Περί της καταγωγής του αυτοκράτορα Ηράκλειου.


Η ανάκτηση και δεύτερη ύψωση του Τιμίου Σταυρού του Αυτοκράτορα Ηρακλείου, του “Πρώτου Σταυροφόρου”, από τους Πέρσες οι οποίοι τον είχαν κλέψει και λεηλατήσει μαζί με άλλα κειμήλια της Ορθοδοξίας 

Οι M. & M. Whitby αποφαίνονται πως ο Ηράκλειος μάλλον κατείχε την θέση του «στρατηγού του Αρμενιακού», που έδρα του ήταν η Θεοδοσιούπολη, στην οποία κατά πάσα πιθανότητα ο Φιλιππικός παρακινεί τον Ηράκλειο να επιστρέψει από το Μονόκαρτον, στρατόπεδο πλησίον της Κωνσταντινής, και να παραδώσει το στράτευμα στον Ναρσή.[250] Αυτή η εκδοχή φαίνεται πιο εύλογη, αφού πρόκειται για την επικοινωνία δύο στρατιωτικών, εν μέσω των βυζαντινο – περσικών πολέμων του 572 – 591.

 Λογικό λοιπόν είναι η διαταγή να αφορούσε την βάση του στρατού και όχι την πόλη καταγωγής του Ηρακλείου, πόσο μάλλον την δεδομένη χρονική στιγμή με τις δυσκολίες που υπήρχαν. Ένα στοιχείο ακόμα που ενισχύει αυτήν την θέση, είναι πως ο Φιλιππικός μαζί με τον Ηράκλειο ένα χρόνο νωρίτερα είχαν ξεχειμωνιάσει στην Θεοδοσιούπολη, τον χειμώνα του 586 – 587.[250, 251] Επομένως, «δική του πόλη» ίσως να χαρακτηρίστηκε διότι ήταν στρατηγός και η πόλη αυτή ήταν η βάση του στρατού, άρα και «δική του», συνδυαστικά με το ότι του ήταν γνώριμη και οικεία. Οπότε, το πρώτο επιχείρημα περί αρμενικής καταγωγής του Ηρακλείου δεν υφίσταται.

Η δεύτερη ιστορική αναφορά που υπάρχει είναι από την «Ιστορία» του Sebeos, «η οποία είναι γραμμένη στα αρμενικά» και «δεν αναγνωρίζει τον Ηράκλειο ως Αρμένιο, κάτι που μπορεί να αποτελεί έναν ασήμαντο εθνικό χαρακτηρισμό στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, ούτε αναφέρει τον τόπο γέννησής του», αλλά «υποθέτει την ύπαρξη γενεαλογικών δεσμών με την αρχαία δυναστεία των Αρσακίδων».[252] Εν πρώτοις φαίνεται η αμφιβολία με την οποία εκφράζεται ο Kaegi, ο οποίος συγκαταλέγει την πηγή αυτή στις υποθετικές για την γενεαλογία της οικογένειας, αλλά όπως έχουμε αναφέρει ξανά σε άλλο σημείο της έρευνας, πολλές φορές οι ιστορικοί είχαν την συνήθεια να αναγάγουν την καταγωγή των βασιλέων σε ένδοξα και βασιλικά γένη, για να εξάρουν το κύρος τους, κάτι που συνέβη σε ενέργειες Ελλήνων ιστορικών (όπως στην περίπτωση του Βασιλείου Α’, που λεγόταν ότι κι αυτός καταγόταν από τους Αρσακίδες), και ίσως αυτό να συμβαίνει και με τον Sebeos, για να φανεί οικείος ο Ηράκλειος στους Αρμενίους και όχι κατακτητής, αφού ήδη σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό είχαν προσαρτιστεί στην Αυτοκρατορία.[253] Όμως, το ότι ο Ηράκλειος δεν είχε καμία σχέση με τους Αρμενίους και τους Αρσακίδες φαίνεται από τα ονόματα της οικογένειάς του και των βασιλέων της Αρμενίας. Ο Ηράκλειος ο Πρεσβύτερος ήταν παντρεμένος με την Επιφανεία, που κατά πάσα πιθανότητα καταγόταν από την Καππαδοκία,[254] και είχαν τρία παιδιά τον Ηράκλειο, τον Θεόδωρο και την Μαρία, και ο αδελφός του Γρηγοράς, τον Νικήτα. Τα ονόματα των απογόνων του Ηρακλείου, των αδελφών του και του Νικήτα είναι όλα χριστιανικά, ελληνικά και μερικά ρωμαϊκά, και κανένα από αυτά δεν έχει αρμενική ρίζα.[255, 256, 257] Ακόμα, κι αν υποθέσουμε πως η οικογένεια είχε εξελληνιστεί πλήρως, αυτό δεν απαγορεύει την ύπαρξη ενός αρμενικού ονόματος, ακόμα και με ελληνική παραφθορά, αλλά κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντιθέτως, τα ονόματα των Αρσακιδών και των Αρμενίων βασιλέων του 6ου – 8ου αι. είναι τελείως διαφορετικά, όπως για παράδειγμα, Χοσρόφ, Τιγράνης, Αρσάκης, Βαρασδάτης, Αρταξίας, Σουνέν, Βαράζ, Σμπάτ, Σαχραπλακάν, Άσωτ, Σαράκ, Μουσέλ, Ταχάτ.[258]


Η διαφορά είναι πασιφανέστατη, και μόνο απαρατήρητη δεν μπορεί να περάσει, καθώς είναι εύλογο ότι αν η οικογένεια είχε αρμενικές ρίζες, τουλάχιστον ένα όνομα θα έπρεπε να ομοιάζει με αυτά των Αρμενίων. Από την άλλη, το όνομα Ηράκλειος δεν το συναντάμε την εποχή εκείνη στα μέρη της ανατολής, ούτε σε λαούς γειτονικούς της Ρωμανίας. Άνθρωποι με το όνομα αυτό, εκτός από μέλη της Ηρακλειανής Δυναστείας, είναι ο Άγιος Μάρτυς Ηράκλειος ο Αθηναίος (3ος αι.), πολιούχος του Ν. Ηρακλείου,[259] ο φιλόσοφος Ηράκλειος ο Κυνικός (4ος αι. μ.Χ.),[260] ο Ηράκλειος Εδέσσης (5ος αι.), που αναφέρει ο Mango, ο Ηράκλειος ο αντιπάπας (4ος αι.),[261] ο Ηράκλειος ο ευνούχος επί βασιλείας Ουαλεντιανού (364 – 375) στην Ρώμη,[262] ο Ηράκλειος Επίσκοπος Angouleme (6ος αι.) [263] και ο Ηράκλειος που διετέλεσε σφετεριστικά «πατριάρχης Ιεροσολύμων» των Λατίνων (12ος αι.), ο οποίος ήταν Γάλλος.[264] Οι μόνοι που είχαν αυτό το όνομα και κατάγονταν από τα μέρη της Ιβηρίας, ήταν δύο βασιλείς της Γεωργίας, αλλά πολύ μακριά από την εποχή που εξετάζουμε, τον 17ο και 18ο αιώνα.[265] Ας μην νομίζει κανείς πως το ζήτημα των ονομάτων που ερευνούμε είναι κάτι μικρό και δίχως σημασία, διότι για τον αριστοκρατικό οίκο των Φωκάδων, λόγω της ύπαρξης ενός αρμενικού ονόματος (Βάρδας), έχουν εγερθεί αξιώσεις για την αρμενική του καταγωγή, όπως είδαμε στο σχετικό κεφάλαιο. Με την αβεβαιότητα του Kaegi, που διεξήγαγε ογκωδέστατη έρευνα για τον βίο του Ηρακλείου, την πάγια τακτική των ιστορικών να προσδίδουν αριστοκρατικές ρίζες στους βασιλείς και βάση των ονομάτων, αναιρέθηκε και η δεύτερη θέση για την αρμενική καταγωγή του Ηρακλείου.

Αναφέρουμε κάτι τελευταίο για να αποφευχθεί τυχόν αντίλογος. Στα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου, οι Αρμένιοι είχαν αυξηθεί στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που συνέβη με τον απλό κόσμο αλλά και την αρμενική αριστοκρατία. Μπορεί κάποιος λοιπόν να προβάλλει το επιχείρημα, ότι εξ αιτίας του Ηρακλείου συνέβη αυτό, και ότι ως Αρμένιος βοήθησε τους ομοεθνείς του. Αυτό δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, διότι «από τον 6ο αιώνα και εξής, το αρμενικό στοιχείο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό στο Βυζάντιο… κατείχαν επίσης εξέχουσα θέση στα στρατεύματα του Ιουστινιανού Α΄ και στη φρουρά των ανακτόρων του. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο την περίοδο που ακολούθησε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη Β΄ και το Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο το 591, όταν σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο. Το γεγονός αυτό ενδυνάμωσε τις προηγούμενες πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και οδήγησε στην εισροή Αρμενίων σε βυζαντινά εδάφη, αυξάνοντας την αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα· εκεί ορισμένοι από τους νεοφερμένους δραστηριοποιήθηκαν στο διοικητικό μηχανισμό και στο στρατό».[283] Επίσης, «τον 7ο αιώνα το κύμα εποικισμού έγινε ακόμα μεγαλύτερο, αφότου η Αρμενία κατακτήθηκε από τους Άραβες, μεταξύ των ετών 639-642. Ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στον εποικισμό ήταν η διάδοση της παυλικιανής αίρεσης στην Αρμενία, οι οπαδοί της οποίας είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάποια στιγμή πριν από το 662 και είχαν εγκατασταθεί στα βυζαντινά τμήματα της Μικράς Ασίας».[283]
Επομένως, φαίνεται πως ο εποικισμός των Αρμενίων στην Αυτοκρατορία ξεκίνησε αρκετά χρόνια πριν τον Ηράκλειο, και αυτό έγινε για εκκλησιαστικούς και πολιτικούς λόγους, αφού ακόμη και οι ευγενείς Αρμένιοι, ενίσχυσαν την διοίκηση και τον αυτοκρατορικό στρατό.[283] Εξ’ άλλου, αυτό συνέβαινε και με άτομα από άλλα έθνη, τα οποία ορισμένες φορές ανέβαιναν και σε θέσεις εξουσίας, όπως ο Ζήνων ο Ίσαυρος (5ος αι.), που έγινε και Αυτοκράτορας,[284] ο Στηλίχων και ο Ρουφίνος οι Γότθοι (4ος – 5ος αι.), οι οποίοι ήταν οι πιο κοντινοί άνθρωποι των Αυτοκρατόρων Ονωρίου και Αρκαδίου αντίστοιχα,[285] ο Ιωάννης ο Σκύθης (5ος αι.) που ήταν στρατηγός των Ανατολικών,[286] ο Μαύρος ο Βούλγαρος (7ος – 8ος αι.) που πήρε τον τίτλο του υπάτου από τον Ιουστινιανό Β’ [287] και άλλοι.
 Τέλος, δεν πρέπει να θεωρηθεί η θητεία του Ηρακλείου του Πρεσβύτερου στο θέμα των Αρμενιακών, ως επιχείρημα που δείχνει ότι καταγόταν από την Αρμενία, διότι η τοποθεσία στην οποία καλείται να υπηρετήσει ένας στρατιωτικός δεν έχει σχέση με την καταγωγή του, αλλά με τις ανάγκες του κράτους. Την περίοδο εκείνη διεξάγονταν οι βυζαντινο – περσικοί πόλεμοι του 572 – 591, οπότε στα ανατολικά σύνορα υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Εξ’ άλλου αργότερα μετατέθηκε στην Αφρική ως Έξαρχος, που ούτε αυτό αποτελεί λόγο για «να αναζητήσουμε κάποιον μακρινό Αφρικανό πρόγονο του Ηρακλείου του Πρεσβύτερου».[288] Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό που αναφέρουμε αποτελεί ο Αυτοκράτωρ Λεόντιος (695 – 698), ο οποίος αν και Ίσαυρος, διετέλεσε στρατηγός του Ελλαδικού θέματος.


Στο παρόν κεφάλαιο λοιπόν δείξαμε την ελληνική καταγωγή και την ελληνική εθνική συνείδηση του Αυτοκράτορος Ηρακλείου, συνεπώς της οικογένειάς του και της δυναστείας του. Το κεφάλαιο αυτό όμως διαφοροποιείται σε σχέση με τα υπόλοιπα, στο ότι προβήκαμε στην αναίρεση των στοιχείων που είχαμε στην διάθεσή μας και παρουσιάσαμε μία διαφορετική εκδοχή επί του θέματος, με συσχετιζόμενα στοιχεία για να καταλήξουμε στην ιστορική αλήθεια, ενώ στα προηγούμενα παραθέσαμε τις ιστορικές πηγές και τις απόψεις των ιστορικών για να εξάγουμε τα συμπεράσματα. Το ότι αναιρέθηκαν οι θέσεις δεν σημαίνει πως οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το συγκεκριμένο θέμα έχουν κάνει λάθος, απλώς δεν έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με το θέμα, διότι μελέτησαν τον βίο και το έργο του Ηρακλείου, τα οποία είναι πολύ σημαντικότερα από την καταγωγή του. Εξ’ άλλου όπως είπαμε και στην αρχή, τα στοιχεία είναι ελάχιστα, οπότε δεν μπορούν να κατηγορηθούν οι ιστορικοί για τυχούσα παράλειψη.

ΕΚ ΤΟΥ www.pemptousia.gr - Μανώλης Καρακώστας, – Ερευνητής
ΦΩΤ ΕΠΙΚΟΥΡΙΑ :  ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • 250. Michael Whitby, Mary Whitby (1986), The History of Theophylact Simocatta, σελ. 91-92, 106, 107, Oxford: Claredon Press
  • 251. J.B. Martindale et al. (1992), σελ. 584-585
  • 252. W.E. Kaegi (2003), σελ. 42
  • 253. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12209
  • 254. W.E. Kaegi (2003), σελ. 67
  • 255. Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Σύντομος, a602, P 1-7 σελ. 4
  • 256. C. Cawley (2006–2016), “Byzantium 395–1057”, Family of Emperor Heracleios 610 – 711, Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Genealogy, http://fmg.ac/Projects/MedLands/BYZANTIUM.htm
  • 257. J.B. Martindale et al. (1992), σελ. 584
  • 258. A.J. Hacikyan et al. (2000), σελ. 378-380
  • 259. Ο Άγιος Μάρτυς Ηράκλειος Πολιούχος Ηρακλείου Αττικής, http://diakonima.gr
  • 260. J.H.W.F. Liebeschuetz (2015), East and West in Late Antiquity: Invasion, Settlement, Ethnogenesis and Conflicts of Religion, σελ. 329-330, Brill, Leiden, Boston
  • 261. New Catholic Encyclopedia, “Heraclius, Antipope”, 20 July 2017, http://www.encyclopedia.com/religion/encyclopedias-almanacs-transcripts-and-maps/heraclius-antipope
  • 262. Αγίου Θεοφάνους Ομολογητού, Χρονογραφία, σελ. 52
  • 263. R. Favreau (2010), “Évêques d’Angoulême et Saintes avant 1200”, Revue historique du Centre-Ouest 9, no. 1 (2010): 7–142
  • 264. J. Phillips (2014), The Crusades, 1095 – 1204, σελ. 157, Second Edition, Routledge, London and New York
  • 265. A. Mikaberidze (2015), Historical Dictionary of Georgia, σελ. 285-286, Second Edition, Rowman & Littlefield, Maryland
  • 283. http://constantinople.ehw.gr/forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=12209
  • 284. Ηλίας Λάσκαρης (1995), σελ. 58
  • 285. A.A. Vasiliev (1954), σελ. 119-120
  • 286. G.D. Dunn, W. Mayer (2015), Christians Shaping Identity from the Roman Empire to Byzantium, σελ. 304, Brill, Leiden, Boston
  • 287. N. Oikonomidès (1986), A collection of dated Byzantine lead seals, σελ. 38, Dumbarton Oaks
  • 288. W.E. Kaegi (2003), σελ. 49-50
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ


ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ 
Η εξωνυμική αρμενική ορολογία του Σεβεού για τους «βυζαντινούς» Ρωμαίους

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ