Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων


Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία


του Χρίστου Δαγρέ,

Το 1ο μισό του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται εν πολλοίς από την κορύφωση (και τελικά την παρακμή, εξαιτίας και της πολεμικής εξάντλησης μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, των κύριων κρατικών υποκειμένων) του “αποικιοκρατικού δράματος”, δηλαδή τη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων με αποικίες ή αποικιοκρατικές βλέψεις, καμουφλαρισμένων πίσω από ιστορικο-ιδεολογικά “αυτοκρατορικά” κατασκευάσματα. Η πιο “οπερετική” εκδοχή αυτής της ιδεολογίας είναι αναμφίβολα η νεο-αυτοκρατορική ιδέα της ιταλικής άρχουσας ελίτ περί “αναβίωσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας”.

Η νεο-αυτοκρατορική ιταλική περιπέτεια χωρίζεται αδρά σε δύο φάσεις: την περίοδο της Αντάντ και την περίοδο του Άξονα, οι οποίες διαφέρουν μόνο ως προς το συμμαχικό πλαίσιο εντός του οποίου οι Ιταλοί επιχείρησαν να υλοποιήσουν τις αποικιοκρατικές στοχεύσεις τους, οι οποίες παρέμειναν λίγο-πολύ οι ίδιες και στις 2 περιόδους. Στα πλαίσια της Τριπλής Συνεννόησης [Triple Entente ή απλώς Αντάντ] και στην προσπάθεια της να προσεταιριστεί την Ιταλία, επιτράπηκε στους Ιταλούς να διεκδικήσουν την υλοποίηση των αποικιακών του στόχων στις τούρκικες επαρχίες της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής (στις οποίες κατόπιν έδωσαν την αρχαιοελληνική ονομασία Λιβύη). Οι Ιταλοί κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία το Σεπτέμβριο του 1911, ωστόσο οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, τουλάχιστον στο ξεκίνημα, έκρυβαν πολλές απογοητεύσεις και ήττες για τον ιταλικό στρατό. Έτσι, σε μία προσπάθεια αντιπερισπασμού, στις 5 Μαϊου 1912 ο στρατηγός G. Ameglio αποβιβάζεται στη Ρόδο, την οποία καταλαμβάνει σε λίγες ημέρες. Με την κίνηση αυτή, ως μία δευτερεύουσα εκδήλωση των νεο-αυτοκρατορικών ιταλικών φαντασιώσεων, οι ιταλικές στοχεύσεις κατέληξαν να ταλαιπωρούν για περίπου μισό αιώνα ένα σημαντικό κομμάτι του νησιώτικου Ελληνισμού: τα Δωδεκάνησα.

Πηγή φωτογραφίας: Ηερολόγιο 1991 – Ένωση Συμιακών Νέων “ο Νιρέας” [στο: Doumanis N., ό.π.]


Η Ελληνική στάση
Ο Ιωάννης Μεταξάς– υπασπιστής του Ελευθερίου Βενιζέλου- έγραψε στο ημερολόγιο του, ότι η κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία ήταν πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού προς τον Ιταλό ομόλογο του, στον οποίο είχε επίσης προτείνει να τα κηρύξουν αυτόνομα υπό την προστασία της Ιταλίας ή της Ευρώπης. [1]

Αρχικά οι κάτοικοι, στη μεγάλη του πλειοψηφία Έλληνες ορθόδοξοι, υποδέχτηκαν τους Ιταλούς ως απελευθερωτές, ελπίζοντας ότι αποτελεί προείκασμα της Ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα, ελπίδες που είχε υποδαυλίσει αρχικά και ο ίδιος ο Ameglio και άλλοι ιταλοί παράγοντες που τόνιζαν την προσωρινότητα της κατάστασης και το στόχο της αυτονομίας των νησιών υπό ιταλική προστασία. Ο Ίωνας Δραγούμης ως Τμηματάρχης Α’ στο Υπ. Εξωτερικών αναλαμβάνει δράση και με τη βοήθεια του Σταύρου Λιάτη και του αξιωματικού πεζικού Αλέξη Γαβαλιά οργανώνει το “Κοινόν των Νησιωτών” για να προλάβει τις εξελίξεις. Αστραπιαία και με μεγάλη μυστικότητα διοργανώνουν το Γ’ Συνέδριο Πληρεξουσίων από τις “δημαρχίες” των νησιών στη μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο (3-6 Ιουνίου 1912) [2]. Το Συνέδριο αφού εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς το Ιταλικό Βασίλειο για την απελευθέρωση “από του αφορήτου τουρκικού ζυγού”, κηρύσσει την Αυτονομία των νήσων ως “Πολιτεία του Αιγαίου” και αποφασίζει να σταλεί το ψήφισμα στις Ιταλικές αρχές και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις. Παρότι το Συνέδριο είχε προδοθεί, οι Ιταλοί δεν πρόλαβαν να διακόψουν τις εργασίες και να συλλάβουν τους πληρεξούσιους και τους διοργανωτές. Ωστόσο, ο Ameglio όταν του ενεχειρίζεται το ψήφισμα το επιστρέφει ως “μη αποδεκτό”. [3]

Η αντίδραση του στρατ. Ameglio ήταν ενδεικτική των κρυφών “αυτοκρατορικών” βλέψεων των Ιταλών για τα Δωδεκάνησα. Οι καθησυχαστικές αρχικές δηλώσεις προς τον ελληνικό πληθυσμό ήταν απλώς κούφιες υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα. Έτσι αρχικά τα νησιά αποκτούν “ενεχυριακό χαρακτήρα” καθώς η Ιταλία καταρχάς αγνόησε την προτροπή του Βενιζέλου για αυτονόμηση τους αλλά συμφώνησε με την Τουρκία να τα επιστρέψει όταν αυτή αποσύρει τα στρατεύματα της απ’τη Κυρηναϊκή. Η συμφωνία με την Τουρκία δεν τηρήθηκε καθώς με την “μυστική” Συνθήκη του Λονδίνου (1915) απαίτησε και πήρε, μεταξύ άλλων ανταλλαγμάτων, και την επίσημη προσάρτηση των Δωδεκανήσων, για να συμμετάσχει στον Α’ Παγκ. Πόλεμο (Α’ΠΠ) με το μέρος της Αντάντ.

Αργότερα ωστόσο, υπό την πίεση των συμμάχων της ο Ιταλός υπουργ. Εξωτερικών Tommaso Tittoni υπέγραψε συμφωνία με τον Ελ. Βενιζέλο το 1919 ότι η Ιταλία θα παραχωρούσε τα Δωδεκάνησα (με την εξαίρεση της Ρόδου) και η Ελλάδα θα υποστήριζε τα ιταλικά συμφέροντα σε Αλβανία και Ανατολία. Η συμφωνία αυτή επιβεβαιώθηκε στη βραχύβια Συμφωνία των Σεβρών το 1920, όπου η παραχώρηση των Δωδεκανήσων συνδέθηκε με την παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα από τη Μ. Βρετανία ενώ για τη Ρόδο είχε προβλεφθεί δημοψήφισμα για την Ένωση μετά από 15 χρόνια. Υπό το βάρος των γεγονότων στη Μ. Ασία, η ιταλική κυβέρνηση θα αποκηρύξει τη συμφωνία Tittoni-Βενιζέλου το 1922, ενώ με τη Συμφωνία της Λωζάννης η Τουρκία εγκταλείπει επίσημα κάθε δικαιώματος στα νησιά και “επισημοποιείται” η προσάρτηση στην Ιταλία οπότε πλέον οι Δωδεκανήσιοι αποκτούν υπηκοότητα Ιταλού πολίτη. [4]
Από τον Ameglio και μέχρι το 1922 τα νησιά είχαν μια σειρά από Ιταλούς στρατιωτικούς διοικητές. Μετά την προσάρτηση τους όμως και επίσημα στην Ιταλία διορίζονται κατά σειρά 4 Κυβερνήτες, οι: Mario Lago (Νοεμ. 1922 – Νοεμ. 1936), Cesare Maria De Vecchi (Δεκ. 1936 – Δεκ. 1940), Ettore Bastico (Δεκ. 1940 – Ιουλ. 1941) και Inigo Campioni (Ιουλ. 1941 – Σεπτ. 1943).

1915: H Μυστική Συνθήκη του Λονδίνου
Το 1915 ο μαρκήσιος Imperiali, ως εκπρόσωπος της ιταλικής κυβέρνησης, συναντήθηκε μυστικά στο Λονδίνο με τους εκπροσώπους της Αντάντ, το Βρετανό υπουργό εξωτερικών σερ Edward Gray, το Γάλλο πρέσβη Paul Cambon και τον Ρώσσο πρέσβη κόμητα Benclcendorff για να διαπραγματευτεί την είσοδο της χώρας του στον πόλεμο μαζί με την Αντάντ. Η τελική συμφωνία έδινε στην Ιταλία σχεδόν τα πάντα απ’όσα ζήτησε εδαφικά και οικονομικά. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ελλάδα είχε το Άρθρο 8: “H Ιταλία θα λάβει και τα δώδεκα νησιά (Δωδεκάνησα), τα οποία τώρα κατέχει, σε πλήρη προσάρτηση.”

Έμμεσο Ελληνικό ενδιαφέρον είχε και το άρθρο 9, όπως γνωρίζουμε υπό το φως των πραχθέντων στη Μικρά Ασία μετά το τέλος του Α’ΠΠ. Το άρθρο αναγνώριζε εδαφικά δικαιώματα στην Ιταλία στην περιοχή της Αντάλιας (εάν κατακερματίζονταν η Τουρκία) ή, σε περίπτωση διατήρησης της Τουρκίας, αναγνώριζε το δικαίωμα της Ιταλίας να διατηρήσει στη σφαίρα επιρροής της την περιοχή αυτή. Ουσιαστικά, οι 3 Σύμμαχοι και το επίδοξο νέο μέλος μοίραζαν το κρέας της (τουρκικής) αγελάδας προτού τη σφάξουν. Ακόμη παραχωρούνταν εδάφη στην Ιταλία εδάφη που ανήκαν στη σφαίρα της Αυστρο-Ουγγαρίας στο Τρεντίνο, τη Τεργέστη, την Ίστρια και τη Δαλματία (συμπεριλαμβανομένων πολλών νησιών), ενώ δημιουργούνταν μία ευρύτερη “ουδέτερη” ζώνη πέριξ αυτών. Τέλος αναγνωρίζονταν εδαφικά δικαιώματα στην Ιταλία σε Λιβύη, Ερυθρέα και Σομαλιλάνδη. Η Συνθήκη ολοκληρώθηκε και υπογράφηκε την 26η Απριλίου. [5, 6]

Νωρίτερα τον Απρίλιο, ο Imperiali είχε εμπλακεί σε διαπραγματεύσεις που κράτησαν εβδομάδες με το Γερμανό πρώην καγκελάριο Bernhard von Bülow με διακύβευμα την ουδετερότητα της Ιταλίας απέναντι στις Κεντρικές Δυνάμεις. Οι εδαφικές απαιτήσεις της Ιταλίας ήταν λίγο-πολύ οι ίδιες με αυτά που πήρε απ’την Αντάντ, γεγονός που ενοχλούσε κυρίως την Αυστρο-Ουγγαρία καθώς αυτή εξαναγκαζόταν σε εδαφικές παραχωρήσεις. Ωστόσο, ενώ είχαν καταλήξει σε μία καταρχήν συμφωνία (η οποία περιλάμβανε την απόσυρση του όποιου ενδιαφέροντος της Αυστρο-Ουγγαρίας από Αλβανία και Δωδεκάνησα), τελικά κατέρρευσε εξαιτίας της κάθετης άρνησης της Αυστρο-Ουγγαρίας να παραχωρηθούν τα εδάφη άμεσα (όπως απαιτούσε η Ιταλία) και όχι μετά το τέλος του Α’ΠΠ. Μετά το αδιέξοδο των διαπραγματεύσεων, ο δρόμος άνοιξε για την Ιταλία για να προσχωρήσει πλήρως στην Αντάντ, με ανάληψη στρατιωτικών υποχρεώσεων. [6]

Γενικά η άσκηση της μυστικής διπλωματίας μεταξύ των μεγαλύτερων ή μικρότερων κρατών της Ευρώπης, με κυριότερη της διαβόητη Συνθήκη του Λονδίνου (1915) θεωρείται ως ένας από τους σοβαρότερους παράγοντες που αν δεν προκάλεσαν τον Α’ΠΠ, σίγουρα λειτούργησαν αναδραστικά για την εξεύρεση ειρηνικής λύσης (αν υπήρχε). Αναμφισβήτητα δε, η Συνθήκη ήταν το δυσκολότερο εμπόδιο για την ολοκλήρωση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του Α’ΠΠ καθώς τα όσα είχαν τόσο “γενναιόδωρα” υποσχεθεί οι Άγγλοι στην Ιταλία συγκρούονταν τόσο με την εθνολογική πραγματικότητα επί του εδάφος (π.χ. σε Δαλματία και Δωδεκάνησα) όσο και με τα συμφέροντα άλλων συμμάχων με σημαντική προσφορά σε θυσίες, όπως η Ελλάδα και η Σερβία (Γιουγκοσλαβία). Οι φήμες για μια μυστική συμφωνία μεταξύ Αντάντ και Ιταλίας είχαν θορυβήσει έντονα τους Σέρβους βουλευτές, και ο πρωθυπουργός Μ. Πάσιτς σε μία προσπάθεια να διασκεδάσει τους φόβους τους επιχειρηματολόγησε επάνω στην πίστη του ότι η Ιταλία δεν θα πρόδιδε την αρχή των εθνοτήτων, την οποία είχε επικαλεστεί παλαιότερα κατά την περίοδο ενοποίησης της χώρας. [7] Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται μακρύτερα από την αλήθεια! Η μόνη σταθερή “αρχή” των δυνάμεων της “Δυτικής” Ευρώπης είναι η εργαλειακή χρήση των διαφόρων “ηθικών αρχών” χρησιμοποιώντας σταθερά “δύο μέτρα και δύο σταθμά” όταν το συμφέρον τους το υπαγορεύει.

Η στάση της Ελλάδος
Η περιφρόνηση της βούλησης της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων των Δωδεκανήσων τόσο από τους Ιταλούς (που προφανώς δεν ενοχλούνταν ιδιαίτερα μπροστά στην ικανοποίηση των συμφερόντων τους), όσο και από τους “Συμμάχους” (σε μία όχι και τόσο “σωστή πλευρά της Ιστορίας”) είχε ως αποτέλεσμα την αναζωπύρωση του αισθήματος αλυτρωτισμού τόσο από τους δωδεκανήσιους που ζούσαν εντός και εκτός των νησιών, όσο και από τους υπόλοιπους Έλληνες, ειδικά από το 1919 και έπειτα, όταν με αφορμή το Συνέδριο της Ειρήνης στο Παρίσι, αποκαλύφθηκε η “μυστική” διπλωματία κατά τη διάρκεια του Α’ΠΠ.

Σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι εύποροι Δωδεκανήσιοι της διασποράς, κυρίως σε Αθήνα και Αλεξάνδρεια, με ηγήτορα τον Καλύμνιο γιατρό Σκεύο Ζερβό, ο οποίος πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Αιγαιοπελαγίτικου Συλλόγου (1912) και Δωδεκανησιακού Συλλόγου (1917) για την προώθηση του Δωδεκανησιακού ζητήματος. Μαζί με τον Γεώργιο Ρούσσο δημοσιεύουν τη “Λευκή Βίβλο της Δωδεκανήσου” την οποία κατέθεσαν στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι, ενώ συνοδεύει τον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο στό Συνέδριο των Σεβρών, με τον οποίο διαφωνεί στο ότι η Συμφωνία δεν ήταν εφαρμόσιμη άμα τη υπογραφή της αλλά χρειαζόταν επικύρωση απ’τα Κοινοβούλια. Εκτός από τους δύο αυτούς συλλόγους, οι Δωδεκανήσιοι της διασποράς είχαν σχηματίσει πολυάριθμα τοπικά σωματεία, ειδικά στον Πειραιά, τα οποία υποδέχονταν κάθε χρόνο δεκάδες νέους απ’τα Δωδεκάνησα που κατέφευγαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Εδώ πρέπει να εξάρουμε πάλι την οξυδέρκεια του Σκ. Ζερβού ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής Αθηνών με τους Φιλελεύθερους το 1923 και είχε πετύχει “την είσοδο των Δωδεκανησίων σπουδαστών στα Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις καθώς και την είσοδό τους στις στρατιωτικές σχολές πέρα από τον καθορισμένο αριθμό” [8], γεγονός μεγάλης εθνικής σημασίας ειδικά μετά την πλήρη απαγόρευση εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας στα νησιά.

Πηγή φωτογραφίας: Discover Calymnos

Οι ελπίδες που καλλιέργησε η Συμφωνία Tittoni-Βενιζέλου και επιβεβαίωσε η Συμφωνία των Σεβρών αποδείχτηκαν φρούδες. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων στην Ελλάδα άλλαξε τις προτεραιότητες, ενώ η Ιταλία δεν αισθανόταν πλέον υποχρεωμένη να κυρώσει τη Συμφωνία. Το 1928 με την επίσκεψη Βενιζέλου στην Ιταλία και την υπογραφή του ελληνο-ιταλικού Συμφώνου Φιλίας Βνιζέλου-Μουσολίνι, η επίσημη πολιτική της Ελλάδος υποβαθμίζει το ζήτημα των Δωδεκανήσων. Διαμαρτυρόμενος “ο Ζερβός πήγε στα Χανιά και τον συνάντησε. «Είναι ξηρά και άγονα νησιά» του είπε ο µεγάλος Κρητικός, «δεν αξίζει τον κόπο»”. [9]

Η πολιτική του κατευνασμού της Ιταλίας σύμφωνα με το πνεύμα του Συμφώνου Φιλίας συνεχίστηκε καθόλη τη διάρκεια της 10ετούς ισχύς του. Το 1938 δε, παρά τη θέληση του Ι. Μεταξά να ανανεώσει το Σύμφωνο Φιλίας και Μη-Επίθεσης, αυτό δεν ήταν εφικτό για λόγους ευρύτερων διπλωματικών συνθηκών από το φόβο μήπως εκληφθεί ως παραβίαση της αυστηρής ουδετερότητας της Ελλάδας. Η λύση που βρέθηκε ήταν να υπάρξουν ταυτόχρονες διακοινώσεις των δύο χωρών με ημερομηνία την 30η Σεπτ. 1938, όπου δηλώνονταν αμοιβαία οι καλές προθέσεις τους και η κοινή προσήλωση προς τη φιλία και ειρήνη των δύο χωρών, αφήνοντας την ανανέωση του Συμφώνου για το μέλλον. Οι διακοινώσεις αυτές προκάλεσαν μεγίστη εντύπωση παγκοσμίως και, σύμφωνα με τον Γκράτσι, ερμηνεύτηκαν από κορυφαίους Έλληνες διπλωματικούς ως πρόσκληση προς τα βαλκανικά κράτη να στραφούν προς την Ιταλία, ως ανάχωμα στην εξάπλωση του γερμανισμού και του σλαβισμού στα Βαλκάνια. [10]

Οι συνθήκες για την ανάδειξη της δωδεκανησιακής κατοχής γινόταν όλο και δυσχερέστερες, παρά τη σαφή σκλήρυνση της ιταλικής πολιτικής στα νησιά από το 1937 κι έπειτα. Οι εφημερίδες που εξέδιδαν οι ενώσεις δωδεκανησίων είχαν γίνει ιδιαιτέρως εχθρικές απέναντι στην Ιταλία. Το καθεστώς Μεταξά, στην προσπάθεια του να αποφύγει παντί τρόπω οποιαδήποτε ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί προκλητική ως αφορμή πολέμου από πλευράς Ιταλίας, υπέβαλε τα σωματεία σε αυστηρό έλεγχο και λογόκρινε τις εφημερίδες τους, αλλά με πενιχρά αποτελέσματα. Το πικρά τραγελαφικό δε είναι ότι ο υφυπουργός Τύπου και Τουρισμό κ. Νικολούδης, που προΐστατο της λογοκρισίας των δωδεκανησιακών εφημερίδων, ήταν δωδεκανησιακής καταγωγής ο ίδιος! [11]

Παρά τις αμοιβαίες διακοινώσεις φιλίας και μη-επίθεσης του 1938, από το 1939 οι σχέσεις των δύο χωρών επιδεινώνονταν διαρκώς επάνω σε δύο κύριους άξονες: τις διαμαρτυρίες της Ιταλίας ότι η Ελλάδα παραβίαζε την ουδετερότητα, με κυριότερη και σε κάποιο βαθμό ίσως αληθή κατηγορία τις πιθανές παραβιάσεις των χωρικών της υδάτων από βρετανικά πολεμικά πλοία, για τις οποίες η Ελλάδα ρεαλιστικά δεν μπορούσε να κάνει κάτι παραπάνω από επίσημες διαμαρτυρίες (οι κατηγορίες για ελιμενισμό ή απόκρυψη τους σε ελληνικά λιμάνια αποδείχτηκαν όλες παντελώς αναξιόπιστες και ψευδείς) και την (οπερετική) ανάδειξη της υπόθεσης Νταούτ Χότζα (ενός διαβόητου δολοφόνου και κακούργου, τσάμικης καταγωγής, που δολοφονήθηκε φυγάδας στην Αλβανία, πιθανόν ως αντεκδίκηση συγγενών θυμάτων του) σε κύριο εργαλείο της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής το καλοκαίρι του 1940.

Η κυβέρνηση Μεταξά έκανε κάθε τι δυνατό για να καθησυχάσει την Ιταλία και να αποφύγει μια πολεμική αναμέτρηση (όπως π.χ. να αποκρύψει τις αποδείξεις ότι ήταν ιταλικό το υποβρύχιο που τορπίλισε την “Έλλη”), συμπεριλαμβανομένης και της εξαιρετικά χλιαρής στάσης της στον προκλητικό αυταρχισμό της διοίκησης De Vecchi στα Δωδεκάνησα, λεπτομέρειες της οποίας θα δούμε σε επόμενο κείμενο. Τελικά, ο Μουσολίνι και ο Τσιάνο – για δικούς τους λόγους πολιτικού καιροσκοπισμού – επέλεξαν το δρόμο του πολέμου.

Θα ακολουθήσει ένα δεύτερο κείμενο με πληροφορίες γύρω από τις συστηματικές προσπάθειες εξιταλισμού των Δωδεκανήσων (κυρίως επί διοίκησης De Vecchi) και την απόπειρα ιδεολογικοποίησης της διοίκηση τους ως “μοντέλο αποικιοκρατίας” στην Ανατ. Μεσόγειο.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πηγή: Αντγος ε.α. Ιωάννης Κρασσάς “Ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911-12 και η κατάληψη των Δωδεκανήσων”.
[2] Σύμφωνα με μια μαρτυρία, η μυστικότητα της συνάντησης εκνεύρισε αρχικά αρκετούς κατοίκους της Πάτμου επειδή την εξέλαβαν για μυστική συνάντηση Νεότουρκων συνωμοτών. Οι “δημαρχίες” ήταν η εξέλιξη των παλαιότερων “δημογεροντιών”, δηλαδή ο αυτοδιοικητικός κοινοτιστικός θεσμός στα νησιά. Πηγή: Nicholas Doumanis “Occupiers and occupied in the Dodecanese, 1912-1947: Italian colonialism and Greek popular memory”. Diss. UNSW Sydney, (1994).
[3] Οι πληροφορίες για τον Ίωνα Δραγούμη και το Συνέδριο της Πάτμου, συμπεριλαμβανομένου ολόκληρου του ψηφίσματος για την Αυτονομία, προέρχονται από το άρθρο του Αθανάσιου Λ. Κόρμαλη “«Κοινὸν Νησιωτῶν Αἰγαίου» Ἡ προσπάθεια τοῦ Ἴωνα Δραγούμη γιὰ τὴν Ἕνωση τῶν Δωδεκανήσων (1912)”. Περιοδικό “το Ένζυμο”, τεύχος ΚΑ’, σελ. 100-107 (Άνοιξη 2024).
[4] Πηγή: Alexis Rappas “The Fascist Temptation: British and Italian Imperial Entanglements in the Eastern Mediterranean.” Contemporary European History: pp.1-18 (2022) και Doumanis Ν., ο.π..
[5] Οι ιταλικές διεκδικήσεις επί των οθωμανικών κτήσεων σε Μ. Ασία και Μέση Ανατολή επαναδιατυπώθηκαν σε νέα μυστική συμφωνία στο Σαιν-Ζαν-ντε-Μωριέν (St. Jean de Maurienne) τον Απρίλιο του 1917, χωρίς τη συμμετοχή της καταρρέουσας τσαρικής Ρωσίας. Ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον έχει η απαίτηση της Ιταλίας να συμπεριληφθεί και το βόρειο τμήμα απ’το βιλαέτι της Σμύρνης στα ελεγχόμενα από την Ιταλία εδάφη. Πηγή: Wikipedia “Agreement of St.-Jean-de-Maurianne” (προσπελάστηκε: 04 Ιουνίου 2024).
[6] Ολόκληρη η μυστική συνθήκη του Λονδίνου καθώς και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Γερμανίας, Ιταλίας και Αυστρο-Ουγγαρίας βρίσκονται στο Bedford Turner “Secret treaties of the allies with a special study of the Treaty of London”. Electronic Theses and Dissertations. Paper 1470. https://ir.library.louisville.edu/etd/1470/ (1930).
[7] Πηγή: Bedford Turner, ό.π.
[8] Ο Σκευοφύλαξ (Σκεύος) Ζερβός εκτός από την εθνική του δράση είχε και σημαντική ακαδημαϊκή δράση ως υφηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπ. Αθηνών, θέση που αναγκάστηκε να αφήσει τo 1914 όταν ο πρύτανης του Πανεπεπιστημίου Σπύρος Λάμπρου (και βραχύβιος πρωθυπουργός για 7 μήνες μεταξύ των ετών 1916-17) του ζήτησε να επιλέξει μεταξύ της καθηγητικής ιδιότητας και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα εναντίον της Ιταλικής Κατοχής, καθώς είχε δημιουργηθεί διπλωματικό ζήτημα. Τη δεκαετία του ‘30, είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία αντι-ιταλικού συνδέσμου στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών από διάφορες εθνότητες (Σέρβους, Σλοβένους, Τυρολέζους κ.α.) που υπέφεραν από την ιταλική καταπίεση. Κατά τη γερμανική Κατοχή της Ελλάδος, ο Ζερβός διέφυγε στην Αίγυπτο καθώς είχε πληθώρα καταδικαστικών σε θάνατο αποφάσεων από ιταλικά δικαστήρια, για να συνεχίσει απρόσκοπτα την εθνικοαπελευθερωτική του δράση. Το ιατρικό/ερευνητικό του έργο ήταν πολυσχιδές, και μεταξύ άλλων αφορούσε και στον τομέα της τηλεϊατρικής, στην οποία υπήρξε πρωτοπόρος καθώς κατασκεύασε και επέδειξε με επιτυχία τη συσκευή της “Τηλεξέτασης” που επέτρεπε την ακρόαση των σφυγμών του ασθενούς από απόσταση. Πηγή: Αναστάσιος Κοντάκος και Αναστάσιος Κουντούρης “Πανεπιστημιακή και Ενωτική Δράση του Σκεύου Ζερβού” (προσπελάστηκε: 04 Ιουνίου 2024).
[9] Πηγή: Μαρία Μ. Ζαϊρη “Σκεύος Ζερβός”. Καλυμνιακό Αρχείο http://www.kalymnos-archives.gr/2011/03/02/%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%8D%CE%BF%CF%82-%CE%B6%CE%B5%CF%81%CE%B2%CF%8C%CF%82/
(προσπελάστηκε 04 Ιουνίου 2024).
[10] Εμανουέλε Γκράτσι “Το Ημερολόγιο του Γκράτσι”. Έκδοση “τα Νέα”, (2018).
[11] Γκράτσι Εμ., ό.π.


Ο De Vecchi και η προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων


“Οι Έλληνες υπακούουν μόνο υπό το καθεστώς του φόβου. Όσοι πιστεύουν κάτι διαφορετικό πρέπει να είχαν μόνο μια σύντομη εμπειρία της ζωής αναμεσά τους”

Δήλωση Ιταλού διοικητή των Δωδεκανήσων [1]
(σ.σ. πιθανόν πρόκειται για τον Ameglio)

Στο προηγούμενο άρθρο (“Τα Δωδεκάνησα, η μυστική Συνθήκη του Λονδίνου (1915) και η Ιταλική αυτοκρατορία”) αναφερθήκαμε συνοπτικά στα ιστορικά γεγονότα και στις συνθήκες που επέτρεψαν στην Ιταλία να καταλάβει τα Δωδεκάνησα (Νότιες Σποράδες, παλιότερα) και κατόπιν να τα ενσωματώσει, de facto αρχικά και de jure στο τέλος, με τη σύμφωνη γνώμη Τουρκίας και Αντάντ. Η 2η και η 3η δεκαετία του 20ου αιώνα, μια περίοδος εξαιρετικά πυκνού ιστορικού χρόνου με αλλεπάλληλες συμφωνίες που μετέβαλλαν διαρκώς τα σύνορα στην Ευρώπη, ανέδειξαν την Ιταλία ως έναν θρασύτατο αλλά κυνικά αποτελεσματικό παίκτη, έως τον Β’ ΠΠ. Τα Δωδεκάνησα ήταν μέρος αυτού του ιταλικού (σταθερά ανθελληνικού) παιγνίου.

Επίσης, έγινε μια σύντομη αναφορά στη διαρκώς μεταβαλλόμενη ελληνική θέση μέχρι το 1928 οπότε με το Σύμφωνο Φιλίας Μουσολίνι-Βενιζέλου πρακτικά το ζήτημα έληξε για την επίσημη Πολιτεία. Παρέμενε ωστόσο βαρύ (και καθ’ όλα δικαιολογημένο) το αίσθημα αδικίας και αλυτρωτισμού που γεννούσε στον “απλό” λαό η κατοχή των νησιών, ενώ η Ιταλία προκαλούσε την καχυποψία καθώς επαναλάμβανε συστηματικά τις ιμπεριαλιστικές της βλέψεις εναντίον της Ελλάδος, με διάφορα μέσα. Κάποια ήταν καταφανώς γελοία, όπως τα τραγούδια που έβαζαν τους Ιταλούς στρατιώτες να τραγουδούν όταν ελιμενίζονταν σε ελληνικά λιμάνια, στο ταξίδι τους προς ή από τα Δωδεκάνησα (τραγούδια που “διακήρυσσαν ανόητα την πρόθεση μας να κατακτήσουμε κάποια μέρα την Αθήνα, τον Πειραία, ολόκληρο το Αρχιπέλαγος και δεν ξέρω τι άλλο ακόμα” [2]) ή οι εξίσου ανόητες μεγαλοστομίες από αυτοσχέδιους ρήτορες σε φοιτητικές συγκεντρώσεις. Κάποιες άλλες δηλώσεις όμως προέρχονταν από στόματα με υποτιθέμενη βαρύτητα στα λεγόμενα τους, καθώς εκλαμβάνονταν ως μεθερμηνεία των “κρυφών” προθέσεων της Ιταλικής Κυβέρνησης (“μερικές από τις οποίες έφταναν τα έσχατα όρια της χυδαιότητας και του κακόγουστου”) [2] που ακύρωναν τις διαβεβαιώσεις της ότι σέβονταν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδος.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο διεθνών και διμερών ελληνοϊταλικών σχέσεων οι κάτοικοι των νησιών, οι δωδεκανήσιοι της διασποράς και γενικά οι Έλληνες και οι κυβερνήσεις του Ελλαδικού κράτους (βαρύθυμα, από ένα σημείο και μετά) είχαν να διαχειριστούν ένα εξαιρετικά σοβαρό ζήτημα: τη συστηματική προσπάθεια εξιταλισμού των Δωδεκανήσων, καθώς η αντικατάσταση του οπισθοδρομικού Ανατολίτη Τυράννου από έναν εκσυγχρονισμένο Δυτικό σήμανε όχι μόνο ανανέωση και “εκμοντερνισμό” των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών ζωής αλλά και χρησιμοποίηση νέων, επιστημονικά ραφιναρισμένων μεθόδων αυταρχισμού και επιβολής.

Ο Συστηματικός Εξιταλισμός
Όπως και σε άλλες περιοχές που βρέθηκαν υπό ιταλική Κατοχή το 1ο μισό του 20ου αιώνα, έτσι και στα Δωδεκάνησα οι Ιταλοί εφάρμοσαν τακτικές βίαιου εξιταλισμού (Italianizzazione), η οποία κινηθηκε επάνω σε 3 άξονες: εθνολογική αλλοίωση, παιδεία και θρησκεία, ενώ παράλληλα υλοποιούνταν ένα σχέδιο οικονομικής και πολιτιστικής δορυφοροποίησης τους με στόχους που εξυπηρετούσαν τα αποικιοκρατικά σχέδια της Ιταλίας.

α. Εθνολογική Αλλοίωση: Οι Ιταλοί εξαρχής επιδίωξαν συστηματικά την αλλοίωση του εθνολογικού χάρτη των νησιών με μέτρα στοχευμένα μόνο εναντίον των Ελλήνων, με την ελπίδα ότι η καταπίεση θα οδηγούσε τους Έλληνες στη μετανάστευση, κάτι που επέτυχαν μερικώς. Αντιθέτως οι ρυθμίσεις δεν άγγιζαν ή ενίοτε ευνοούσαν τη μουσουλμανική και την εβραϊκή κοινότητα, ενώ είχε επιτραπεί σε οικογένειες Τούρκων και Εβραίων να εγκατασταθούν στα Δωδεκάνησα [1]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από το 1912 μέχρι το 1920 οι Τούρκοι να φτάσουν τις 6 χιλιάδες, από 4,5 χιλιάδες, και οι Εβραίοι τις 3 χιλιάδες από 2,5 χιλιάδες αρχικά. Αντίθετα οι Έλληνες μειώθηκαν στις 22 χιλιάδες από 38 χιλιάδες [3].

Καίριο ρόλο σ’ αυτήν την πληθυσμιακή μείωση έπαιξε η στάση των Ιταλών στο λιμό που έπληξε τα Δωδεκάνησα. Σύμφωνα με τη “Λευκή Βίβλο” που δημοσίευσαν και κατέθεσαν στο Συνέδριο Ειρήνης μετά τη λήξη του Α’ ΠΠ οι Σκεύος Ζερβός και Πάρις Ρούσσος η πείνα ήταν “το αποτέλεσμα της εγκληματικής αμέλειας της τυραννικής Ιταλικής κυβέρνησης”, η οποία προκάλεσε πολλούς θανάτους (αναφέρουν και μία αυτοκτονία εγκύου γυναίκας, της Μ.Λ. στο λιμάνι της Καλύμνου εξαιτίας της πείνας) ενώ πολλοί περισσότεροι εξαναγκάστηκαν σε μετοίκηση. Τα Δωδεκάνησα ήταν γνωστό ότι εξαρτούσαν μέρος της διατροφής τους από τις εισαγωγές τροφίμων από Μ. Ασία και Ελλάδα. Οι Ιταλοί αμέλησαν να μεταφέρουν τις ποσότητες τροφίμων που είχαν διαθέσει οι Σύμμαχοι για τους κατοίκους (αλλά όχι για τους στρατιώτες και τους υπαλλήλους του διοικητικού τους μηχανισμού), ενώ παράλληλα είχαν απαγορευτεί οι αποστολές τροφίμων από Μ. Ασία, Ελλάδα και τους απόδημους Δωδεκανήσιους (π.χ. της Αιγύπτου) και είχαν απαγορεύσει την αλιεία και τη σπογγαλιεία (πηγή εισοδήματος για πολλούς) “για λόγους ασφαλείας” [4, 5].

Παράλληλα, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις (Τεργέστη, Τρεντίνο, Λιβύη) καταστρώθηκε σχέδιο εγκατάσταση εποίκων από την Ιταλία με απαλλοτρίωση ελληνικών περιουσιών (με αστείες αποζημιώσεις) για την ίδρυση “προτύπων” ιταλικών νέων χωριών με πειραματικές καλλιέργειες [6]. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘30 έγινε σαφές ότι ο εποικισμός είχε αποτύχει, οι αρχές, με την ενεργό υποστήριξη του Κυβερνήτη M. Lago, προώθησαν ενεργά την ιδέα μεικτών γάμων μεταξύ Ιταλών δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων με γυναίκες από τα νησιά, ως έμμεση προσπάθεια αφομοίωσης των Ελληνορθόδοξων γηγενών. Με τον ίδιο σκοπό, δίνονταν σημαντικά κίνητρα για την ένταξη των γηγενών σε φασιστικές, αποικιοκρατικές οργανώσεις και κυκλοφόρησε η εφημερίδα Messaggero di Rodi για να στηρίξει προπαγανδιστικά τις επιδιώξεις και τις αποφάσεις των αποικιοκρατικών αρχών, ενώ οι δύο ελληνικές εφημερίδες (Νέα Ρόδος και Ροδιακή) κυκλοφορούσαν υπό αυστηρή λογοκρισία [6].

Σε διοικητικό/πολιτικό επίπεδο, ο ιταλικός στρατός ακολούθησε καταπιεστική πολιτική από την αρχή, πριν ακόμη την άνοδο της φασιστικής κυβέρνησης στην εξουσία, στοχοποιώντας τις κοινοτιστικές (αμεσο)δημοκρατικές διαδικασίες που είχαν επιβιώσει επί Τουρκοκρατίας [7]. Ο Lago είχε εφαρμόσει μία “ήπια” (αλλά όχι συναινετική) στρατηγική, ξεκινώντας πρώτα από τις μεγάλες πόλεις, και σφίγγοντας σιγά-σιγά τον κλοιό, καταργώντας την αυτονομία και των μικρότερων “δημαρχιών”, διορίζοντας ο ίδιους τους “δημάρχους” και υπαγορεύοντας κεντρικές αποφάσεις, από το 1930 και έπειτα. Αναφέρονται σκληρές αντιδράσεις των κατοίκων ειδικά σε Καστελλόριζο, Σύμη και τον Όλυμπο Καρπάθου με το ιδιαίτερο “άγραφο” σύστημα αυτοδιοίκησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι στις “ταραχές” είχαν πρωταγωνιστήσει οι γυναίκες των νησιών [8] – γεγονότα που ακυρώνουν το μεταμοντέρνο αφήγημα της “καταπιεσμένης γυναικούλας” της υπαίθρου! Μετά την άνοδο του Φασιστικού Κόμματος (ΦΚ) στην εξουσία, οι δοτοί “δήμαρχοι” των Ιταλών ήταν υποχρεωμένοι να φορούν τη στολή των φασιστών. H τοπική αυτοδιοίκηση, ακόμη και στη “νόθα” δοτή μορφή της μέχρι το 1936 καταργήθηκε εντελώς επί Κυβερνήτη De Vecchi και οι αποφάσεις λαμβάνονταν και εφαρμόζονταν κεντρικά [8].

β. Παιδεία. Ήταν, φυσικά, ο πρώτος στόχος. Η ελληνική παιδεία υποβαθμίστηκε, επιβλήθηκε υποχρεωτική εκμάθηση της ιταλικής και εισήχθη το ιταλικό πρόγραμμα σπουδών σε κάποια σχολεία. Τον Ιανουάριο του 1926 ο Lago ανακοινώνει τις πρώτες μεταρρυθμίσεις με κυριότερες τη θεσμοθέτηση των επιθεωρητών εκπαίδευσης και, για πρώτη φορά, την υποχρεωτική εκμάθηση της ιταλικής γλώσσας για μία ώρα ανά εβδομάδα [8]. Αργότερα οι ώρες των ιταλικών έγιναν υποχρεωτικά δύο και το 1932 αυξήθηκαν σε τέσσερις [8]. Οι δάσκαλοι όλων των εθνικών κοινοτήτων υποχρεώθηκαν να φοιτήσουν σε ιταλικό μορφωτικό ίδρυμα της Ρόδου και όλοι οι νέοι εκπαιδευτικοί έπρεπε να έχουν πτυχίο από ιταλικό πανεπιστήμιο [8]. Ο νέος κανονισμός επέτρεπε στις κοινότητες να διατηρήσουν τα δικά τους σχολεία με το ελληνικό πρόγραμμα σπουδών, εφόσον τηρούσαν τις υποχρεωτικές ώρες ιταλικών, ωστόσο, τα απολυτήρια τους δεν αναγνωρίζονταν από τις κατοχικές δημόσιες υπηρεσίες, ενώ δεν επιτρέπονταν να συνεχίσουν σε ιταλικά πανεπιστήμια. Ιδιαίτερο συμβολισμό, ενδεικτικό του σκοπούμενου ανθελληνισμού του Lago, έκρυβε η απαγόρευση του κυανού πηλικίου με την επίχρυση γλαύκα που φορούσαν οι μαθητές του Ελληνικού Γυμνασίου επειδή ήταν σύμβολο πατριωτισμού [6].

Τον Ιούλιο του 1937, με το διάταγμα 149, ο κυβερνήτης De Vecchi πήρε την απόφαση να διαλύσει πλήρως το σύστημα των ελληνικών σχολείων για να πετύχει ομοιογενή εκπαιδευτική εξιταλισμό. Η «lingua locale», δηλαδή η ελληνική γλώσσα, έγινε μάθημα προαιρετικό, χωρίς βιβλία έως την τρίτη τάξη του δημοτικού σχολείου. Οι Έλληνες δάσκαλοι υποχρεούνταν να μιλούν και να διδάσκουν μόνο ιταλικά. Όσοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν απολύονταν. Η φοίτηση στο δημοτικό σχολείο ήταν υποχρεωτική, σε περιβάλλον όπου απαγορευόταν, με βαριά πρόστιμα και άλλες ποινές, η χρήση της ελληνικής. Σταδιακά όλα τα σχολεία μετατράπηκαν σε ιταλικά, με Ιταλούς δασκάλους [9].

Η απάντηση των ελληνικών κοινοτήτων (όπως επιβίωναν σε άτυπη μορφή) ήταν η στροφή στα κατηχητικά σχολεία τα οποία μετατράπηκαν σε κρυφά ελληνικά σχολειά. Σχεδόν κάθε κωμόπολη και κάθε χωριό των Δωδεκανήσων είχε το δικό του κρυφό σχολειό. Η αντίσταση πήρε διάφορες μορφές αναλόγως των τοπικών συνθηκών, των δυνατοτήτων σε κάθε νησί, και της συνομωτικότητας και εφευρετικότητας που επέδειξαν οι οργανωτές τους: σε κάποιες περιπτώσεις απολυμένοι δάσκαλοι δίδασκαν τα βασικά μαθήματα κατ’οίκον [9] αλλά στις περισσότερες περιοχές είχαν οργανωθεί κρυφές βραδυνές τάξεις σε μυστικές τοποθεσίες όπου οι μαθητές προσέρχονταν με όρους συνωμοτικότητας [8]. Οι μαθητές κουβαλούσαν τα ελληνικά βιβλία τους κρυμμένα σε καλάθια με φρούτα και τρόφιμα [9], οι δάσκαλοι άνοιγαν κρυφά τα σχολεία το βράδυ και έκαναν μάθημα με λάμπες κηροζίνης ή τα μαθήματα γίνονταν κρυφά σε ιερούς ναούς από ψαλτάδες και ιερείς. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του De Vecchi προέβλεπε μάθημα κατήχησης τουλάχιστον μία ώρα εβδομαδιαίως από θεολόγους ή ιερείς, το οποίο συνήθως εκμεταλλεύονταν οι διδάσκοντες για να κάνουν κρυφό μάθημα γραμματικής και ελληνικής ιστορίας [10].

γ. Θρησκεία: Η Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε από τους σημαντικότερους πυλώνες αντίστασης και χαλύβδωσης του φρονήματος των νησιωτών. Η σθεναρή της στάση είχε όμως και το αντίστοιχο τίμημα. Οι Ιταλοί απαγόρευσαν το περιοδικό “Ορθόδοξη Διδαχή”, με θρησκευτικό και πατριωτικό περιεχόμενο το οποίο εξέδιδε ο μητροπολίτης Ρόδου Απόστολος (Τρύφωνος) [6], ο οποίος τελικά, εξαιτίας της δράσης του εξορίστηκε όπως και ο μητροπολίτης Καρπάθου και Κάσου Γερμανός. [11, 12] Ο Lago επιχείρησε να αποκόψει την Ορθόδοξη Εκκλησία από το Πατριαρχείο, πιέζοντας να κηρυχθεί “Αυτοκέφαλη” και να διακοπεί κάθε σχέση της με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται ότι υπό την πίεση των συνθηκών και την απειλή για ποινές και απαγορεύσεις, οι ιεράρχες των νησιών συνήργησαν (εκόντες άκοντες) σ’αυτήν την απόφαση, γεγονός που βάρυνε έναν κατά τ’άλλα άψογο και ηρωικό βίο, [6, 13] και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με το Πατριαρχείο το 1924. Αντιθέτως, ο κατώτερος κλήρος και οι λαϊκοί ήταν μαζικά ενάντιοι στα σχέδια αυτά, υποπτευόμενοι ότι ο Lago λειτουργούσε σε συνεννόηση με παπικά όργανα για να μεταστρέψουν την Εκκλησία σε Ουνίτικη. Σημείο καμπής υπήρξε η απαίτηση του πατριάρχη Φωτίου Β’ για λαϊκή επιβεβαίωση πριν την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου, το οποίο απέρριψε ασυζητητί ο Lago (πιθανόν φοβήθηκε ότι ένα δημοψήφισμα, όχι μόνο θα ακύρωνε το “αίτημα” των επισκόπων αλλά δεν θα περιοριζόταν στα εκκλησιαστικά θέματα αλλά θα μετατρεπόταν σε de facto δημοψήφισμα για την Ένωση) [14].

Η Εκκλησία συνδέθηκε και με μία από τις πιο αποφασιστικές εκδηλώσεις αντίστασης στα ιταλικά σχέδια. Το 1919 είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι οι Ιταλοί επιχειρηματολογώντας στο Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι υποστήριξαν ότι οι Δωδεκανήσιοι συμφωνούσαν με την Κατοχή, παρουσιάζοντας σχετική δήλωση 17 “επιφανών” κατοίκων. Ο Ρόδου Απόστολος ως απάντηση οργάνωσε “δημοψήφισμα” για τη Δευτέρα του Πάσχα το όποίο στο χωριό Παραδείσι της Ρόδου κατέληξε σε αιματηρές συγκρούσεις με τις κατοχικές δυνάμεις, με 2 νεκρούς (τον ηλικιωμένο ιερέα Οικονόμου Παπαλουκά και μια κοπέλα, την Ανθούλα Ζερβού). Τα συμβάντα έμειναν στην ιστορία ως το “Αιματηρό Πάσχα του 1919” και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην υπογραφή της συμφωνίας Tittoni-Βενιζέλου. [6, 8]

Οικονομική & Πολιτισμική Αποικιοκρατία
Η ιταλική κατοχή έδωσε εξαρχής προτεραιότητα στις οικονομικές & αναπτυξιακές δυνατότητες των νησιών, ειδικά της Ρόδου. Για την ενίσχυση των βασικών υποδομών ίδρυσαν εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και εταιρείας τηλεφωνίας ενώ προχώρησαν και στην ίδρυση παραγωγικών τοπικών επιχειρήσεων όπως τα (χαμηλής ποιότητας) σιγαρέτα TEMI (Tabacchi Εgei: Manifattura Ιtaliana), την κεραμουργία Ίκαρος, την εταιρεία CAIR (Compagnia Agricola Industriale di Rodi) που είχε το μονοπώλιο σταφίδας και επεκτάθηκε αργότερα στην ποτοποιία, μία βιομηχανία παραγωγής πάγου και αεριούχων ποτών και άλλες [6, 8]. Τα μονοπώλια εξαγωγής αλατιού και ελαιολάδου είχαν επίσης δωθεί σε ιταλικές εταιρείες. Κομβική θέση στο σχέδιο ανάπτυξης των Δωδεκανήσων είχε η τουριστική βιομηχανία, κυρίως στη Ρόδο (την οποία οραματίζονταν να καταστήσουν το “τουριστικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου”, προορισμένη για επισκέπτες υψηλών εισοδημάτων [8]) και δευτερευόντως στην Κω. Ο τραπεζιτικός τομέας τέλος είχε περάσει σε ιταλικά χέρια (οι Τράπεζες Ρώμης, Ιταλίας και Σικελίας ίδρυσαν υποκαταστήματα) σε συνδυασμό με την παραδοσιακά ισχυρή οικογένεια σεφαραδιτών Εβραίων Αλχαντέφ (Alhadeff) της Ρόδου [8].

Δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις γύρω από το θέμα αυτό: η οικονομική ανάπτυξη των Δωδεκανήσων ήταν προσχεδιασμένα ετεροβαρής προς όφελος των Ιταλών και των ντόπιων συνεργατών τους. Τα ημερομίσθια των Ιταλών ήταν δεκαπλάσια των Ελλήνων για την ίδια θέση εργασίας, ενώ οι ώρες ήταν εξαντλητικά περισσότερες για τους δεύτερους. Επίσης οι ιταλικές εμπορικές επιχειρήσεις απολάμβαναν προνομιακών φοροελαφρύνσεων και ενισχύσεων εις βάρος των ανταγωνιστικών τους ελληνικών. Από την άλλη, η πρόσβαση στην εργασία σε δημόσιες υπηρεσίες και φορείς γινόταν όλο και πιο δύσκολη με την αυστηροποίηση των αποικιοκρατικών περιορισμών [6, 8].

Εκεί όπου οι νεο-αυτοκρατορικές φαντασιώσεις των Ιταλών είχαν τον εντυπωσιακότερο αντίκτυπο (αγγίζοντας την προπαγανδιστική εντυπωσιοθηρία) ήταν η αρχιτεκτονική, ειδικά στη Ρόδο, με αιχμή την αποκατάσταση κτιρίων και οχυρώσεων των Ιπποτών και ανέγερση “νεοϊπποτικών” κτιρίων (!) καθώς οι Ιταλοί αρχιτέκτονες, κυρίως κατά την περίοδο του M. Lago, υιοθέτησαν ένα ιδιαίτερο στυλ με ιστορικές αναφορές, επιδιώκοντας “να δημιουργήσουν μια ιδεατή συνέχεια με την αρχιτεκτονική της περιόδου της Ιπποτοκρατίας” [15]. Αντίθετα, η αρχιτεκτονική κατά την περίοδο του De Vecchi στρέφεται στο ρασιοναλισμό και το μοντέρνο κλασσικισμό, και για το λόγο αυτό έγινε μερική ανάπλαση κτιρίων της περιόδου του προκατόχου του που είχαν εμφανείς “ανατολίζουσες” αναφορές [15]. Οι Ιταλοί γενικά απέρριψαν το νεοκλασσικισμό επειδή παρέπεμπε στην Αθήνα (ως εθνικό κέντρο) αλλά υποβάθμισαν και το αιγαιοπελαγίτικο στυλ [15].

Τα πιθανά πολιτικά και προπαγανδιστικά οφέλη ήταν η αποφασιστική παράμετρος που καθόριζε τις προτεραιότητες των παρεμβάσεων στις πόλεις, καθώς και τη χρήση και τους σκόπους. Όπως π.χ. για το ξανάνοιγμα της πύλης του Αγίου Αθανασίου, την οποία είχε κλείσει ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής όταν είχε καταλάβει την πόλη πριν από 4 αιώνες. Το ξανάνοιγμα ανακοινώθηκε λίγες ημέρες μετά την εγκατάσταση της φασιστικής κυβέρνησης στην πόλη για να προπαγανδιστεί η εικόνα των Ιταλών ως “απελευθερωτών” που προσφέρουν “εκπολιτιστικό έργο” στις αποικίες που καταλαμβάνουν [16]. Είναι γεγονός ότι οι Ιταλοί πραγματοποίησαν αρκετά και σημαντικά έργα, κυρίως σε Ρόδο, Κω και Λέρο, με κρατική χρηματοδότηση από το “κέντρο”, αλλά, αναμφίβολα, ο κύριος όγκος τους αφορούσε την εξυπηρέτηση των ιταλικών αναγκών σε ιστορικο-πολιτισμική προπαγάνδα, τουριστική ανάπτυξη και στρατιωτικό σχεδιασμό (π.χ. η μετατροπή της Λέρου σε νησί-φρούριο). Από την άλλη ωστόσο, πρέπει να αναγνωριστεί ότι έστω και έμμεσα τα περισσότερα έργα είχαν κάποιο θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής των κατοίκων. Ιδιαίτερα θετικές εντυπώσεις προκάλεσε η άμεση αντίδραση των σωστικών συνεργείων και η γρήγορη και αποτελεσματική ανοικοδόμηση της Κω μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 1933, το οποίο μετατράπηκε στη συνέχεια σε προπαγανδιστικό εργαλείο του “εκμοντερνισμού” που συνδέθηκε με την ιταλική διοίκηση [17, 18]. Η ανάγκη να προβληθεί αυτή η διάσταση της ιταλικής αποικιοκρατίας ως η πρωτεύουσα διαμόρφωσαν “μια αποικιοκρατική αρχιτεκτονική που λειτουργούσε συμβολικά και αναδείκνυε το μητροπολιτικό κράτος σε φορέα εκσυγχρονισμού” [15].

Σημείο καμπής στη στάση της ιταλικής διοίκησης στάθηκε η αντικατάσταση του Lago από τον De Vecchi, καθώς έγινε σκληρότερη και αυταρχικότερη, στην προσπάθεια όχι απλώς για εξιταλισμό αλλά και εκφασισμό των νησιών, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ενώ “ο Lago προσπαθούσε να πετύχει το δικό του «με το καλό» και «σιγά-σιγά», σαν «διπλωμάτης», ένας όρος που χρησιμοποιείται με την έννοια του έξυπνου χειραγωγού” ο De Vecchi μεταχειριζόταν ισχύ, βία και απειλές [8].

Πηγή: Μιχαήλ Ι. Κουτελλάς (βλέπε σημείωση #15)


Ο Cesare Maria De Vecchi
Ο Cesare De Vecchi (1884-1959) γεννήθηκε στο Πεδεμόντιο στις 14 Νοεμβρίου. Σπούδασε νομική και εργάστηκε ως δικηγόρος [15]. Πολέμησε στον Α’ ΠΠ απ’ όπου αποστρατεύτηκε με το βαθμό του λοχαγού και αρκετές στρατιωτικές διακρίσεις. Εντάχθηκε ως διοικητής στους Μελανοχίτωνες, αναμίχθηκε ενεργά με το ΦΚ και κατόπιν υπηρέτησε στη φασιστική κυβέρνηση του Μπ. Μουσολίνι. Είχε διατελέσει Κυβερνήτης της ιταλοκρατούμενης Σομαλιλάνδης. Το 1936 διορίστηκε Κυβερνήτης των Δωδεκανήσων, αντικαθιστώντας τον M. Lago. O De Vecchi ήταν ένας εκ της “τετραρχίας” (​​quadrumviri), των 4 ατόμων δηλαδή οι οποίοι ηγήθηκαν μαζί με τον Μουσολίνι στην πορεία των μελανοχιτώνων προς τη Ρώμη, τον Οκτώβριο του 1922, η οποία οδήγησε στην κατάληψη της εξουσίας. Η τοποθέτηση του στο Κυβερνείο της Δωδεκανήσου επομένως είχε μεγάλη πολιτική σημασία, που αποτυπώθηκε στο ύφος της ιταλικής διοίκησης.

Η περίοδος 1937-1941 σηματοδοτεί την 3η φάση της ιταλοκρατίας, η οποία υπερέβη τον “ήπιο” (ή δόλιο, κατ’ άλλους) εξιταλισμό του Lago και εγκαινίασε το συστηματικό εκφασισμό (fascistizzazione) των νησιών. Κατ’ αρχάς ο De Vecchi αντικατέστησε όλους τους υπαλλήλους σε θέσεις-κλειδιά της ιταλικής κατοχικής διοίκησης από δικούς του ανθρώπους, μέλη του ΦΚ, οι οποίοι περιγράφονται ως “χοντροκομμένοι, άσχημοι άνθρωποι” από τους ντόπιους. Επίσης, έκανε υποχρεωτική την ένταξη στο ΦΚ για κάθε δημόσιο υπάλληλο, οι οποίοι όφειλαν πλέον να φέρουν στα ρούχα τους τα διακριτικά και τη στολή του ΦΚ σε κάθε δημόσια εκδήλωση [8]. Επίσης, επέβαλε ο δημόσιος επίσημος χαιρετισμός να γίνεται ρωμαϊστί και έκανε υποχρεωτική την έγερση σε στάση προσοχής και το φασιστικό χαιρετισμό από όλους κατά την έπαρση και την υποστολή της ιταλικής σημαίας [6]. Παράλληλα με την εκπαιδευτική και γλωσσική καταπίεση, όλα τα παιδιά υποχρεώθηκαν να εγγραφούν στη “Balilla” (οργάνωση των νέων, Ιταλών φασιστών) και να συμμετέχουν σε εκδηλώσεις και παρελάσεις με τις στολές των “μελανοχιτώνων” (camicia nera), οργάνωση όπου τα παιδιά γίνονταν δέκτες συστηματικής, ιδεολογικής κατήχησης. Όλα τα σχολεία δε, έπρεπε να έχουν αναρτημένα στις τάξεις τη μορφή του Μουσολίνι σε ανάγλυφο και τα σύμβολα του ΦΚ [6]. Τέλος, ποινικοποίησε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας δημοσίως [8].

Ο Μούτι με τον Ντε Βέκι στη Ρόδο

Στο θρησκευτικό ζήτημα ο De Vecchi έθεσε τέρμα στην επιδίωξη του Αυτοκεφάλου, αποδοκιμάζοντας τις ενέργειες του Lago ως “σπατάλη χρόνου και πόρων” [8], αλλά στράφηκε αποκλειστικά στον εξιταλισμό μέσω της παιδείας [εξάλλου είχε αναλάβει Κυβερνήτης στα Δωδεκάνησα όντας υπουργός Παιδείας του Μουσολίνι (1935-36) [8, 15], παράλληλα με τον εκφασισμό της κοινωνίας. Πιθανόν, να αναγνώρισε ότι η βάσιμη καχυποψία των κατοίκων για τη δόλια στόχευση που υποκρύπτονταν πίσω από το Αυτοκέφαλο [19] να λειτουργούσε συσπειρωτικά για το εθνικό φρόνημα των κατοίκων (και ενάντια στα πολιτικά του σχέδια) και γι’αυτό αποφάσισε την αποσυμπίεση στο ζήτημα αυτό και τη μεταφορά όλης της πίεσης αφελληνισμού στα σχολεία.

Η φασιστικη τετραρχία, στη μέση ο Μπενίτο Μουσολίνι,  αριστερά, ο Αιμίλιο Ντε Μπόνο, μετά ο Μπιάνκι και δεξιά  ο Τσέζαρε Μαρία Ντε Βέκκι. και ο Ιταλο Μπάλμπο 
Ο φασισμός του De Vecchi έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφενός είναι πολύ συνδεδεμένος με τη μοναρχία αλλά αφετέρου είναι ακόμη πιο φασιστικός από τον ίδιο τον Μουσολίνι. 

Ο τότε πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα Εμ. Γκράτσι μεταφέρει στα απομνημονεύματα της θητείας του πολλές χρήσιμες πληροφορίες για το χαρακτήρα και το ύφος της διοίκησης του De Vecchi. Μεταξύ άλλων καταγράφει την πληροφορία [2], που είχε λάβει από “άριστη πηγή”, ότι ο De Vecchi είχε καταστρώσει επιχειρησιακό πλάνο ώστε σε περίπτωση ελληνοϊταλικού πολέμου να συγκεντρώσει όλες τις ιταλικές δυνάμεις των νησιών (περίπου 2 μεραρχίες) και να αποβιβαστεί σε κάποια ακτή της Πελοποννήσου! Η απουσία του απ’τα Δωδεκάνησα τη στιγμή της κήρυξης πολέμου πιθανότατα να γλίτωσε την ιταλική στρατιωτική ιστορία από ακόμη μία ντροπιαστικά οπερετική σελίδα. Παρομοίως χιμαιρικό ήταν το σχέδιο του για να ανακουφίσει τα νησιά απ’τις ελλείψεις σε καύσιμα μετά την κήρυξη πολέμου στη Μ. Βρετανία, (κι ενώ είχε διαβεβαιώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα υπάρξει πρόβλημα) γεγονός που τον οδήγησε σε σύγκρουση με την πρεσβεία στην Αθήνα [2].

Γενικά, ο Γκράτσι έχει μια ιδιαιτέρως αρνητική άποψη για τον De Vecchi, η οποία ταυτίζεται με την άποψη των κατοίκων. Τον χαρακτηρίζει βλάκα και πεισματάρη, με νοοτροπία λοχία του οποίου οι πολλές μικρές καταπιέσεις αποξένωσαν τον πληθυσμό των κατεχόμενων νησιών. Θεωρούσε ότι ο De Vecchi διακατεχόταν από “ανεξήγητο ελληνόφοβο μίσος” που τον οδηγούσε σ’αυτή τη “βλακωδώς τυραννική μεταχείριση των Δωδεκανήσων” [2]. Ενίοτε δε “ο ανθελληνικός φασισμός του (…) έφτανε στα όρια του γελοίου”, όπως όταν έστειλε ένα φιλιππικό 4 σελίδων στην πρεσβεία της Αθήνας επειδή σε έγγραφο της σχετικά με τη μονή της οποίας είχε κατάσχει το εισόδημα, η πρεσβεία χρησιμοποίησε το ελληνικό όνομα του νησιού “Πάτμος” αντί για το εξιταλισμένο “Patmo” [2, 20]. Ενδεικτικά της νοοτροπίας επίσης ήταν η εμμονή του να περιγράφει τα Δωδεκάνησα ως “η Κτήση” και να μιλάει για τα “δικά του ύδατα” όταν αναφερόταν στα χωρικά ύδατα των νησιών [2]. Έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα αισθήματα και τις απόψεις των νησιωτών καθώς η κτητική του αντίληψη τον έκανε να πιστεύει ότι ούτως ή άλλως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να υπακούσουν τυφλά στις εντολές των εξουσιαστών τους [8].

Σε μία ιδιαίτερα συμβολική κίνηση ο De Vecchi μετέφερε την κατοικία του στο Παλάτι του Μεγάλου Μάγιστρου των Ιπποτών της Ρόδου μετά την αναστήλωση του από τον Vittorio Mesturino (1937-40) [8]. Γενικότερα το πρόγραμμα αναστηλώσεων και ανασκαφών στα Δωδεκάνησα βρίσκονταν στην υπηρεσία του προπαγανδιστικού αποικιοκρατικού μηχανισμού και ήταν ακριβώς κινήσεις σαν κι αυτή που προσπαθούσαν να δομήσουν μία αίσθηση “ιταλικής συνέχειας” συνδέοντας το παρελθόν των ρωμαϊκών κατακτήσεων και της Ενετο-γενουάτικης “θαλασσοκρατίας” με το φασιστικό παρόν [17].

Ο De Vecchi – απ’ τα πρωτοπαλίκαρα του Μουσολίνι και θιασώτης της πολιτικής της Ισχύος – ήταν μεταξύ αυτών που έπαιξαν κομβικό ρόλο στη στροφή της ιταλικής εξωτερικής πολιτικής προς μία πορεία σύγκρουσης με την Ελλάδα, όπως πιστεύει ο Εμ. Γκράτσι [2, 21]. Στο εσωτερικό των νησιών αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο των ιταλικών στόχων: πολιτισμική απορρόφηση και αποικιακή οικονομική ενσωμάτωση των νησιών ως προαπαιτούμενα για τον εθνικό αφελληνισμό και την αφομοίωση τους από τη μητροπολιτική Ιταλία, σχέδιο που αν και ποτέ δεν διατυπώθηκε με όρους ιδεολογικών προγραμματικών δηλώσεων, ήταν ξεκάθαρο στην πολιτική ατζέντα των Ιταλών όχι μόνο στα Δωδεκάνησα αλλά και στη Λιβύη, τη Σομαλία και τη Βόρεια Αδριατική και το Τιρόλο.

Επίλογος-Συμπεράσματα
Η “προσωρινή”, οπορτουνίστικη απόβαση των Ιταλών στη Ρόδο τελικά αποδείχτηκε απλώς το προείκασμα μιας νέας λατινοκρατίας, ευτυχώς συντομότερης και σε πολλά σημεία αστειότερης της πρώτης. Ωστόσο, ενώ στην πρώτη φάση αντιλαμβάνονταν τα Δωδεκάνησα ως διαπραγματευτικό χαρτί με την Τουρκία (πάντα με την ακλόνητη απόφαση να αποφευχθεί παντί τρόπω η ένωση τους με την Ελλάδα), το 1926 περνάει στη δεύτερη φάση της de jure κατοχής και της “ήπιας” ενσωμάτωσης μέσω της πολιτικής του “μονοξειδίου του άνθρακα” του M. Lago ενός γλυκομίλητου και πράου διπλωμάτη, αλλά χειραγωγού και αδιαπραγμάτευτα στοχοπροσηλωμένου στον αφελληνισμό των νησιών [22]. Όπως το (άοσμο και άχρωμο) μονοξείδιο του άνθρακα αποκοιμίζει γλυκά και ήρεμα το θύμα του έως ότου να είναι μη αντιστρεπτή η νάρκωση, έτσι και ο Lago αποκοίμιζε και προωθούσε βήμα-βήμα την πολιτική του εξιταλισμού. Ευτυχώς, το 1937 ξεκινά μια τρίτη φάση, αυτή της πολιτικής της γυμνής ισχύος και ωμής βίας του De Vecchi που καθαρίζει τη “γλυκιά” ομίχλη του Lago και φωτίζει την ιταλική αποικιοκρατία με ένα σκληρό αλλά ξεκάθαρο φως. Ο εξιταλισμός γίνεται πλέον εκφασισμός, οι νησιώτες μετατρέπονται σε εντολοδόχους-ιθαγενείς και τα νησιά σε μοχλό της ιταλικής, ιμπεριαλιστικής πολιτικής εναντίον της Ελλάδος.

Επιχρωματισμένη φωτογραφία (από τη σελίδα του Christos Kaplanis στο Facebook]: Παράδοση των Γερμανών των Δωδεκανήσων, την 8η Μαϊου 1945

Τελικά, την κατάσταση ξεκαθαρίζει ο Β’ ΠΠ. Η τέταρτη και τελευταία φάση (1940-43) των Bastico και Campioni, είναι απλώς η μάχη οπισθοφυλακής ενός καθεστώτος που καταρρεύει υπό το βάρος των διαψευσμένων ελπίδων των μεγάλων μαζών (και των ελίτ) που το ακολούθησαν. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος όχι μόνο εξευτέλισε τους υπερφίαλους εμπνευστές του αλλά αποτέλεσε και την αρχή του τέλους του Μουσολίνι. Μετά τη συνθηκολόγηση του Badoglio τα Δωδεκάνησα θα γνωρίσουν (ευτυχώς σχετικά για λίγο) τη βαρβαρότητα της Γερμανικής Κατοχής – αγγίζοντας τα επίπεδα εξαθλίωσης, εκτελέσεων και θανάτων από πείνα που ήδη βίωνε η υπόλοιπη Ελλάδα – και στη συνέχεια για δύο χρόνια (1945-47) θα την καταλάβουν οι Βρετανοί έχοντας “εντολή” απ’τον ΟΗΕ μέχρι να αποφασιστεί η Ένωση.

Η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση (ΒΜΑ) θα κλείσει τη σύνθετη σχέση καχυποψίας και ανταγωνισμού μεταξύ Ιταλίας και Μ. Βρετανίας του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, που κινούνταν μεταξύ επιφυλακτικής συνεργασίας και εχθρότητας αναλόγως των αποικιοκρατικών συμφερόντων των δύο που διακυβέβευονταν κάθε στιγμή. Παρά το φανερό πόθο (και τις μεγαλαυχίες) των Ιταλών για ναυτική κυριαρχία στην Ανατ. Μεσόγειο, ποτέ δεν μπόρεσαν ρεαλιστικά να υποσκελίσουν τους Βρετανούς. Ωστόσο, η άτεγκτη Ιταλική καταπίεση των Ελλήνων είχε βρει θαυμαστές μεταξύ των Άγγλων της Κύπρου. Ο Αρμοστής στην Κύπρο (1922-1936) σερ Ronald Storrs περιέγραφε με στοιχεία θαυμασμού (και, ίσως, ζήλειας) τη “συστηματική και επιστημονική (sic) εξαφάνιση του Ελληνισμού” αναφερόμενος, μεταξύ άλλων, στην εξάλειψη της λέξης “Δωδεκάνησα” και την αντικατάσταση από τον όρο “Νήσοι του Αιγαίου” (Le Isole Egee), στην απαγόρευση χρήσης της ελληνικής σημαίας ή στην περιγραφή των εθνικών κοινοτήτων όχι ως “Έλληνες” και “Τούρκοι” αλλά ως “Ορθόδοξοι” και “Μουσουλμάνοι”. Ο Storrs συνέκρινε την πολιτική των Ιταλών με τη θεωρούμενη ως “αδύναμη” βρετανική, πράγμα που τελικά την οδήγησε σε σταδιακή αλλαγή της προς το καταπιεστικότερο, αναπαράγωντας κάποια ιταλικά τεχνάσματα [15].

Οι ιταλικές νεο-αυτοκρατορικές φαντασιώσεις στην Ανατ. Μεσόγειο και το Λεβάντε βρήκαν, ιδανικό πεδίο εφαρμογή στα Δωδεκάνησα. Από τη στιγμή που έπαψαν να τα βλέπουν ως διαπραγματευτικό χαρτί, εφάρμοσαν ένα συνδυασμένο πρόγραμμα εκμοντερνισμού, οικονομικής ανάπτυξης, προπαγάνδας και αφελληνισμού με στόχο να παρουσιάσουν τα νησιά (ειδικά τη Ρόδο) ως “επιτυχημένο παράδειγμα” της ιταλικής αποικιοκρατίας. Η οθωμανική διοίκηση, δηλαδή η εκμαυλισμένη και παρακμάζουσα οπισθοδρομική στρατιωτική αριστοκρατία του Διβανίου, είχε θέσει πολύ χαμηλά τον πήχη οπότε κάθε σύγκριση της Ιταλικής Κατοχής με τους Οθωμανούς μόνο θετικό πρόσημο θα μπορούσε να έχει. Είναι αναμφίβολο ότι κάποια έργα είχαν θετικό αντίκτυπο στη ζωή των κατοίκων, ενώ και σε ανθρώπινο επίπεδο διαπροσωπικών επαφών, οι Έλληνες κάτοικοι είχαν πολλά κοινά σημεία επικοινωνίας και συνεννόησης με τους Ιταλούς (πολλά περισσότερα από τους Οθωμανούς, τους Γερμανούς και τους Βρετανούς που επίσης πέρασαν απ’τα νησιά). Ωστόσο, οι κάτοικοι δεν ήταν ούτε ανόητοι, ούτε ατομοκεντρικά ανδρείκελα που θα τους ξεγελούσαν με “χάντρες και καθρεφτάκια” – η προσπάθεια εξιταλισμού ήταν σαφής και με κάθε αφορμή, τόσο οι “μορφωμένοι” όσο και ο απλός κόσμος και ο κλήρος αντιδρούσαν μαζικά και δυναμικά στην ιταλική καταπίεση, ενίοτε βίαια, πάντα με μπροστάρισσες τις γυναίκες και πάντοτε με ένα όνειρο ζωντανό: την Ένωση με τη Μητέρα-Πατρίδα.


Σημειώσεις / Βιβλιογραφικές παραπομπές

[1] Carabott, Philip. “Pawns that never became queens”: the Dodecanese Islands, 1912-1924.” Kampos: Cambridge papers in modern Greek 4 (1996).
[2] Γκράτσι, Εμανουέλε. “Το Ημερολόγιο του Γκράτσι”. Εκδ. “τα Νέα” (2018).
[3] Η (κυρίως σεφαραδίτικη) Εβραϊκή κοινότητα γενικά ήταν θετική απέναντι στην ιταλική διοίκηση και δεν υιοθετούσαν την επιθυμία της ελληνικής πλειοψηφίας για Ένωση. Πηγή: Doumanis N. (σημείωση #8) και Καντάς Κ. (σημείωση #6).
[4] Zervos, Skevos & Roussos, Paris J. “White Book: The Dodecanese. Resolutions and Documents concerning the Dodecanese (1912-1919)”. (1919, 2nd ed).
[5] Περιέργως, ο Doumanis N. (σημείωση #8) ξεπερνά το ζήτημα του λιμού με μία ολιγόλογη και μάλλον επιφανειακή αναφορά στις σελ.50 & 195, ισχυριζόμενος ότι “η (σ.σ. ιταλική) κυβέρνηση είχε επαρκή αποθέματα για αποστολή βοήθειας και παροχή τροφίμων με δελτίο”. Ωστόσο, ως μοναδική πηγή παραθέτει το άρθρο του Κώστα Οδ. Σακελλαρίδη “Α) Από την ιστορία της Δημογεροντίας Νισύρου μέχρι τα πρώτα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής Β) Ο Δήμαρχος Γεώργιος Καμμάς (περίοδος 1916-1920)” [Νισυριακά, τ.7 (1981) σελ. 300-327], για το οποίο αφενός δίνει λανθασμένα βιβλιογραφικά στοιχεία (λάθος τόμο, χρονολογία και σελίδες),αφετέρου αφορά ένα μόνο νησί, τη Νίσυρο. Στο άρθρο, η αναφορά στο επισιτιστικό πρόβλημα (σελ. 311-5) εστιάζει απλώς στα αυστηρά μέτρα του δημάρχου Γ. Καμμά, τα οποία οριακά επέτρεψαν στους κατοίκους του Μανδρακίου Νισύρου να αποφύγουν το λιμό, ειδικά μετά τον τορπιλισμό του εφοδιαστικού πλοίου “Λιγγούρι”. Όμως άλλα νησιά, όπως η Κάλυμνος και, η ιδιαίτερη πατρίδα του Καμμά, η Τήλος υπέφεραν σε σημείο να του ζητήσουν βοήθεια (την οποία αρνήθηκε). Από το άρθρο προκύπτει ότι τα σοβαρά προβλήματα σε άλλα νησιά δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη “επαρκών αποθεμάτων” για όλον τον πληθυσμό και πιθανόν το “επιτυχημένο” παράδειγμα της Νισύρου να ήταν απλώς εξαίρεση.
Αντίθετα στο βιβλίο του Μ.Ι. Κουτελλά (βλέπε σημείωση #15) ο συγγραφέας αναφέρεται σε επισιτιστικό πρόβλημα με δραματικά επακόλουθα και παραπέμπει σε πλήθος δημοσίων εγγράφων (φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο της Καλύμνου) από τα πρακτικά και την αλληλογραφία της δημαρχίας και του δημοτ. συμβουλίου που περιγράφουν τα σοβαρά προβλήματα (ασθένειες, θανάτους από ασιτία, έλλειψη φαρμάκων, σπόρων προς καλλιέργεια και άλλων βασικών ειδών) που μάστιζαν εκείνη την περίοδο το νησί (βρίσκονται στην υποσημείωση #5, σελίδες 16-17).
[6] Καντάς, Κώστας. “Η Iταλοκρατία στα Δωδεκάνησα και στη Ρόδο (1912-1939)“. Θέματα Ελληνικής Ιστορίας (Προσπελάστηκε: 4 Ιουνίου 2024).
[7] Πηγή: Rappas Α. (σημείωση #17). Παρομοίως, η κατάργηση των ελληνικών κοινοτήτων ήταν από τις πρώτες ενέργειες της Βουλγαρίας όταν κατέλαβε την (τύποις) “αυτόνομη” Ανατολική Ρωμυλία αλλά και της Βαυαρικής Αντιβασιλείας επί Όθωνα. Είναι προφανές ότι αποτελεί κρίσιμη πολιτική απόφαση που στοχεύει στη διάλυση των τοπικών ελληνικών κοινωνιών και την εξασθένιση της αγωνιστικής αντίδρασης στην ξένη Κατοχή.
[8] Doumanis Nicholas. “Occupiers and occupied in the Dodecanese, 1912-1947: Italian colonialism and Greek popular memory”. Diss. UNSW Sydney, (1994).
[9] Γκαβέας Δημοσθένης. “Δωδεκάνησα και κρυφά σχολειά”. Ιστοσελίδα ardin-rixi.gr (Προσπελάστηκε: 15 Μαρ. 2017).
[10] Ο Doumanis N. στις σελίδες 111-115 παρέχει αρκετές πληροφορίες για το πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας των κρυφών σχολειών (συμπεριλαμβανομένων και αποσπασμάτων με προσωπικές μαρτυρίες κατοίκων) μαζί με κάποια δικά του σχόλια περί της γενικότερης “εθνικής μυθολογίας του κρυφού σχολειού” (sic) επί Τουρκοκρατίας. Αν είχε κάνει τον κόπο να διαβάσει το βιβλίο του Γιώργου Κεκαυμένου “Το Κρυφό Σχολειό: το Χρονικό μιάς ιστορίας” (Εναλλακτικές εκδόσεις, 2012) θα γνώριζε τόσο το πλαίσιο και τον τρόπο λειτουργίας των “κρυφών σχολειών” όσο και πλήθος ιστορικών μαρτυριών για τις συστηματικές διώξεις που υφίσταντο ανά περιόδους οι ελληνόφωνοι από τους Οθωμανούς, ακριβώς εξαιτίας της διδασκαλίας και χρήσης της γλώσσας τους. Αντιθέτως, ο Doumanis πιστός στο πνεύμα των μεταμοντέρνων ιστορικών-“αποδομητών”, πρώτα κατασκευάζει έναν χοντροκομμένο, καρτουνίστικο σχεδόν, ορισμό του “κρυφού σχολειού” (χωρίς να παρέχει ούτε μία ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ πηγή από αυτούς που υποτίθεται ότι έφτιαξαν το μύθο, που να το περιγράφει έτσι). Κατόπιν, εύκολα το απορρίπτει ως “μύθο”, καθώς ο συγκεκριμένος ορισμός φυσικά δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, ούτε ποτέ κανένας ισχυρίστηκε ότι υπήρξε, αλλά αποτελεί γέννημα του μυαλού των στρατευμένων αποδομητών. Είναι κρίμα, βεβαίως, ότι δεν έχουμε επίσημα έγγραφα, οδηγίες και εγκυκλίους του Πατριαρχείου που να ορίζουν το πρόγραμμα των “κρυφών σχολειών” (όπως σιωπηλά απαιτούν οι αποδομητές, αναφερόμενοι σε … “αποδείξεις”), όμως ο κάθε κοινός νους αντιλαμβάνεται ότι τέτοια έγγραφα θα καταργούσαν αυτομάτως τη μυστικότητα των “κρυφών σχολειών”, επομένως είναι αδύνατον να υπάρξουν και η απουσία τους δεν αποτελεί απόδειξη ανυπαρξίας!
Γενικά, το πόνημα του Doumanis, έχει αξία μόνο ως προς τις πρωτογενείς μαρτυρίες κατοίκων και τις βιβλιογραφικές του παραπομπές σε μαρτυρίες και άρθρα ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα, και πάντα υπό την αίρεση ότι δεν γνωρίζουμε τι έχει αποσιωποιηθεί από το υλικό που δεν συμπεριέλαβε στο κείμενο του. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει συνήθως, έχουν μικρή αξία. Είδαμε ήδη δύο περιπτώσεις (η αναφορά στο μύθο του “κρυφού σχολειού” και τα λάθη και οι παρερμηνείες για την επισιτιστική κρίση του Α’ ΠΠ στη σημείωση #5) όπου τα συμπεράσματα του απέχουν από την πραγματικότητα. Δείτε επίσης την κριτική στη σημείωση #19. Αλλά και σε πολλές άλλες περιπτώσεις τα συμπεράσματα του συγκρούονται με τις μαρτυρίες που παραθέτει, ενώ σε καμία περίπτωση δεν έχει επιχειρήσει έστω μία υποτυπώδη στατιστική ανάλυση του περιεχομένου των μαρτυριών, όταν ερμηνεύει τη στάση των κατοίκων σε αμφιλεγόμενα ζητήματα (ειδικά όταν “διακρίνει” ταξικού τύπου διαφορές).
[11] Πηγή: Rappas Α., (σημείωση #17) και Doumanis Ν., (σημείωση #8)
[12] Ο Καρπάθου και Κάσου Γερμανός (Μονοδιάδης ή Μονιούδης), γεννημένος στη Χίο το 1865, είναι μία ακόμη από τις άγνωστες αλλά ηρωικές μορφές ιεραρχών στα ταραγμένα και επικίνδυνα χρόνια των αρχών του 20ου αιώνα, όπου σε πολλές περιοχές του αλύτρωτου Ελληνισμού οι ιερείς και οι μητροπολίτες λειτουργούσαν έχοντας “στο’να χέρι το σταυρό και στ’ άλλο το περίστροφο”. Ο Γερμανός είχε χειροτονηθεί από το μητροπολίτη Σιατίστης και Σισσανίου και υπηρέτησε για χρόνια στη Μακεδονία όπου είχε πυροβοληθεί και τραυματιστεί από Βούλγαρους κομιτατζήδες παρά το ότι είχε προλάβει να απαντήσει με το εξάσφαιρο του. Τον Ιούνιο του 1912 έγινε μητροπολίτης στην Κάρπαθο, την οποία διακόνισε μέχρι το θάνατο του το Φεβρουάριο του 1940. Πέθανε χωρίς την παραμικρή περιουσία στην κατοχή του και τάφηκε με δαπάνες του μητροπολίτη Ρόδου. Εξορίστηκε το 1922 για έξι μήνες στο Καστελλόριζο από το διοικητή Alessandro De Bosdari (ο οποίος χαρακτηρίζεται ως έκφυλος και ανήθικος άνθρωπος, με φαύλη και σκοτεινή ζωή). Πηγή: Δημελλάς, Μ. (σημείωση #13).
[13] Δημελλάς, Μανώλης. “Δεσπότης Καρπάθου Γερμανός: Φωτεινά πρόσωπα στο σκοτεινό παρελθόν”. Η Ροδιακή (προσπελάστηκε 06 Ιουνίου 2024).
[14] Πηγή: Doumanis N., (σημείωση #8). Αναλυτική περιγραφή των γεγονότων στις σελ. 70-3. Ειδικότερα οι έντονες αντιδράσεις και ο πετροπόλεμος (με δυναμικά πρωτοστατούσες πάλι τις γυναίκες και τις μοναχές της μονής της Αγ. Αικατερίνης) στην επισκοπή Καλύμνου, Λέρου και Αστυπάλαιας εξαιτίας του ενδοτικού επισκόπου, ενός ιερέα, του παπα-Γιάνναρου, και των λίγων “καμπανέλλων” συνεργατών τους στις σελ. 90-6.
Τα γεγονότα της Καλύμνου έμειναν γνωστά ως η “Εξέγερση του 1935” και παρουσιάζονται αναλυτικά στο δυσεύρετο βιβλίο του Κων/νου Κογιόπουλου “Η Εξέγερση της Καλύμνου το 1935. Το Αυτοκέφαλο, ο Πετροπόλεμος, οι Διώξεις”, από την Αστική Εταιρεία “Ιπποκράτης” (Κως, 2022). Ελπίζω σύντομα να μπορέσω να έχω ένα αντίτυπο και να προχωρήσω σε συμπληρωματική αναφορά στα γεγονότα αυτά.
[15] Κουτελλάς Μιχαήλ Ι. “Το ιστορικό ανέγερσης και λειτουργίας του Επαρχιακού Μεγάρου της Καλύμνου [πρώην Ιταλικό Διοικητήριο]”. Αστική Εταιρεία “Ιπποκράτης” (Κάλυμνος 2023).
[16] Πηγή: Μαίρη Αδαμοπούλου “Πώς ο Μουσολίνι έκανε σύμβολό του τη Ρόδο”.
[17] Rappas Alexis. “The Fascist Temptation: British and Italian Imperial Entanglements in the Eastern Mediterranean.” Contemporary European History: pp.1-18 (2022).
[18] Επίσης, υπήρξε άμεση αντίδραση φορέων και επιχειρήσεων από την Ιταλία με δωρεές και προσφορές προς το νησί, συμπεριλαμβανομένου του Ιταλού βασιλιά. Από την άλλη πλευρά, πρέπει να υπογραμμιστεί η μικρότητα που έδειξε ο Lago αρνούμενος την πρόσβαση στο νησί σε σκάφη με βοήθεια από την ελλ. κυβέρνηση, την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και Δωδεκανήσιους της διασποράς. Αναλυτική περιγραφή για το σεισμό της 23ης Απριλίου και την ανοικοδόμηση, μαζί με χάρτες της πόλης πριν και μετά το σεισμό, στο Doumanis N, σ. 205-213 (σημείωση #8).
[19] Ο Doumanis προχωρεί σε μία μάλλον αφελή τοποθέτηση ότι δεν υπάρχουν “αποδείξεις” για κρυφές στοχεύσεις πίσω από το “Αυτοκέφαλο” ως προοίμιο ενσωμάτωσης της Εκκλησίας των Δωδεκανήσων στην Καθολική. Προφανώς (όπως και στη σημείωση #10) δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν επίσημα έγγραφα που θα περιγράφουν ένα τέτοιο σχέδιο – αντ’αυτού, καλό θα ήταν ο Doumanis να είχε ανατρέξει στην ιστορία σχηματισμού της Ουνίτικης εκκλησίας στην Ουκρανία, στην καταπίεση των ορθοδόξων κοινοτήτων σε Κάτω Ιταλία και Κυκλάδες για να προσχωρήσουν τα μέλη τους στην καθολική εκκλησία (περισσότερο επιτυχημένη στην πρώτη, με λιγότερη αλλά όχι αμελητέα επιτυχία στη δεύτερη περίπτωση) ή τις γνωστές εκβιαστικές πρόσπαθειες “ένωσης” των Εκκλησιών στα τελευταία χρόνια της Ανατ. Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Με βάση όλα αυτά, είναι ιστορικά αυτονόητο οι ελληνικές κοινότητες να υποψιάζονται ότι το “Αυτοκέφαλο” μιας περιοχής με ελάχιστους φυσικούς πόρους, μικρής και φτωχής, θα την οδηγούσε σε τέτοια θέση αδυναμίας ώστε μεσοπρόθεσμα να την καταστήσει εύκολο στόχο ουνίτικων σχεδίων – ακόμη κι αν κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να ήταν μεγαλόφωνα εκπεφρασμένο όταν γίνονταν οι συζητήσεις με το Πατριαρχείο. Ο απλός λαός μάλλον διαθέτει περισσότερη ευθυκρισία όταν λέει πως “το πρόβατο που ξεκόβει απ’το κοπάδι, το τρώει ο λύκος” χωρίς να χρειάζεται συγκεκριμένο “σχέδιο” γι’ αυτό εκ των προτέρων – απλώς να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες!
[20] Παρόμοιο περιστατικό περιγράφει ο μητροπ. Καρπάθου & Κάσου (1950-1975) Απόστολος στη σελίδα 82 των απομνημονευμάτων του “Το Χρονικόν της Ιταλοκρατίας της Ρόδου”. Κατά τη διάρκεια διάλεξης που έδινε στη Ρόδο κάποιος καθ. Αρχαιολογίας από την Ιταλία, όταν αυτός χρησιμοποίησε το όνομα “Λέρος“, ο De Vecchi τον διέκοψε λέγοντας: “Lero! Χωρίς το σίγμα καθηγητά! Αυτά είναι ελληνικά“.
[21] Σύμφωνα με τον MacGregor Knox στο βιβλίο του “Mussolini Unleashed, 1939-1941: Politics and Strategy in Fascist Italy’s Last War” [Cambridge, 1982], ο De Vecchi ήταν υπεύθυνος για αρκετές επιθέσεις ιταλικών υποβρυχίων εναντίον επιβατικών και φορτηγών πλοίων στο Αιγαίο πριν την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, συμπεριλαμβανομένης της βύθισης της “Έλλης” στο λιμάνι της Τήνου από το υποβρύχιο Delfino. Σύμφωνα με τον Knox ο Μουσολίνι δεν ήταν ενήμερος. Ωστόσο, η επικρατούσα άποψη (χρησιμοποιώντας τον Υπ. Εξωτερικών Τσιάνο ως πηγή) είναι ότι ο Μουσολίνι διέταξε την επιχείρηση αυτή.
[22] Αξίζει ίσως κάποια στιγμή να γίνει μια πιο συστηματική μελέτη και αποδόμηση της “διαλακτικής” εικόνας που δόμησε ο Lago για τη διακυβέρνηση του, δίνοντας έμφαση όχι τόσο στα μέσα και το ύφος, αλλά στους στόχους και τα αποτελέσματα. Ενώ υπάρχουν πολλά άρθρα που δίνουν έμφαση στην ωμότητα του De Vecchi, ο Lago έχει τύχει λιγότερης προσοχής και κριτικής, χωρίς όμως η πολιτική του να είναι λιγότερο επικίνδυνη – τουναντίον!




ΑΠΟ ΤΟ https://cognoscoteam.gr/

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ