Το Μνημείο της Πυθιονίκης και ο Φωβέλ, ο αρχαιοκάπηλος πρόξενος...


Ιερας Οδού πλησίον του Δαφνίου, δημοσιευμένη γύρω στο 1900

Το Μνημείο της Πυθιονίκης ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της Αρχαίας Ιεράς Οδού, στο Λόφο Προφήτη Ηλία, στο Χαϊδαρί. Κατασκευάστηκε από τον Μακεδόνα Άρπαλο προς τιμήν της συζύγου του, Πυθιονίκης. Βρισκόταν περίπου 1.200 μ. βορειοδυτικά των ταφικών μνημείων που εντοπίστηκαν στην περιοχή του Δρομοκαΐτειου.




Ο Δημήτριος Καμπούρογλου μας δίνει αρκετές πληροφορίες για τον Άρπαλο. Ήταν φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μετά το θάνατο της Πυθιονίκης στη Βαβυλώνα την αντικατέστησε, χωρίς να τη λησμονήσει. Ανέγειρε μνημείο στην Ιερά Οδό για το οποίο δαπάνησε πάνω από δυόμιση εκατομμύρια. Κατά τον Δικαίαρχο, φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ, το μνημείο βρισκόταν κοντά στην Ιερά Οδό, σε ύψωμα από όπου ο ερχόμενος από την Ελευσίνα έχει για πρώτη φορά θέα της αθηναϊκής ακρόπολης αλλά και ολόκληρης της πόλης των Αθηνών.

Μονή στο Δαφνί, 1842

 Το ύψωμα αυτό αδιαμφισβήτητα θεωρείται ο Λόφος Προφήτη Ηλία στο Χαίδάρι. Αναφέρει μάλιστα ότι όποιος το έβλεπε, χωρίς να γνωρίζει σε ποιον ανήκε, πίστευε πως ήταν δημόσιο κτίσμα προς τιμήν κάποιου επιφανούς Αθηναίου του επιπέδου του Κίμωνα, του Μιλτιάδη ή του Περικλή. Όλες οι αναφορές που υπάρχουν από τους περιηγητές για το μνημείο είναι εντυπωσιακές και εφάμιλλες της εξέχουσας ομορφιάς της Πυθιονίκης.

Ταφικά μνημεία κατα μήκος της Ιεράς Οδού

 Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Άρπαλος είχε πληρώσει τριάντα τάλαντα για την ανέγερση του μνημείου της Πυθιονίκης και πολλά περισσότερα για τον επιβλητικό της τάφο στη Βαβυλώνα. Πληροφορίες αναφέρουν ότι είχε κατασκευάσει, εκτός από το μνημείο και βωμό ώστε να τιμάται ως Αφροδίτη Πυθιονίκη. Η επιβλητικότητα του μνημείου και τα χρήματα που δαπανήθηκαν είχαν προκαλέσει θόρυβο αντιδράσεων από τους Αθηναίους.

Μονή Δαφνίου 1959

Παρόλο που η περιοχή του λόφου έχει ερευνηθεί, τα κατάλοιπα του μνημείου δεν έχουν εντοπιστεί, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία για τη μορφή του. Ο Δημήτριος Καμπούρογλου πιθανολογεί ότι το μνημείο αυτό, όπως και πολλά άλλα αρχαία και βυζαντινά, μετατράπηκαν σε ασβέστη.




Ένα μέρος της εκκλησιας και κελιών  της Μονής Δαφνίου

 Στην εκδοχή αυτή κατέληξε λόγω της ασβεστοκαμίνου που ανακάλυψε, με πολλά κομμάτια γλυπτών τριγύρω, η οποία χρονολογείται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πιθανόν ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε στη Μονή Δαφνίου.

3 Ιωνικού ρυθμού κίονες της Μονής Δαφνίου 

Η (αρχαία) Ιερά Οδός ήταν δρόμος των αρχαϊκών χρόνων. Με βάση ανασκαφικά ευρήματα, όμως, θεωρείται ότι οι κάτοικοι της Αθήνας τη διέσχισαν για πρώτη φορά κατά την υστεροελλαδική περίοδο (1600-1100 π.Χ.) προκειμένου να προσεγγίσουν τον οικισμό της Ελευσίνας. Αργότερα, με τη λατρεία της θεάς Δήμητρας (11ος αι. π.Χ) και την καθιέρωση των Μεγάλων Μυστηρίων τον 8ο αιώνα π.Χ., η αρχαία Ιερά οδός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο με τις λατρευτικές πομπές να ακολουθούν αυτή τη διαδρομή. Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, επί τυράννου Πεισίστρατου και των γιων του, η Ελευσίνα ενσωματώθηκε στο αθηναϊκό κράτος, το ιερό της έγινε ευρέως γνωστό σε πανελλήνιο επίπεδο και ολοκληρώθηκε η διαμόρφωση της οδού.
Κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., με την επικράτηση του χριστιανισμού, τα Ιερά της Ελευσίνας παρήκμασαν και το 395 μ.Χ. λεηλατήθηκαν από τους Βησιγότθους του Αλάριχου. Η χρήση της Ιεράς Οδού όμως συνεχίστηκε επί πολλούς αιώνες αργότερα, καθώς ο δρόμος εξυπηρετούσε τη σύνδεση του οικισμού της Ελευσίνας και των γύρω χωριών με την Αθήνα.



Σύμφωνα με τα ευρήματα των ανασκαφών, κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου μεταξύ των κλασικών έως και των ρωμαϊκών χρόνων στην Ιερά Οδό κατασκευάστηκαν τουλάχιστον οκτώ επάλληλα οδοστρώματα και η πορεία της σχεδόν ταυτίζεται με τη σύγχρονη οδική αρτηρία (που εκτείνεται από την Οδό Πειραιώς έως την Ελευσίνα), έχοντας κάποιες μικρές παρεκκλίσεις.
Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι ήταν διάσπαρτη από ιερά και εργαστήρια, ενώ έχουν ανακαλυφθεί και παρόδια νεκροταφεία, αποτελούσε χώρο συγκέντρωσης πεζοπόρων προσκυνητών (αποκλειστικά άνδρες σύμφωνα με την παράδοση) που κατά τη μετάβασή τους προς την περιοχή της Ελευσίνας αντάλλασσαν σκωπτικά πειράγματα, γνωστά και ως «γεφυρισμοί».
Καθ' όλο το μήκος της μπορούσε κανείς να διακρίνει ταφικά μνημεία διακεκριμένων και ευκατάστατων πολιτών, αλλά και αρκετά νεκροταφεία με ταπεινότερους τάφους. Επίσης υπήρχαν μικρά ιερά και ναοί, όπου γίνονταν στάσεις για τελετουργίες κατά την ελευσινιακή πορεία από τους πιστούς, αλλά παράλληλα εξασφάλιζαν και την ξεκούραση των ταξιδευτών. Ανάμεσά τους η Αφαία στον Σκαραμαγκά, το ιερό της Αφροδίτης και η λίμνη των Ρειτών, σημερινή Κουμουνδούρου.

Βιβλιογραφια και πηγές 
 Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων Δημήτριος Καμπούρογλου (3 τόμοι, 1893),
Χαϊδάρι, συνάντηση με την Ιστορία Αναστασία Λερίου, Έκδοση του Δήμου Χαϊδαρίου (2006)
Ιστορίες από την παλιά Αθήνα, Μνημεία της ιστορίας των Αθηναίων Δημήτριος Καμπούρογλου (3 τόμοι, 1893)
 Ιστοσελίδα Δήμου Χαϊδαρίου

Υποσημείωση 
Ο Λουίς Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ ήταν Γάλλος πρόξενος στην Αθήνα (1797)«ζωγράφος, αρχαιολόγος… ολίγον αρχαιοκάπηλος(1)» είχε συναντηθεί με όλους σχεδόν τους Περιηγητές της εποχής (Σατωμπριάν, Πουκεβίλ κ.ά), τον γνωστό αρχαιοκάπηλο Έλγιν κ.ά.
Ο Αθηναιογράφος Δημήτριος Γ.Καμπούρογλου, αναφέρει(1) ότι «ο Φωβέλ κατεγίνετο(1803?), φαίνεται, να εύρη το περιώνυμον μνημείον της εταίρας Πυθιονίκης και αντ΄ αυτού εύρε το μνημείον μιας ιερείας της Αθηνάς».
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο κ.Βασιλική Μαχαίρα(2) «ο Φωβέλ είχε πάρει δύο περιστέρια από το Ιερό της Αφροδίτης στην Αφαία, τα οποία βρίσκονται στην Ολλανδία»



Φωβέλ, ο αρχαιοκάπηλος πρόξενος της Γαλλίας,
ισάξιος του Άγγλου Λόρδου του  Ελγιν Τόμας Μπρούς


Ηταν εκείνα τα χρόνια που οι «αρχαιόφιλοι» από τις «πολιτισμένες» χώρες της Ευρώπης άρχισαν να περιφέρονται στην υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία, κρατώντας στο ένα χέρι τον Παυσανία και τον Στράβωνα και στο άλλο σκαπανικά εργαλεία. Η Ελλάδα, πρώτος και βασικός προορισμός, η χώρα της ευκαιρίας, δέχτηκε την επιδρομή ολόκληρου σμήνους από αυτές τις ακρίδες.  Τα κατορθώματα των μεμονωμένων βανδάλων που έκλεβαν, βεβήλωναν, και κατέστρεφαν τα μνημεία του πολιτισμού των λαών της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας και της Αιγύπτου, ενέπνευσαν ακόμα και τη δημιουργία ολόκληρων ομάδων. Οι επιδρομές συστηματοποιήθηκαν, οι ατομικές αναζητήσεις έγιναν συλλογικές.

Η μετώπη από τη ζωφόρο του Παρθενώνα που βρίσκεται στο Λούβρο

Μια από αυτές τις συλλογικότητες, για παράδειγμα, δημιουργήθηκε στην Ιταλία το 1807, από τον Αγγλο Τσαρλς Ρόμπερτ Κοκρέλ (Charles Robert Cockerell), ένα είδος πολυεθνικής εταιρείας για την διενέργεια ανασκαφών στην Ελλάδα και τη διάθεση των ευρημάτων στην ευρωπαϊκή αρχαιοσυλλεκτική αγορά[1]. Τα μέλη της ήταν αρχιτέκτονες, κλασσικοί φιλόλογοι, τοπογράφοι και καλλιτέχνες. Στη σύνθεση της συμμορίας συμμετείχαν Αγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί, Δανοί, Βαυαροί, Εσθονοί, κάθε καρυδιάς καρύδι. Στόχος της εταιρείας οι αρχαιολογικοί χώροι της Αίγινας, της Ολυμπίας και της Φιγαλίας.

Ολοι αυτοί περνούσαν από την Αθήνα όπου έβρισκαν φιλόξενο καταφύγιο, στο σπίτι του Αρχιερέα της αρπαγής και του εμπορίου αρχαιοτήτων, του πρόξενου της Γαλλίας, Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ[2] (Louis François Sébastien Fauvel), αγόραζαν από τις «συλλογές» του ή εξοπλίζονταν με πρόθυμες συμβουλές και οδηγίες για το που θα βρουν αρχαιότητες, πως θα κάνουν ανασκαφές, πως θα λαδώσουν τους κατάλληλους ανθρώπους, πως θα τις μεταφέρουν και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία για μια επιτυχημένη λεηλασία.

Η προτομή του Ηρώδη του Αττικού, «απόκτημα» του Φωβέλ, βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου

Οι χαλαρές μέρες των γιορτών βοήθησαν να ξεφυλλίσω τους πολύ ενδιαφέροντες τόμους του Κυριάκου Σιμόπουλου, ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Εκδόσεις Πιρόγα, την σημαντική προσφορά του Ημεροδρόμου στους φίλους του, και είχα την χαρά όχι μόνο να θυμηθώ αλλά και να μάθω για τους περιηγητές, τους ξένους επισκέπτες στην Ελλάδα, το έργο τους και τις εντυπώσεις που έγραψαν για τα μέρη που είδαν.  Ανάμεσά τους και ο Φιλότουρκος Γάλλος Πρόξενος, ο οποίος αδικήθηκε από την Ιστορία, γιατί, αν και κορυφαίος πλιατσικολόγος το όνομά του κρύφτηκε στη σκιά του άλλου μεγάλου αρχαιοκάπηλου, του σύγχρονού του Αγγλου Τόμας Μπρους, 7ου Κόμη του Ελγιν, που έμεινε στην Ιστορία ως Λόρδος Ελγιν, ο οποίος λεηλάτησε την Ακρόπολη των Αθηνών και ιδιαίτερα τον Παρθενώνα.
Ο Σεμπαστιάν Φωβέλ ήταν ζωγράφος και σχεδιαστής, ήρθε στην Ελλάδα το1781 και τέθηκε στην υπηρεσία του αρχαιοσυλλέκτη και Πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, Σουαζέλ Γκουφιέ (Choiseul Gouffier). Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Φωβέλ περιπλανήθηκε σε όλη την Ελλάδα, συγκεντρώνοντας στοιχεία και, κυρίως, συλλέγοντας αρχαιότητες για τον κύριό του[3].

Ενθουσιασμένος ο Γκουφιέ για τις επιδόσεις του Φωβέλ, με αφορμή την κλοπή δυο μετώπων του Παρθενώνα στέλνει επιστολή προς τους συνεργάτες του:

«..Αρπάξτε ότι μπορείτε να μεταφέρετε και μην παραλείψετε να λεηλατήσετε την Αθήνα και τα περίχωρα της. Πάρτε ότι υπάρχει και μη λυπηθείτε ούτε ζωντανούς ούτε νεκρούς…»

ζητώντας τους να εμπιστευθούν τον Φωβέλ, και να συνεργαστούν μαζί του ώστε να καταφέρουν να πάρουν τον Λέοντα της Χαιρώνειας ή ένα ανάγλυφο από το Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο…

Ο Σεμπαστιάν Φωβέλ στην Αθήνα
Εφτασε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1803 με το αξίωμα του έμμισθου πρόξενου της Γαλλίας, παραμερίζοντας, με τις γνωριμίες που εξασφάλισε χάρη στο αρχαιοθηρικό παρελθόν και τις προσδοκίες για μελλοντικά ωφελήματα, τον μέχρι τότε πρόξενο Δημήτριο Γάσπαρη, που έμαθε για την αντικατάστασή του στο λιμάνι της Μασσαλίας λίγο πριν ανέβει στο καράβι για την επιστροφή του στη Αθήνα.

Το προξενείο στην Αθήνα δεν εξυπηρετούσε γαλλικά οικονομικά συμφέροντα, η Αττική ήταν νεκρή για το γαλλικό εμπόριο. Στα πρώτα 14 χρόνια της προξενικής θητείας του Φωβέλ στην Αθήνα δεν άραξε ούτε ένα γαλλικό πλοίο στον Πειραιά. Ωστόσο η παρουσία του γαλλικού προξενείου ήταν αναγκαία για να αντισταθμίζει και να παρεμποδίζει τη δραστηριότητα των Άγγλων στον αρχαιολογικό τομέα.

Οι Άγγλοι είχαν πάρει το πάνω χέρι, κατά τη διάρκεια της γαλλοτουρκικής ρήξης 1779 – 1801, και είχαν ξεκινήσει, με τον πρεσβευτή τους στην Κωνσταντινούπολη, λόρδο του Ελγιν,Τόμας Μπρούκς  τη μεγάλη επιχείρηση λεηλασίας των ελληνικών αρχαιοτήτων στην Αθήνα.

Ο Φωβέλ έγινε ο επίσημος και ανεπίσημος προμηθευτής των Γάλλων αρχαιοσυλλεκτών, κρατικών και ιδιωτικών. Μπορεί το γαλλικό εμπόριο στην Αττική ήταν ήταν ανύπαρκτο, το εμπόριο των αρχαιοτήτων όμως άνθιζε. Στα 18 χρόνια της προξενικής του θητείας ασχολήθηκε με 4 – 5 όλες κι όλες εξωαρχαιολογικές υποθέσεις.

Φτάνοντας ο Φωβέλ στην Αθήνα βρήκε τα συνεργεία του Ιταλού καλλιτέχνη Λουσιέρι να κατεδαφίζουν τα αρχαία μνημεία, για λογαριασμό του λόρδου του Ελγιν. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα τις σκαλωσιές, τα εργαλεία και το αμάξι που ο ίδιος ο Φωβέλ είχε ετοιμάσει, λίγα χρόνια πριν, για την ίδια δουλειά για λογαριασμό του δικού του πρεσβευτή Γκουφιέ. Κατάφερε να σταματήσει για λίγο τον Ιταλό.

Από τις πρώτες φροντίδες του Φωβέλ ήταν να φορτωθούν στη γαλλική κορβέτα «L’ Arabe» 26 κιβώτια με τα γλυπτά που είχε λεηλατήσει κατά τη διάρκεια της διπλωματικής του θητείας στην Κωνσταντινούπολη κι είχαν κατακρατηθεί, κατά τη γαλλοτουρκική ρήξη στον Πειραιά. Το καράβι όμως έπεσε στα χέρια των Αγγλων και το πολύτιμο φορτίο του πουλήθηκε  ως λεία πολέμου στο Λονδίνο. Μετά από λίγο, κατά το ταξίδι της επιστροφής του στην Αγγλία, αιχμαλωτίστηκε ο Ελγιν από τους Γάλλους κρατήθηκε, για αντίποινα, τρία χρόνια, στο Μελάν (Melun) της Γαλλίας.

Βασική απασχόληση του Φωβέλ ήταν η αρχαιοκαπηλεία. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλάει τα «εμπορεύματά» του. Η κατοικία του είχε μεταβληθεί σε αρχαιολογικό μουσείο, έγραφαν οι ξένοι. Στην πραγματικότητα αποτελούσε αποθήκη και κατάστημα αρχαιοτήτων.

Οι μεγάλες συναλλαγές γίνονταν με διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία. Πούλησε στον διευθυντή του Μουσείου της Γαλλίας πολλά αντικείμενα εξαιρετικής τέχνης. Συνεργαζόταν με ξένους αρχαιολαφυραγωγούς και υποβοηθούσε τη λαθραία εξαγωγή αρχαιοτήτων. Ολοι κατέφευγαν στον Φωβέλ.
Στα πρώτα χρόνια κατοικούσε στο σπίτι του Δ. Γάσπαρη, στην οδό Κυρρήστου στην Πλάκα. Εκεί τον επισκέφτηκε ο Σατωβριάνδος το 1806 που περιέγραψε το σπίτι: «Ηταν γεμάτο από γύψινα εκμαγεία του Παρθενώνα. Στους τοίχους έβλεπες χάρτες της Αττικής και κυρίως του Μαραθώνα. Στο τραπέζι κομμάτια μάρμαρα, σκόρπια νομίσματα, αρχαία αγγεία».


Ερυθρόμορφη πυξίδα με απεικόνιση των γάμων του Πηλέα με τη Θέτιδα. Μουσείο του Λούβρου


Ο λόρδος Βύρων είχε την «τύχη» να γνωρίσει τον πρέσβη κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1810 – 1811. Ο ποιητής παρακολούθησε με αηδία τον ανταγωνισμό του Φωβέλ με τον πράκτορα του Ελγιν τον Ιταλό Λουσιέρι, στο κυνήγι των αρχαιοτήτων. Εγραφε: «Δυό ζωγράφοι ερίζουν για το προνόμιο ποιος θα γυμνώσει τον Παρθενώνα. Θριαμβολογούν και οι δύο μόλις πετύχουν την έκδοση καινούργιου ευνοϊκού φιρμανιού. Ο Σύλλας τιμώρησε την Αθήνα, ο Φίλιππος την έκαψε και τώρα ένας μίσθαρνος αρχαιολόγος και οι αισχροκερδείς πράκτορές του έριξαν αυτή την πόλη στην καταφρόνηση όπου βρίσκονται οι ίδιοι».   

Λίγα χρόνια αργότερα θα εγκατασταθεί στο πολυτελέστατο σπίτι που έχτισε ανάμεσα στα αγάλματα των Γιγάντων και τη στοά του Αττάλου. Είχε πλουτίσει πολύ σύντομα με την αρχαιοκαπηλία και παράλληλα κέρδιζε και από την τοκογλυφία.

Το σπίτι του πρόξενου της Γαλλίας στην Αθήνα



Στο μπαλκόνι του σπιτιού ζωγράφισε ο Λουί Ντιπρέ (Louis Dupré), το 1819. Ο Φωβέλ φοράει στολή προξένου και κάθεται μπροστά στο καβαλέτο ενώ μια υπηρέτρια του προσφέρει αναψυκτικό σε δίσκο. Στο βάθος δεξιά φαίνεται ο τρούλος των Αγίων Αποστόλων και ψηλά η Ακρόπολη. Κάτω δεξιά από την υπηρέτρια υπάρχει ένα καλούπι μιας μετόπης από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, που απεικονίζει τον Λαπίθη να μάχεται με τον Κένταυρο. Το εύρημα κατά τη μεταφορά έπεσε στα χέρια των Αγγλων και σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Ο πίνακας του Ντιπρέ πουλήθηκε σε δημοπρασία στο Παρίσι 289.500 ευρώ, το  2014


Το 1814 φιλοξενήθηκε στο νέο σπίτι του Φωβέλ ο Γάλλος πρόξενος στα Γιάννενα ο Φρανσουά Σαρλ Υγκ Πουκεβίλ (François Charles Hugues Laurent Pouqueville) που το περιέγραψε ως εξής:

«Το έχτισε με έξοδά του από τα ερείπια των παλατιών του Περικλή και της Ασπασίας και από τα κτίσματα που κοσμούσαν άλλοτε την Αθήνα. Οι τοίχοι της αυλής ήταν στολισμένοι με επιτύμβιες στήλες και ενεπίγραφα μάρμαρα. Η είσοδος γεμάτη από λείψανα της σεπτής αρχαιότητας».

Είδε ακόμα μια σαρκοφάγο από λευκό μάρμαρο. Πλάι στην είσοδο είχε τοποθετήσει ένα μάρμαρο με την διαθήκη κάποιου αρχαίου Αθηναίου που το χρησιμοποιούσε ως βάθρο για να ανεβαίνει στο άλογό του. Υπήρχε ένας κίονας από πεντελικό μάρμαρο με ένα τέλειο ιωνικό κιονόκρανο στην κορυφή. Κέδρινα δοκάρια που βρέθηκαν ατόφια σε τάφους, υποβάσταζαν τη στοά που ξεκινούσε από την εξώπορτα. Στα πλαϊνά της στοάς είχαν εντοιχιστεί αρχαία μάρμαρα με ψηφίσματα, επιτύμβιους αποχαιρετισμούς, αφιερώσεις και εγκώμια για Αθηναίους που τίμησαν και ευεργέτησαν την πόλη. Στον τοίχο της σκάλας που ανέβαζε στα διαμερίσματα του προξένου έβλεπε κανείς μάρμαρα με εγχάρακτα αθηναϊκά χρονικά.

Στην κάμαρα που παραχωρήθηκε στον Πουκεβίλ υπήρχαν γύψινα ομοιώματα αγαλμάτων από εκείνα που πρόσφατα (μόλις το 1810) είχε λεηλατήσει από την Αίγινα  η πολυεθνική συμμορία με την οποία συνεργάζονταν. Στο εργαστήριο του Φωβέλ είδε μια αναπαράσταση της Αθήνας της εποχής του Παυσανία, με όλα τα μνημεία, τις χωροσταθμήσεις και τις εδαφικές ανωμαλίες. Προοριζόταν για τη βιβλιοθήκη του Γάλλου βασιλιά, το κατέστρεψε όμως όταν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα. Ακόμα περιεργάστηκε αμέτρητα αντικείμενα που είχε συγκεντρώσει ο πρόξενος από ανασκαφές: αγγεία με παραστάσεις, ειδώλια, παιχνίδια, οικιακά σκεύη, είδη γυναικείου καλλωπισμού και μια ανθρώπινη σιαγόνα «με τον οβολό του Χάροντα σφηνωμένο ανάμεσα στα δόντια».

Ο Σεμπαστιάν Φωβέλ δικαιολογούσε την αρχαιοκαπηλία του και την εμπορία των αρχαιοτήτων με ξεδιάντροπο τρόπο: «Είμαι υποχρεωμένος να ξεκάνω τα αντικείμενα που συγκεντρώνω, αφού τα χαρώ λίγο, για να μπορέσω ν’ αποκτήσω άλλα για την ευχαρίστησή μου».

Θα ήταν τουλάχιστον σημαντική η συμβολή του, σημειώνει ο Σιμόπουλος, αν τουλάχιστον σημείωνε με ακρίβεια την ταυτότητα των αντικειμένων που πέρασαν από τα χέρια του, αν είχε δηλαδή καταρτίσει ένα κατάλογο για το πού, πώς και πότε βρέθηκαν οι αρχαιότητες του «μουσείου» του. Ούτε αυτό έκανε.

Το ξέσπασμα της επανάστασης
σήμανε το τέλος του Φωβέλ
Στις παραμονές του εθνικού ξεσηκωμού απαντούσε με χλευασμό σε όσους τον πληροφορούσαν ότι οι Ελληνες ετοιμάζονται για ένοπλη δράση. «Μερικοί κακοποιοί θα είναι, έλεγε, κοκορόμυαλοι. Πρέπει να τους τσακίσουν αμέσως οι Τούρκοι». Όταν κατάλαβε τι συμβαίνει πανικοβλήθηκε. Στις 7 Μάη 1821 δυο χιλιάδες Ελληνες από τα γειτονικά χωριά μπαίνουν στην Αθήνα, την καταλαμβάνουν και αρχίζουν την πολιορκία της Ακρόπολης. Ο Φωβέλ συγκεντρώνει μικρούς θησαυρούς που μπορούσε εύκολα να μεταφέρει, γλυπτά και κοσμήματα και στις 16 Μάη επιβιβάζεται στο γαλλικό «La Lionne» και φτάνει στη Τζιά. Τέλη Αυγούστου οι Τούρκοι κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους επαναστάτες από την Αθήνα.

Στα μέσα του Οκτώβρη, μετά από πολλούς δισταγμούς, ο Φωβέλ επιστρέφει στην Αθήνα. Οι Τούρκοι τον υποδέχτηκαν με τιμές. Ο σεΐζης του πασά έστειλε άλογα στον Πειραιά για να παραλάβει τον Γάλλο πρόξενο. Οι αξιωματικοί των γαλλικών πολεμικών «Guerrier», «Estafette» και «Olivier», ανέβηκαν στην Αθήνα με μεγάλη στολή για να επισκεφτούν τον πασά.

Ο Φωβέλ βρήκε το «μουσείο» του άθικτο. Οι Τούρκοι τον βοήθησαν να ξαναποκτήσει μερικές αρχαιότητες που είχαν λεηλατηθεί και τον αποζημίωσαν για ότι χάθηκε και για τις ζημιές.

Στις αρχές Νοέμβρη, όμως, οι επαναστάτες ξαναγύρισαν. Ο Φωβέλ ήταν τουρκόφιλος από ιδιοτέλεια. Διαταράχτηκε εξ αιτίας του ελληνικού ξεσηκωμού η ζωή του αρχαιοκάπηλου και τοκογλύφου, η ανατολίτικη ραστώνη του. Τον Ιούνη του 1822 πέφτει για δεύτερη φορά το κάστρο της Ακρόπολης και στα μέσα του Ιούλη ο πρόξενος εγκαταλείπει οριστικά την Αθήνα φεύγοντας για τη Σύρο, όπου έμεινε ένα χρόνο. Στις 8 Ιούλη 1823 αναχώρησε για τη Σμύρνη, όπου έμεινε μόνιμα, συνεχίζοντας την αρχαιοκαπηλία στα περίχωρα της  Σμύρνης, με ανασκαφές και εμπόριο αρχαιοτήτων, μέχρι τον θάνατό του, στις 12 Μάρτη του 1838 σε ηλικία 85 χρόνων, αφήνοντας πίσω του μια συλλογή με 2000 αρχαία ελληνικά νομίσματα, μερικά ολόκληρα αγγεία και θραύσματα από τερακότα, κομμάτια από μάρμαρο, γύψινα εκμαγεία και διάφορα άλλα παλαιά αντικείμενα, αιγυπτιακούς σκαραβαίους και κινέζικες πορσελάνες.

Στις σημαντικές «αποτυχίες» του καταγράφονται τα μάρμαρα του Παρθενώνα που τα πήρε μέσα από τα χέρια του ο Ελγιν, τα γλυπτά της Αφαίας και της Φιγαλίας που κατέληξαν στα χέρια των Αγγλων, από την πολυεθνική συμμορία του Κοκρέλ, έχασε 30 αγάλματα που διεκδίκησε να αγοράσει από τα ευρήματα του Βελήπασα στο Αργος αλλά τον πρόλαβε ένας Αγγλος αξιωματικός που συνόδευε τον λόρδο Γκίλφορντ.

Η σημαντικότερη, ίσως, αποτυχία του ήταν το άγαλμα της Αφροδίτης που βρέθηκε στη Μήλο, όπου τον πρόλαβε ο συμπατριώτης του ο Ντε Μάρκελους ( De Marcellus), γραμματέας το 1820 της γαλλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη που άρπαξε το άγαλμα στο λιμάνι της Μήλου, μέσα από τα χέρια των ανθρώπων του αρχαιοσυλλέκτη Ελληνα δραγουμάνου του Οθωμανικού Στόλου, Νίκου Μουρούζη, ο οποίος είχε αγοράσει ήδη το άγαλμα. Η Αφροδίτη φορτώθηκε στο γαλλικό πολεμικό «Estafette» ταξίδεψε για Πειραιά, όπου το θαύμασε ο Φωβέλ, Ρόδο, Κύπρο, Αλεξάνδρια, για τέσσερις μήνες, και στη Σμύρνη μεταφορτώθηκε στο «La Lionne» και τον Φλεβάρη του 1821 βρισκόταν στο Παρίσι. Αργότερα το διεκδίκησε και η βαυαρική κυβέρνηση η οποία αξίωσε να της παραδοθεί η Αφροδίτη γιατί βρέθηκε στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου της Μήλου, που είχε …αγοράσει ο Βαυαρός βαρώνος Χάλλερ το 1814..

Ο Δημήτρης Καμπούρογλου βιογραφώντας τον Λουί Φρανσουά Σεμπαστιάν Φωβέλ καταλήγει: «Αιωνία του η μνήμη!»


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Κυριάκου Σιμόπουλου, τόμος Γ2, σελ. 132 – 150

[2] ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, Κυριάκου Σιμόπουλου, τόμος Γ2, σελ. 572 – 582 και για τη δράση του στην Ελλάδα,  τόμος Β΄ σελ. 439 κ.ε.

[3] Ο Ελγιν αναγνώριζε τον Γκουφιέ ως δάσκαλό του. Ο Γκουφιέ πρώτος απέσπασε τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, μια πλάκα από την ανατολική πλευρά της ζωφόρου βρίσκεται  στο Λούβρο, όπου αν δεν προλάβαινε ο Ελγιν, σήμερα όλα τα μάρμαρα του Παρθενώνα θα βρίσκονταν εκεί. Είχε μάλιστα εκπονήσει  σχέδιο για τη μεταφορά ολόκληρου του ναού του Ηφαίστου στη Γαλλία

ΠΗΓΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ :/www.imerodromos.gr/

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ








ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ