Εκτίθεται στο Μουσείο Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας στην Ολυμπία. Η μεγάλη πέτρα είναι βάρους 143,5 κιλών (316 λίβρες) και είναι ένα τετράγωνο από κόκκινο ψαμμίτη με δύο βαθιές εγκοπές λαξευμένες που σχηματίζουν μια λαβή έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ελεύθερο βάρος.
Η επιγραφή στην πέτρα είναι σε μορφή Βουστροφηδόν που είναι τρόπος γραφής με εναλλασσόμενη φορά. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους αρχαίους Έλληνες για να περιγράψουν την ιδιάζουσα αρχαϊκή ελληνική γραφή που φαίνεται να εγκαταλείφθηκε τον 7ο με 6ο π.Χ. αιώνα. Το αρχαιοελληνικό σύστημα γραφής λοιπόν με εναλλασσόμενες γραμμές γραμμένες σε αντίθετες κατευθύνσεις και γράφει: "ΒΥΒΟΝ ΤΕΤΕΡΕΙ ΧΕΡΙ ΥΠΕΡΚΕΦΑΛΑ Μ ΥΠΕΡΕΒΑΛΕΤΟ ΟΦΟ[Λ]Α. Ο Βύβων με ανύψωσε με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι"
Η επιγραφή πάνω στην πέτρα γράφει: "Βύβων τ' ετέρει χερί υπέρ κεφαλάς υπερέβαλε το όφοια", που σημαίνει: "Ο αθλητής Βύβων με ανύψωσε με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του".
Από την επιγραφή αλλά και από το ότι η πέτρα ήταν λαξευμένη ώστε να μπορεί ο αθλητής να την πιάνει με το χέρι (λαβή), συμπεραίνεται ότι ο Βύβων ήταν νικητής σε διαγωνισμό άρσης βαρών.
Στην συγκεκριμένη απόδοση ο λίθος φαίνεται σαν να μιλά σε πρώτο πρόσωπο, ενώ με μια εναλλακτική προσέγγιση η επιγραφή μπορεί να αποδοθεί ως "...ΥΠΕΡΚΕΦΑΛΑΣ ΥΠΕΡΕΒΑΛΕΤΟ..." που θα μεταφραζόταν ως Ο Βύβων τον ανύψωσε με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι. Κατ' άλλους το τελευταίο σημείο της επιγραφής "...ΟΦΟ[Λ]Α" μπορεί να αποδοθεί ως ο [υιός του] Φόλα
Από την επιγραφή αλλά και από το ότι η πέτρα ήταν λαξευμένη ώστε να μπορεί ο αθλητής να την πιάνει με το χέρι (λαβή), συμπεραίνεται ότι ο Βύβων ήταν νικητής σε διαγωνισμό άρσης βαρών και έμεινε στην ιστορία για το κατόρθωμα αυτό.
Παραδόξως, η άρση βαρών δεν ήταν ολυμπιακό άθλημα κατά την αρχαιότητα — ήταν κυρίως για άσκηση για την ενίσχυση του σώματος, αλλά ήταν συνηθισμένη στους αρχαίους Έλληνες, αφού ο πολιτισμός τους γιόρταζε τη δύναμη. Οι στρατιώτες προπονούνταν με βάρη και κάνοντας γυμναστική πριν από τη μάχη, ενώ η άρση βαρών ήταν μια τυπική δραστηριότητα στο γυμνάσιο.
Το αρχαίο Ελληνικό σωματικό χτίσιμο βασιζόταν στην εκτέλεση ασκήσεων με σωματικό βάρος . Οι αρχαίοι Έλληνες αρσιβαρίστες χρησιμοποιούσαν αντίσταση στις μεθόδους προπόνησης δύναμης σηκώνοντας πέτρες, κορμούς, ζώα — ή μεταξύ τους — για να βοηθήσουν στην αύξηση της δύναμής τους. Σύμφωνα με ιστορικά κείμενα χρησιμοποιούσαν πέτρινους αλτήρες που ήταν τόσο βάρους από 2 έως 9 κιλά, για τακτική προπόνηση.
Αυτό δείχνει πόσο ξεχωριστή ήταν η Πέτρα του Βύβωνος. Κανένας σύγχρονος αθλητής δεν έχει σηκώσει 143,5 κιλά με το ένα χέρι, ούτε καν με αλτήρα, πόσο μάλλον πέτρα, που είναι ασύγκριτα πιο δύσκολο εγχείρημα. Ακούγεται σχεδόν αδύνατο να εκτελέσετε ένα τόσο απίστευτο επίτευγμα δύναμης - αφού ακόμη και οι σύγχρονοι αθλητές δεν μπορούσαν να σηκώσουν την πέτρα παρά την πρόοδο της τεχνολογίας και τη γνώση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος.
Το επίτευγμα του Έλληνα αρσιβαρίστα Βύβωνα να σηκώσει ένα τόσο απίστευτο βάρος, ήταν εξαιρετικό και γιορτάστηκε με μια επιγραφή στον συγκεκριμένο βράχο που προσφέρθηκε στον ιερό ναό της Ολυμπίας.
Δεν υπάρχει άλλη ιστορική καταγραφή για τον αρχαίο Έλληνα αρσιβαρίστα και την ενεπίγραφη πέτρα του που βρέθηκε στην περιοχή του Πελόπιου, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Ωστόσο, το θαυμάσιο κατόρθωμα δείχνει ότι υπήρχε πράγματι μια κουλτούρα άρσης βαρών στην Ελλάδα πριν από την Ελληνιστική εποχή.
Ο Βύβων σε φανταστική αναπαράσταση .Δεν υπάρχουν αναφορές για τον Βύβωνα, αυτόν τον τρομακτικό αρχαίο Έλληνα αθλητή , εκτός από εκτιμήσεις που τον τοποθετούν στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. Η πέτρα βρέθηκε στην Ολυμπία. Η άρση βαρών δεν ήταν άθλημα στην αρχαιότητα.
Βύβων: Έλληνας αθλητής κατά την αρχαιότητα που κατάφερε να σηκώσει μια πέτρα 143,5 κιλών με το ένα χέρι Στην Αρχαία Ελλάδα, η δύναμη εκτιμήθηκε πολύ ως φυσική ιδιότητα. ο Έλληνας αρσιβαρίστας Βύβων έμεινε στην ιστορία για το κατόρθωμα να σηκώσει μια πέτρα τόσων κιλών.
Η άρση βαρών ήταν συνηθισμένη στους αρχαίους Έλληνες, αφού ο πολιτισμός μας εόρταζε τη δύναμη. Οι στρατιώτες προπονούνταν με βάρη και κάνοντας γυμναστική πριν από τη μάχη, ενώ η άρση βαρών ήταν μια τυπική δραστηριότητα στο γυμνάσιο.
Η δύναμη του Ηρακλή βρίσκεται στην κορυφή των Ελληνικών μυθολογικών παραμυθιών, με τον ήρωα να εκτελεί απίστευτα καθήκοντα με την υπερφυσική φυσική του δύναμη.
Ωστόσο, οι ιστορίες ισχυρών ανδρών δεν περιορίζονταν σε μύθους. Ο αθλητής Μίλων του Κρότωνα λέγεται ότι έχτισε τη δύναμή του μεταφέροντας μία αγελάδα επάνω σε ένα λόφο για εβδομάδες για να γίνει δυνατός.
«Τι ντροπή είναι για έναν άνθρωπο να γερνάει χωρίς να δει ποτέ την ομορφιά και τη δύναμη που μπορεί να έχει το σώμα του», έγραψε ο Σωκράτης.
Οι Σπαρτιάτες ήταν διάσημοι για την αυστηρή προπόνησή τους, η οποία περιελάβανε την άρση βαρέων βαρών για να αποκτήσουν τη δύναμη που απαιτείται για νικηφόρες μάχες.
Το επίτευγμα του Έλληνα αρσιβαρίστα Βύβωνα να σηκώσει ένα τόσο απίστευτο βάρος, ήταν εξαιρετικό και γιορτάστηκε με μια επιγραφή στον συγκεκριμένο βράχο που προσφέρθηκε στον ιερό ναό της Ολυμπίας.
Δεν υπάρχει άλλη ιστορική καταγραφή για τον αρχαίο Έλληνα αρσιβαρίστα και την ενεπίγραφη πέτρα του. Ωστόσο, το θαυμάσιο κατόρθωμα δείχνει ότι υπήρχε πράγματι μια κουλτούρα άρσης βαρών στην Ελλάδα πριν από την Ελληνιστική εποχή.
Το Πελόπιο ήταν κενοτάφιο στο χώρο της αρχαίας Ολυμπίας, αφιερωμένο στον Πέλοπα, τοπικό ήρωα των Ηλείων, βρισκόταν μεταξύ του Ηραίου και του ναού του Δία. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, δημιουργήθηκε από τον Ηρακλή, που ήταν απόγονος του Πέλοπα και κάθε χρόνο οι τοπικοί άρχοντες πραγματοποιούσαν θυσίες ζώων στο χώρο του μνημείου.
[13.1] ἔστι δὲ ἐντὸς τῆς Ἄλτεως καὶ Πέλοπι ἀποτετμημένον τέμενος: ἡρώων δὲ τῶν ἐν Ὀλυμπίᾳ τοσοῦτον προτετιμημένος ἐστὶν ὁ Πέλοψ ὑπὸ Ἠλείων ὅσον Ζεὺς θεῶν τῶν ἄλλων. ἔστιν οὖν τοῦ ναοῦ τοῦ Διὸς κατὰ δεξιὰν τῆς ἐσόδου πρὸς ἄνεμον Βορέαν τὸ Πελόπιον, ἀφεστηκὸς μὲν τοῦ ναοῦ τοσοῦτον ὡς μεταξὺ καὶ ἀνδριάντας καὶ ἀναθήματα ἄλλα ἀνακεῖσθαι, παρήκει δὲ ὡς ἐπὶ τὸν ὀπισθόδομον ἀπὸ μέσου μάλιστα ἀρξάμενον τοῦ ναοῦ: καὶ λίθων τε θριγκῷ περιέχεται καὶ δένδρα ἐντὸς πεφυκότα καὶ ἀνδριάντες εἰσὶν ἀνακείμενοι, , [13.2] ἔσοδος δὲ ἐς αὐτὸ πρὸς δυσμῶν ἐστιν ἡλίου. τοῦτο ἀπονεῖμαι τῷ Πέλοπι Ἡρακλῆς ὁ Ἀμφιτρύωνος λέγεται: τέταρτος γὰρ δὴ ἀπόγονος καὶ οὗτος ἦν Πέλοπος, λέγεται δὲ καὶ ὡς ἔθυσεν ἐς τὸν βόθρον τῷ Πέλοπι. - Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις 5. Ἠλιακῶν Α΄[3]
Το Πελόπιο: Νεοελληνική΄ απόδοση
13.1 Εντός της Άλτεως υπάρχει και τέμενος αφιερωμένο στον Πέλοπα. Από τους Ηλείους ο Πέλοψ τιμάται τόσο περισσότερο ανάμεσα στους άλλους ήρωες της Ολυμπίας, όσο ο Δίας ανάμεσα στους άλλους θεούς. Το Πελόπιο βρίσκεται δεξιά της βορινής εισόδου τον ναού του Διός και τόσο μακριά του, ώστε ανάμεσά τους είναι στημένοι κι άλλοι ανδριάντες και αφιερώματα. Αρχίζει από τη μέση του ναού και εκτείνεται ως τον οπισθόδομο. Περιστοιχίζεται από λίθινη περίφραξη και στο εσωτερικό του υπάρχουν δέντρα και ανδριάντες. 13.2. Η είσοδός του βλέπει προς τη δύση. Λένε ότι το αφιέρωσε στον Πέλοπα ο Ηρακλής, γιος του Αμφιτρύωνα, επειδή αυτός ήταν τέταρτος απόγονος του Πέλοπα, και ότι πρόσφερε στον Πέλοπα θυσία στον βόθρο.
Σε βάθος 2,50 μέτρων κάτω από τη σημερινή επιφάνεια του Πελόπιου, βρίσκεται μεγάλος προϊστορικός τύμβος με λίθινο περίβολο και θεωρείται η αρχαιότερη κατασκευή που έχει εντοπιστεί στην περιοχή της Άλτεως, χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική περίοδο (περίπου 2500 π.Χ.). Κατά τους ιστορικούς χρόνους, το μνημείο ήταν ένας τύμβος ύψους 2 μέτρων και διαμέτρου 31 με 34 μ. που διαμορφώθηκε αρχικά γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. Γύρω από αυτόν τον τύμβο, κτίσθηκε αργότερα ένας περίβολος σε σχήμα ακανόνιστου πεντάπλευρου με απλή είσοδο στη νοτιοδυτική γωνία. Στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. η είσοδος αναδείχθηκε, όταν προστέθηκε μνημειακό λίθινο δωρικό πρόπυλο.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών εντοπίστηκε κενοτάφιο που χρονολογήθηκε στο 1100 π.Χ. αι., ενώ από τα ευρήματα τα πιο παλιά ανάγονται στον 11ο και 10ο π.Χ. αιώνα. Το είδος των αναθημάτων που βρέθηκαν, όπως κεραμικά, πήλινα και χάλκινα ειδώλια ανθρώπων και ζώων, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο μουσείο της Ολυμπίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κοντά στο Πελόπιο διεξάγοντο αρματοδρομίες προς τιμή του Πέλοπος από την Πρωτογεωμετρική περίοδο.
Dittenburger W., Purgold K., Die Inschriften, 1896, 724, no 717
Λεονάρδος B., Ολυμπία, Αθήνα, 1911, 324Γιαλούρη Α., Γιαλούρης Ν., Ολυμπία. Το μουσείο και το ιερό, Αθήνα, 1991, 176
Καλτσάς Ν., Ολυμπία, Αθήνα, 1997, 91
Αραπογιάννη Ξ., Ολυμπία. Η κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, Αθήνα, 2001, 382
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ