ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ




Οι Βυζαντινοί ήσαν υποχρεωμένοι να αντιμετωπίζουν συνεχώς απειλές από πολλές πλευρές και συνεπώς βρίσκονταν σε συνεχή σχεδόν κατάσταση πολέμου, αμυντικού συνήθως. Είχαν όμως και επιφυλάξεις για τον πόλεμο καθ' εαυτό. Στο Στρατηγικό του ο αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός τονίζει πως καλό θα ήταν να αποφεύγεται ο πόλεμος 


~~{*}~~
1.
Και ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος γράφοντας το βιβλίο που είναι γενικά γνωστό ως το De Administrando Imperio, έδειξε πώς προκειμένου να αποφύγει την αναμφισβήτητη ταλαιπωρία της πολεμικής αναμέτρησης, η αυτοκρατορία θα μπορούσε να παροτρύνει κάποιον άλλο λαό να πολεμήσει τον αντίπαλο της -γι" αυτό και καθορίζει με αρκετή προσοχή ποιοι από τους γείτονες της μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον ποιων

2.
De Administrando Imperio ( Σχετικά με τη Διοίκηση της Αυτοκρατορίας ) είναι ο κοινός τίτλος που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στο επιστημονικό έργο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' που γράφτηκε γύρω στο 950. Ο αρχικός του τίτλος ήταν "Προς τον ιδίον των Ρωμανών" ( "Στο δικό μας son Romanus" , στα ελληνικά : "Πρὸς τὸν ἴδιον υἱὸν Ῥωμανόν" ) και αποτελείται από ένα εγχειρίδιο εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής για χρήση του γιου και διαδόχου του, αυτοκράτορα Ρωμανού Β' . Προσφέρει συμβουλές για το πώς να κυβερνήσεις μια πολυεθνική αυτοκρατορία και πώς να πολεμήσεις τους εξωτερικούς εχθρούς της. Είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά ντοκουμέντα που έχουν διασωθεί από τη μεσοβυζαντινή περίοδο.
Ο Κωνσταντίνος ήταν λόγιος - αυτοκράτορας , ο οποίος προσπάθησε να ενθαρρύνει τη μάθηση και την εκπαίδευση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Δημιούργησε πολλά άλλα έργα, όπως το De Ceremoniis , μια πραγματεία για την εθιμοτυπία και τις διαδικασίες της αυτοκρατορικής αυλής και μια βιογραφία του παππού του, Βασιλείου Α'. Το De Administrando Imperio γράφτηκε μεταξύ 948 και 952.

 Περιέχει συμβουλές για τη διακυβέρνηση εθνικά μικτών αυτοκρατοριών, καθώς και την καταπολέμηση ξένων εχθρών. Το έργο συνδυάζει δύο από τις προηγούμενες πραγματείες του Κωνσταντίνου, «On the Government of the State and the Several Nations» εθνῶν), που σχετίζονται με την ιστορία και τους χαρακτήρες των γειτονικών εθνών της Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των Ρώσων του Κιέβου , των Αράβων , των Λομβαρδών , των Αρμενίων και των Γεωργιανών. , and "On the Subjects of East and West" (Περί θεμάτων Άνατολῆς καί Δύσεως, γνωστό στα Λατινικά ως De Thematibus ), που σχετίζεται με πρόσφατα γεγονότα στις αυτοκρατορικές επαρχίες. Σε αυτόν τον συνδυασμό προστέθηκαν πολιτικές οδηγίες από τον ίδιο τον Κωνσταντίνο για τον γιο του Ῥωμανό

Το περιεχόμενο του βιβλίου, σύμφωνα με το προοίμιό του , χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες: i) ένα κλειδί της εξωτερικής πολιτικής στον πιο επικίνδυνο και περίπλοκο τομέα της σύγχρονης πολιτικής σκηνής, τον χώρο των βορείων και των Σκυθών , ii) ένα μάθημα για τη διπλωματία που πρέπει να πραγματοποιηθεί στην αντιμετώπιση των εθνών της ίδιας περιοχής, iii) μια εξαντλητική γεωγραφική και ιστορική μελέτη των περισσότερων από τα γειτονικά έθνη και iv) μια περίληψη της πρόσφατης εσωτερικής ιστορίας, πολιτικής και οργάνωσης του αυτοκρατορία. Σε αντίθεση με τις ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες, που συχνά προκαλούν σύγχυση και βασίζονται σε θρύλους, αυτές οι πληροφορίες είναι στην ουσία αξιόπιστες.





Μιχαήλ 8ος  Παλαιολόγος 1261- 1282 - Με Ανδρόνικο 2ο Παλαιολόγο  1272


1
Η ιστορική και αρχαία πραγματεία, την οποία είχε συντάξει ο αυτοκράτορας κατά τη δεκαετία του 940, περιέχεται στα κεφάλαια 12 έως 40. Αυτή η πραγματεία περιέχει παραδοσιακές και θρυλικές ιστορίες για το πώς οι περιοχές γύρω από την Αυτοκρατορία ( Σαρακηνοί , Λομβαρδοί , Ενετοί , Σλάβοι , Μαγυάροι και Πετσενέγοι ) ήρθε στο παρελθόν να απασχοληθεί από τους κατοίκους που ζούσαν σε αυτά την εποχή του αυτοκράτορα. Τα κεφάλαια 1-8 και 10-12 εξηγούν την αυτοκρατορική πολιτική απέναντι στους Πετσενέγους και τους Τούρκους. Το κεφάλαιο 13 είναι μια γενική οδηγία για την εξωτερική πολιτική του αυτοκράτορα. Τα κεφάλαια 43-46 αφορούν τη σύγχρονη πολιτική στα βορειοανατολικά ( Αρμενία και Γεωργία ). Οδηγοί για την ενσωμάτωση και τη φορολόγηση των νέων αυτοκρατορικών επαρχιών, και ορισμένων τμημάτων της πολιτικής και ναυτικής διοίκησης, βρίσκονται στα κεφάλαια 49 έως 52. Τα μεταγενέστερα κεφάλαια (ιδιαίτερα το κεφάλαιο 53) σχεδιάστηκαν για να δώσουν πρακτικές οδηγίες στον αυτοκράτορα Ρωμαίο Β' και πιθανότατα προστέθηκε κατά το έτος 951-952, για να σηματοδοτήσει τα δέκατα τέταρτα γενέθλια του Ρωμανού (952).

Για να αποφύγει κανείς έναν πόλεμο, μπορούσε επίσης να εξαγοράσει την ειρήνη, πληρώνοντας απευθείας τον αντίπαλο του και συχνά υποσχόμενος ότι θα επαναλάβει τις πληρωμές αυτές κάθε χρόνο, εφόσον διατηρούνταν η ειρήνη. Αυτή ήταν μια τακτική που ακολουθήθηκε από τους Βυζαντινούς αλλά που δεν επαινέθηκε ποτέ διότι επρόκειτο ουσιαστικά για υποτέλεια. Και βέβαια δεν ήταν θεωρητικώς δυνατό να γίνει αποδεκτό πως ο μοναδικός αυτοκράτορας που με θέλημα Θεού βασίλευε επί των Ρωμαίων μπορούσε να είναι υποτελής ενός άλλου κοσμικού άρχοντα. Αλλά η θεωρία δεν ταυτιζόταν πάντα με την πραγματικότητα. Όταν βρέθηκε σε μεγάλη ανάγκη, ο βυζαντινός βασιλιάς δέχθηκε την υποτέλεια προκειμένου να εξασφαλίσει την ειρήνη από έναν επικίνδυνο εχθρό, που δεν μπορούσε να αντιμετωπισθεί με τα όπλα. Ο Νικηφόρος Α ' μάλιστα, πιεζόμενος από τον χαλίφη Haroun al Rashid το 806, δέχθηκε να του καταβάλει, πέρα από το συνολικό ποσό της υποτέλειας, και τρία νομίσματα ως κεφαλικό φόρο για τον  εαυτό του και άλλα τρία για κεφαλικό φόρο του γιου του Σταυρακίου

3
. Νομίζω πως αυτή ήταν η ταπεινωτικότερη συνθήκη που απεδέχθη Βυζαντινός αυτοκράτορας, δεδομένου μάλιστα πως η καταβολή του κεφαλικού φόρου (djiziya) για τους Μουσουλμάνους σήμαινε πως ο καταβάλλων τον φόρο αναγνώριζε πως ήταν αλλόθρησκος υπήκοος του χαλίφη (zimmi ). 
Βεβαίως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε τόσο ξεκαθαρισμένα, και οι Βυζαντινοί έκαναν κάθε προσπάθεια για να τα παρουσιάσουν με λιγότερο σκούρα χρώματα. Συνήθως οι τακτικές πληρωμές στο εξωτερικό συνοδεύονταν και με παραχώρηση τιμητικών τίτλων στους δικαιούχους. Με τον τρόπο αυτό η αποστολή των χρημάτων εμφανιζόταν ως αποστολή του μισθού, της ρόγας, που δικαιούνταν ο ξένος τιτλούχος εξαιτίας του τίτλου του, όπως ακριβώς θα την δικαιούνταν κι αν ήταν Βυζαντινός

4
Ταυτόχρονα όμως, ο ξένος δικαιούχος, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, αναγνώριζε την υπεροχή του Βυζαντινού αυτοκράτορα, αφού αποκτούσε ένα Βυζαντινό τίτλο, ένα οίκείωηκόν, και με τον 
τρόπο αυτό, συγκαταλεγόταν στους οικείους του βασιλιά της Κωνσταντινούπολης





Ιστάμενον  νόμισμα Αλέξιος 1ος 

5
Για να εξυπηρετηθεί αυτή η πολιτική ανάγκη, οι παραχωρήσεις τίτλων στο εξωτερικό γίνονταν προς τον ξένο ηγεμόνα, αλλά με την εντολή οι τίτλοι αυτοί να μοιρασθούν στους ευγενείς του -αν δεν απονέμονταν από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα κατευθείαν προς ορισμένα άτομα. Περί το 1082, ο Αλέξιος Α' παραχώρησε κατευθείαν στον (εκάστοτε) δόγη της Βενετίας τον τίτλο του σεβαστού και στον εκάστοτε πατριάρχη του Γράδο τον τίτλο του υπερτίμου, με την ρόγα 20 λίτρων χρυσού (1.440 νομισμάτων), που τον συνόδευε

6
. Αντίθετα, οκτώ χρόνια νωρίτερα, το 1074, ο Μιχαήλ Δούκας είχε στείλει στον Ροβέρτο Γυισκάρδο, ως δώρο με την ευκαιρία συνοικεσίου, μια ετήσια επιχορήγηση ύψους 200 λιτρών χρυσού (14.400 νομίσματα) με την μορφή πολλών τίτλων διαφόρων επιπέδων που συνεπάγονταν και ρόγες, που θα μοιράζονταν στους ευγενείς του Νορμανδού μονάρχη

7
. Τέλος, όταν περί το 1081 ο Αλέξιος Κομνηνός έστειλε στον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ' ένα τεράστιο χρηματικό ποσό, έστειλε και τον κατεπάνω των αξιωμάτων Κωνσταντίνο Χοιροσφάκτη με την ρητή αποστολή να μοιράσει τα αξιώματα στους ευγενείς σύμφωνα με τις οδηγίες του Γερμανού αυτοκράτορα

8
Ο τρόπος αυτός πληρωμής σε ξένο κράτος ήταν συμφερτικός για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα γιατί του επέτρεπε να σώσει τα προσχήματα· του επέτρεπε επίσης να εκμεταλλευθεί τη σχετική αποκέντρωση του φεουδαρχικού συστήματος και να δημιουργήσει ευθείς δεσμούς με ξένους ευγενείς, οι οποίοι, χάρη στη γλύκα των ετήσιων πληρωμών του μισθού, θα έτειναν να αντιταχθούν σε απόπειρα ακύρωσης της συμφωνίας για να διατηρήσουν την ετήσια επιχορήγηση. 
Επιπλέον, για να γίνει η επιχορήγηση αυτή πιο ελκυστική για τους ξένους και λιγότερο επαχθής για τη Βυζαντινή κρατική οικονομία, τα χρηματικά ποσά συνοδεύονταν και από μεταξωτά υφάσματα υψηλής ποιότητας, προϊόντα των αυτοκρατορικών εργαστηρίων, που δεν βρίσκονταν στην αγορά.
 Τα Βυζαντινά αυτοκρατορικά μεταξωτά αποτελούσαν σύμβολο της υψηλής τάξης και μέσα 
στην αυτοκρατορία και στο εξωτερικό. Η εμπορική τους αξία ήταν εξαιρετικά υψηλή, ακόμη υψηλότερη όμως ήταν η αξία τους ως δείγματος κοινωνικής διάκρισης, αφού παράγονταν σε περιορισμένο αριθμό και η κυκλοφορία τους ελεγχόταν πολύ στενά. Αποτελούσαν ένα σημαντικό οικονομικό εργαλείο στα χέρια του αυτοκράτορα, δεδομένου ότι η ποσότητα τους κάθε χρόνο μπορούσε να καθορισθεί σύμφωνα με τις ανάγκες του θρόνου, λαμβανομένης βέβαια υπόψη 
και της ανάγκης τα μεταξωτά να παραμένουν σπάνια ούτως ώστε να διατηρούν 
την υψηλή τους τιμή. Το μετάξι, πρώτη ύλη υψηλής αξίας, συχνά ερχόταν να αντικαταστήσει το χρυσάφι - και σε μερικές περιπτώσεις το κράτος μοίραζε χρυσό σε αντικατάσταση των μεταξωτών υφασμάτων που δεν ήσαν τότε διαθέσιμα

9


Ιστάμενον νόμισμα- Ζωή και Θεοδώρα -Μακεδονική Δυναστεία μέσα του 10ου αιώνα όπου  διαμορφώθηκε το σύμβολο των 5 τελειών

Ας περάσουμε σε μερικά παραδείγματα «υποτέλειας» και σε μερικούς αριθμούς για την περίοδο από τα τέλη του 8ου ώς τον 10ο αι. Κύρια πηγή πληροφοριών είναι βέβαια τα Regesten του Dölger, στα οποία αναγράφονται όλες οι συνθήκες του Βυζαντίου με ξένες δυνάμεις και στα οποία βρίσκει κανείς τις παραπομπές στις πηγές και τη βιβλιογραφία. Όλα τα παρακάτω παραδείγματα αναφέρονται σε πληρωμές που έγιναν προς τους Αραβες: 
 
781 προς Αραβες 70 χιλ. χρυσά νομίσματα για αγορά ειρήνης (μέσος όρος 
περίπου 70 χιλ./έτος): Dölger, Regesten, αρ. 340. 
798 προς Αραβες 100 χιλ. χρυσά νομίσματα για αγορά ειρήνης (μέσος όρος 
περίπου 100 χιλ./έτος): Dölger, Regesten, αρ. 352. 
806 προς Αραβες 30 χιλ. χρυσά νομίσματα το χρόνο για αγορά ειρήνης 
(μέσος όρος 30 χιλ./έτος): Dölger, Regesten, αρ. 366. 
832 προς Αραβες 100 χιλ. χρυσά νομίσματα για πενταετή ειρήνη (μέσος 
όρος 20 χιλ./έτος): Dölger, Regesten, αρ. 425. 
917 προς Αραβες 22 χιλ. χρυσά νομίσματα το χρόνο (μέσος όρος 22 χιλ./ 
έτος): Dölger, Regesten, αρ. 603. 
924 προς Αραβες 11 χιλ. χρυσά νομίσματα το χρόνο (μέσος όρος 11 χιλ./ 
έτος): Dölger, Regesten, αρ. 603. 
Από τους παραπάνω αριθμούς διαπιστώνεται πως καθ' όλη την εποχή κατά 
την οποία το Βυζαντινό νόμισμα ήταν σταθερό, δηλαδή πριν από τα μέσα του 
1 Ιου αι., τα ποσά που πλήρωνε η αυτοκρατορία στο εξωτερικό ανέρχονταν στις 
 
11-100 χιλ. χρυσά νομίσματα το χρόνο. Είναι προφανές πως το ποσό κυμαινόταν ανάλογα με τη συγκυρία. Από την άλλη πλευρά όμως δεν πρέπει κανείς να παραμελεί το γεγονός πως τα νούμερα που έχουμε αφορούν μόνο πληρωμές προς τους Αραβες, τους μόνους οικονομικά ανεπτυγμένους (και πραγματικά ισχυρούς) αντιπάλους του Βυζαντίου. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε -μόνο 
να υποθέσουμε- πως οι πληρωμές προς άλλους λιγότερο ανεπτυγμένους (και λιγότερο ισχυρούς) γείτονες θα αναφέρονταν σε σαφώς μικρότερα ποσά. Τέτοιες πληρωμές θα πρέπει να έγιναν, π.χ. προς τους Ούγγρους, τους Πετσενέγους και τους Σελτζούκους 


Ιστάμενον του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά ΙΙ
 
Βέβαια τίποτε δεν μας βεβαιώνει πως οι αριθμοί αυτοί είναι ακριβείς. Δεδομένης όμως της γνωστής τάσης όλων των ιστορικών, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε μονάχα πως οι αριθμοί αυτοί θα μπορούσαν να είναι φουσκωμένοι. Όπως όμως θα δούμε παρακάτω, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει - και αν συνέβαινε θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο το επιχείρημα που θέλω να παρουσιάσω. 
Έχουμε λίγες αλλά ακριβείς και ασφαλείς πληροφορίες για μια περίπτωση που εξαγοράσθηκε ένας γείτονας προκειμένου να πολεμήσει για λογαριασμό της αυτοκρατορίας. Για να αντιμετωπισθεί μια επανάσταση Λομβαρδών ευγενών, το 934/935 στάλθηκε στην Ιταλία ο πρωτοσπαθάριος Επιφάνιος με στρατιωτικές ενισχύσεις, 1.553 καβαλάρηδες. Έφερνε μαζί του όμως και δώρα προς τον βασιλιά της Ιταλίας Hugo, για να τον πείσει να εκστρατεύσει εναντίον των επαναστατών, να τους καθυποτάξει και να παραδώσει τα κάστρα τους στον Βυζαντινό στρατηγό Λογγοβαρδίας.

 Έχουμε τον λεπτομερή κατάλογο των δώρων αυτών: 
7.200 χρυσά νομίσματα, καμιά εικοσαριά μεταξωτά φορέματα, τρία αργυρά επίχρυσα σκεύη, θυμίαμα, υελία, κ.λπ.

11. Ενδιαφέρον είναι πως στις οδηγίες λέγεται καθαρά ότι: 1) ένα μέρος των δώρων προορίζεται για τον μαρκήσιο του Ρήγα της Ιταλίας ο οποίος συνορεύει με το θέμα Λογγοβαρδίας, και 2) ότι τα δώρα θα δίνονταν στον Ρήγα εφόσον ο ίδιος εξεστράτευε και νικούσε τους επαναστάτες· αν ο πόλεμος γινόταν από υφισταμένους του, οι υφιστάμενοι αυτοί θα παραλείπονταν .

10. Όπως παρατήρησε ο κ. Ε. Χρυσός, οι πληρωμές σε υπανάπτυκτους γείτονες παρουσίαζαν πιθανότατα και το προσόν ότι τα χρυσά νομίσματα που δίνονταν, σύντομα επέστρεφαν στην  αυτοκρατορία που ήταν η κύρια αγορά αγαθών. λάμβαναν τα δώρα για να τα δώσουν στον Ρήγα. Με άλλα λόγια, δεν τηρούνταν  καν τα προσχήματα· τα «δώρα» αντιμετωπίζονταν ως απλή πληρωμή για υπηρεσίες και θα καταβάλλονταν σε εκείνον ο οποίος προσέφερε την πραγματική υπηρεσία, ως πραγματική ανταμοιβή. 
Τα ποσά που αναφέρονται για τους Γερμανούς αυτοκράτορες, κινούνται σε σαφώς υψηλότερο επίπεδο, σε πολύ μεταγενέστερη όμως εποχή. Το 1081-1082 στάλθηκαν στον αυτοκράτορα Ερρίκο Β' δώρα αξίας 5.000 λιτρών=360.000 νομισμάτων, για να πολεμήσει Νορμανδούς
 
12. Επίσης το 1196 ο Ερρίκος Δ' διεκδίκησε κι αυτός 5.000 λίτρες (360.000 νομίσματα), που στην συνέχεια μειώθηκαν στις 1.300 λίτρες (93.600 νομίσματα) για εξαγορά ειρήνης
 
13. Αλλά βέβαια δεν πρέπει κανείς να λησμονεί πως το 1081 και πάλι το 1196 το Βυζαντινό νόμισμα είχε υποστεί σημαντικότατη υποτίμηση (διατηρούσε λιγότερο από 40% της  αξίας που είχε τον θ ' αι.). 
Τα ποσά που αναφέραμε φαίνονται μεγάλα. Για να κρίνουμε όμως το πραγματικό μέγεθος τους θα πρέπει να τα συγκρίνουμε με άλλα μεγέθη. Τι αποθέματα χρυσού διέθετε ο Βυζαντινός αυτοκράτορας; Τι ποσά ξόδευε για άλλες πληρωμές; Και, κυρίως, πόσο θα έπρεπε να ξοδέψει ο ίδιος προκειμένου να αποφύγει την καταβολή των μετρητών που του ζητούσαν, ας πούμε, οι Άραβες; Με 
άλλα λόγια: οι υποτέλειες αυτές είχαν κάποιο οικονομικό νόημα ή ήταν απλώς 
υποχωρήσεις από μέρους ηγεμόνων που ήσαν νωθροί ή πανικόβλητοι; 
Για τα αποθέματα χρυσού έχουμε μερικούς αριθμούς που προέρχονται από 
αφηγηματικές πηγές και συνεπώς θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν ως υπερβολικοί. Το χαρακτηριστικό όμως είναι πως οι αριθμοί αυτοί βρίσκονται στην ίδια τάξη μεγεθών και συνεπώς θα μπορούσαν να αντιπροσωπεύουν αν όχι την αλήθεια, τουλάχιστον αυτό που νομιζόταν πως ήταν η αλήθεια. Μαθαίνουμε, π.χ., πως ο αυτοκράτορας Θεόφιλος πεθαίνοντας το 842 άφησε 6.984.000 χρυσά νομίσματα στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο του Φύλακος (97.000 λίτρες). Και 
ότι η χήρα του Θεοδώρα, κατά την διάρκεια της αντιβασιλείας της, που έληξε το 
856, πρόσθεσε σ' αυτά άλλες 3.000 λίτρες, με αποτέλεσμα να αφήσει 7.200.000 
χρυσά νομίσματα

14 -ή, σύμφωνα με άλλη πηγή, 7.848.000 χρυσά νομίσματα ή 
109.000 λίτρες χρυσού

15. Δεν γνωρίζουμε ποιο από τα δύο νούμερα είναι πλησιέστερο στην πραγματικότητα, αλλά τα ποσά είναι συγκρίσιμα. 

Αντίστοιχες πληροφορίες βρίσκουμε σχεδόν δυο αιώνες αργότερα. Όταν Πρέπει να σημειωθεί πως στους υπολογισμούς του ο W. Treadgold, The Byzantine State Finances in the Eighth and Ninth Century, Νέα  Υόρκη 1982, παρερμηνεύοντας την φράση των πηγών, θεώρησε εσφαλμένα πως έμεναν 1.900 κεντη-πέθανε το 1025, ο Βασίλειος Β' είχε αφήσει, λέγεται, 200.000 λίτρες στο αυτοκρατορικό ταμείο, όηλ. περί τα 14.400.000 χρυσά νομίσματα
 
16. Σύμφωνα με τον Ψελλό επρόκειτο κυρίως για λεία πολέμου που συνέλεξε στις εκστρατείες του, 
κυρίως στην Ανατολή (γνωρίζουμε πως στο λιγότερο εκχρηματισμένο Βουλγαρικό Κράτος, το θησαυροφυλάκιο του τσάρου δεν ξεπερνούσε σε αξία τα 720.000 χρυσά νομίσματα, τα οποία άλλωστε όλα μοιράσθηκαν ως ρόγα του  Βυζαντινού στρατού)
 
17, αλλά και από δημεύσεις περιουσιών διαφόρων ευγενών, κυρίως αυτών που είχαν επαναστατήσει εναντίον του. Η αποταμίευση τόσο μεγάλου ποσού εκπλήσσει για ένα αυτοκράτορα που διεξήγε συνεχείς εκστρατείες, και δεν μπορεί να ερμηνευθεί παρά μόνο ως αποτέλεσμα σκληρών οικονομιών και μείωσης των εξόδων του κράτους σε όλα πλην των στρατιωτικών δαπανών. Γιατί πρέπει εδώ να προστεθεί επίσης πως ο Βασίλειος Β ' δεν επέμεινε  στην συλλογή των φόρων από τουςμικροϊδιοκτήτες της αυτοκρατορίας
 
18. Όπως κι αν έχει το πράγμα, τα μαρτυρούμενα αποθέματα χρυσού, αν ήταν αληθινά, θα επέτρεπαν αρκετά εύκολα την καταβολή χρηματικών ποσών, όπως αυτά που αναφέρουν οι πηγές, σε ξένους με τον σκοπό να υποστηριχθεί η εξωτερική πολιτική της αυτοκρατορίας. 
Το ουσιωδέστερο ερώτημα είναι κατά πόσον η λύση της πληρωμής στο εξωτερικό ήταν οικονομικά συμφέρουσα. Για να την αποφύγει, ο αυτοκράτορας θα έπρεπε να ετοιμάσει ένα στρατό αρκετά ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει με ελπίδες επιτυχίας τον αντίπαλο που δεν θα πλήρωνε - ή που δεν θα καταπολεμούσε χάρη στις υπηρεσίες ενός τρίτου. Τι θα κόστιζε μια τέτοια επιχείρηση; 
Και εδώ οι αριθμοί είναι λίγοι και σε μερικές περιπτώσεις αβέβαιοι. Για τον 
πρώιμο Θ ' αι. μαθαίνουμε πως η ρόγα του όλου θέματος των Αρμενιακών, την 
οποία άρπαξαν οι Άραβες κατά τη διάρκεια μιας επιδρομής τους, ανερχόταν σε 
1.300 λίτρες χρυσού (93.600 νομίσματα) ενώ η ρόγα που άρπαξαν οι Βούλγαροι 
στον Στρυμώνα (προφανώς του θέματος Μακεδονίας) ανερχόταν σε 1.100 λίτρες 
(79.200 νομίσματα)
 
19. Τα ποσά είναι τεράστια, θα μπορούσε όμως να είναι φουσκωμένα από τον χρονογράφο. 
Αντίθετα έχουμε εξαιρετικά λεπτομερείς και ακριβείς πληροφορίες χάρη νάρια και όχι 1.090 (όπως γράφουν οι πηγές), και υπολόγισε τον θησαυρό που άφησε η Θεοδώρα στο τεράστιο νούμερο των 13.680.000 χρυσών νομισμάτων - αριθμό που και θεώρησε πιο αξιόπιστο και πάνω στον οποίο βάσισε όλους τους περαιτέρω υπολογισμούς του. 





Τα λάθη που προκύπτουν από μια τέτοια παρανόηση είναι προφανή. στους λογαριασμούς των εκστρατειών εναντίον της Κρήτης που οργάνωσε η αυτοκρατορία το 911 και το 949  20. Μολονότι και στις δυο χρησιμοποιήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά ήδη υπάρχοντα πλοία και οι άνδρες πληρώθηκαν μόνο για την κινητοποίηση τους, η όλη επιχείρηση του 911 κόστισε 239.126 χρυσά νομίσματα (δηλ. πάνω από ένα τόνο χρυσού). Η εκστρατεία του 949 κόστισε 224.030 νομίσματα. 

Νικηφόρος Φωκάς ΙΙ-912-969 Απελευθέρωση Κρήτης 


Και για τις δύο είχαν επίσης συλλέγει επιπλέον συνδοσίες εις είδος από ορισμένες επαρχίες, για τις ανάγκες των εκστρατευτικών σωμάτων (τρόφιμα, τεχνικός εξοπλισμός, βοηθητικά άλογα). Τα ποσά είναι τεράστια. Και το έξοδο φαίνεται ακόμη φοβερότερο αν σκεφθεί κανείς πως κι οι δυο εκστρατείες 
απέτυχαν οικτρά. 
Μπορεί βέβαια να πει κανείς πως αυτές ήταν υπερπόντιες εκστρατείες και κόστισαν πολύ λόγω της μαζικής συμμετοχής του ναυτικού. Και ότι, όντας επιθετικές επιχειρήσεις, παρείχαν και την ελπίδα κατάκτησης μιας νέας χώρας, και συνεπώς απόσβεσης του μεγάλου κόστους. Αλλά βέβαια στρέφονταν εναντίον ενός κρατιδίου, του Εμιράτου της Κρήτης. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως για να αντιμετωπισθεί ο χαλίφης της Βαγδάτης θα χρειάζονταν πολλαπλάσιες δυνάμεις ξηράς απ' ό,τι για τον εμίρη της Κρήτης. Συνεπώς η τάξη μεγέθους που γνωρίζουμε χάρη στις εκστρατείες του 911 και του 949 παραμένει αξιόπιστη. Και είναι πολλές φορές μεγαλύτερη από τα ποσά που αναφέραμε παραπάνω για εξαγορά ειρήνης ή για εξαγορά συμμαχίας - 2, 5 έως 21 φορές μεγαλύτερη. Ακόμη και τα δώρα προς τον Γερμανό αυτοκράτορα το 1081 ήταν συμφερτικά αφού απέβλεπαν στο να κινητοποιήσουν μια ολόκληρη αυτοκρατορία εναντίον ενός θανάσιμου και εξαιρετικά επικίνδυνου εχθρού, των Νορμανδών της Σικελίας, που είχαν ήδη αποβιβασθεί στα Βαλκάνια και απειλούσαν την ίδια την ύπαρξη της αυτοκρατορίας των Κομνηνών. 

Βέβαια, για να λειτουργήσει η μια ή η άλλη εξαγορά, ήταν αναγκαίο να συνοδεύεται και από κάποια επίδειξη στρατιωτικής ισχύος. Είδαμε πως η αποστολή του Επιφανίου με τα δώρα στην Ιταλία συνοδεύθηκε και από ενισχύσεις 1.500 ιππέων. Δηλαδή, η εξαγορά της ειρήνης δεν απάλλασσε την αυτοκρατορία από τις στρατιωτικές δαπάνες - τις μείωνε όμως πολύ. Με άλλα λόγια, όπως και 
να το υπολογίσει κανείς, η εξαγορά της ειρήνης - ή η εξαγορά μιας συμμαχίας -
στοίχιζε στον αυτοκράτορα πολύ λιγότερο από την διοργάνωση μιας στρατιωτικής επιχείρησης σε μεγάλη κλίμακα. 
Και δεδομένου πως η εξαγορά της ειρήνης είχε νόημα μόνο όταν η αυτοκρατορία βρισκόταν σε άμυνα, κι αν ακόμη η νίκη έστεφε τα Βυζαντινά όπλα (πράγμα που ποτέ δεν ήταν σίγουρο), δεν μπορούσε να ελπίζεται ουσιαστική λεία πολέμου επαρκής για να αποσβέσει το έξοδο της 
στρατιωτικής κινητοποίησης. Αντίθετα, θα έπρεπε να προβλεφθούν καταστροφές στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, αναπόφευκτες σε περίπτωση εχθρικής εισβολής. 
Το μειονέκτημα της εξαγοράς της ειρήνης, πέρα από την ταπείνωση, ήταν πως ίσως χρειαζόταν να επαναληφθεί. Το μειονέκτημα του πολέμου εκστρατείας ήταν, πέρα από το μεγάλο κόστος του, και η αβεβαιότητα για την έκβαση του. 
Είναι φανερό πως το δίλημμα πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο του αυξημένου εκ χρηματισμού της Βυζαντινής οικονομίας και του μειωμένου εκ χρηματισμού άλλων οικονομιών. Το χρυσό νόμισμα, ο solidus, ήταν περιζήτητο διεθνώς, τουλάχιστον μέχρι την μεγάλη κρίση του ΙΑ αι. Κι αυτό το νόμισμα αποτελούσε σημαντικό όπλο στα χέρια του κράτους, ακριβώς επειδή ήταν περιζήτητο και 
έχαιρε της γενικής εμπιστοσύνης. 



Σόλιδο αυτοκράτορος Θεοδοσίου ΙΙ 

Σε μια εκ χρηματισμένη οικονομία, όπως η Βυζαντινή, όλες οι υπηρεσίες πληρώνονται σε μετρητά και συνεπώς οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις είναι καλά οργανωμένες αλλά πολυέξοδες υποθέσεις. Σε πρωτόγονες κοινωνίες οι στρατιωτικές κινητοποιήσεις βασίζονται σημαντικά στον εθελοντισμό και κοστίζουν λίγο - στις κοινωνίες όμως αυτές το υψηλής ποιότητας χρήμα είναι αντικείμενο σεβασμού. Περιζήτητα είναι και τα αξιώματα, που απονέμονται μαζί με τους υπεσχημένους μισθούς. Το ίδιο και τα μεταξωτά, που με τόση σοφία παρήγαν σε μικρές ποσότητες και διαχειρίζονταν οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Όπως σημειώσαμε, αν με το όπλο αυτό οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να συνάψουν συμφερτικές συμφωνίες με τους οικονομικά ανεπτυγμένους Άραβες, θα συνήψαν αναμφίβολα ακόμη πιο συμφέρουσες συμφωνίες με τους υπανάπτυκτους γείτονες τους. 
Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας που εξαγόραζαν την ειρήνη ή την συμμαχία, δεν ήταν ούτε νωθροί, ούτε πανικόβλητοι. Απλώς γνώριζαν καλή αριθμητική και ποιο ήταν το συμφέρον τους.



1. Leonis imperatoris, Tactica, έκδ. R. Vari, I, Βουδαπέστη 1917, 4, 39.
2. Π.χ. Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, έκδ. Moravcsik - Jenkins,
Ουάσινγκτον 1967, κεφ. 4 (ΠατζινακΙται εναντίον Ρώς και Οϋγγρων ).
3. F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des oströmischen Reiches, αρ. 366.
4. Ρ. Lemerle, «Roga et rente d'État aux Xe-XIe siècles», Revue des Études Byzantines 25
(1967), σελ. 77-100.
5. Ν. Oikonomidès, Les listes de préséance byzantines des IXe et Xe siècles, Παρίσι 1972,
σελ. 291.
6. Dölger, Regesten, αρ. 1081.
7. Dölger, Regesten, αρ. 1003. Τελευταία μελέτη Lemerle, ό.π., σελ. 92 κ.ε.
8. Regesten, αρ. 1068. Πρβλ. Lemerle, ό.π., σελ. 97.
9. De Cerìmoniis aulae byzatninae, Βόννη, σελ. 668, 669.
(893, 914, 1053, 1055: Dölger, Regesten, αρ. 522, 575, 909, 929)
10.. De Cerimoniis, 661.
12. Dölger, Regesten, αρ. 1068, 1077.
13. Döiger, Regesten, αρ. 1638.
14. Συνεχιστής Θεοφάνους, σελ. 253.
15. Συνεχιστής θεοφάνους, σελ. 172· Γενέσιος IV, 11.
16. Ψελλός, Χρονογραφία, Ι, 19- Ζωναράς III, σελ. 561-562.
17. Σκυλίτζης, σελ. 359.
18. Τα σχετικά με τα αποθέματα του Βασιλείου Β αμφισβητήθηκαν από τον P. Carellos,
«Bemerkungen zur Herrschaft Basileios' II Bulgaroktonus», Byzantinoslavica 63 (1992), σελ. 8-16.
19. Θεοφάνης, σελ. 482, 489.
20. De Cerimoniis, σελ. 651-678.


ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ




Ο Φραντζ Ντόλγκερ (1891-1968) ήταν Γερμανός βυζαντινολόγος και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών

Ο Φραντζ Ντόλγκερ γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1891. Σπούδασε κλασική φιλολογια.. Η διδακτορική διατριβή του που υποβλήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου το 1919 είχε τον τίτλο Πηγές και πρότυπα του ποιήματος του Μελιτηνιώτη (1919). Έγινε υφηγητής το 1926 με θέμα Συμβολαί εις την οικονομικήν διοίκησίν του Βυζαντίου ιδία κατά τους 10 και 11 αι. και καθηγητής το 1931 στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. έως το 1959[12].Από το 1928 συνεκδότης και από το 1931 εκδότης της Byzantinsche zeitschrift. Στην διάρκεια της Γερμανικής κατοχής ήλθε στο Άγιο Όρος και εργάστηκε ως ταγματάρχης. Πέθανε στις 5 Νοεμβρίου 1968. Ο Ντόλγκερ ήταν τακτικό, αντεπιστέλλον ή επίτιμο μέλος οκτώ Ακαδημιών (Βαυαρικής, Ρουμανικής, Βιέννης, Σόφιας, Βρετανικής, Αθηνών, Βερολίνου και Βρυξελλών) και επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίου Αθηνών, Σόφιας και Θεσσαλονίκης. Έγινε μέλος της πολιτικής τάξεως του τάγματος Pour le merite της ανώτατης επιστημονικής διακρίσεως της Δυτικής Γερμανίας.
Ασχολήθηκε με τους κλάδους της μεσαιωνικής ελληνικής φιλολογίας, λόγιας και δημοτικής, της βυζαντινής γλώσσας και της βυζαντινής ορολογίας. Μελέτησε τα αυτοτελή συγγράμματα του Ιωάννη Δαμασκηνού,Ιωάννη Λυδού, Θεόδωρου Μλιτηνιώτη και Αλέξιου Μετοχίτη. Ασχολήθηκε με θέματα παιδείας, πνευματικής ιστορίας και γραμματολογίας. Τον απασχόλησε το θέμα των ξένων γλωσσών στο Βυζάντιο







ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ