, ενώ η στρατιά ετοιμαζόταν να αρχίσει τον κατάπλου του Υδάσπη.
Κοίρανος: εταίρος από τη Βέροια. Το 331 διορίσθηκε υπεύθυνος για τη συλλογή των φόρων στη Φοινίκη.
Κοίρανος: διοικητής του συμμαχικού ιππικού στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Κολχίς: παρευξείνια χώρα, μεταξύ της Αμπχαζίας και του ποταμού Ριόν (του αρχαίου Φάση). Σήμερα αποτελεί τμήμα της Γεωργίας. Ο πλούτος της χώρας αυτής προκάλεσε πολύ νωρίς το ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων εξερευνητών, στη δραστηριότητα των οποίων οφείλεται κι ο μύθος του Ιάσονα και του χρυσομάλλου δέρατος. Οι σημαντικότεροι εποικιστές της Κολχίδος ήταν οι Μιλήσιοι.
Κοτύλη: ισούται με 1/192 μεδίμνους ή 0,27 λίτρα.
Κούρτιος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Κρατερός του Αλεξάνδρου: πεζέταιρος από την Ορεστίδα, «ο πιό πιστός στον Αλέξανδρο, ο οποίος τον αγαπούσε όσο και τον εαυτό του». Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις στην Ασία κατά κανόνα ως ταξιάρχης, ενώ κατά περίπτωση ανελάμβανε τη διοίκηση μεγάλων στρατιωτικών τμημάτων, κυρίως των βαρυτέρων και πιό δυσκίνητων. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ταξιάρχης και στη μάχη της Ισσού (333) διοικούσε τους πεζούς του αριστερού κέρατος. Στην πολιορκία της Τύρου (332), όταν ο Αλέξανδρος με τους κυπριακούς και φοινικικούς στόλους επιτέθηκε κατά του τυριακού στόλου, ο Κρατερός μαζί με τον Κύπριο Πνυταγόρα διοικούσε το αριστερό κέρας του στόλου. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) διοικούσε τους πεζούς του αριστερού κέρατος. Το 330 ήταν επικεφαλής των βαρυτέρων τμημάτων, που δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν την καταδίωξη του Δαρείου και την ταχεία προέλαση του Αλεξάνδρου εναντίον του Σατιβαρζάνη στα Αρτακόανα. Πολιόρκησε την Κυρούπολη (329), όπου τραυματίσθηκε από βέλος, απώθησε ανταρτικές επιδρομές του Σπιταμένη (328), επικεφαλής 600 εταίρων συνέτριψε τους τελευταίους αντιστασιακούς θύλακες της Παρειτακηνής (327) και ήταν τριήραρχος στο στόλο του Υδάσπη (326). Επειδή ο Ηφαιστίων επικροτούσε όλες τις επιλογές του Αλεξάνδρου και έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό στην προώθηση των βαρβαρικών εθίμων, ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους βαρβάρους. Αντίθετα ο Κρατερός ήταν προσκολλημένος στα πατροπαράδοτα έθιμα και ο Αλέξανδρος τον χρησιμοποιούσε στις επαφές του με τους Μακεδόνες και τους άλλους Έλληνες. Λόγω της συμπεριφοράς των δύο εταίρων ο Αλέξανδρος είχε χαρακτηρίσει τον μεν Ηφαιστίωνα φιλαλέξανδρο, τον δε Κρατερό φιλοβασιλέα. Όπως ήταν λογικό, ανάμεσα στον Ηφαιστίωνα και τον Κρατερό αναπτύχθηκε μία αντιπαλότητα, η οποία κάποια φορά στην Ινδία τους οδήγησε στο σημείο να βγάλουν τα ξίφη τους από τους κολεούς. Οι άλλοι εταίροι παρενέβησαν και απέτρεψαν τα χειρότερα, ενώ ο Αλέξανδρος τους επέπληξε έντονα και αυστηρά. Ορκίστηκε δε στον Άμμωνα και τους άλλους θεούς ότι τους αγαπούσε και τους δύο περισσότερο από κάθε άλλο άνθρωπο, αλλά αν έρχονταν ξανά σε αντιπαράθεση, θα σκότωνε ή και τους δύο ή όποιον έκανε την αρχή. Μετά τους ανάγκασε να συμφιλιωθούν και από τότε οι δύο αξιωματικοί απέφυγαν ακόμη και τα αστεία μεταξύ τους. Τον Ιούνιο του 325 επικεφαλής του βαρύτερου και πιό δυσκίνητου τμήματος καθώς και των απομάχων ο Κρατερός αποσπάσθηκε από την υπόλοιπη στρατιά και κατευθύνθηκε προς την Καρμανία μέσω Αραχωσίας και Δραγγιανής. Το Δεκέμβριο του ιδίου έτους συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο στην Καρμανία και στον ομαδικό γάμο στα Σούσα (324) ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με μία ανηψιά του Δαρείου. Λίγους μήνες αργότερα τον έστειλε πίσω στη Μακεδονία επικεφαλής 10.000 απομάχων Μακεδόνων, για να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο στη θέση του επιτρόπου. Επειδή είχε υποστεί πολλές σωματικές ταλαιπωρίες και υπήρχε φόβος να πεθάνει καθ’ οδόν, ορίστηκε ο Πολυπέρχων ως δεύτερος τη τάξει αξιωματικός. Όμως πρόλαβε να πεθάνει ο Αλέξανδρος (323) κι ο Κρατερός, που δεν είχε φτάσει ακόμη στη Μακεδονία, έμεινε χωρίς μερίδιο εξουσίας. Όταν αποστάτησαν οι Αθηναίοι, ο Αντίπατρος κάλεσε σε βοήθεια τον Κρατερό, που βρισκόταν στην Κιλικία με τους 10.000 Μακεδόνες. Το 321 έγινε η τελική σύγκρουση του Περδίκκα και των υποστηρικτών του με τους αντιπάλους του. Ο Κρατερός συγκρούσθηκε με τον Ευμένη, που φύλασσε τον Ελλήσποντο για λογαριασμό του Περδίκκα, και σκοτώθηκε στη μάχη, την οποία κέρδισε ο Ευμένης.
Κρατήρ: μεγάλο αγγείο, στο οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αναμίγνυαν τον ἄκρατον οἶνον με νερό και από το οποίο γέμιζαν τα ποτήρια με οἶνον κεκραμένον. Εξαιρετικής τέχνης είναι ο επωνομαζόμενος «κρατήρας του Δερβενίου».
Κριτόδημος: κατά τον Αρριανό ήταν Κώος γιατρός από το γένος των Ασκληπιαδών. Χειρούργησε τον Αλέξανδρο και του αφαίρεσε το βέλος, που τον είχε χτυπήσει στο στήθος όταν πολιορκούσε την πόλη των Μαλλών (325). Ο Κούρτιος (9.5.25) τον αναφέρει ως Κριτόβουλο και ο Πλίνιος (Ν.Η.7.37) αναφέρει ότι στην Αυλή του Φιλίππου υπηρετούσε κάποιος Κριτόβουλος χειρουργός εξαιρετικής ικανότητας. Επίσης ο Αρριανός (Ινδική 18.7) αναφέρει ως τριήραρχο στον Ινδό κάποιον Κριτόβουλο του Πλάτωνα από την Κω, αλλά δεν είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ο γιατρός του Αλεξάνδρου.
Κτησίας ο Κνίδιος: Έλληνας γιατρός από την Κνίδο της Δωρίδας. Υπηρέτησε ως υψηλόβαθμος αξιωματούχος στην περσική Αυλή και το 401 π.Χ. θεράπευσε το τραύμα του Αρταξέρξη Β΄ από τη μάχη κατά του Κύρου του Νεότερου και των Μυρίων. Το 397 π.Χ. αποσύρθηκε στην Κνίδο, όπου συνέγραψε τα «Περσικά» ενώ στα «Ινδικά» περιέλαβε μία διεξοδική περιγραφή του Ινδού και μία λιγότερο διεξοδική του Υδάσπη. Όμως ήταν τόσο μυθώδες σύγγραμμα, ώστε ήδη οι σύγχρονοί του το διάβαζαν ως μυθιστόρημα.
Κύλιξ: ποτήρι με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές.
Κύνα: ήταν κόρη του Φιλίππου Β΄ με την Ιλλυριά πριγκήπισσα Αυδάτη, άρα ετεροθαλής αδελφή του Αλεξάνδρου. Αρχικά η Κύνα είχε παντρευτεί τον Αμύντα του Περδίκκα Γ΄, δηλαδή τον ανεψιό του Φιλίππου Β΄, εξάδελφό της και διάδοχο του μακεδονικού θρόνου. Ο Αλέξανδρος την προσέφερε (335) ως σύζυγο στο Λάγγαρο, το βασιλιά των Αγριάνων, ο οποίος πέθανε πριν προλάβει να την παντρευτεί. Αυτό σημαίνει ότι ο Αμύντας δεν ήταν πια σύζυγός της και, αν λάβουμε υπόψη τα κληρονομικά δικαιώματά του στο θρόνο, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ο Αλέξανδρος είχε βγάλει από τη μέση τον ξάδερφό του μετά τη δολοφονία του Φιλίππου (336).
Κυρβασία: κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της τιάρας και της κιδάρεως. Η συνήθης κυρβασία φαίνεται ότι αναδιπλωνόταν κι έπεφτε προς τα εμπρός, όπως και η τιάρα.
Κυρηναϊκή: η περιοχή περί την Κυρήνη, την αποικία, που ίδρυσε το 630 π.Χ. η Θήρα στη Β. Αφρικής Σήμερα λέγεται Γκρέννα, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους λεγόταν Πεντάπολις και περιελάμβανε τις πόλεις Απολλωνία (Σούζα-Χαμάμ), Βάρκα (Μπεν-Γκάζι), Ευεσπερίδες, Κυρήνη και Ταύχειρα (χωριό Τόκρα).
Κύρος ο νεώτερος: γιός του Δαρείου Β΄ και της Παρυσάτιδος, μικρότερος αδελφός του Αρταξέρξη Β΄. Γεννήθηκε το 423, το 407 ανέλαβε την εποπτεία των σατραπειών της Λυδίας, Μεγάλης Φρυγίας και Καππαδοκίας και το 404 αποπειράθηκε ανεπιτυχώς να δολοφονήσει τον αδελφό του, που ήταν Μέγας Βασιλεύς, για να σφετερισθεί το θρόνο, αλλά παρενέβη η Παρύσατις που ευνοούσε τον Κύρο και κατάφερε να τον απαλλάξει από τις συνέπειες. Ωστόσο ο Κύρος δεν είχε παραιτηθεί από τις επιδιώξεις του. Προσέλαβε πολλούς Έλληνες μισθοφόρους, τους επωνομασθέντες Μύριους, και επικεφαλής τους προέλασε κατά του αδελφού του. Το 401 αντιμετώπισε τα βασιλικά στρατεύματα κοντά στα Κούναξα σε μία μάχη, κατά την οποία νίκησαν τα δικά του στρατεύματα, αλλά σκοτώθηκε ο ίδιος, ενώ ο Αρταξέρξης τραυματίσθηκε και τον περιέθαλψε ο Κτησίας.
Κύων: αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου με μεγαλύτερο αστέρα τον Κύνα ή Σείριο. Ανατέλλει την 22α Ιουλίου και είναι ιδιαίτερα ορατός το χειμώνα.
Κῶμος: ήταν το χαρούμενο γλέντι με μουσική και χορό. Πολλές φορές οι συμμετέχοντες κατέληγαν σε πομπώδη παρέλαση. Έβγαιναν στους δρόμους στεφανωμένοι, κρατώντας λαμπάδες, τραγουδώντας, χορεύοντας και παίζοντας.
Λ
Λάδη: νησάκι μπροστά από το αρχαίο λιμάνι της Μιλήτου, το οποίο προστάτευε. Σήμερα έχει ενσωματωθεί στη στεριά λόγω των προσχώσεων του ποταμού Μαιάνδρου.
Λαομέδων του Λάριχου: αδελφός του Εριγύιου, εταίρος από την Αμφίπολη κατά τον Αρριανό, ενώ κατά το Διόδωρο καταγόταν από τη Μυτιλήνη. Το 337 εξορίστηκε κι αυτός από τον Φίλιππο μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο και αποκαταστάθηκε όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στο θρόνο (336). Ήταν δίγλωσσος, στα ελληνικά και «στα βαρβαρικά» (μάλλον στα περσικά), και γι’ αυτό ορίστηκε υπεύθυνος για τους βάρβαρους αιχμαλώτους, που πάντοτε είναι μία πολύ καλή πηγή πληροφοριών. Στην κάθοδο του Υδάσπη (326) ήταν τριήραρχος.
Λάρναξ: κιβώτιο, όπου οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν γενικά πολύτιμα πράγματα καθώς και την τέφρα ή τα οστά νεκρού προς ενταφιασμό.
Λειτουργία: στην Αθήνα ήταν βαρύ δημόσιο έργο. Την ανέθετε η πολιτεία στους πλουσιότερους πολίτες, που την διεκπεραίωναν με δικά τους έξοδα. Υπήρχαν εγκύκλιες λειτουργίες (γυμνασιαρχία, χορηγία, εστίασις) και έκτακτες λειτουργίες (όπως η τριηραρχία). Εκτός από αυτές, που ήταν οι πολιτικές (των Αθηναίων πολιτών) υπήρχαν και άλλες λειτουργίες, που βάρυναν τους μετοίκους. Εκτός από την Αθήνα και τη Μακεδονία ο θεσμός των λειτουργιών υπήρχε και σε άλλα ελληνικά κράτη, όπως η Σίφνος και η Μυτιλήνη.
Λεοννάτος του Ανταίου: εταίρος από την Πέλλα, ένας από τους επικεφαλής των σωματοφυλάκων του Αλεξάνδρου. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336). Μετά τη μάχη της Ισσού (333) ο Αλέξανδρος τον έστειλε να καθησύχαση την οικογένεια του Δαρείου, την οποία εγκατέλειψε φεύγοντας. Πρωταγωνίστησε στην υποταγή της πρόσω Ινδίας (327-326) και τραυματίσθηκε κατά τη διάρκεια μιάς πολιορκίας. Το 325 μαζί με τον διμοιρίτη Αβρέα και τον υπασπιστή Πευκέστα, ήταν οι μόνοι που πρόλαβαν να ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο μέσα από τα τείχη των πόλης των Μαλλών. Αφού σκοτώθηκε ο Αβρέας, ο Λεοννάτος με τον Πευκέστα, που κρατούσε την ιερή ασπίδα από την Τροία, προστάτεψαν τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγους μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος τον άφησε στη χώρα των Ωρειτών, για να την υποτάξει και για να συγκεντρώσει εφόδια για το στόλο. Ο Λεοννάτος συνέτριψε τις δυνάμεις των Ωρειτών και των συμμάχων τους με ελάχιστες απώλειες και παρέδωσε στον Νέαρχο εφόδια για 10 ημέρες. Δεν συμφωνούσε με την προσκύνηση και σε κάποιο συμπόσιο, βλέποντας έναν Πέρση να προσκυνά, εκφράσθηκε χλευαστικά με αποτέλεσμα να προκαλέσει την (ευτυχώς πρόσκαιρη) οργή του Αλεξάνδρου. Το 324 στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι για την όλη δράση του στην Ινδία. Όταν πέθανε ο Αλέξανδρος (323) ήταν ιππάρχης και ορίσθηκε μαζί με τον Περδίκκα κηδεμόνας του μελλογέννητου Αλεξάνδρου Δ΄. Κατά τη διανομή του κράτους πήρε τη σατραπεία της Ελλησποντικής Φρυγίας, που είχε μεγάλη στρατηγική σημαία. Συμμάχησε με τον Αντίπατρο και τον Κρατερό κατά του Λεωσθένη και σκοτώθηκε το 322 στη μάχη της Λαμίας.
Λεοννάτος του Αντίπατρου: εταίρος από τις Αιγές.
Λεοννάτος του Εύνου: εταίρος από την Πέλλα.
Λεοννάτος του Όνασου: Το 331 στην Αίγυπτο ο Αλέξανδρος τον όρισε σωματοφύλακα στη θέση του Αρρύβα, που πέθανε από ασθένεια.
Λευκανία: η περιοχή μεταξύ κόλπου Τάραντα και Τυρρηνικής θάλασσας.
Λεωνίδας: ήταν συγγενής της Ολυμπιάδος και επικεφαλής των παιδαγωγών του Αλεξάνδρου στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Τον δίδαξε να είναι εγκρατής, να ζεί λιτά και, για να είναι βέβαιος ότι δεν αναμιγνυόταν η Ολυμπιάς, έλεγχε σχολαστικά τα ατομικά είδη του νεαρού διαδόχου μήπως τον είχαν προμηθεύσει κάτι περισσότερο ή πολυτελέστερο από τα απολύτως απαραίτητα. Ίσως η σχέση του με τον Αλέξανδρο να φαίνεται από το θρυλούμενο περιστατικό με το λιβάνι.
Λεωσθένης: Αθηναίος στρατηγός. Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος (323), οι Αθηναίοι του έδωσαν μέρος από τις δωρεές του Άρπαλου, οπλισμό και την εντολή να στρατολογήσει μισθοφόρους και να εξασφαλίσει συμμάχους, για να αποστατήσουν από το Κοινό Συνέδριο των Ελλήνων. Με τις δυνάμεις αυτές και τους συμμάχους του ο Λεωσθένης απέκοψε τον Αντίπατρο από τον Κρατερό και το Λεοννάτο, τον νίκησε στο πεδίο της μάχης και τον πολιόρκησε στη Λαμία. Μόλις όμως αποχώρησαν οι Αιτωλοί σύμμαχοί του, ο Αντίπατρος βρήκε την έξοδο να επιχειρήσει έξοδο και να δώσει μάχη στην οποία σκοτώθηκε ο Λεωσθένης.
Λιβανωτός ή λιβάνι: λέγεται η αρωματική ελαιορητίνη του δέντρου βοσουελλία η καρτέρειος. Χρησιμοποιήθηκε ως θυμίαμα εδώ και χιλιάδες χρόνια από τους περισσότερους λαούς της Μέσης Ανατολής, τους αρχαίους Έλληνες και τελικά πέρασε στο τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η αξία του φαίνεται από τον φόρο, που επέβαλε ο Δαρείος στους Άραβες (1.000 τάλαντα ή 26,6 τόνους λιβανωτού) και από το παρακάτω περιστατικό μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 25.7-8). Κάποτε, προφανώς όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην προεφηβική ηλικία, έρριξε στο θυσιαστήριο όλο το θυμίαμα, που είχε πιάσει και με τα δύο του χέρια. Τότε ο Λεωνίδας τον επέπληξε λέγοντας «Αλέξανδρε, να θυμιατίζεις τόσο πλούσια, όταν καταλάβεις κάποια αρωματοφόρα χώρα. Ως τότε να κάνεις οικονομία σ’ αυτά που έχεις». Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποια φάση της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος έστειλε στον παλιό παιδαγωγό του 500 τάλαντα (13,3 τόνους) λιβάνι και 100 τάλαντα (2,66 τόνους) σμύρνα, γράφοντάς του «Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, ώστε να πάψεις να μιλάς για οικονομία σχετικά με τους θεούς». Το λιβάνι επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο δώρο αντάξιο για βασιλείς, και γι’ αυτό οι τρεις Μάγοι προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.
Λιβύη: αρχαίο όνομα της Β. Αφρικής χωρίς την Αίγυπτο, την οποία μέχρι τον Πτολεμαίο τοποθετούνταν στην Ασία (Οδύσσεια δ.85, Ηρόδοτος Δ.145-κε). Η Λιβυκή έρημος κείται μεταξύ Αιγύπτου, Κεντρικού Σουδάν, Τριπολίτιδας, σχηματίζει το ΒΑ άκρο της Σαχάρας και έχει πολλές οάσεις, όπως η Κυρηναϊκή.
Λιμένας των Αχαιών: βρισκόταν ανάμεσα στο Σίγειο (Γενί Σεχίρ) και το Ροίτειο (Τοπ Τασσί), στο σημείο, όπου εκβάλλουν στη θάλασσα ο Σκάμανδρος (Μεντερές) και ο Σιμόεις (Ορτά Κετσί).
Λύκος: είναι ο ποταμός μεγάλος Ζαβ, με πλάτος πάνω από 137μ, βάθος τουλάχιστον 3μ και σε απόσταση περί τα 32 χμ από το πεδίο της μάχης των Γαυγαμήλων.
Λυσίμαχος του Αγαθοκλή: εταίρος από την Πέλλα. Το 326 στη μάχη του Υδάσπη πολέμησε δίπλα στον Αλέξανδρο ως σωματοφύλακας και τραυματίσθηκε στην πολιορκία των Σαγγάλων. Ήταν επίσης μαθητής του Κάλανου, ο οποίος του χάρισε τον ίππο του λίγο πριν αυτοπυρποληθεί το 324 στις Πασαργάδες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) ανέλαβε τη διοίκηση των Θρακών και των άλλων παρευξείνιων λαών και το 321 παντρεύτηκε τη Νίκαια, κόρη του Αντίπατρου και χήρα του δολοφονημένου Περδίκκα. Το 306 ανακυρύχθηκε βασιλιάς της Θράκης, το 301 πολέμησε μαζί με τον Σέλευκο στην Ιψό κατά του Αντίγονου, από τον οποίο απέσπασε πολλά ασιατικά εδάφη. Σκοτώθηκε το 281 πολεμώντας εναντίον του Σέλευκου.
Λύσιππος: ο διαπιστευμένος στην Αυλή του Αλεξάνδρου γλύπτης. Ήταν ο μόνος που είχε το δικαίωμα να κάνει προτομές του Αλεξάνδρου.
Μ
Μάγοι: κατά τον Ηρόδοτο οι Μάγοι ήταν ένα από τα γένη (έθνη) των Μήδων (Βούσες, Παρειτακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοί, Βούδιοι και Μάγοι), των οποίων αποτελούσαν την ιερατική τάξη, και σύμφωνα με τη μηδική θρησκεία, στις θυσίες έπρεπε να παρίσταται πάντοτε ένας Μάγος. Όταν οι Πέρσες υπέταξαν τη μηδική αυτοκρατορία (559), διατήρησαν τους Μήδους ως δεύτερη τη τάξει εθνότητα της αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας και σεβάσθηκαν απόλυτα τη μηδική θρησκεία και τους Μάγους. Η δε περσική θρησκεία παρ’ ότι ήταν διαφορετική από τη μηδική, επιρρεάστηκε πολύ από εκείνη. Από την εποχή του Καμβύση (530-522) οι Μάγοι είχαν αναλάβει την φύλαξη του τάφου του Κύρου κι έμεναν σε ένα οίκημα στην ανηφόρα, που οδηγούσε στον τάφο. Το αξίωμα του φύλακα ήταν κληρονομικό και περνούσε από πατέρα σε γιο. Ο Μέγας Βασιλεύς χορηγούσε στους φύλακες ένα πρόβατο για κάθε μέρα, κρασί, αλεύρι και ένα άλογο κάθε μήνα, για να το θυσιάζουν στον Κύρο (Ηρόδοτος Α.101, 132). Ωστόσο, λόγω του μειωμένου ενδιαφέροντος των αρχαίων Ελλήνων στις λεπτομέρειες σχετικά με τους βαρβάρους και τα έθιμά τους, είναι πολύ πιθανό πολλές από τις αναφορές σε Μάγους στην πραγματικότητα να αποτελούν αναφορές σε ζωροάστρες ιερείς.
Μαζαίος: το καλοκαίρι του 331 κατ’ εντολή του Δαρείου και επικεφαλής 3.000 ιππέων και 2.000 Ελλήνων μισθοφόρων φρουρούσε τον πόρο του Ευφράτη στη Θάψακο κι εμπόδιζε το μηχανικό του Αλεξάνδρου να ολοκληρώσει την κατασκευή δύο γεφυρών, για να περάσει η στρατιά στην ανατολική όχθη του ποταμού. Μόλις πλησίασε η στρατιά, ο Μαζαίος εγκατέλειψε τη θέση του, αφήνοντας πίσω του καμένη γή. Αυτό ανάγκασε τον Αλέξανδρο να μην ακολουθήσει το συντομότερο δρομολόγιο προς τη Βαβυλώνα, αλλά να κινηθεί βόρεια. Το φθινόπωρο του ιδίου έτους στη μάχη των Γαυγαμήλων ο Μαζαίος διοικούσε τα στρατεύματα από την Κοίλη Συρία και τη Μεσοποταμία. Μετά τη μάχη παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον τοποθέτησε σατράπη της Βαβυλώνας. Πέθανε το χειμώνα του 328-327 και το 324 ο Αλέξανδρος ενέταξε στο άγημα τους γιούς του, Υδάρνη και Αρτιβόλη.
Μαιδοί: αρχαίος θρακικός λαός. Ήταν ληστρικότατος και κατοικούσε στη δυτική όχθη του Στρυμόνα, στις νότιες πλαγιές του όρους Σκομίου (Ρίλα). Τα ερείπια πόλεώς τους αναγνωρίζονται κοντά στο σημερινό Πετρίτσι.
Μαργίτης: αρχαίο έπος, που αποδοδόταν εσφαλμένα στον Όμηρο και περιέγραφε τη ζωή ενός κακού και βλάκα ανδρός. Η λέξη προέρχεται από το επίθετο μάργος (= μαινόμενος, αχόρταγος).
Μαρσύας ο Πελλαίος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Μασσαγέτες: αρχαίος νομαδικός λαός της Ασίας, πιθανώς σκυθικής καταγωγής («μερικοί τους θεωρούν Σκύθες» λέει ο Ηρόδοτος (Ηρόδοτος Α.201, 204, 215, 301)). Ήταν εξαίρετοι ιππείς, οι ίπποι τους είχαν προμετωπίδια και χαλινάρια από χαλκό και χάλκινη θωράκιση. Όταν βασίλευε η Τόμυρις, τους επιτέθηκε ο Κύρος (530 π.Χ.) αλλά σκοτώθηκε κατά τις εχθροπραξίες. Τη εποχή εκείνη, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της αχανούς στέππας στα Α της Κασπίας. Κατά το Στράβωνα ζούσαν κοντά στην Αράλη, βόρεια του ποταμού Πολυτίμητου (Ζαραφσάν) και των Μαρακάνδων (Σαμαρκάνδης). Κατά τον Κούρτιο (Κούρτιος 8.1.8) οι Μασσαγέτες κατοικούσαν στα νότια των Χορασμίων και στα ανατολικά των Δαών. Οι παραπάνω συγγραφείς δεν είναι υποχρεωτικό να αντικρούονται μεταξύ τους, καθώς οι Μασσαγέτες ίσως μετακινήθηκαν, αφού ούτως ή άλλως ήταν νομάδες.
Μασσανοί: κατά τον Διόδωρο κατοικούσαν σε κάποιο σημείο της όχθης του Ινδού, νοτίως της συμβολής του Ακεσίνη, απέναντι από τους Σόδρους και είναι άγνωστοι στους υπόλοιπους ιστορικούς.
Μεγασθένης: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Μέδιμνος: μονάδα όγκου στερεών. 1 μέδιμνος = 192 κοτύλες = 48 χοίνικες = 12 χοές = 51,84 λίτρα.
Μελέαγρος του Νεοπτόλεμου: πεζέταιρος και από τους παλαιότερους ταξιάρχες. Πήρε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία (335), στη μάχη του Γρανικού και στην πολιορκία της Αλικαρνασσού (334). Το χειμώνα του 334, επειδή ήταν κι ο ίδιος νιόπαντρος, ανέλαβε μαζί με τον Κοίνο να οδηγήσει στη Μακεδονία τους νιόπαντρους αδειούχους και το 333 επέστρεψε στο Γόρδιο φέρνοντας μαζί του και νοεσύλλεκτους. Επικεφαλής της τάξης του πήρε μέρος σε όλες ανεξαιρέτως τις μάχες και τις πολιορκίες της εκστρατείας. Την άνοιξη του 326 ο Ταξίλης προσέφερε στους Μακεδόνες χρυσά στέμματα, 80 τάλαντα σε ασημένια νομίσματα, 56 πολεμικούς ελέφαντες, μεγάλο αριθμό εξαιρετικά μεγαλόσωμων προβάτων, 3.000 ταύρους και μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ταξίλη 1.000 τάλαντα και όσα εδάφη από τη γειτονική χώρα ζήτησε. Αυτό εξόργισε τους εταίρους, ενώ ο Μελέαγρος σε κάποιο μεθύσι συνεχάρη σαρκαστικά τον Αλέξανδρο, που επιτέλους βρήκε έναν άνθρωπο αξίας 1.000 ταλάντων. Κατά την επιστροφή της στρατιάς από την Ινδία (325) ο Μελέαγρος βρισκόταν στο υπό τον Κρατερό τμήμα, που κινήθηκε μέσω Δραγγιανής και Καρμανίας.
Μέμνων ο Ρόδιος: Υπηρέτησε αρχικά τον Αρταξέρξη τον Ώχο, πήρε μέρος στη στάση του Αρτάβαζου (356) και μετά την αποτυχία της κατέφυγε στη Μακεδονία (353). Με παρέμβαση του αδελφού του, του Μέντορα, πήρε χάρη και ξαναγύρισε στην υπηρεσία του Μεγάλου Βασιλέα (343). Κατά την εισβολή του Μεγάλου Αλεξάνδρου (334) εισηγήθηκε την τακτική της καμένης γής, αλλά δεν εισακούσθηκε. Ο Δαρείος τον είχε διορίσει αρχηγό του ναυτικού και της Νότιας Μικράς Ασίας. Πήρε μέρος στη μάχη του Γρανικού μαζί με τους γιούς του και στη συνέχεια ως ανώτατος διοικητής όλου του στόλου και των παραλίων της Μεσογείου, υπερασπίσθηκε τη Μίλητο και την Αλικαρνασσό. Κυρίευσε τη Χίο και τη Λέσβο προσπαθώντας να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στον Αλέξανδρο και να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ελλάδα, αλλά πέθανε κατά την πολιορκία της Μυτιλήνης (333).
Μέμνων: Μακεδόνας στρατηγός, τον οποίο ο Αλέξανδρος διόρισε υπεύθυνο της Θράκης το 335. Το 330 αποστάτησε και ο Αντίπατρος κινήθηκε εναντίον του με ισχυρές δυνάμεις. Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Άγις να ξεσηκώσει τους Πελοπονήσιους κατά της Μακεδονικής Ηγεμονίας, υποχρεώνοντας τον Αντίπατρο να κλείσει εσπευσμένα το μέτωπο κατά του Μέμνονα και να στραφεί κατά των Σπαρτιατών.
Μεν(ν)ίδας: εταίρος. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής των μιθοφόρων ιππέων, που παρατάχθηκαν υπό γωνία στο δεξί κέρας, για να αποτρέψουν περικύκλωση από τους Πέρσες. Εκεί πολέμησε γενναία και τραυματίσθηκε. Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το φθινόπωρο του ιδίου έτους μαζί με τον Σιτάλκη και τον Κλέανδρο δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 328 εστάλη στη Μακεδονία για στρατολόγηση. Συμμετείχε στην αντιπροσωπεία, που πήγε στο ναό του Σαράπιδος στη Βαβυλώνα, την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323).
Μένανδρος: εταίρος. Όταν ο Αλέξανδρος έφευγε από την Τύρο κατευθυνόμενος προς τη Βαβυλώνα (331), μετακίνησε τον Μένανδρο από τη ηγεσία των μισθοφόρων στη θέση του σατράπη της Λυδίας. Όταν (323) ο Αλέξανδρος προετοιμαζε στη Βαβυλώνα την εισβολή στην Αραβία, ο Μένανδρος έφτασε επικεφαλής ενισχύσεων από τη σατραπεία του.
Μενέδημος: εταίρος. Όταν ο Σπιταμένης πολιόρκησε τη μακεδονική φρουρά στα Μαράκανδα (329), εστάλη εναντίον του μαζί με τους Ανδρόμαχο και Κάρανο, υπό τον Φαρνούχη και επικεφαλής 60 εταίρων και 800 μισθοφόρων ιππέων και 1.500 μισθοφόρων πεζών. Ο Σπιταμένης τους αιφνιδίασε και ακολούθησε σφαγή, από την οποία επέζησαν μόνο 40 ιππείς και 300 πεζοί.
Μένης του Διονυσίου: μετά τη μάχη της Ισσού (333), ο Αλέξανδρος τον όρισε βασιλικό σωματοφύλακα στη θέση του Βάλακρου, που έγινε σατράπης της Κιλικίας. Στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον όρισε ύπαρχο της Συρίας, της Φοινίκης και της Κιλικίας. Τον έστειλε στα παράλια με 3.000 τάλαντα και με τη διαταγή να στείλει στον Αντίπατρο, όσα χρειαζόταν για να συντρίψει τις επιθετικές ενέργειες των Σπαρτιατών. Το 330 ο Αλέξανδρος τον διέταξε να φροντίσει για την ταχύτερη δυνατή δια θαλάσσης περαίωση των αποστρατευμένων Θεσσαλών ιππέων στην Εύβοια.
Μέντωρ: ήταν Ρόδιος, αδελφός του Μέμνονα και η αδελφή τους είχε παντρευτεί τον Αρτάβαζο, την κόρη του οποίου (Βαρσίνη) είχε παντρευτεί ο Μέντωρ. Μαζί της έκανε πολλά παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Θυμώνδας. Το 356 ο Μέμνων κι ο Αρτάβαζος αποστάτησαν από τον Αρταξέρξη και υποχρεώθηκαν να καταφύγουν (353) στην Αυλή του Φιλίππου. Εν συνεχεία ο Μέντωρ, που είχε συμβάλει αποφασιστικά στην επιτυχία της εκστρατείας στην Αίγυπτο, έπεισε τον Μέγα Βασιλέα να τους απαλλάξει τους συγγενείς του από τις κατηγορίες και να τους ξαναδεχθεί στην υπηρεσία του (343). Σε αναγνώριση των υπηρεσιών του κατά την αιγυπτιακή εκστρατεία, ο Μέγας Βασιλεύς τον διόρισε ανώτατο διοικητή των παραλίων της Ασίας (Διόδωρος ΙΣΤ.50.7, 52.3). Όταν πέθανε, ο Μέμνων κληρονόμησε τις εξουσίες του και τη σύζυγό του, τη Βαρσίνη.
Μερόη: σύμφωνα με την αρχαία ελληνική γεωγραφία, έτσι ονομαζόταν η περιοχή της Αιθιοπίας ανάμεσα στη συμβολή του Λευκού και του Κυανού Νείλου, στο σημερινό Σουδάν.
Μήδιος του Οξύθεμι: Θεσσαλός από τη Λάρισα. Συμμετέσχε στην εκστρατεία, ήταν τριήραρχος στην κάθοδο των πλωτών ποταμών της Ινδίας (325) και στη συνέχεια έγινε ένας από τους πλησιέστερους στον Αλέξανδρο εταίρους. Τον Ιούνιο του 323 στη Βαβυλώνα κάλεσε τον Αλέξανδρο σε διασκέδαση, που αποδείχθηκε μοιραία. Επειδή ο Μήδιος ήταν εραστής του Ιόλλα, εμπλέχθηκε και το δικό του όνομα στη θεωρία της δηλητηρίασης.
Μητρῶον: ήταν βωμός και ναός αφιερωμένος στη μητέρα των θεών Κυβέλη. Εκεί βρισκόταν το αρχείο γεννήσεων της κάθε πόλης. Το Μητρῶον των Αθηνών, βρισκόταν στην Αγορά.
Μνᾶ: αρχαία ελληνική νομισματική μονάδα καθώς και μονάδα βάρους. Η προέλευσή της είναι αδιαμφισβήτητα μεσοποταμιακή, αφού τη συναντάμε στους Σουμερίους και τους Εβραίους ως μανέχ. Ως μονάδα βάρους ισοδυναμούσε με περίπου 600γρ.
Μύριοι: οι Έλληνες μισθοφόροι του Κύρου του Νεώτερου ονομάσθηκαν μύριοι (=10.000), αν και ήταν 13.000 (11.000 οπλίτες και 2.000 ψιλοί). Ο Κύρος τους προσέλαβε δήθεν για να πολεμήσουν τους Πισίδες που ήταν ανυπότακτοι και προκλητικοί μέσα στη σατραπεία του Κύρου. Όταν οι Μύριοι αντιλήφθηκαν ότι στην πραγματικότητα θα πολεμούσαν εναντίον των βασιλικών στρατευμάτων, αρνήθηκαν να συνεχίσουν την προέλαση, αν δεν έπαιρναν αύξηση. Ο Κύρος αύξησε την αμοιβή τους από έναν σε ενάμισι δαρεικούς και το φθινόπωρο του 401 έγινε στα Κούναξα η μάχη, όπου οι μεν Μύριοι νίκησαν ο δε Κύρος σκοτώθηκε. Οι Πέρσες σύμμαχοι του Κύρου συνθηκολόγησαν με τον Αρταξέρξη, ο οποίος φρόντισε να εξοντώσει τους στρατηγούς των Μυρίων, αλλά δεν τόλμησε άμεση αναμέτρηση μαζί τους. Οι Μύριοι εξέλεξαν νέους διοικητές, όρισαν επικεφαλής τους τον Ξενοφώντα και καταδιωκόμενοι από όλους τους λαούς της περσικής αυτοκρατορίας άρχισαν την υποχώρηση. Δεν επέστρεψαν από το ίδιο δρομολόγιο, διότι οι Πέρσες είχαν καταστρέψει όλες τις γέφυρες του ποταμού Τίγρη και οι Μύριοι έπρεπε να υποχωρήσουν ως τις πηγές του, όπου θα μπορούσαν να τον διασχίσουν. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, που περιγράφει ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβαση, έφτασαν σε ελληνικές περιοχές του Εύξεινου Πόντου στις αρχές του 400. Το 399 ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος προσέλαβε το μεγαλύτερο μέρος τους, αποβιβάσθηκε στη Μ. Ασία και άρχισε να αποσπά από τους Πέρσες τη μία πόλη μετά την άλλη.
Μύρο: είναι η μύρρα ή σμύρνα.
Ν
Ναβαρζάνης: Πέρσης χιλιάρχης του ιππικού, έμπιστος του Δαρείου. Το 330 πήρε μέρος στο πραξικόπημα κατά του Δαρείο, αλλά όταν ο Βήσσος δολοφόνησε τον αιχμάλωτο Μέγα Βασιλέα, ο Ναβαρζάνης δεν ακολούθησε τους άλλους πραξικοπηματίες. Λίγο αργότερα παραδόθηκε στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος μπήκε στην Υρκανία. Σύμφωνα με τον Κούρτιο, ανάμεσα στά άλλα δώρα, που έδωσε στον Αλέξανδρο κατά την παράδοσή του, ήταν κι ο ευνούχος Βαγώας.
Νάρδος: είναι το φυτό βαλεριανή. Από τη ρίζα του παρασκεύαζαν φάρμακα, κυρίως για τις νευρολογικές και ψυχικές παθήσεις και την επιληψία. Τα αιθέρια έλαια της ρίζας του χρησίμευαν και στην αρωματοποιία.
Νέαρχος του Ανδροτίμου: καταγόταν από την Κρήτη, αλλά κατοικούσε στην Αμφίπολη και ήταν Μακεδόνας πολίτης. Ήταν παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου, ανάμεσα σ’ εκείνους που εξορίστηκαν από τον Φίλιππο μετά την παρεξήγηση στο γαμήλιο δείπνο (337). Στη διάρκεια της εκστρατείας ο Αλέξανδρος τίμησε όλους όσους εξορίστηκαν τότε για χάρη του και ο Νέαρχος έγινε σατράπης της Λυκίας (333). Το 329 παρουσιάσθηκε στα Βάκτρα επικεφαλής σώματος Ελλήνων μισθοφόρων. Στις επιχειρήσεις της Ινδίας (327-326) ήταν χιλίαρχος των υπασπιστών. Στην κάθοδο των πλωτών ποταμών της Ινδίας ως το δέλτα του Ινδού ορίστηκε ναύαρχος του ποτάμιου στόλου και το φθινόπωρο του 325 άρχισε κατά διαταγή του Αλεξάνδρου τον παράπλου της Μεγάλης Θάλασσας. Την άνοιξη του 324 συναντήθηκε με τη στρατιά στα Σούσα, όπου έγιναν λαμπρές τελετές. Εκεί στεφανώθηκε (=παρασημοφορήθηκε) από τον Αλέξανδρο με χρυσό στεφάνι και στον ομαδικό γάμο παντρεύτηκε την κόρη του Μέντορα και της Βαρσίνης. Ορίστηκε ναύαρχος του στόλου στην εκστρατεία κατά των Αράβων, που ετοίμαζε ο Αλέξανδρος και δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του θανάτου του (323). Είναι ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Νεοπτόλεμος: μυθολογείται ως γιός του Αχιλλέα και της Δηιδάμειας. Πήγε στην Τροία κατ’ εντολήν των Αχαιών, διότι δόθηκε μαντεία ότι δεν θα την καταλάμβαναν χωρίς αυτόν. Ήταν μέλος του πληρώματος του Δούρειου Ίππου και κατά την άλωση της Τροίας έσφαξε τον Πρίαμο, τον εγγονό του και γιό του Έκτορα, τον Αστυάνακτα, θυσίασε την κόρη του Πρίαμου, Πολυξένη, πάνω στον τάφο του Αχιλλέα και πήρε ως δούλη τη σύζυγο του Έκτορα, Ανδρομάχη. Μετά τον τρωικό πόλεμο εγκαταστάθηκε στην Ήπειρο και δημιούργησε δικό του οικογενειακό κλάδο.
Νηρηίδες: ονομάζονταν οι 50 κόρες του Νηρέα. Ήταν θαλάσσιες θεότητες και είχαν την εξουσία να σηκώνουν τρικυμίες και να γαληνεύουν τη θάλασσα.
Νικάνωρ : εταίρος, γιος του Παρμενίωνα και αδελφός του Φιλώτα και του Έκτωρα. Στις επιχειρήσεις κατά των Γετών (χάρτης) διοικούσε τη φάλαγγα. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε διοικητής των υπασπιστών των εταίρων, επικεφαλής των οποίων πήρε μέρος σε όλες τις μάχες της εκστρατείας ως το θάνατό του. Επιπλέον, ήταν επικεφαλής του ελληνικού στόλου κατά την κατάληψη των μικρασιατικών παραλίων. Κατέλαβε το νησάκι Λάδη και εμπόδισε τον περσικό στόλο να ενισχύσει την άμυνα της Μιλήτου. Όταν η στρατιά προέλαυνε από την Παρθυαία προς τη Βακτρία (χάρτης), ο Νικάνωρ αρρώστησε και πέθανε. Λόγω των ελλείψεων σε τρόφιμα η στρατιά δεν μπορούσε να σταματήσει και να τον κηδεύσει με τις πρέπουσε τιμές. Γι΄ αυτό έμεινε πίσω ο Φιλώτας με 2.500 άντρες, ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν την καταδίωξη του Βήσσου.
Νικάνωρ: εταίρος, τον οποίο ο Αλέξανδρος αρχικά διέταξε να οργανώσει την Αλεξάνδρεια των Παροπαμισάδων και αργότερα τον διόρισε σατράπη των Ασσακηνών (χάρτης).
Νιφάτης: είναι ψηλό βουνό της Αρμενίας, συνέχεια του Ταύρου και φτάνει ως τη Μηδία. Απ’ αυτό πηγάζει ο Τίγρις κι ο Ευφράτης και σήμερα λέγεται Αλά Ντάγκ.
Νυσαίοι: Σε κάποιο σημείο βορείως του ποταμού Κωφήνα (Καμπούλ) και δυτικά του Ινδού ο Αλέξανδρος συνάντησε (327) τη Νύσα, μία πόλη διαφορετική από τις άλλες της πρόσω Ινδίας. Όταν πλησίαζε ο Αλέξανδρος, οι κάτοικοί της του έστειλαν τον Άκουφη, έναν από τους ισχυρότερους άντρες της, επικεφαλής 30μελούς αντιπροσωπείας. Του ζήτησαν να αφήσει την πόλη τους ελεύθερη για χάρη του θεού Διονύσου, ο οποίος είχε χτίσει τη Νύσα για τους απόμαχους στρατιώτες του, όταν τερμάτισε την εκστρατεία του κατά των Ινδών κι επέστρεφε στην ελληνική θάλασσα (Αιγαίο Πέλαγος). Της έδωσε το όνομα της τροφού του, Νύσας, και το γειτονικό βουνό το ονόμασε Μηρό, επειδή ο Διόνυσος κυοφορήθηκε στον μηρό του Δία. Οι Νυσαίοι ως απόδειξη ότι την πόλη έχτισε πράγματι ο Διόνυσος, έφεραν την ύπαρξη κισσού στην περιοχή τους, ενώ δεν φύτρωνε σε κανένα άλλο μέρος της Ινδίας, το ότι πήγαιναν στη μάχη υπό τον ήχο των τυμπάνων και των κυμβάλων και ότι η ἐσθής (τα ρούχα) τους ήταν κατάστικτη, όπως των ακολούθων του Διονύσου. Ισχυρίζονταν ακόμη ο Διόνυσος τους δίδαξε ένα χορό, που ήταν ίδιος με τον ελληνικό κόρδακα. Απέδιδαν με τόση άνεση την καταγωγή τους στους Έλληνες της ακολουθίας του Διονύσου, διότι, όπως καταγράφει με σαφήνεια ο Αρριανός, οι Νυσαίοι δεν ήταν Ινδοί (δηλαδή μελαψοί) και θα μπορούσαν να είναι πράγματι απόγονοι των Ελλήνων, που ακολούθησαν τον Διόνυσο στην εκστρατεία του. Εκείνο που δεν γνώριζε ο σκεπτικιστής Αρριανός είναι η κοινή ινδοευρωπαϊκή καταγωγή Ελλήνων και Ινδών. Οι Νυσαίοι στην ουσία ανέφεραν στους Μακεδόνες έναν από τους «Βίους Αγίων» της δικής τους θρησκείας, που είχε κοινές ρίζες με την αρχαία ελληνική, αφού και οι δύο προέρχονταν από την αρχέγονη κοινή ινδοευρωπαϊκή θρησκεία. Κατά την ινδική θεογονία, ο θεός Σόμα κυοφορήθηκε, όπως και ο Διόνυσος, στο μηρό του θεού Ίντρα, αφού αποσπάσθηκε από την κοιλιά της μητέρας του, η οποία είχε κεραυνοβοληθεί, όπως ακριβώς και του Διονύσου. Ο Σόμα ονομαζόταν βίνας (αγαπητός), ενώ σόμα είναι και ο χυμός κάποιου φυτού με τον οποίο οι Ινδοί έκαναν σπονδές, όπως οι Έλληνες με τον οἶνον. Δηλαδή ο Αλέξανδρος βρήκε σχεδόν έτοιμη μία ελληνοασιατική πόλη, σαν τις Αλεξάνδρειες, που έχτιζε και εποίκιζε. Ίσως κολακεύτηκε με την ιδέα ότι σκόπευε να προελάσει περισσότερο από εκεί, που είχε σταματήσει ένας θεός. Ζήτησε να του δείξουν τον Μηρό, όπου πράγματι υπήρχε κισσός, δάφνη, άλση και θηράματα κάθε είδους. Οι Μακεδόνες χάρηκαν πολύ, που ξανάβλεπαν κισσό μετά από πάρα πολύ καιρό, και έστησαν εκεί ένα γλέντι προς τιμή του Διονύσου. Μάλιστα κάποιοι επώνυμοι Μακεδόνες καμώθηκαν ότι έπεσαν σε βακχεία, την έκσταση στην οποία έπεφταν οι πιστοί του Διονύσου κατά τη λατρεία του. Άραγε ήταν οσφυοκάμπτες, που βρήκαν ευκαιρία να κολακεύσουν τον Αλέξανδρο, ή μήπως αντιδραστικοί, που βρήκαν τρόπο να τον χλευάσουν ευσχήμως; Τα περί Νύσας παρουσιάζουν ενδιαφέρον, διότι στην ευρύτερη περιοχή της ζουν σήμερα οι Καλάς, που ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των στρατιωτών του Αλεξάνδρου ή του Σελεύκου. Ο μη ινδικός λαός που συνάντησε ο Αλέξανδρος πρέπει να είναι ο ίδιος με τους σημερινούς Καλάς, που κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή των Νυσαίων. Τον 19ο αιώνα καταγράφεται σε χάρτες της εποχής ότι ήταν εξαπλωμένοι μέχρι βόρεια του ποταμού Κόχκα και κοντά στην Κουργκάν Τεππέ του Τατζικιστάν. Στη συνέχεια οι σφαγές μεγάλου αριθμού «απίστων» από φανατικούς μουσουλμάνους ηγέτες και ο εξισλαμισμός με διάφορα μέσα περιόρισαν κατά πολύ τον πληθυσμό των Καλάς, πληθυσμοί των οποίων σήμερα βρίσκονται στο Τσιτράλ, Σουάτ, Χούντζα, Γκιλγκίτ, Σκάρντου, όπου την ακρόπολή τους ονομάζουν Ισκεντέρια. Ενώ οι Νυσαίοι ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι των στρατιωτών του Διονύσου, οι σημερινοί Καλάς ισχυρίζονται ότι είναι απόγονοι των Μακεδόνων του Αλεξάνδρου ή (κατ’ άλλους μελετητές) του Σελεύκου. Φυσικά απορρίπτεται ασυζητητί κάθε σχέση τους με τον Κάλα. Ακόμη και μετά την εξάπλωση του Ισλάμ γύρω τους, οι Καλάς διατήρησαν τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους και τη θρησκείας τους, γι’ αυτό ονομάζονται Καφίρ (άπιστοι) από τους μουσουλμάνους γείτονές τους. Η γλώσσα τους είναι ινδοευρωπαϊκή, ωστόσο η συγγένειά της με την ελληνική είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτη. Σήμερα η Ελλάδα παρέχει σημαντική πολιτιστική βοήθεια στους Καλάς.
Νώνακρις: ήταν αρχαία πόλη της Αρκαδίας, στους πρόποδες των Αροανίων ορέων, κοντά στην οποία ανέβλυζε η Νωνακρία Πηγή. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν το νερό της δηλητηριώδες και, επειδή κάποια στιγμή χανόταν στο έδαφος, πίστευαν ότι ανέβλυζε ξανά στον Άδη. Εκεί ονομαζόταν Στύξ και στα νερά της έδιναν οι θεοί του Ολύμπου τον βαρύτερο όρκο τους.
Ξ
Ξενοφών: γεννήθηκε στην Αθήνα μεταξύ 440 και 425 π.Χ. Ήταν μαθητής του Σωκράτη, αλλά η κλίση του προς τα στρατιωτικά τον έκανε να εγκαταλείψει τη φιλοσοφία. Το 401 ήταν ένας από τους 13.000 Έλληνες μισθοφόρους, που εντάχθηκαν στο στρατό του Κύρου του Νεώτερου. Όταν οι Πέρσες εξόντωσαν με δόλο τους στρατηγούς των μισθοφόρων, εκείνοι εξέλεξαν στρατηγό τους τον Ξενοφώντα, που τους οδήγησε με ασφάλεια σε ελληνικά εδάφη. Ο Ξενοφών ήταν θαυμαστής του σπαρτιατικού τρόπου ζωής και το 394 στη μάχη της Κορώνειας πολέμησε υπέρ των Σπαρτιατών και εναντίον των Αθηναίων. Για την πράξη του αυτή οι Αθηναίοι τον κήρυξαν εξόριστο και δήμευσαν την περιουσία του, ενώ οι Σπαρτιάτες του παραχώρησαν μεγάλο κτήμα κοντά στον Σκιλλούντα της Ηλείας. Το 370 οι Ηλείοι τον εξεδίωξαν και ο Ξενοφών κατέφυγε στην Κόρινθο. Κατόρθωσε να βελτιώσει τις σχέσεις του με την Αθήνα, χωρίς ποτέ να επιστρέψει από την εξορία. Πέθανε το 355, αφήνοντας πίσω του μία σειρά από εξαιρετικά ιστορικά και φιλοσοφικά έργα γραμμένα στην αττική διάλεκτο.
Ο
Οινόπνευμα: «το οινόπνευμα ή αλκοόλ είναι ψυχοδραστικό ναρκωτικό, το οποίο αλλάζει τη χημεία του εγκεφάλου και είναι θανατηφόρο σε μεγάλες δόσεις. Μπορεί να προκαλέσει άμεσο θάνατο επιδρώντας στις περιοχές του εγκεφάλου, που ελέγχουν την αντίληψη, την αναπνοή και τον καρδιακό ρυθμό. Ως κατασταλτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος το οινόπνευμα μπορεί να θέσει εκτός λειτουργίας αυτές τις ζωτικές περιοχές του εγκεφάλου με αποτέλεσμα αρχικά το κώμα και τελικά το θάνατο. Αν κάποιος κοιμηθεί, αφού καταναλώσει μεγάλη ποσότητα οινοπνεύματος, μπορεί να πεθάνει με την ακόλουθη διαδικασία: να κάνει έμετο, που θα φράξει τις αναπνευστικές οδούς και θα προκαλέσει ασφυξία. Ή να μην κάνει έμετο, αλλά λόγω της μέθης οι ζωτικές λειτουργίες να κατασταλούν τόσο πολύ, ώστε να σταματήσουν. Ως «θανατηφόρα δόση» οινοπνεύματος ορίζεται κλινικά μεν η ποσότητα εκείνη, που αποβαίνει μοιραία για το 50% του πληθυσμού, νομικά δε ορίζεται ως το τετραπλάσιο περίπου του επιτρεπτού ορίου. Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις, όπου ο θάνατος επήλθε με πολύ μικρότερη ή πολύ περισσότερη ποσότητα. Ένα άτομο, που πίνει πολύ γρήγορα, φτάνει στη θανατηφόρα δόση οινοπνεύματος με 8-10 ποτά σε μία ώρα. Από το στομάχι και το γαστρεντερικό σύστημα το οινόπνευμα φτάνει μέσω του αίματος στον εγκέφαλο και στα άλλα όργανα. Ο απαιτούμενος χρόνος εξαρτάται από την καταναλωθείσα ποσότητα, την ταχύτητα κατανάλωσης και τις άλλες ουσίες, που βρίσκονται στο στομάχι. Το κατά περίπτωση ανώτατο επίπεδο μέθης επέρχεται σε 30΄ έως 90΄ της ώρας αφού σταματήσει η οινοποσία. Η υπερβολική δόση οινοπνεύματος προκαλεί τα εξής συμπτώματα: έμετο, λιποθυμία, δυσκολία στο ξύπνημα, αργή και ρηχή αναπνοή» (αναδημοσιεύεται κατόπιν αδείας του κατόχου του δικτυακού τόπου http://members.aol.com/intoxikon/alcohol.poisoning.html).
Ολυμπιάδα: (απεικόνιση) κόρη του Νεοπτόλεμου, βασιλιά των Μολοσσών, του ισχυρότερου ηπειρωτικού φύλου. Ήταν μυημένη στα Μυστήρια των Καβείρων της Σαμοθράκης, όπου τη γνώρισε ο Φίλιππος. Στη μύησή της αυτή αποδίδονται σημαντικά στοιχεία του χαρακτήρα της και της συμπεριφοράς της. Το 357 έγινε η δεύτερη ή τρίτη ή τέταρτη από τις συνολικά πέντε ή έξι ή επτά συζύγους του Φιλίππου Β΄, στον οποίο έδωσε τα μόνα νόμιμα τέκνα, τον Αλέξανδρο (356) και την Κλεοπάτρα (355). Η εξαιρετικά άστατη ερωτική ζωή του Φιλίππου με τα αλλεπάλληλα διαζύγια και γάμους καθώς και τις πολλές εξωσυζυγικές σχέσεις διατηρούσε σε διαρκή κίνδυνο τα κληρονομικά δικαιώματα του γιού της στο θρόνο της Μακεδονίας. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος της ανάμιξής της στην πολιτική, πριν ο Αλέξανδρος γίνει βασιλιάς. Το 336 έπεισε τον Αλέξανδρο ότι ο Φίλιππος σκόπευε να δώσει στον Πιξώδαρο ως γαμπρό τον Αρριδαίο, τον οποίο προόριζε για διάδοχό του. Όταν ο Αλέξανδρος διαπληκτίσθηκε έντονα με τον Φίλιππο στο γαμήλιο δείπνο, η Ολυμπιάς αναγκάσθηκε να καταφύγει στον αδελφό της στην Ήπειρο (336). Επέστρεψε στη Μακεδονία λίγους μήνες αργότερα και της αποδόθηκε ανάμιξη στη δολοφονία του Φιλίππου. Λέγεται μάλιστα ότι όχι μόνο οργάνωσε τη δολοφονία, αλλά και τίμησε μετά θάνατον τον δολοφόνο του Φιλίππου. Στην Ολυμπιάδα αποδίδεται η δολοφονία της τελευταίας συζύγου του Φιλίππου και της κόρης της (335) καθώς και η ψυχοσωματική κατάσταση του Αρριδαίου. Υποτίθεται ότι τα δηλητήρια, που του έδωσε όταν ήταν μικρός, προκάλεσαν βλάβη στην ψυχική και σωματική του υγεία. Υποτίθεται ακόμη ότι η Ολυμπιάς εμφύσησε στον Αλέξανδρο από πολύ νωρίς την ιδέα ότι δεν ήταν γιός του Φιλίππου, αλλά του Άμμωνα. Στην Ολυμπιάδα αποδίδεται και η δυσμένεια του Αλεξάνδρου προς τον Αντίπατρο, τον οποίο πρακτικά καθαίρεσε. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου και με δεδομένη την εχθρότητά της προς τον Αντίπατρο η Ολυμπιάς κατέφυγε ξανά στην πατρίδα της, αλλά δεν έπαψε να αναμιγνύεται στα πολιτικά πράγματα της Μακεδονίας. Το 319 ο Πολυπέρχων κάλεσε την Ολυμπιάδα να επιστρέψει στην Αυλή της Μακεδονίας δίπλα στον ανήλικο εγγονό της και συμβασιλιά. Ο Ευμένης της συνέστησε να παραμείνει στην Ήπειρο λόγω των πολλών εχθρών της στη Μακεδονία, όμως εκείνη δεν τον άκουσε. Το 317 διέταξε να δολοφονηθούν ο Αρριδαίος, η Ευρυδίκη, πολλοί υποστηρικτές του Κάσσανδρου καθώς και να βεβηλωθεί ο τάφος του Ιόλλα, λόγω της συμμετοχής του στη δήθεν δηλητηρίαση του Αλεξάνδρου. Ο Κάσσανδρος την πολιόρκησε στην Πύδνα, τη συνέλαβε και την προσήγαγε στην εκκλησία των Μακεδόνων με την κατηγορία της προδοσίας. Η Ολυμπιάς καταδικάσθηκε στην εσχάτη των ποινών για τους προδότες: εκτελέσθηκε διά λιθοβολισμού και το πτώμα της αφέθηκε άταφο (316).
Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια: ήταν μαθητής του κυνικού φιλόσοφου Διογένη κι ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου. Την ιστορία του εθεωρούσαν ως μύθευμα και δεν είχαν καθόλου άδικο. Ο ίδιος κατέγραψε τον εαυτό του ως ναύαρχο, ενώ ο Νέαρχος τον κατέγραψε ως κυβερνήτη τριήρους και ούτε λίγο όυτε πολύ τον χαρακτήρισε βλάκα. Γενικά δεν προκύπτει καμία αξιόλογη δράση του στην Ινδία, ώστε να δικαιολογείται η δημόσια στέψη του από τον Αλέξανδρο με χρυσό στεφάνι στα Σούσα το 324, ούτε προσέφερε κάποια σημαντική υπηρεσία σε σχέση με τους Βραχμάνες, στους οποίους ο Αλέξανδρος τον έστειλε ως πρέσβη, αφού οι Βραχμάνες καθοδήγησαν τη σφοδρότερη αντίσταση στην Ινδία.
Οξυάρτης: Βάκτριος αξιωματούχος του αχαιμενιδικού κράτους. Το 329 μαζί με τον Σπιταμένη ήταν επικεφαλής των Σογδιανών ιππέων και ακολούθησαν τον Βήσσο στη Σογδιανή, όταν ο Αλέξανδρος πέρασε τον Παροπάμισο (Χιντού Κους). Την άνοιξη του 327 κατέφυγε με την οικογένειά του στη Σογδιανή Πέτρα και μετά την κατάληψή της ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε μία από τις κόρες του, τη Ρωξάνη. Ο Οξυάρτης πρέπει να ήταν από τους πιό αποφασισμένους αντιστασιακούς κατά του Αλεξάνδρου, διότι δεν δήλωσε υποταγή, ούτε όταν συνελήφθη στη Σογδιανή Πέτρα, παρά μόνο όταν ο Αλέξανδρος ανακοίνωσε το γάμο του με τη Ρωξάνη. Ίσως μάλιστα αυτή ακριβώς η αντιστασιακή δράση του Οξυάρτη οδήγησε τον Αλέξανδο να επιλέξει μία κόρη του για σύζυγο. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Οξυάρτης από τότε εντάχθηκε στην Αυλή του Αλεξάνδρου και λίγες εβδομάδες αργότερα έπεισε τον Χοριήνη να παραδώσει το δικό του οχυρό. Το 325 ο Αλέξανδρος όρισε τον Οξυάρτη και τον Πείθωνα από κοινού σατράπες της περιοχής από τη συμβολή του Ινδού με τον Ακεσίνη ως τις ακτές της Ινδίας. Το 324 ο γιός του Ιτάνης εντάχθηκε στο άγημα.
Οργυά: ισούται με 1/100 του σταδίου, δηλαδή με 1,85 μ.
Ορξίνης: ο Αλέξανδρος είχε ορίσει ως διοικητή της Περσίδας τον Φρασαόρτη, ο οποίος πέθανε μεταξύ 327 και 324. Τον αντικατέστησε προσωρινά μέχρι να αποφασίσει ο Αλέξανδρος ο Ορξίνης, ένας άλλος Πέρσης αξιωματούχος. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε από την Ινδία στην Περσέπολη (324), διέταξε την εκτέλεση του Ορξίνη, διότι εις βάρος του υπήρχαν πολλές καταγγελίες για σύληση ιερών, τυμβωρυχίες και εκτελέσεις πολλών Περσών χωρίς δίκη. Κατά τον Κούρτιο οι κατηγορίες ήταν άδικες και οφείλονταν σε συνωμοσία, που είχε εξυφάνει ο Βαγώας, επειδή τον είχε προσβάλει ο Ορξίνης.
Οροντοβάτης: είχε παντρευτεί την Άδα, την κόρη που ο Πιξώδαρος, ο υποτελής στους Πέρσες βασιλιάς της Καρίας, είχε προτείνει (336) αρχικά στο Φίλιππο ως νύφη. Μετά το θάνατο του Πιξώδαρου ο Δαρείος τον όρισε σατράπη της Καρίας και μαζί με τον Μέμνονα υπερασπίσθηκε την Αλικαρνασσό, όταν την πολιόρκησε ο Αλέξανδρος (334). Βλέποντας ότι ήταν αδύνατο να αντέξει την πολιορκία, άφησε φρουρά στην ακρόπολη και εγκατέλειψε την πόλη, αφού την πυρπόλησε. Συνέχισε τις εχθροπραξίες κατά του Αλεξάνδρου συντονίζοντας τους περσικούς θύλακες της Καρίας (ακρόπολη Αλικαρνασσού, Μύνδος, Καύνος, Θήρα, Καλλίπολη, Κως και Τριόπιο) ως την κατάληψή τους. Το 332 νικήθηκε σε σημαντική μάχη και άφησε πίσω του 700 πεζούς και 50 ιππείς νεκρούς και πάνω από 1.000 αιχμαλώτους. Μετά την κατάληψη των περσικών θυλάκων από τις μακεδονικές δυνάμεις, επέστρεψε στην Αυλή του Δαρείου. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν ένας από τους διοικητές των λαών της Ερυθράς Θάλασσας (του Περσικού Κόλπου).
Π
Παράδεισος: λέξη περσική (παιρινταίζα), που σημαίνει περιφραγμένος κήπος. Πρώτος την εισήγαγε στα ελληνικά ο Ξενοφών περιγράφοντας τους κήπους των Περσών βασιλέων. Από την περιγραφή του κήπου, που περιέβαλλε τον τάφο του Κύρου του Μεγάλου, γίνεται κατανοητό γιατί οι βιαίως μετεγκατεστημένοι στη Μεσοποταμία Εβραίοι επέλεξαν να ονομάσουν παρντές τον Κήπο της Εδέμ. Ο περσικός αυτός όρος, πέρασε στα ιερά βιβλία του ιουδαϊσμού και μεταφράστηκε από τους «εβδομήκοντα» στα ελληνικά με τον όρο του Ξενοφώντα. Ακολουθώντας την ίδια πορεία, οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ονομάζουν παράδεισο τον αιώνιο Οίκο των αγαθών ψυχών και τον περιγράφουν ανάλογα.
Παραιτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους μιας περιοχής μεταξύ Χαμαντάν και Εσφαχάν του σημερινού Ιράν (Χάρτης). Είναι οι Παρειτακηνοί του Ηροδότου, ένα από τα γένη (έθνη) των Μήδων (Βούσες, Παρειτακηνοί, Στρούχατες, Αριζαντοί, Βούδιοι και Μάγοι). Οι Παραιτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτάκες, τους οποίους ο Αρριανός τοποθετεί στο σημερινό Τατζικιστάν.
Παρακάλυμμα: το παραπέτασμα, κουρτίνα ή χαλί, που κάλυπτε το άνοιγμα μιας πόρτας.
Παρασάγγης (φαρσάγγ): περσικό μέτρο μήκους, που κατά τον Ηρόδοτο και τον Ξενοφώντα ισοδυναμούσε με 30 στάδια και ακριβώς 18.000 αττικά πόδια ή 5.546,1 μέτρα. Λογιζόταν ως διάστημα πορείας μίας ώρας ενός ισχυρού ανδρός με κανονικό βηματισμό. Αργότερα το μήκος του ποίκιλλε από 21 έως 60 στάδια.
Παρειτάκες: ονομάζει ο Αρριανός τους κατοίκους του νοτιότερου τμήματος του σημερινού Τατζικιστάν, όπου κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν η Σογδιανή Πέτρα (Χάρτης). Οι Παρειτάκες δεν έχουν σχέση με τους Παρειτακηνούς του Ηροδότου, τους οποίους ο Αρριανός ονομάζει Παραιτάκες και κατοικούσαν στο κεντρικό περίπου Ιράν.
Παρμενίων του Φιλώτα: έμπιστος στρατηγός του Φιλίππου του Β΄, τον οποίο βοήθησε πολύ ως στρατιωτικός και πολιτικός. Το 336 μαζί με τον Άτταλο εστάλη από τον Φίλιππο στην Ασία για να προετοιμάσει την υπό τον Φίλιππο αποβίβαση των δυνάμεων του Κοινού Συνεδρίου των Ελλήνων. Ήταν προνοητικός, μετριοπαθής και δεν συμφωνούσε πάντοτε με τις επιλογές του Αλεξάνδρου, ωστόσο έχαιρε γενικής εκτίμησης κι εμπιστοσύνης και ήταν ο δεύτερος τη τάξει αξιωματικός στο επιτελείο του Αλεξάνδρου. Σε όλες τις μάχες ήταν επικεφαλής του αριστερού κέρατος της παράταξης. Το καλοκαίρι του 330 όταν ο Αλέξανδρος προχώρησε πέρα από τις Κάσπιες Πύλες, τον εγκατέστησε στα Εκβάτανα ως ανώτατο διοικητή όλων των κατακτημένων ως τότε εδαφών. Πρακτικά τον τοποθέτησε επίτροπο των ασιατικών εδαφών, όπως είχε τοποθετήσει τον Αντίπατρο επίτροπο των ευρωπαϊκών εδαφών. Μετά την εκτέλεση του γιού του, Φιλώτα, ως συνωμότη το φθινόπωρο του ιδίου έτους δολοφονήθηκε κι ο Παρμενίων κατά διαταγή του Αλεξάνδρου από τους υφισταμένους του αξιωματικούς, Κλέανδρο, Σιτάλκη και Μενίδα.
Πασαργάδες: ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της χώρας των Περσών, της Περσίδος (Πάρσα), και φέρεται να είχε θεμελιωθεί από τον Μέγα Κύρο στο πεδίο της αποφασιστικής μάχης του εναντίον του Αστυάγη. Κατά τον Ηρόδοτο (Α.125) οι Πασαργάδες ήταν περσικό «γένος» (έθνος).
Πάταλα: στη γλώσσα των Ινδών σήμαινε δέλτα και βρισκόταν στην αρχή του δέλτα του Ινδού. Ταυτίζεται με τη σημερινή Χαϋντεραμπάντ του Πακιστάν.
Παυσανίας: νεαρός Μακεδόνας, με τον οποίο ο Φίλιππος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων στην Ιλλυρία, ο Άτταλος μέθυσε τον νεαρό και τον παρέδωσε στους οδηγούς των υποζυγίων, για να τον κακοποιήσουν σεξουαλικά. Όταν ο Παυσανίας συνήλθε, ζήτησε δικαίωση από τον Φίλιππο, ο οποίος δεν μπορούσε να τιμωρήσει τον έμπιστο και ικανότατο στρατηγό και μετέπειτα συγγενή του. Έτσι προσέφερε στον Παυσανία πολλές τιμές και τον προήγαγε σε σωματοφύλακα, για να κατευνάσει την οργή του. Επειδή ο Φίλιππος αρνήθηκε να τον δικαιώσει, ο νεαρός οργίσθηκε μαζί του και αποφάσισε να τον εκδικηθεί. Αφού ο Φίλιππος κήρυξε τον πόλεμο στην Περσία και αποβίβασε 10.000 στρατό στη Μ. Ασία (337), η περσική διπλωματία στρατολόγησε τον Παυσανία. Στα τέλη του 336 και κατά τις εορτές για το γάμο της Κλεοπάτρας ο Παυσανίας δολοφόνησε τον Φίλιππο στο θέατρο των Αιγών και σφαγιάσθηκε από τον Λεοννάτο, τον Περδίκκα και τον Άτταλο.
Πειθαγόρας: μάντης, αδελφός του εταίρου Απολλόδωρου του Αμφιπολίτη. Λέγεται ότι από τα εντόσθια σφαγίων είχε μαντέψει τον επερχόμενο θάνατο του Ηφαιστίωνα, του Αλεξάνδρου, του Αντίγονου και του Περδίκκα.
Πείθων (ή Πίθων) του Αγήνορα: το 325 πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Μαλλών ως ταξιάρχης και από κοινού με τον Οξυάρτη ορίσθηκε σατράπης της περιοχής από τη συμβολή του Ακεσίνη στον Ινδό ως τα παράλια της Ινδίας. Του ανατέθηκε να συντρίψει την εξέγερση του Μουσικανού και κάθε άλλη αντίσταση καθώς και να αστικοποιήσει την περιοχή ως τα Πάταλα. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) έγινε σατράπης της Μηδίας. Σύμφωνα με τον Αρριανό, ο Κρατερός είχε προειδοποιήσει τον Αλέξανδρο στον Ύφασι για την έντονη δυσαρέσκεια των μισθοφόρων, τους οποίους είχαν εποικήσει στις άνω (ανατολικές) σατραπείες παρά τη θέλησή τους. Ο Διόδωρος στο ΙΖ΄ βιβλίο λέει ότι μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου στη χώρα των Μαλλών (αρχές 325) και πιστεύοντας ότι είχε πεθάνει, αυτοί οι μισθοφόροι άρχισαν την κάθοδό τους προς τη θάλασσα. Σύμφωνα με τον Κούρτιο η εξέγερση έγινε στα Βάκτρα και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες οι Έλληνες μισθοφόροι τελικά επέστρεψαν στην Ελλάδα. Στο ΙΗ΄ βιβλίο ο Διόδωρος αναιρεί την προηγούμενη εκδοχή του και λέει ότι οι μισθοφόροι ξεσηκώθηκαν μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323) κι ότι ο Περδίκκας εναντίον των πάνω από 20.000 πεζών και 3.000 εμπειροπόλεμων μισθοφόρων έστειλε τον Πίθωνα επικεφαλής 3.000 πεζών και 800 ιππέων Μακεδόνων και 10.000 πεζών και 8.000 ιππέων βαρβάρων. Ο Πίθων ήθελε να τους προσεταιριστεί, για να τον βοηθήσουν στα πολιτικά του σχέδια, και ήλθε σε συνεννόηση μαζί τους, αλλά οι άντρες του τον αγνόησαν και εκτελώντας τις διαταγές του Περδίκκα εξόντωσαν τους μισθοφόρους, εκτός ίσως από τις 3.000, που ήρθαν εξαρχής σε συνεννόηση με τον Πίθωνα και υποχώρησαν την κρίσιμη στιγμή, οδηγώντας σε κατάρρευση τη φάλαγγα των μισθοφόρων. Το 321 ο Πείθων πρωτοστάτησε στη δολοφονία του Περδίκκα και στη συμφιλίωση με τον Πτολεμαίο. Στη συνέχεια ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν» από κοινού με τον Αρριδαίο, αλλά λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄) και ο Πείθων επέστρεψε στη σατραπεία του.
Πείθων του Κρατεύα: καταγόταν από τις Αλκομενές της Εορδαίας, ήταν τριήραρχος στην κάθοδο του Υδάσπη (326) και ένας από τους βασιλικους σωματοφύλακες (325). Την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου (323) συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από το ναό του Σαράπιδος στη Βαβυλώνα.
Πευκαλαΐτις: στα ελληνικά Πευκαλαΐτις ή Πευκελαώτις, στα ινδικά Πουκχάλα ή Πουκχαλαβάτι = πόλη του λωτού. Ήταν η πρωτεύουσα της Πευκελαώτιδος, περιοχής των Ασσακηνών.
Περδίκκας του Ορόντη: ένας από τους σημαντικότερους, πιό φιλόδοξους και πλησιέστερους στον Αλέξανδρο ευγενείς. Ανήκε στο μακεδονικό έθνος των Ορεστών, και ήταν βασιλικός σωματοφύλακας. Καταδίωξε τον Παυσανία μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και τον σκότωσε (336). Πήρε μέρος σε όλες ανεξαιρέτως τις μάχες και πολιορκίες, ήδη από τη βαλκανική εκστρατεία (335), άλλοτε ως ταξιάρχης και άλλοτε ως ιππάρχης. Κατά την πολιορκία της Θήβας ήταν στρατοπεδάρχης και με δική του πρωτοβουλία επιτέθηκε κατά των Θηβαίων επικεφαλής της τάξης του, αποκρούσθηκε και τραυματίσθηκε βαριά. Το 328 διοικούσε ένα από τα πέντε σώματα στρατού, που σάρωσαν τη Σογδιανή και κατέπνιξαν την επανάσταση. Κάποια στιγμή (μάλλον πριν την εισβολή στην Ινδία την άνοιξη του 327) πρέπει να αντικατέστησε τον Κλείτο στη διοίκηση της ιππαρχίας. Το 326 ήταν τριήραρχος στο στόλο του Υδάσπη, το 324 μετέφερε από τα Εκβάτανα στη Βαβυλώνα το σώμα του νεκρού Ηφαιστίωνα και το 323 λέγεται ότι ο Αλέξανδρος του εμπιστεύθηκε το δακτυλίδι του λίγο πριν ξεψυχήσει. Στη συνέχεια ο Περδίκκας ορίσθηκε επίτροπος των βασιλέων (του Αρριδαίου και του Αλεξάνδρου Δ΄) και ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη και τη βοήθησε να εξοντώσει τις δύο κόρες του Δαρείου, τη Στάτειρα και τη Δρύπετη. Άρχισε τις διώξεις των ισχυρών εταίρων και στην προσπάθειά του να γίνει Μέγας Βασιλεύς ζήτησε σε γάμο την Κλεοπάτρα, αλλά στο μεταξύ υποχρεώθηκε να παντρευτεί τη Νίκαια, την από μακρού μνηστή του και κόρη του Αντίπατρου, ο οποίος ωστόσο δεν δίστασε να εναντιωθεί στις ηγεμονικές επιδιώξεις του Περδίκκα. Το 321 ο «αιμοδιψής και αυταρχικός» Περδίκκας εκστράτευσε κατά του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του με πρωτεργάτη τον Πίθωνα.
Πευκέστας του Αλεξάνδρου: υπασπιστής από τη Μίεζα, που μετέφερε την ιερή ασπίδα του Αλεξάνδρου. Αυτήν υποτίθεται ότι ήταν ανάθημα από την εποχή του Τρωικού πολέμου στο ναό της Τρωάδος Αθηνάς, απ’ όπου την πήρε ο Αλέξανδρος (334). Το 325 ο Πευκέστας, ο Λεοννάτος κι ο διμοιρίτης Αβρέας αποκόπηκαν μαζί με τον Αλέξανδρο στην πολιορκούμενη πόλη των Μαλλών και ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα προστάτεψε τον σχεδόν θανάσιμα τραυματισμένο Αλέξανδρο από τα καταιγιστικά τοξεύματα των Μαλλών. Λίγο αργότερα στην Καρμανία ο Αλέξανδρος τον προήγαγε τιμητικά σε σωματοφύλακα και στις αρχές του 324 τον εγκατέστησε στην Περσέπολη ως διοικητή της Περσίδας. Ο Πευκέστας αποδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της ανάμιξης των πολιτισμών, φόρεσε μηδική ενδυμασία, έμαθε περσικά και υιοθέτησε όλα τα περσικά έθιμα. Έκτιμώντας όλη την προσφορά του στους εορτασμούς στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον στεφάνωσε (=παρασημοφόρησε) δημοσίως με χρυσό στεφάνι. Κατά την προετοιμασία της εκστρατείας στην Αραβία ο Πευκέστας έφτασε στη Βαβυλώνα επικεφαλής 20.000 Περσών και αρκετών Κοσσαίων και Tαπούρων. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ζήτησε χρησμό από τον Σάραπι την παραμονή του θανάτου του Αλεξάνδρου. Διατήρησε τη θέση του στην Περσέπολη και μετά το 321.
Πήχυς: υπήρχε ο ιδιωτικός ή κοινός (24 δάκτυλα ή 0,4624 μ), ο αττικός (0,45625 μ) και ο μακεδονικός (0,325-0,35 μ), αν κι ο τελευταίος δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται από τους σωζόμενους ιστορικούς.
Πίναρος: ο σημερινός ποταμός Παγιάς. Το όνομά του (πιναρός) σημαίνει πλήρης πίνους, δηλαδή γεμάτος βρωμιά.
Πίνδαρος: ο σημαντικότερος λυρικός ποιητής της αρχαίας Ελλάδας. Ήταν Θηβαίος, αλλά η φήμη του είχε υπερβεί τα όρια της πόλης κράτους του και εθεωρείτο ο εθνικός ποιητής όλων των Ελλήνων.
Πλέθρο: ισοδυναμούσε με 1/6 του σταδίου, δηλαδή με 30,81 μ.
Πλειάδες: ομάδα αστέρων του αστερισμού του Ταύρου, γνωστή και ως Πούλια. Ανατέλλει την 21η Μαίου και δύει την 10η Οκτωβρίου. Η πορεία της στον ουρανό χρησίμευε από την αρχαιότητα ως το πολύ πρόσφατο παρελθόν ως ρολόι και ημερολόγιο σε ναυτικούς, βοσκούς και γεωργούς.
Πλούταρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Πολέμων του Ανδρομένη: πεζέταιρος από τη Τύμφη. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Σιμμίας, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, ο Πολέμων φοβήθηκε μην εμπλακεί κι εκείνος και αυτομόλησε στους εχθρούς. Τα αδέρφια του δικάσθηκαν από την Εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν. Με άδεια από την εκκλησία των Μακεδόνων ο Αμύντας τον αναζήτησε και τον οδήγησε (αθώο κι αυτόν) πίσω στο στρατόπεδο.
Πολέμων του Θηραμένη: το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε ναύαρχο του Αιγυπτιακού στόλου.
Πολέμων του Μεγακλή: εταίρος από την Πέλλα. Το 331 ο Αλέξανδρος τον διόρισε φρούραρχο των εταίρων στο Πηλούσιο.
Πολύαινος: γεννήθηκε τον 2ο μ.Χ. αιώνα στη Βιθυνία (ίσως στη Νικομήδεια) και ήταν Μακεδονικής καταγωγής. Ένα από τα λίγα, που γνωρίζουμε για τη ζωή του είναι ότι το 161 μ.Χ. ασκούσε το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα στη Ρώμη. Εκμεταλλευόμενος τα προβλήματα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Αρμενία και τη Συρία καθώς και τη Μακεδονική καταγωγή του συνέγραψε τα Στρατηγήματα και αφιέρωσε άλλα στον Μάρκο Αυρήλιο και άλλα στον Λούκιο Ουήρο σαν βοηθήματα στρατιωτικής τακτικής. Τα Στρατηγήματα αποτελούνται από 8 βιβλία και είναι μία συλλογή αξιοπερίεργων στρατιωτικών τεχνασμάτων, που συνέλεξε ο ρήτορας όχι από εμπειρία ή εξειδικευμένη γνώση, αλλά διαβάζοντας τη διαθέσιμη γραμματεία. Αναπόφευκτα λοιπόν το έργο του είναι περιορισμένης στρατιωτικής αξίας και πολύ κατώτερο των έργων του σχεδόν συγχρόνου και συμπατριώτη του Αρριανού.
Πολυπέρχων του Σιμμία: πεζέταιρος της «παλιάς φρουράς». Πήρε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις ως ταξιάρχης από τη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και μετά. Το 328 όταν επαναστάτησε η Σογδιανή και ο Αλέξανδρος έσπευσε να καταπνίξει την εξέγερση, παρέμεινε στα Βάκτρα, για να επιτηρεί την περιοχή. Το 327 και πριν ο Αλέξανδρος εισβάλει στην Ινδία, υπό τις διαταγές του Κρατερού ο Πολυπέρχων πήρε μέρος με την τάξη του στην εκκαθάριση των τελευταίων Παρειτακηνών αντιστασιακών. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας και στη μάχη του Υδάσπη (326) παρέμεινε με την τάξη του στο κεντρικό στρατόπεδο, απέναντι από τις παρατεταγμένες δυνάμεις του Πώρου, για να μπορέσει ο Αλέξανδρος να περάσει το ποτάμι απαρατήρητος. Ήταν ταξιάρχης στην κάθοδο του Υδάσπη και όταν ο Αλέξανδρος έστειλε τον Κρατερό στη Μακεδονία επικεφαλής των απομάχων Μακεδόνων (324) με εντολή να αντικαταστήσει τον Αντίπατρο στη θέση του επιτρόπου, ο Πολυπέρχων ορίστηκε προληπτικά ως ο δεύτερος τη τάξει και ήταν ο δεύτερος σε ηλικία αξιωματικός, ώστε να αντικαταστήσει τον Κρατερό, αν εκείνος πέθαινε καθ’ οδόν λόγω της κλονισμένης υγείας του. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου τον βρήκε στην Κιλικία υπό τις διαταγές του Κρατερού με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς μερίδιο εξουσίας (323). Στη συνέχεια ως υφιστάμενος του Κρατερού πρέπει να πολέμησε στο Λαμιακό πόλεμο υπέρ του Αντιπάτρου. Όταν πέθανε ο Αντίπατρος, όρισε τον Πολυπέρχοντα επίτροπο των βασιλέων (Αρριδαίου και Αλεξάνδρου Δ΄). Αμέσως άρχισε να συνωμοτεί εναντίον του ο Κάσσανδρος και στον μεταξύ τους πόλεμο ο Πολυπέρχων, προσέγγισε την Ολυμπιάδα, συμμάχησε με τον Ευμένη και εφηύρε τη θεωρία της δηλητηρίασης του Αλεξάνδρου. Φέρεται ότι προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τον Κάσσανδρο και να δολοφόνησε για λογαριασμό του τον Ηρακλή (309), πράξη που του στέρησε την υπόληψη της Κοινής Γνώμης. Αποσύρθηκε στη Λοκρίδα, όπου πέθανε το 303.
Πόντος: απροσδιόριστη προσωποποίηση της ανοιχτής θάλασσας. Σύμφωνα με κάποιους μύθους ήταν γιος της Γης.
Πούς: ισοδυναμούσε με 1/600 του σταδίου, δηλαδή με 0,31 μ.
Πραίσιοι ή Πράσιοι (Πράσυα = ανατολίτες): πρωτεύουσά τους ήταν τα Παλίμβοθρα (η ινδική Παταλιπούτρα, η σημερινή Πάτνα), που ήταν χτισμένα στις όχθες του Γάγγη.
Πρέσβυς: σήμερα ο όρος σημαίνει τον επί κεφαλής μόνιμης διπλωματικής αντιπροσωπείας σε ξένο κράτος. Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν μόνιμες διπλωματικές αντιπροσωπείες και πρέσβυς ονομαζόταν ο επίσημος απεσταλμένος, που ήταν εντεταλμένος να διαπραγματευθεί συγκεκριμένο θέμα ή συμφωνία.
Πρωτεσίλαος: γιός του Ίφικλου, βασιλιά της Φυλάκης της Θεσσαλίας. Κατά την απόβαση των Ελλήνων στην Τροία αγνήσε το χρησμό, ότι ο πρώτος που θα αποβιβαζόταν θα σκοτωνόταν αμέσως. Πήδηξε πρώτος από το πλοίο του και αμέσως τον σκότωσε ο Έκτωρ.
Πτολεμαίος Κλαύδιος: Έλληνας γεωγράφος, αστρονόμος και μαθηματικός του 2ου μ.Χ. αιώνα. Το σπουδαιότερο έργο του είναι η «Μαθηματική Σύναξις» σε 13 βιβλία, όπου περιέχονται παρατηρήσεις, γνώμες και ανακαλύψεις του ιδίου και παλαιοτέρων του. Η «Γεωγραφική Αφήγησις» σε 8 βιβλία ορίζει τη θέση των σημείων της Γης με το γεωγραφική μήκος και πλάτος.
Πτολεμαίος του Λάγου: εταίρος από την Πέλλα και παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Ήταν ανάμεσα σε όσους εξόρισε ο Φίλιππος από τη Μακεδονία (337), μετά το διαπληκτισμό του με τον Αλέξανδρο στο γαμήλιο δείπνο. Το χειμώνα του 334-333 εισέβαλε στη Μεγάλη Φρυγία επικεφαλής 200 ιππέων και μετά πήρε μέρος στις εκκαθαρίσεις των μικρασιατικών παραλίων από τους περσικούς θύλακες αντίστασης. Στη μάχη της Ισσού (333) ήταν ταξιάρχης και πρωταγωνίστησε στην καθυπόταξη των ορεινών Ούξιων (331). Το 329 στη χώρα των Ευεργετών ο Αλέξανδρος τον διόρισε σωματοφύλακα στη θέση του Δημητρίου, που εκτελέσθηκε ως ύποπτος συμμετοχής στη συνομωσία του Φιλώτα. Λίγους μήνες αργότερα συνέλαβε τον Βήσσο και το 328 κατά τον μοιραίο διαπληκτισμό του Κλείτου με τον Αλέξανδρο, βρισκόταν (μάλλον εν υπηρεσία) έξω από την ακρόπολη των Μαρακάνδων. Εκεί πήγε και τον βρήκε ο Κλείτος, όταν τον έδιωξαν από το δείπνο, αλλά ο Πτολεμαίος δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Ο Πτολεμαίος με την ιδιότητα του σωματοφύλακα ήταν ο πρώτος, που πληροφορήθηκε από τον Ευρύλοχο τη συνωμοσία του Ερμόλαου (327) και των άλλων παίδων της βασιλικής ακολουθίας. Το 328 ο Πτολεμαίος διοικούσε ένα από τα πέντε τμήματα της στρατιάς, που σάρωσαν τη Σογδιανή και έπνιξαν την επανάσταση στο αίμα. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Πέτρας του Χοριήνη, στην υποταγή της πρόσω Ινδίας, στην πολιορκία της Αόρνου Πέτρας (327), στη μάχη του Υδάσπη (326) και στην πολιορκία των Σαγγάλων. Κατά την κάθοδο από τον Υδάσπη στη Μεγάλη Θάλασσα ήταν τριήραρχος και διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς. Σύμφωνα με τη δική του εξιστόρηση δεν πήρε μέρος στην πολιορκία της πόλης των Μαλλών, όπου τραυματίσθηκε σχεδόν θανάσιμα ο Αλέξανδρος (325), διότι «διοικούσε άλλο στρατιωτικό τμήμα και πολεμούσε αλλού, εναντίον άλλων βαρβάρων». Το 324 στις Πασαργάδες ο Αλέξανδρος τον διέταξε να προετοιμάσει τη νεκρική πυρά, για να αυτοπυρποληθεί ο Κάλανος, και λίγο αργότερα στα Σούσα παντρεύτηκε την Αρτακάμα, μία από τις κόρες του Αρτάβαζου. Το 323 διοικούσε ένα τμήμα της στρατιάς στις χειμερινές επιχειρήσεις κατά των Κοσσαίων και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Αιγύπτου. Αμέσως άρχισε να φέρεται σαν βασιλιάς και δεν αποδέχθηκε τον Περδίκκα ως Μέγα Βασιλέα στη θέση του Αλεξάνδρου. Το 321 ο Περδίκκας επιτέθηκε κατά του Πτολεμαίου και δολοφονήθηκε από τους επιτελείς του, οι οποίοι συμφιλιώθηκαν μαζί του και του πρότειναν να αναλάβει τη θέση του Περδίκκα, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Όταν η αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου διασπάσθηκε σε μικρότερα βασίλεια, ο Πτολεμαίος έγινε και επισήμως πλέον βασιλιάς της Αιγύπτου (306). Σ’ εμάς είναι γνωστός ως Πτολεμαίος Α΄, ενώ σύμφωνα με τη συνήθεια που επικράτησε μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν Πτολεμαίο του Λάγου ή Πτολεμαίο Σωτήρα. Η δυναστεία, που ίδρυσε ονομάσθηκε των Λαγιδών από το όνομα του πατέρα του, συνήθως όμως κάνουμε λόγο για την πτολεμαϊκή δυναστεία ή τη δυναστεία των Πτολεμαίων από το δικό του όνομα. Τελευταία μέλη της δυναστείας ήταν ο Πτολεμαίος ΙΓ΄ και η Κλεοπάτρα. Όσον αφορά στην ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, η πτολεμαϊκή Αίγυπτος υπήρξε αναμφίβολα ό,τι και η κλασσική Αθήνα.
Πτολεμαίος του Σελεύκου: βασιλικός σωματοφύλακας, που στην αρχή της εκστρατείας ήταν νιόπαντρος και το χειμώνα του 334-333 οδήγησε στη Μακεδονία τους επίσης νιόπαντρους στρατιώτες. Όταν η στρατιά βρισκόταν (333) στο Γόρδιο, επέστρεψε φέρνοντας μαζί του τους αδειούχους νιόπαντρους καθώς και νεοσύλλεκτους. Σκοτώθηκε στη μάχη της Ισσού (333) πολεμώντας γενναία ως ταξιάρχης εναντίον των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών.
Πτολεμαίος του Φιλίππου: στη μάχη του Γρανικού (334) διοικούσε την ίλη του Σωκράτη, την πρώτη, που διατάχθηκε να περάσει τον ποταμό.
Πτολεμαίος: βασιλικός σωματοφύλακας, που σκοτώθηκε στην πολιορκία της Αλικαρνασσού (334).
Πυρός: το αλεύρι από αποφλοιωμένο σιτάρι (Forbes, Studies in ancient technology, vol. III 1955, Leiden, 89: πίνακας 15, πυρός = naked wheat).
Πώρος «ο κακός»: ήταν εχθρός του βασιλιά Πώρου, μάλλον διοικητής κάποιου τμήματος του βασιλείου του Πώρου (δηλαδή της Παουράβας), που είχε αποστατήσει εναντίον του βασιλιά του. Έστειλε πρέσβεις και δήλωσε υποταγή στον Αλέξανδρο, όταν εκείνος βρισκόταν ακόμη στη δυτική όχθη του Υδάσπη. Μετά τη μάχη του Υδάσπη, ο βασιλιάς Πώρος αν και ηττημένος όχι μόνο διατήρησε το θρόνο του, αλλά αύξησε και την επικράτειά του. Έτσι, «ο κακός» Πώρος εγκατέλειψε τα εδάφη του και διέφυγε στα ανατολικά με όσο στρατό του ήταν πιστός.
Πώρος: στα ανατολικά του Υδάσπη (Τζέλουμ) εκτεινόταν το βασίλειο της Παουράβας ή του Πώρου, όπως το κατέγραψαν οι Έλληνες. Το 326 ο Αλέξανδρος φεύγοντας από τα Τάξιλα κάλεσε το βασιλιά Πώρο (όπως Ταξίλης ή Αβισάρης) να παραδοθεί, αλλά εκείνος παρατάχθηκε στον σημαντικότερο πόρο του Υδάσπη με περίπου 30.000 στρατό. Έγινε μάχη, στην οποία ο Αλέξανδρος νίκησε κατά κράτος, όμως διατήρησε στη θέση του τον Πώρο ως (υποτελή πλέον) βασιλιά, επειδή θαύμασε την υπερηφάνεια και την ανδρεία του. Στη συνέχεια ο Πώρος ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία και τον βοήθησε να κατασκευάσει το στόλο, που έπλευσε τον Ύφαση. Ο Πώρος διατήρησε τη χώρα και τον τίτλο του μέχρι το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), οπότε δολφονήθηκε κατ’ εντολήν του Ταξίλη και του Εύδαμου, που μοιράστηκαν τη χώρα του.
Ρ
Ραβδούχοι: αξιωματούχοι με διακριτικό του αξιώματός τους τη ράβδο. Στην περίπτωση του Αλεξάνδρου και ειδικά στη φράση του Κλείτου μάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε ένα είδος αστυνομικών, όπως και στην κλασσική Αθήνα.
Ρήτορες: δεν ήταν αυτό, που σήμερα λέμε διανοούμενοι και δεν αντιπροσώπευαν τον κόσμο της διανόησης. Ήταν πρόσωπα με βαρύνουσα πολιτική σκέψη ή σημαντική πολιτική δράση, επικεφαλής ή μέλη πολιτικών κομμάτων, και με τις ικανότητές στους στο χειρισμό του λόγου διαμόρφωναν την Κοινή Γνώμη και επιρρέαζαν την κρίση της Βουλής, τόσο από το προσκήνιο όσο και από το παρασκήνιο.
Ροισάκης: Πέρσης αξιωματικός. Στη μάχη του Γρανικού (334) κατάφερε με την κοπίδα του ισχυρό πλήγμα στο κράνος του Αλεξάνδρου, το οποίο έσπασε στα δύο, χωρίς εκείνος να τραυματισθεί σοβαρά. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος διατρύπησε με το δόρυ του το θώρακα του Ροισάκη στο ύψος του στέρνου και τον σκότωσε.
Ρωξάνη (Ροσάνακ = μικρό αστέρι): Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο Αλέξανδρος κατέλαβε το τελευταίο ανθιστάμενο οχυρό της Σογδιανής, τη Σογδιανή Πέτρα. Κατά τον Αρριανό, ανάμεσα στους αιχμαλώτους της Σογδιανής Πέτρας ήταν και ο Βάκτριος Οξυάρτης με τη γυναίκα και τις κόρες του. Μία από αυτές, η Ρωξάνη, «λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά μετά από τη γυναίκα του Δαρείου». Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Αλέξανδρος γνώρισε τη Ρωξάνη σε κάποια οινοποσία με χορό, χωρίς να προσδιορίζει τόπο και χρόνο. Κατά τον Κούρτιο, μετά την κατάληψη της Πέτρας του Χοριήνη (άνοιξη του 327), όταν ο Αλέξανδρος μπήκε στη χώρα του Οξυάρτη, εκείνος παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος τον διατήρησε στη θέση του. Στη συνέχεια ο Οξυάρτης παρέθεσε στον Αλέξανδρο πολυτελές συμπόσιο, στο οποίο για τη διασκέδαση των συνδαιτυμόνων έφερε 30 νεαρές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Ρωξάνη. Τα μάτια όλων έπεσαν πάνω της, «διότι διέθετε αξιοπρεπή εμφάνιση, σπάνια στους βαρβάρους και αξιόλογη φυσική ομορφιά, που μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη των δύο ανύπαντρων κορών του Δαρείου». Εν ολίγοις όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί αποδίδουν σε έρωτα με την πρώτη ματιά την απόφαση του Αλεξάνδρου να παντρευτεί την πανέμορφη Ρωξάνη, ωστόσο με μία προσεκτική ανάγνωση βλέπουμε ότι τα πραγματικά κίνητρα και οι αντιδράσεις σ’ αυτήν την απόφαση του Αλεξάνδρου, δεν έχουν παραποιηθεί από την εξωραϊστική παρουσίαση. Οι Έλληνες ιστορικοί επαινούν τον Αλέξανδρο για την απόφασή του να παντρευτεί τη Ρωξάνη, ενώ μπορούσε να την κάνει παλλακίδα του, όμως το λακωνικό σχόλιο του Αρριανού «περισσότερο [τον] επαινώ παρά τον μέμφομαι» δείχνει ότι περί τους πέντε αιώνες αργότερα ο γάμος του Αλεξάνδρου με μία βάρβαρη εξακολουθούσε να είναι δύσπεπτος στον κόσμο των Ελλήνων. Ο Κούρτιος αποδίδει την απόφαση για το γάμο σε χαλάρωση της αρχικής του αυτοσυγκράτησης λόγω των επιτυχιών του και λέει ότι οι Μακεδόνες δεν επικροτούσαν ούτε την απόφασή του να την παντρευτεί και να δώσει διάδοχο στον Οίκο των Αργεαδών έναν μιξοβάρβαρο, ούτε και το ότι επέλεξε τη σύζυγο του ανάμεσα από αιχμάλωτες νεανίδες διασκέδασης. Το πραγματικό κίνητρο γι’ αυτόν τον γάμο, όπως δηλώνεται και από τις αρχαίες πηγές, ήταν η απόφαση του Αλεξάνδρου να προσφέρει πρόσβαση στην ανώτατη διοίκηση της αυτοκρατορίας σε έναν αριθμό τοπικών αξιωματούχων και να συμφιλιώσει με την εξουσία του τους πολεμοχαρείς Σογδιανούς. Διότι, όπως λέει ο Πλούταρχος, ο γάμος με τη Ρωξάνη «φάνηκε ότι δεν ήταν ανάρμοστος έτσι όπως είχαν τα πράγματα». Και τα πράγματα δεν είχαν καθόλου καλώς! Ο Αλέξανδρος είχε κατακτήσει τις πλουσιότερες χώρες, είχε υποτάξει όλους τους ανεπτυγμένους πολιτισμούς του τότε γνωστού κόσμου και από την έναρξη της εκστρατείας το 334 κανείς δεν είχε μπορέσει να ανακόψει την προέλασή του. Ως το καλοκαίρι του 329, που πέρασε τον Ώξο για να εισβάλει από τη Βακτρία στη Σογδιανή. Εκεί οι ημινομάδες κάτοικοι τον είχαν υποχρεώσει να διατηρεί τις δυνάμεις του σε διαρκή κινητοποίηση, άλλοτε εν συνόλω και άλλοτε χωρισμένες σε μικρότερα τμήματα κρούσης. Η Σογδιανή θύμιζε τη Λερναία Ύδρα και μόλις υποτασσόταν μία πόλη, επαναστατούσε ένα φρούριο. Απελπισία και οργή πρέπει να αισθανόταν ο Αλέξανδρος στη σκέψη ότι οι Σογδιανοί ήταν πιθανό να τον υποβάλουν στην ταπείνωση, που υπέβαλαν οι Σκύθες τον Δαρείο Α΄, ή (σε σύγχρονους όρους) να πάθει ό,τι οι Αμερικανοί στο Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί στο Αφγανιστάν. Έτσι, ο Αλέξανδρος μπροστά στον κίνδυνο μίας παρατεταμένης στρατιωτικής εμπλοκής, από την οποία θα έβγαινε χαμένος ανεξάρτητα από την έκβασή της, αναζήτησε εσπευσμένα μία διπλωματική διέξοδο. Το πόσο εσπευσμένη ήταν η διέξοδος αυτή φαίνεται απ’ το ότι ο Οξυάρτης ήταν κάποιος τοπικός ηγεμόνας, όχι ο σημαντικότερος και κατά τον Αρριανό δεν δήλωσε υποταγή ούτε καν μετά τη σύλληψή του. Υποτάχθηκε μόνο μετά το γάμο του Βασιλιά της Ασίας με την κόρη του. Μέσω του γάμου της Ρωξάνης με τον Αλέξανδρο ο Οξυάρτης και οι Σογδιανοί γενικά αναβάθμιζαν τη θέση τους στη διοίκηση πρωτίστως της χώρας τους και δευτερευόντως της αυτοκρατορίας. Τελικά, φαίνεται ότι ήταν επιτυχής η επιλογή του Αλεξάνδρου, αφού μετά το γάμο η Σογδιανή δεν του προκάλεσε άλλα προβλήματα. Τον Ιούνιο του 323 κατά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Ρωξάνη βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ήταν έγκυος 6 ή 8 μηνών και οι Μακεδόνες αποφάσισαν το τυχόν άρρεν τέκνο της να οριστεί συμβασιλέας με τον Αρριδαίο, ενώ ο Περδίκκας ανέλαβε «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Στη συνέχεια ο Περδίκκας επιδιώκοντας τη στενότερη δυνατή επαφή με το θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας, προσεταιρίσθηκε τη Ρωξάνη, που δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την κόρη του Δαρείου εξίσου χήρα και δυνητικά έγκυο από τον Αλέξανδρο. Για να εξαλείψει λοιπόν κάθε απαίτηση της οικογένειας των Αχαιμενιδών, με τη συνέργεια του Περδίκκα μεθόδευσε την εξόντωση της Στάτειρας και της αδελφής της, χήρας του Ηφαιστίωνα. Μετά τη δολοφονία του Περδίκκα (321) η θέση της Ρωξάνης και του περίπου δύο ετών Αλεξάνδρου Δ΄ υποβαθμίσθηκε, όταν ο Πείθων και ο Αρριδαίος ανέλαβαν από κοινού την «τὴν τῶν ὅλων ἡγεμονίαν». Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Αντίπατρος ανέλαβε επίτροπος των βασιλέων και τους οδήγησε στη Μακεδονία μαζί με τη Ρωξάνη και την Ευρυδίκη. Το 311 ο Κάσσανδρος πέτυχε τη δολοφονία της Ρωξάνης και του γιού της.
Σ
Σάκες: ο Αρριανός τους θεωρούσε φυλή των Σκυθών της Ασίας. Στην πραγματικότητα Σάκα ονόμαζαν οι Πέρσες τον λαό, που οι Έλληνες ονόμαζαν Σκύθες. Οι Σάκες ήταν σύμμαχοι και όχι υπήκοοι του Δαρείου. Τον 2ο μ.Χ. αιώνα κατέλαβαν το τμήμα της σημερινής Περσίας, που στην αρχαιότητα λεγόταν γή των Ευεργετών ή Αριασπών και που έκτοτε ονομάσθηκε χώρα των Σκυθών, δηλαδή Σακα-στάν, σε ελληνική απόδοση Σακαστηνή και στην τοπική γλώσσα Σεϊστάν (Αρριανός Γ.8. & Ηρόδοτος, Ζ.64).αρχαιογνώμων
Σάραπις: στο χαλδαϊκό πάνθεο ο Έα ήταν ο θεός των υδάτων του αρχικού ωκεανού και από τον τίτλο του Σαρ-Απσί (=βασιλιάς του ωκεανού) προήλθε το εξελληνισμένο όνομα Σάραπις ή Σέραπις. Τον νέο αυτό θεό ο Αλέξανδρος τον προόριζε για ανώτατο θεό της αυτοκρατορίας του. Δεν ήταν δυνατόν, ενώ το κέντρο του κράτους του βρισκόταν στη Βαβυλώνα, ο ανώτατος θεός (Άμμων) να προέρχεται από την Αίγυπτο. Επειδή μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η επικράτεια του Σαράπιδος βρισκόταν στο βασίλειο του Σέλευκου, ο Πτολεμαίος ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια ένα ναό του νέου κοσμοπολίτη ανώτατου θεού, το Σεραπείο, ώστε να ενισχύσει το διεθνές κύρος του δικού του βασιλείου. Στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο ο Σάραπις ταυτίσθηκε με τον τοπικό θεό Οσίραπι, που ήταν ο καλός θεός των νεκρών, αν και δεν είχε καμία σχέση μαζί του. Οσίραπις (Όσιρις-Άπις) ονομαζόταν ο ιερός βούς Άπις, όταν πέθαινε και η μούμια του τοποθετούνταν σε έναν ναό στη Σακκάρα, ο οποίος επί Πτολεμαίων ονομάσθηκε επίσης Σεραπείο. Η ελληνοπρεπής μορφή του νέου παγκόσμιου θεού δημιουργήθηκε με το άγαλμα, που κατασκεύασε ο Βρύαξις (355-300) για το ναό στη Ρακώτιδα της Αλεξάνδρειας, απ’ όπου η λατρεία του διαδόθηκε σε όλο το γνωστό κόσμο, ακόμη και στην ίδια την Ελλάδα.
Σατιβαρζάνης: σατράπης των Αρείων. Πήρε μέρος στη μάχη των Γαυγαμήλων (331), ακολούθησε το Δαρείο στη φυγή του και συνέπραξε στο πραξικόπημα του Βήσσου. Όταν τους πλησίασε ο Αλέξανδρος, μαζί με τον Βαρσαέντη τραυμάτισε θανάσιμα τον Δαρείο και με 600 ιππείς κατέφυγε στη σατραπεία του. Όταν ο Αλέξανδρος έφτασε στη Σουσία, ο Σατιβαρζάνης τον περίμενε και του δήλωσε υποταγή. Ο Αλέξανδρος, που βιαζόνταν να φτάσει τον Βήσσο, τον πίστεψε, τον διατήρησε στη θέση του σατράπη και του έφησε ως φρουρά μόνο 40 ιππακοντιστές υπό τον εταίρο Ανάξιππο. Ο Σατιβαρζάνης σκότωσε τη μακεδονική φρουρά και οχυρώθηκε στην πρωτεύουσά του, τα Αρτακόανα (Χεράτ), επειδή ήταν αποφασισμένος να συνεργασθεί με το Βήσσο και να αντισταθεί. Έδρασε όμως πριν ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του κι έτσι, όταν έμαθε ότι ο Αλέξανδρος κινείται ταχέως εναντίον του, τράπηκε σε φυγή. Το 329, όταν επαναστάτησαν και πάλι οι Άρειοι, ο Σατιβαρζάνης έσπευσε σε ενίσχυσή τους με 2.000 ιππείς, που του έδωσε ο Βήσσος. Συγκρούσθηκε με τις δυνάμεις του Εριγύιου και του Κάρανου και σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Εριγύιο.
Σατράπης: Ο Δαρείος Α΄ ήταν ο ιθύνων νους της διοικητικής και φορολογικής αναδιοργάνωσης της αυτοκρατορίας, την οποία διαίρεσε σε 20 διοικητικές περιφέρειες, τις σατραπείες. Ο διοικητής τους, ο σατράπης (χσαθρά παουάν), είχε εξουσίες αντιβασιλέως, αλλά υπήρχαν και στελέχη υπαγόμενα απευθείας στο Μεγάλο Βασιλέα, όπως οι γραμματείς της σατραπείας (Ηρόδοτος Γ.128), μέσω των οποίων επετηρείτο ο σατράπης. Δηλαδή, οι σατραπείες έμοιαζαν κάπως με τα επιμέρους κρατίδια των Ομοσπόνδων Δημοκρατιών ή με τις πολιτείες των Η.Π.Α. Ωστόσο πρέπει να επισημάνουμε ότι στην αρχαία ελληνική γραμματεία ο όρος χρησιμοποιείται με πολύ ευρύτερη έννοια. Έτσι, ενώ είναι εξακριβωμένο ότι η Περσίς ποτέ δεν απετέλεσε σατραπεία, γίνεται λόγος για σατράπη της Περσίδας, εννοώντας στην πραγματικότητα κάποιο άλλος είδος διοικητού.
Σάτυροι (στη δωρική διάλεκτο Τίτυροι): ήταν προσωποποιήσεις της γονιμότητας της Φύσης και δαίμονες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Κατά τον Ησίοδο γεννήθηκαν μαζί με τις Νύμφες και τους Κουρήτες από πέντε εγγονές του Φορωνέως. Ζούσαν στα δάση και στα βουνά, ήταν εύθυμοι, παιχνιδιάρηδες, ερωτιάρηδες, τους άρεσε η μουσική και ο χορός και αποτελούσαν τη συνήθη συνοδεία του Διονύσου. Στις παλαιότερες παραστάσεις είναι άσχημοι, έχουν κέρατα, αυτιά ζώου και πόδια τράγου, αλλά από τον 4ο αιώνα απεικονίζονται με πολύ πιο ανθρώπινη μορφή και νέοι, σε αντίθεση προς τους Σειληνούς, που απεικονίζονται γέροντες.
Σειληνοί (ή Σιληνοί): αρχικά ήταν δαίμονες του ρέοντος ύδατος, που κάνει γόνιμη μια χώρα, αλλά από τον 5ο αιώνα εμφανίζονται ως αχώριστοι ακόλουθοι του Διονύσου. Στις παλαιότερες απεικονίσεις έχουν αυτιά και ουρά ίππου, ενώ μερικές φορές έχουν και οπλές. Σε μεταγενέστερες απεικονίσεις παριστάνονται ως κοντόχοντροι, κοιλαράδες, τριχωτοί και φαλακροί άντρες στεφανωμένοι με κληματόφυλλα και σταφύλια, που άλλοτε κρατούν θύρσο ή μπαστούνι, άλλοτε είναι ξαπλωμένοι δίπλα σε ασκό με κρασί και άλλοτε πάνω σε όνο, το ιερό τους ζώο. Ο Σειληνός, βασιλιάς της Νύσας στη Λιβύη, γιος κάποιας Νύμφης και του Ερμού ή του Πανός, ήταν παιδαγωγός, δάσκαλος και οπαδός του Διονύσου. Στις νεότερες παραστάσεις απεικονίζεται σαν ώριμος και γεροδεμένος άντρας.
Σέλευκος του Αντιόχου: εταίρος, που αργότερα έγινε βασιλιάς και ιδρυτής της δυναστείας των Σελευκιδών με τα προσωνύμια Νικάτωρ (νικητής) και Σωτήρας. Το 326 στη μάχη του Υδάσπη διοικούσε τους υπασπιστές και το 324 στον ομαδικό γάμο στα Σούσα ο Αλέξανδρος τον πάντρεψε με την κόρη του Βάκτριου Σπιταμένη. Συμμετέσχε στην αντιπροσωπεία, που ρώτησε τον Σάραπι αν έπρεπε να μεταφέρουν στο ναό του τον ετοιμοθάνατο Αλέξανδρο. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου αρχικά συντάχθηκε με τον Περδίκκα, αλλά τελικά πήρε μέρος στην εναντίον του συνωμοσία. Συγκρότησε το μεγαλύτερο από τα τέσσερα βασίλεια των Διαδόχων, με έκταση από τη Μικρά Ασία και τη Συρία ως τη Σογδιανή και την Ινδία.
Σεμίραμις: εξελληνισμένος τύπος του ασσυριακού ονόματος Σαμμουραμάτ. Ο δημιουργικός ιστοριογράφος Κτησίας την αναγόρευσε σε βασίλισσα και της απέδωσε επιτεύγματα ανάλογα του μεταγενέστερου Μεγάλου Αλεξάνδρου. Γι’ αυτό άλλοι ιστορικοί (σύγχρονοι και μεταγενέστεροι του Αλεξάνδρου) έσπευσαν να διαπιστώσουν άμιλλα του Μακεδόνα βασιλιά προς τη Σεμιράμιδα. Ωστόσο από τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται ότι η Σεμίραμις απλώς ανήκε στην Αυλή του Ασσύριου βασιλιά Σεμσί-Αντάντ και μάλλον είχε εξαιρετική επιρροή.
Σίλφιο: Τα κυριότερα είδη σιλφίου των αρχαίων φύονταν στην Κυρηναϊκή και ήσαν η θαψία η κομμιοφόρος και η θαψία το σίλφιον. Η καλλιέργειά του ήταν δυνατή μόνο στην Κυρηναϊκή, η οποία αποκόμιζε μεγάλα μονοπωλιακά κέρδη. Χρησιμοποιούνταν ως άρτυμα στα φαγητά, ενώ στη ιατρική θεωρούνταν πανάκεια. Το σίλφιον το μηδικόν (ή άση η δύσοσμος) ήταν δύσοσμο, αλλά είχε κι αυτό φαρμακευτικές ιδιότητες.
Σιμμίας του Ανδρομένη: πεζέταιρος από την Τύμφη, το κρατίδιο της Άνω Μακεδονίας. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν ταξιάρχης στο κέρας του Παρμενίωνα. Αυτός και τα αδέρφια του, Αμύντας, Άτταλος και Πολέμων, ήταν ευνοούμενοι του Φιλώτα. Όταν το καλοκαίρι του 330 ο Φιλώτας κατηγορήθηκε ως συνωμότης, τα τρία αδέρφια εκτός από τον Πολέμωνα, που πρόλαβε να αυτομολήσει στους εχθρούς, δικάσθηκαν από την εκκλησία των Μακεδόνων ως συνένοχοι και τελικά αθωώθηκαν.
Σισίγγαμβρις (ή Σισύγγαμβρις): η μητέρα του Δαρείου. Ακολούθησε το γιό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με την κόρη και τις εγγονές της, Στάτειρα ή Βαρσίνη, Δρύπετι καθώς και το μικρότερο εγγονό της. Στη θρυλούμενη συνάντησή της με τον Αλέξανδρο προσκύνησε αντ’ εκείνου τον Ηφαιστίωνα, που είχε πιό βασιλικό παράστημα. Λέγεται ότι η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου προς αυτήν και όλη την αιχμάλωτη οικογένειά της την έκανε να αγαπήσει πάρα πολύ τον Αλέξανδρο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων, όταν οι Πέρσες διέσπασαν τις μακεδονικές γραμμές και απελευθέρωσαν πολλούς αιχμαλώτους, η Σισίγγαμβρις αρνήθηκε να τους ακολουθήσει (331). Δύο μήνες αργότερα ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα (331). Μόλις πέθανε ο Αλέξανδρος αρνήθηκε να δεχθεί τροφή και πέθανε πέντε μέρες αργότερα (323).
Σιτάλκης: Θράκας, διοικητής των ομοεθνών του ψιλών (ακοντιστών και τοξοτών). Αναφέρεται για πρώτη φορά στις επιχειρήσεις για την κατάληψη της Πισιδίας (334) και παρατασσόταν πάντοτε στο αριστερό κέρας υπό τις διαταγές του Παρμενίωνα. Συμμετέσχε στη φρούρηση των Άνω Αμανικών Πυλών, στη μάχη της Ισσού (333) και των Γαυγαμήλων (331). Το καλοκαίρι του 330 εγκαταστάθηκε στη Μηδία ως υφιστάμενος του Παρμενίωνα και το ίδιο φθινόπωρο μαζί με τον Κλέανδρο και τον Μενίδα δολοφόνησαν τον Παρμενίωνα κατά διαταγή του Αλεξάνδρου. Το 324 κρίθηκε ένοχος σύλησης ιερών, τυμβωρυχιών, πολλών ατασθαλιών και εκτελέσθηκε.
Σκούντρα: ονόμαζαν οι Πέρσες την ευρωπαϊκή τους σατραπεία, ίσως από τη μακεδονική πόλη Σκύδρα.
Σκύλαξ ο Καρυανδεύς: Έλληνας από τα Καρύανδα της Καρίας, αξιωματούχος στην περσική Αυλή. Κατ’ εντολή του Δαρείου Α΄ (522-486) ξεκίνησε από την πόλη Κασπάτυρο της Πακτυϊκής (Πάκτυα του σημερινού Αφγανιστάν) και κατέπλευσε τον Ινδό μέχρι τις εκβολές του. Ο Δαρείος ήθελε να μάθει πού εκβάλλει ο Ινδός, ο μόνος ποταμός της Ασίας, που είχε κροκοδείλους. Όταν βγήκαν στη θάλασσα περιέπλευσε τη νότια ακτή του Ιράν, την Αραβική Χερσόνησο και έφτασε ως το λιμάνι του Σουέζ, απ’ όπου παλαιότερα ο φαραώ της Αιγύπτου είχε στείλει τους Φοίνικες να περιπλεύσουν τη Λιβύη. Το ταξίδι κράτησε 30 μήνες, στη συνέχεια ο Δαρείος υπέταξε τους Ινδούς και χρησιμοποιούσε αυτό το δρομολόγιο. Τα των εξερευνήσεών του ο Σκύλαξ κατέγραψε στον «Περίπλου» (Ηρόδοτος Δ.44). Το έργο του Σκύλακα αναφέρει και ο Αριστοτέλης με τον τίτλο «Γης Περίοδος» και «Περί Ινδιών».
Σκυλεύω: αφαιρώ τα σκύλα, δηλαδή τα όπλα του νεκρού εχθρού. Ήταν πανάρχαιο ελληνικό έθιμο, που αναφέρεται συχνά στην Ιλιάδα και απεικονίζεται σε πολλές παραστάσεις.
Σκυτάλη: ήταν σύστημα επίσημης μυστικής αλληλογραφίας των αρχαίων Ελλήνων. Κατασκεύαζαν ράβδους, που είχαν ακριβώς το ίδιο μήκος και πάχος καθώς και λοξή σπειροειδή εγκοπή ιδίου βήματος (απόστασης μεταξύ δύο διαδοχικών σπειρών) από τη μία άκρη ως την άλλη. Τα πρόσωπα, που ήθελαν να διατηρούν απόρρητη την αλληλογραφία τους, έπαιρναν από μία τέτοια ράβδο. Ο αποστολέας τύλιγε στο ελικοειδές σχέδιο της ράβδου του μία δερμάτινη λωρίδα, πάνω στην οποία έγραφε το μήνυμα. Στη συνέχεια ξετύλιγε τη δερμάτινη λωρίδα και την παρέδιδε σε έμπιστο πρόσωπο, για να τη μεταφέρει στον παραλήπτη. Η δερμάτινη λωρίδα, όταν ήταν ξετυλιγμένη και τεντωμένη, εμφάνιζε μία σειρά από λοξά γράμματα χωρίς καμία συνοχή μεταξύ τους και για να γίνει αντιληπτό το μήνυμα, η λωρίδα έπρεπε να τυλιχθεί σε ράβδο με ίδιο μήκος, ίδιο πάχος, ίδια κλίση εγκοπών και ίδιο βήμα.
Σκύφος: είδος ποτηριού των αρχαίων Ελλήνων.
Σμύρνα: ή μύρρα ή μύρο. Είναι κομμιορητήνη, που εκκρίνεται από τους βλαστούς της μύρρας της κομμιοφόρου και άλλων ειδών, των βουρσεροειδών. Είναι η αρχαιότερη γνωστή ρητίνη και υπάρχουν δύο ποικιλίες, στην Αραβία το γκουμπάν και την Αιθιοπία το όρο. Διαλύεται εύκολα στο νερό και στο οινόπνευμα και το χρησιμοποιούσαν στην ιατρική, την αρωματοποιία και ως θυμίαμα. Η αξία της φαίνεται από το παρακάτω περιστατικό μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδα (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 25.7-8). Κάποτε, προφανώς όταν ο Αλέξανδρος βρισκόταν ακόμη στην προεφηβική ηλικία, έρριξε στο θυσιαστήριο όλο το θυμίαμα, που είχε πιάσει και με τα δύο του χέρια. Τότε ο Λεωνίδας τον επέπληξε λέγοντας «Αλέξανδρε, να θυμιατίζεις τόσο πλούσια, όταν καταλάβεις κάποια αρωματοφόρα χώρα. Ως τότε να κάνεις οικονομία σ’ αυτά που έχεις». Πολλά χρόνια αργότερα, σε κάποια φάση της εκστρατείας, ο Αλέξανδρος έστειλε στον παλιό παιδαγωγό του 500 τάλαντα (13,3 τόνους) λιβάνι και 100 τάλαντα (2,66 τόνους) σμύρνα, γράφοντάς του «Σου στείλαμε άφθονο λιβάνι και σμύρνα, ώστε να πάψεις να μιλάς για οικονομία σχετικά με τους θεούς». Το μύρο επί πολλούς αιώνες εθεωρείτο δώρο αντάξιο για βασιλείς, και γι’ αυτό οι τρεις Μάγοι προσέφεραν στον νεογέννητο Ιησού χρυσό, σμύρνα και λιβάνι.
Σόλοι: όνομα δύο ελληνικών πόλεων της Καρίας και της Κύπρου αντίστοιχα. Οι κάτοικοι των Σόλων της Καρίας μιλούσαν μία τόσο παρεφθαρμένη διάλεκτο, που έχει μείνει παροιμιώδης: ο όρος σολοικισμός σημαίνει την ασύντακτη ομιλία.
Σπιθριδάτης: σατράπης της Λυδίας και της Ιωνίας. Πρωταγωνίστησε στη μάχη του Γρανικού (334) και αμέσως μόλις ο Ροισάκης έσπασε το κράνος του Αλεξάνδρου, ο Σπιθριδάτης επιτέθηκε από τα νώτα στον Αλέξανδρο με υψωμένη την κοπίδα του. Ο Κλείτος του Δρωπίδη πρόλαβε και με πλήγμα της δικής του κοπίδας σκότωσε το Σπιθριδάτη κόβοντας το βραχίονά του από το ύψος του ώμου.
Σπιταμένης: Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής των Σόγδιων ιππέων. Μετά το πραξικόπημα κατά του Δαρείου (330) ακολούθησε τον Βήσσο, ηγούμενος των Σογδιανών ιππέων, αλλά τελικά τον παρέδωσε (329) στον Αλέξανδρο, εναντίον του οποίου ωστόσο οργάνωσε σοβαρότατο ανταρτικό κίνημα. Λίγους μήνες αργότερα πολιόρκησε στην ακρόπολη των Μαρακάνδων τη μακεδονική φρουρά και εξόντωσε τη δύναμη υπό τον Ανδρόμαχο, που έστειλε ο Αλέξανδρος εναντίον του. Πολιόρκησε ξανά τα Μαράκανδα και ξανατράπηκε σε φυγή, όταν έφτασαν ενισχύσεις. Την άνοιξη του 328, ενώ ο Αλέξανδρος επιχειρούσε στην επαναστατημένη Σογδιανή, ο Σπιταμένης έκανε επιδρομή στα μετώπισθεν, κατέλαβε ένα φρούριο της Βακτριανής, εξόντωσε τη φρουρά του και πολιόρκησε τα Βάκτρα. Καταδιώχθηκε και κατέφυγε ξανά στην έρημο, γύρω από την οποία ο Κοίνος τοποθέτησε φρουρές, για να περιορίσει τις κινήσεις του. Βλέποντας το αδιέξοδο, έπεισε και πάλι τους Σκύθες να τον ακολουθήσουν και επιτέθηκε στους Μακεδόνες. Ηττήθηκαν και κατέφυγαν ξανά στην έρημο. Οι Μασσαγέτες όμως μαθαίνοντας ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος μπαίνει στην έρημο και κινείται αποφασιστικά εναντίον τους, τον σκότωσαν και του έστειλαν το κεφάλι του, για να αποφύγουν συνέπειες.
Σπονδή: ήταν η προσφορά στους θεούς ποτού, κυρίως οίνου, τον οποίο έχυναν πριν πιουν από το ποτήρι, για να αγιασθή το ποτό.
Στάδιον: το θεμελιώδες μέτρο μήκους των αρχαίων Ελλήνων. Οι Δωριείς το έλεγαν «σπάδιον». Ισοδυναμεί με 6 πλέθρα ή με 600 πόδια ή με 100 οργυές. 1 στάδιο = 6 πλέθρα = 600 πόδια = 100 οργυές = 9.600 δάκτυλοι = 184,87 μ
Σταθμός: ονομαζόταν η απόσταση μεταξύ δύο διαδοχικών σημείων στάθμευσης στρατεύματος. Δεν ήταν σταθερή, αλλά ποίκιλλε κι εξαρτιώταν κυρίως από τη μορφολογία του εδάφους.
Στασάνωρ: εταίρος. Το 329 ο Αλέξανδρος τον έστειλε να συλλάβει τον Αρσάκη, ως τότε σατράπη της Αρείας και ύποπτο στάσης, με διαταγή να πάρει τη θέση του. Το χειμώνα του ιδίου έτους οδήγησε στα Βάκτρα ενώπιον του Αλεξάνδρου τον Αρσάκη και άλλους συνεργάτες του Βήσσου. Το 328 πήρε μέρος στην κατάπνιξη της επανάστασης των Σογδιανών και το χειμώνα του ιδίου έτους ο Αλέξανδρος προσέθεσε στην εξουσία του και τη Δραγγιανή. Το 325 οδήγησε πολλά υποζύγια στην Καρμανία, για να αντικαταστήσει ο Αλέξανδρος, όσα είχε χάσει κατά τη διέλευση της ερήμου της Γεδρωσίας.
Στάτειρα: έτσι λεγόταν η μεγαλύτερη κόρη του Δαρείου κατά τους Διόδωρο, Ιουστίνο και Πλούταρχο, ενώ κατά τον Αρριανό ονομαζόταν Βαρσίνη. Ακολούθησε τον πατέρα της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) αιχμαλωτίσθηκε μαζί με τη μητέρα, τη γιαγιά τη μικρότερη αδελφή και τον αδελφό της. Ο Αλέξανδρος την εγκατέστησε μαζί με την υπόλοιπη οικογένειά της στα Σούσα με διαταγή να διδαχθεί την ελληνικήν διάλεκτον (331). Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στα Σούσα (324) μετά την εκστρατεία στην Ινδία την παντρεύτηκε σύμφωνα με το έθιμο των Περσών βασιλέων ως δεύτερη σύζυγο, αφού ήδη είχε παντρευτεί τη Ρωξάνη. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου η Στάτειρα ή Βαρσίνη και η μικρότερη αδελφή της δολοφονήθηκαν από τη Ρωξάνη (323).
Στάτειρα: κατά τον Πλούταρχο έτσι ονομαζόταν η σύζυγος του Δαρείου, που σύμφωνα με το περσικό βασιλικό τυπικό ήταν και αδελφή του. «Λέγεται ότι ήταν η ωραιότερη ασιάτισσα, που είχε δει μέχρι τότε η στρατιά» και ότι μόνο η Ρωξάνη την ξεπερνούσε σε ομορφιά. Είχε ακολουθήσει το σύζυγό της στην Κιλικία και μετά την ήττα του στην Ισσό (333) συνελήφθη μαζί με τη μητέρα, το μικρότερο γιό, τη μεγαλύτερη κόρη και τη Δρύπετι. Όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι ο Αλέξανδρος τη σεβάσθηκε απόλυτα και ότι δεν συνήψε ερωτικές σχέσεις μαζί της, εντούτοις δεν δίνουν απολύτως καμία εξήγηση για το θάνατό της από επιπλοκές εγκυμοσύνης ή κατά τη γέννα το καλοκαίρι του 331, ενάμιση περίπου χρόνο μετά τη σύλληψή της. Ο Αλέξανδρος την έθαψε με βασιλική μεγαλοπρέπεια, εκεί πέθανε (κάπου στην Ασσυρία) κι ενώ κατευθυνόταν προς τα Γαυγάμηλα. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ηλικία της, αλλά δεν πρέπει να είχε μεγάλη διαφορά από τον 50χρονο αδελφό της, το Δαρείο.
Στατήρ: για τους αρχαίους Έλληνες ο όρος αρχικά σήμαινε το βάρος, που χρησίμευε για το ζύγισμα, δηλαδή στατήρες ονομάζονταν τα σταθμά, που είχαν βάρος δύο δραχμές (δίδραχμον ή σίκλος). Στη συνέχεια το όνομα επεκτάθηκε και στα νομίσματα και στατήρες ονομάσθηκαν όλα τα αργυρά δίδραχμα, ανεξάρτητα από τον τόπο κοπής τους. Αργότερα το όνομα επεκτάθηκε και στα χρυσά ή από ήλεκτρο (μίγμα χρυσού και αργύρου) δίδραχμα. Οι αθηναϊκοί χρυσοί στατήρες, τις σπάνιες φορές που κόπηκαν, είχαν βάρος 8,60 – 8,72 γραμμάρια και αξία 20 δραχμών. Από τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου γενικεύθηκε η χρήση του αττικού συστήματος μέτρων και σταθμών. Ο δαρεικός στατήρ είχε βάρος 9,44 γραμμάρια.
Στεφανίται αγώνες: αγώνες των οποίων το βραβείο ήταν στέφανος σε αντίθεση προς τους χρηματίτες αγώνες, των οποίων το βραβείο ήταν κάποιο χρηματικό ποσόν. Κυριότεροι στεφανίται αγώνες ήταν τα Ολύμπια (Ολυμπιακοί Αγώνες) και τα Πύθια που ετελούντο ανά τετραετία, τα Ίσθμια που ετελούντοι ανά τριετία και τα Νέμεα που ετελούντο ανά διετία.
Στράβων: γεννήθηκε το 67 π.Χ. στην Αμάσεια του Πόντου από επιφανή ελληνική οικογένεια. Ήταν ο κατ’ εξοχήν γεωγράφος της αρχαιότητας, αλλά δεν έγραψε μόνο γεωγραφία. Το πρώτο βιβλίο του, «Ιστορικά Υπομνήματα», αποτελούμενο από 43 ή 47 βιβλία χάθηκε. Το σημαντικότερο έργο του, τα «Γεωγραφικά», σώθηκε σε 17 βιβλία.
Σύριγξ: ήταν ποιμενικό κυρίως μουσικό όργανο, γι’ αυτό εμυθολογείτο ως εφευρέτης του ο θεός Παν. Κατασκευαζόταν με 6 ή 7 καλάμια διαφορετικού μεγέθους, τα οποία συγκολλούσαν μεταξύ τους.
Τ
Τάλαντο: Αρχικά σήμαινε ζυγαριά και κάθε τι, που ζυγιζόταν. Αργότερα ο όρος επεκτάθηκε και σήμαινε συγκεκριμένο βάρος χρυσού ή αργύρου. Έτσι αποτέλεσε την ανώτατη νομισματική μονάδα των αρχαίων Ελλήνων, η οποία ήταν συμβατική και ποτέ δεν κυκλοφόρησε ως νόμισμα. Υπήρχε το συριακό ή πτολεμαϊκό, το αιγυπτιακό, το ροδιακό, το βαβυλωνιακό, το ευβοϊκό, το κορινθιακό ή μέγα αττικό και άλλα κατά τόπους τάλαντα. Το συνηθέστερο ήταν το (απλό) αττικό. Το αττικό (μετά την μεταρρύθμιση του Σόλωνα τον 7ο π.Χ. αιώνα) ισοδυναμούσε με το ευβοϊκό. Αυτό το τάλαντο χρησιμοποιήθηκε και από τον Αλέξανδρο. Το τάλαντο ως νομισματική μονάδα διακρινόταν σε χρυσό, αργυρό και χάλκινο. Όταν δεν προσδιορίζεται μέταλλο, εννοείται το αργυρό, που ισοδυναμούσε με 600 μνες ή 3.000 στατήρες ή 6.000 δραχμές ή 1/10 του χρυσού ταλάντου ή 10 χάλκινα τάλαντα. Ως μονάδα βάρους το τάλαντο αντιστοιχούσε σε 26,6 κιλά.
Τάναϊς: αρχαία ονομασία του ουκρανικού ποταμού Ντον, που εκβάλλει στη λίμνη Μαιώτιδα (Αζοφική Θάλασσα). Αυτός, που συνάντησε ο Αλέξανδρος ήταν ο Ιαξάρτης (Συρ Ντάρυα).
Ταξίλης: Ινδός βασιλιάς της Γανδάρας. Στην πραγματικότητα «Ταξίλης» σημαίνει τον καταγόμενο από τα Τάξιλα και είναι ανάλογο του «Αβισάρης», «Αθηναίος» ή «Μακεδόνας». Την άνοιξη του 327, όταν άρχισε η εκστρατεία κατά των Ινδών, ο Αλέξανδρος έστειλε πρέσβεις στον Ταξίλη και σ’ όλους τους Ινδούς ηγεμόνες της δυτικής όχθης του Ινδού, διατάσσοντάς τους να τον συναντήσουν το συντομότερο δυνατόν. Ο Ταξίλης δέχθηκε, έστειλε 200 τάλαντα, 3.000 βόδια για τις θυσίες, πάνω από 10.000 πρόβατα, περί τους 30 πολεμικούς ελέφαντες, 700 Ινδούς ιππείς και του παρέδωσε επισήμως τα Τάξιλα, που ήταν η πρωτεύουσα του βασιλείου του και η μεγαλύτερη πόλη μεταξύ Ινδού και Υδάσπη (Τζέλαμ). Την άνοιξη του 326 π.Χ. μόλις όλη η στρατιά περαιώθηκε στην ανατολική όχθη του Ινδού, τους συνάντησε ο γιος του βασιλιά Ταξίλη (ο Μώφις ή Ώμφις στα Ελληνικά, Άμβι στα σανσκριτικά). Ο πατέρας του είχε πεθάνει, ο Μώφις τον διαδέχθηκε στο θρόνο και διατήρησε την συμμαχία με τον Αλέξανδρο και την ονομασία Ταξίλης. Στα Τάξιλα ο Μώφις υποδέχθηκε επισήμως τον Αλέξανδρο και οι διοικητές της περιοχής δήλωσαν την υποταγή τους. Ο Ταξίλης προσέφερε στους Μακεδόνες χρυσά στέμματα, 80 τάλαντα σε ασημένια νομίσματα, 56 πολεμικούς ελέφαντες, μεγάλο αριθμό εξαιρετικά μεγαλόσωμων προβάτων, 3.000 ταύρους και μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Ο Αλέξανδρος ανταπέδωσε τα δώρα κι επιπλέον έδωσε στον Ταξίλη 1.000 τάλαντα και όσα εδάφη από τη γειτονική χώρα ζήτησε. Αυτό εξόργισε τους εταίρους, ενώ ο Μελέαγρος σε κάποιο μεθύσι συνεχάρη σαρκαστικά τον Αλέξανδρο, που επιτέλους βρήκε έναν άνθρωπο αξίας 1.000 ταλάντων. Ο Ταξίλης ακολούθησε τον Αλέξανδρο με 5.000 Ινδούς εναντίον του Πώρου, με τον οποίο είχε παλιά έχθρα. Μετά την ήττα του Πώρου (326) ο Αλέξανδρος συμφιλίωσε τους δύο παλιούς εχθρούς και αποδέσμευσε τον Ταξίλη από τη στρατιά. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου (323), ο Ταξίλης και ο Εύδαμος δολοφόνησαν το Πώρο και μοιράστηκαν τη χώρα του (Διόδωρος 17.86.34-37, Κούρτιος 8.12.5-18, Πλούταρχος Αλέξανδρος 59.1-5).
Ταυλάντιοι: μεγάλο και ισχυρό ιλλυρικό έθνος. Κατοικούσε μεταξύ Επιδάμνου και Δυρραχίου.
Τέμενος: (προέρχεται από το ρήμα τέμνω) μέρος γής περιφραγμένο ή σημειωμένο, που ανήκε σε επίσημο πρόσωπο, αρχηγό ή βασιλιά.
Τέρμινθος: η τερέβινθος, γένος φυτών της οικογενείας των τερεβινθοειδών. Περιλαμβάνει είδη απαντώντα στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο. Είναι δένδρα ή δενδρύλλια γνωστότερα των οποίων είναι η τερέβινθος η αγρία, ύψους 8 περίπου μέτρων, φύεται σε άγονα ή πετρώδη μέρη. Κατά τον Αριστόβουλο, στον Ινδικό Καύκασο (Χιντού Κους) φύτρωναν μόνο τέρμινθοι και σίλφιο.
Τηθύς: κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Ωκεανού. Αλληγορικά συμβόλιζε το αρχέγονο υγρό στοιχείο.
Τιάρα: κάλυμμα κεφαλής των αρχαίων ασιατικών λαών, κατά πάσα πιθανότητα παραλλαγή κατ' έθνος και κοινωνική τάξη της κιδάρεως και της κυρβασίας. Όλοι τη φορούσαν λοξά και μόνο ο βασιλιάς είχε το δικαίωμα να την φοράει όρθια (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις Β.V.23).
Τληπόλεμος του Πειθοφάνη: εταίρος. Το 330 ορίσθηκε επόπτης των Υρκανών και Παρθυαίων. Το 325 και ενώ ο Αλέξανδρος διέσχιζε τη Γεδρωσία, διορίσθηκε σατράπης της ανυπότακτης ακόμη Καρμανίας.
Τρόπαιον: μνημείο θριάμβου, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες για την τροπή σε φυγή του εχθρού. Αν ο εχθρός δεν αντιδρούσε στο στήσιμο του τροπαίου, ομολογούσε την ήττα του. Μετά το στήσιμό του, το τρόπαιο αφιερωνόταν στον Δία Τροπαίο και ήταν απαραβίαστο. Στην απλούστερη μορφή του αποτελούνταν από ασπίδες, κράνη και άλλα μέρη της πανοπλίας, που κρεμούσαν σε δέντρα ή ξύλινους στύλους, αλλά έχουν διασωθεί και απεικονίσεις τροπαίων σε μάρμαρο και τοιχογραφία.
Τυνδάρεως: μυθικός βασιλιάς της Σπάρτης (πριν την κάθοδο των Δωριέων) και πατέρας του Κάστορα, του Πολυδεύκη, της Κλυταιμνήστρας (που παντρεύτηκε τον Αγαμέμνονα), της Φιλονόης και της Ελένης (που παντρεύτηκε τον Μενέλαο και εξαιτίας της έγινε ο Τρωικός πόλεμος).
Τυρρηνία: έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την Ετρουρία, περίπου τη σημερινή Τοσκάνη της Ιταλίας.
Υ
Υδρία: αγγείο κατά κανόνα πήλινο, όπου συνήθως έβαζαν νερό. Συχνά χρησιμοποιήθηκε και ως ταφικό σκεύος, όπου τοποθετούσαν τα οστά των αποτεφρωθέντων νεκρών. Σ’ αυτήν την περίπτωση και ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον πλούτο του νεκρού, η υδρία μπορούσε να είναι πήλινη, χάλκινη, ασημένια ή χρυσή. Στο δεύτερο βασιλικό τάφο των Αιγών βρέθηκε σε ασημένια υδρία η ταφή αγοριού 12-14 ετών (Αλέξανδρος Δ΄).
Ύπαρχος: διοικητής ή άρχων υπαγόμενος στην εξουσία άλλου διοικητού ή άρχοντος.
Φ
Φαρνάβαζος: γιός του Αρτάβαζου και αδελφός της Βαρσίνης, της συζύγου του Μέμνονα του Ρόδιου. Όταν ο Μέμνων πέθανε κατά την πολιορκία της Μυτιλήνης (333), ο Φαρνάβαζος κληρονόμησε προσωρινά την εξουσία του ανώτατου διοικητή των παραλίων της Μεσογείου και των στόλων της, ώσπου λίγο αργότερα ο Δαρείος επικύρωσε την εξουσία του. Μετά το θάνατο του Μέμνονα συνέχισε την πολιορκία της Μυτιλήνης, την οποία τελικά κατέλαβε. Στη συνέχεια κατέλαβε την Τένεδο, την Άνδρο, τη Σίφνο και τρομοκράτησε τις υπόλοιπες Κυκλάδες. Στα τέλη του ιδίου έτους συνάντησε στη Σίφνο τον Σπαρτιάτη βασιλιά Άγι, στον οποίο έδωσε χρήματα και οδηγίες για τον κοινό πόλεμο κατά του Αλεξάνδρου. Εκεί πληροφορήθηκε την ήττα του Δαρείου στην Ισσό και επέστρεψε εσπευσμένα στη Χίο, για να αποτρέψει εξέγερση των κατοίκων. Όταν ελευθερώθηκε η Χίος, ο Φαρνάβαζος συνελήφθη, αλλά δραπέτευσε στην Κώ κατά την μεταγωγή του στην Αίγυπτο, όπου βρισκόταν ο Αλέξανδρος (332).
Φαρνούχης: Λύκιος αξιωματούχος του περσικού κράτους. Φαίνεται ότι υπηρετούσε στη σατραπεία της Βακτρίας και Σογδιανής, διότι μιλούσε σογδιανά και ήταν διερμηνέας. Το 329 ο Αλέξανδρος τον όρισε διοικητή των δυνάμεων του Ανδρόμαχου, του Μενέδημου και του Κάρανου και τον έστειλε εναντίον του Σπιταμένη, που πολιορκούσε τη μακεδονική φρουρά στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. Αγνόησαν στοιχειώδεις κανόνες εμπλοκής και μπήκαν στη χώρα των νομάδων Σκυθών καταδιώκοντας τον Σπιταμένη. Εκείνος, επικεφαλής ξεκούραστων Σκυθών ιππέων αντεπιτέθηκε αιφνιδιαστικά εναντίον των κουρασμένων μακεδονικών δυνάμεων. Βλέποντας τη δυσχερή τους θέση ο Φαρνούχης παραχωρούσε την ηγεσία στους Μακεδόνες αξιωματικούς, που ούτε εκείνοι ήθελαν να αναλάβουν την ευθύνη της διαφαινόμενης αποτυχίας. Μέσα στην ασυνεννοησία και την αποδιοργάνωσή τους, ο Σπιταμένης επιτέθηκε, τους διέσπασε και τους αποδεκάτισε. Από τους 860 ιππείς και 1.500 πεζούς επέζησαν μόνο 40 ιππείς και 300 πεζοί.
Φιάλη: φαρδύ και ρηχό ποτήρι για πόση ή σπονδές.
Φίλιππος του Αμύντα Γ΄: βασιλιάς της Μακεδονίας και πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου (περισσότερα).
Φίλιππος του Αμύντα: στη μάχη του Γρανικού ήταν ιππάρχης των συμμάχων.
Φίλιππος του Μαχάτα: έλαβε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Πολέμησε στη μάχη του Γρανικού (334) και ως ταξιάρχης στις επιχειρήσεις της πρόσω Ινδίας. Ανέλαβε φρούραρχος της Πευκελαώτιδας (327) και μετά σατράπης της περιοχής μεταξύ Ινδού και Βακτρίας. Όταν επαναστάτησαν οι Ασσακηνοί, τους υπέταξε ξανά. Συμμετέσχε στην κάθοδο της στρατιάς από τον Υδάσπη ως τη Μεγάλη Θάλασσα (326-325) και ο Αλέξανδρος τον διόρισε σατράπη των Μαλλών και των Οξυδρακών. Το 325 τον δολοφόνησαν οι μισθοφόροι της φρουράς του.
Φίλιππος του Μενελάου: εταίρος. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν ιππάρχης των συμμάχων και στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν διοικητής του θεσσαλικού ιππικού. Αργότερα του ανατέθηκε μέρος των μισθοφόρων ιππέων και στην καταδίωξη του Βήσσου (330) διοικούσε επιπλέον τους εθελοντές Θεσσαλούς και τους μισθοφόρους του Ανδρόμαχου.
Φίλιππος: Ακαρνάνας γιατρός, που έσωσε τον Αλέξανδρο στην Ταρσό (333), όταν όλοι οι άλλοι τον θεωρούσαν ετοιμοθάνατο. Ο Παρμενίων ειδοποίησε τον Αλέξανδρο ότι ο Φίλιππος φερόταν να έχει εξαγορασθεί από το Δαρείο για να τον δολοφονήσει με δηλητήριο, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες ο Αλέξανδρος είχε δύο επιλογές. Αφενός να πεθάνει είτε από την αρρώστεια είτε από το δηλητήριο και αφετέρου να σωθεί. Τελικά, ο Φίλιππος αποδείχθηκε και ικανός και πιστός.
Φιλώτας του Παρμενίωνα: διακρίθηκε για την ανδρεία του ως ιππάρχης των εταίρων. Πήρε μέρος στη βαλκανική εκστρατεία του Αλεξάνδρου (335) και συμμετέσχε ως ανώτατος αξιωματικός του ιππικού σε όλες τις μάχες μέχρι τη Δραγγιανή. Στη μάχη του Γρανικού (334) ήταν επικεφαλής των εταίρων, των άλλων ιππέων, των τοξοτών και των Αγριάνων. Μετά την κατάληψη της Μιλήτου (334), επικεφαλής του ιππικού και τριών τάξεων πεζών πήγε στη Μυκάλη και ανάγκασε τον Περσικό στόλο να αποσυρθεί στη Σάμο. Στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) ήταν επικεφαλής του εταιρικού ιππικού. Το καλοκαίρι του 330 στη Δραγγιανή (χάρτης) κατηγορήθηκε για συνομωσία και καταδικάσθηκε σε θάνατο, αν και δεν αποδείχθηκε η συμμετοχή του.
Φιλώτας: πεζέταιρος. Εμφανίζεται ως ταξιάρχης υπό τον Πτολεμαίο κατά την καταδίωξη του Βήσσου (329). Πήρε μέρος στις επόμενες επιχειρήσεις και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου έγινε σατράπης της Κιλικίας (323).
Φόβος: κατά τη μυθολογία, το πολεμικό άρμα του Άρη έσερναν δύο πολύ άγριοι ίπποι, ο Δείμος και ο Φόβος. Αυτοί, όπως φαίνεται καθαρά από τα ονόματά τους, αποτελούν μία και την αυτή έννοια, αν και αναφέρονται ως δύο πρόσωπα. Οι Λακεδαιμόνιοι και άλλοι Έλληνες είχαν χτίσει ναούς προς τιμή του και ορκίζονταν στο άγαλμά του (Ελληνική Μυθολογία, σελ 440).
Φραταφέρνης: σατράπης της Υρκανίας και Παρθυαίας. Πολέμησε στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) επικεφαλής των Υρκανίων, Παρθυαίων και Ταπούρων ιππέων. Το 330 μετά τη δολοφονία του Δαρείου παραδόθηκε στον Αλέξανδρο στη χώρα των Ταπούρων και διατήρησε τη σατραπεία του. Βοήθησε στην υποταγή των Αρείων, που είχαν συμμαχήσει με το Βήσσο, κι έσπευσε να συναντήσει τον Αλέξανδρο με πολλά εφόδια, μόλις βγήκε από τη Γεδρωσία (325). Όταν ο Αλέξανδρος κατέταξε και Πέρσες στο άγημα (324), περιέλαβε και τους γιούς του Φραταφέρνη, τον Σισίνη και τον Φραδασμένη.
Φύλαρχος: ένας από τους ιστορικούς του Αλεξάνδρου.
Χ
Χαλδαίοι: ήταν λαός, αλλά οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς με τον όρο αυτό εννοούσαν τους Μάγους και τους ιερείς της Βαβυλώνας
Χοίνιξ: μονάδα όγκου στερεών, 1/48 του μεδίμνου ή 1,08 λίτρα.
Χοριήνης: ύπαρχος των Παρειτακών. Αν ο Κούρτιος κι ο Πλούταρχος έχουν δίκιο και το όνομά του ήταν πράγματι Σισιμίθρης, πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Αρριανός χρησιμοποιεί τον τίτλο του, όπως ονομάζει Ταξίλη των βασιλιά των Ταξίλων και Αβισάρη τον διοικητή της Αβισάρας.
Χούς: μονάδα όγκου στερεών, 1/12 του μεδίμνου ή 4,32 λίτρα.
Ψ
Ψευδοκαλλισθένης: είναι ο υποτιθέμενος συγγραφέας του «μυθιστορήματος του Αλεξάνδρου», που ψευδώς αποδίδεται στον Καλλισθένη.
Ψυκτήρ: ήταν σκεύος μέσα στο οποίο κρύωναν το κρασί και είχε χωρητικότητα από 2 έως 6 μετρητές, δηλαδή από 79 έως 237 λίτρα περίπου.
Ω
Ωκεανός: κατά τον Όμηρο ήταν ο γεννήτορας όλων των θεών. Σύζυγός του ήταν η Τηθύς.
Ώρα: η ισχύουσα βιβλιογραφία σήμερα τοποθετεί τα Ώρα στη σημερινή Ούντε-γκραμ του Πακιστάν, θέση που εμείς κρίνουμε ως εξόφθαλμα προβληματική. Η Ούντε-γκραμ βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Ινδού, τον οποίο η στρατιά πέρασε πολλούς μήνες αργότερα. Πράγματι, οι αρχαίες πηγές δεν αναφέρουν ότι ο Κοίνος διέσχισε τον Ινδό, ούτε στο ύψος των Ώρων, ούτε χαμηλότερα, στην Πευκαλαΐτιδα, όπου κατασκευάσθηκε η πλωτή γέφυρα. Η απόσταση αυτή ήταν πολύ μεγάλη για τους ταχείς ελιγμούς, που απαιτήθηκαν στη χώρα των Ασσακηνών, κι επιπλέον το δρομολόγιο από τα Βάζιρα (Μπιρ-κοτ) ως την Πευκαλαΐτιδα αποδείχθηκε στη συνέχεια εξαιρετικά δύσβατο. Συνεπώς τα αρχαία Ώρα πρέπει να βρίσκονταν κάπου στη δυτική όχθη του Ινδού, όπου και τα τοποθετούμε αυθαίρετα ελλείψει ικανοποιητικής πρότασης.
Ώξος ή Όξος: μεγάλος ποταμός της Κεντρικής Ασίας, ο σημερινός Αμού Ντάρια ή απλώς Αμού, στα περσικά Γιαϊχούν. Πηγάζει από το οροπέδιο Παμίρ και χύνεται με δύο στόμια στη λίμνη Αράλη. Αξιοσημείωτη είναι η αρχαία παράδοση (Αρριανός Γ.29), κατά την οποία ο Ώξος χυνόταν στην Κασπία. Πράγματι στον κόλπο Μπαλκάν, στις ανατολικές ακτές της Κασπίας, υπάρχουν ίχνη παλαιών εκβολών μεγάλου ποταμού, ενώ σε χάρτες περιηγητών προηγουμένων αιώνων απεικονίζεται και η πιθανολογούμενη κοίτη του. Στην αρχαιότητα αποτελούσε το όριο μεταξύ Σογδιανής και Βακτρίας.
ΤΕΛΟΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ www.alexanderofmacedon.info/greek