Θα ξεκινήσουμε με την παρατήρηση πως το θέμα του Μύσωνα δεν έχει ουσιαστικά ανακινηθεί και ως προς την διερεύνηση της καταγωγής του και ως προς το περιεχόμενο της διδαχής του και τη σκέψη του από την κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ο λόγος για αυτό, βρίσκεται στο ότι, αφενός μεν οι κύριοι παράγοντες
αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την ελληνική κλασική αρχαιότητα δεν είχαν επαρκή ύλη για να κάνουν αναφορές και να αναπτύξουν διάλογο γύρω από το πρόσωπο του Μύσωνα. Εδώ αναφερόμαστε στους ευρωπαίους ελληνιστές, και αφετέρου η αναφορά του ονόματος του Μύσωνος γινόταν με έναν αποσπασματικό τρόπο και με παντελή απουσία μιας προσπάθειας διασύνδεσης όλων των πηγών αναφοράς στο
συγκεκριμένο πρόσωπο, στην καταγωγή του και τη σκέψη του.
Ας κάνουμε μια προσπάθεια να φανταστούμε, πριν ανακύψουν τα
ερωτήματα για τον ακριβή τόπο καταγωγής του, έναν άνθρωπο που είναι
μοναχικός, που ζει μέσα στους αγρούς, στη μοναξιά των αγρών, σαν καλλιεργητής, που δουλεύει μόνος του σαν ένας χωρικός που φυσικά δεν θήτευσε σε κάποια από τις πόλεις όπου αναπτύχθηκε ο προσωκρατικό στοχασμός, και που δεν είχε καμία συμπάθεια ή μάλλον είχε αντιπάθεια στην δημοσιότητα, στο κοινωνικό θεαθήναι.
Ένας τέτοιος τύπος ήταν ο Μύσωνας, από όσα λίγα μας έχουν μείνει
για αυτόν. Πράγματι ένας τέτοιος τύπος θα ταίριαζε στην περιοχή της
αρχαίας Φθίας, μια περιοχή που ήταν περιβαλλοντικά ένας όλβιος τόπος
με μεγάλη δασοκάλυψη, με χειμάρρους, παραπόταμους και ποταμούς,
όπως ο Σπερχειός, ο Ίναχος, ο Ασωπός & ο Γοργοπόταμος, με βουνά όπως η Οίτη, ένα τόπο που διέφερε οπωσδήποτε από τις περιοχές που άκμαζαν πόλεις όπως στον βοιωτικό κάμπο, η Θήβα και άλλες, ή αντίστοιχα στην Θεσσαλία ή σε άλλα μέρη όπου η έκταση και το ανάγλυφό της διαμόρφωναν συνθήκες για εκτεταμένες καλλιέργειες και ακμάζουσες εμπορικά και πολιτικά πόλεις.
Το ενδιαφέρον είναι ότι ένας μοναχικός άνθρωπος, ρομαντικός, κατά φύση, συλλαμβάνει μια θεμελιώδη ιδέα πάνω στην οποία αναπτύχθηκε η επιστήμη, ιδιαίτερα μετά από την αναγέννηση κάτω από την επιρροή των Άγγλων εμπειριστών της πειραματικής και επαγωγικής μεθόδου, συλλαμβάνει την πυρηνική σκέψη για την παραγωγή της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάτι ξεχωριστό και διανοητικά αλλά και σαν χαρακτήρας ήταν αρκετά διαφορετικός από το κοινωνικό του περιβάλλον, δεν προσδιοριζόταν από αυτό. Είναι σε μας δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πως αναπτύσσει μια σκέψη ελεύθερη από παραδοσιακούς συνειρμούς και αισθησιασμούς.
Ας δούμε όμως τώρα, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια ιστορική
έρευνα γύρω από το θέμα του Μύσωνα του Χηνέα, του Οιταίου ή
Μαλιέα για να τεκμηριώσουμε την σχέση του με την περιοχή μας και την
ιστορική επίδραση του έργου του. Θα προχωρήσουμε θέτοντας ερωτή ματα και επιχειρώντας να δώσουμε απαντήσεις.
Το πρώτο ερώτημα που θα θέσουμε είναι πως έμαθε ο αρχαίος κόσμος για την ύπαρξη και την καταγωγή του Μύσωνα. Ο αρχαίος κόσμος πληροφορήθηκε για την αξία του Μύσωνα από τον χρησμό του Μαντείου των Δελφών, γύρω από τα πρωτεία της σοφρωσύνης και της
σοφίας καθώς ζητήθηκε χρησμός για αυτό ή από τον Σκύθη σοφό και φίλο του Σόλωνα Ανάχαρση, σύμφωνα με τον Διόδωρο το Σικελιώτη ή από τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο.
Αντίστοιχα οι απαντήσεις του Μαντείου περιγράφονται ως εξής:
«κάποιος Μύσωνας από την Οίτη, λένε, είναι πιο προικισμένος από
εσένα, σε φρονιμάδα και μυαλό». Ή «είναι ο Μύσων από την Χήνα της
Οίτης αυτός σε ξεπερνάει σε σοφία και θάρρος». Ο Ιππώνακτας χαρακτηριστικά αναδεικνύει το ρόλο του Μαντείου λέγοντας ότι «το Μύσωνα
ο Απόλλωνας τον ανακήρυξε σωφρονέστερο όλων των αντρών».
Έχουμε άλλες δύο πηγές, πέραν αυτής βέβαια, αλλά ίσως και κατόπιν
του χρησμού που έκανε κέντρο αναζήτησης τον Μύσωνα για κάποιους εκ
των συγχρόνων του, πιθανόν για τον Σόλωνα ή τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, σύμφωνα με τις βιογραφικές πηγές.
Μία μόνο από τις οποίες αναφέρεται στο θέμα της καταγωγής του.
Για την ύπαρξή του επιμαρτυρεί η αναφερόμενη διάχυση των απόψεών
του, καθώς πιθανολογείται από τον Λαέρτιο ότι ευφυολογήματα που
υπάρχουν στον Πλάτωνα αλλά και ευφυολογήματα που αναφέρονται
στον Πεισίστρατο, είναι μεταγραφές ή φραστικοί δανεισμοί από τον
Μύσωνα. Αυτό σημαίνει ότι αναζητήθηκε και αποτυπώθηκε εν μέρει ο
λόγος του Μύσωνα, φυσικά με φανταστικές ανασκευές και μνήμες, με
αφηγηματικές προσομειώσεις διαλόγων. Στον τομέα όμως της καταγω
γής του τα πράγματα, πέραν των αναφερόμενων χρησμών, παραμένουν
αρκετά θολά, και η μόνη εναλλακτική μαρτυρία για την καταγωγή του
αναφέρεται από τον Διογένη τον Λαέρτιο, σε σχέση με τον Σωσικράτη,
που στηριζότανε στην μαρτυρία ενός Ερμίππου, για την καταγωγή του
Μύσωνα από την Χήνα ένα χωριό της Οίτης ή της Λακωνίας.
ΟΣωσικράτης στις «Διαδοχές» του υιοθετεί από την δική του πλευρά
την καταγωγή του Μύσωνα, από τον πατέρα του, από το Ητείο, και από
την μητέρα του από την Χήνα, ένα χωριό της Οίτης, ή της Λακωνίας.
Έτσι περιπλέκεται περισσότερο το θέμα της καταγωγής του Μύσωνος.
Ωστόσο θα πρέπει να δώσουμε ένα ιδιαίτερο προβάδισμα όπως θα
δούμε παρακάτω, στην καταγωγή του Μύσωνα σύμφωνα με τον χρησμό
του Μαντείου των Δελφών.
Ας εξετάσουμε όμως πρώτα πόσο βάσιμη είναι η καταγωγή του
Μύσωνα από την Λακωνία.
Εδώ μπαίνουν δύο ζητήματα: πρώτον αν ο ερωτών για χρησμό είναι
ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, από την ίδια την περιοχή, είναι πιο πιθανό ότι
θα ήταν γνωστός του ο Μύσων παρά το ότι αυτός θα ήταν γνωστός στο Μαντείο των Δελφών καθώς μάλιστα ο Μύσων ήταν μακριά από την δημόσια σκηνή ενώ επίσης φαίνεται να μην ήταν ταξιδευτής ακόμη δε περισσότερο καθώς ήταν συνεπής γεωργός. Και εν προκειμένω η αναφορά του Διογένη του Λαέρτιου αποδίδει σε αντίθεση με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη την αναζήτηση για γνωριμία στον Χίλωνα.
Εδώ ίσως πρέπει να σημειώσουμε ότι φαίνεται πως ο Διόδωρος ο Σικελιώτης είχε αντιμετωπίσει μπροστά του τις εναλλακτικές απόψεις για τηνκαταγωγή αλλά και για την συνάντηση ενός εκ των 7 σοφών με τον Μύσωνα και αφενός μεν είχε προσδιορίσει έναν και μόνο τόπο σαν καταγωγή, την Οίτη ενώ προσδιορίζει και σαν Μαλιέα τον Μύσωνα, και ταυτόχρονα αναφέρεται σε συνάντηση του Σόλωνα με τον Μύσωνα. Αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια πιο πιθανή εξήγηση, το πιο πιθανό γεγονός, καθώς ο Σόλωνας πραγματικά ήταν περισσότερο από όλους τους υπόλοιπους ένας κοσμοπολίτης ταξιδευτής, ενώ αναζητούσε την άμεση γνώση των προσώπων ενίοτε, όπως & την ανταλλαγή σκέψεων, όπως δείχνει η πλούσια αλληλογραφία με κέντρο ανάπτυξης γύρω από το Σόλωνα σε σχέση με πολλούς εκ των σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής.
Η δεύτερη παρατήρηση στηρίζεται στο ότι όπως είναι γνωστό το Μαντείο των Δελφών, ασχολείτο με τα δημόσια ζητήματα και είχε συνεργάτες και παρατηρητές παντού για να είναι ενημερωμένο και να τοποθετείται με γνώση και προβλεπτικότητα, για ευνόητους λόγους. Η αναφορά του Μαντείου των Δελφών στο Μύσωνα, από αυτή τη σκοπιά είναι παράδοξη, καθώς ο Μύσων ήταν ένας σχετικά άγνωστος, χωρίς πολιτικό ρόλο
ακόμη και στην περιοχή του, ενώ αφετέρου το μαντείο των Δελφών θα ήταν αντίθετο από τη συνήθη πρακτική του καθώς θα διακινδύνευε να χρησμοδοτήσει για έναν άσημο γείτονα του Χίλωνα αν ο Μύσων καταγόταν από την Λακωνία. Παράλληλα το μαντείο δεν διακινδύνευε να εκτεθεί στον ανταγωνισμό των περιοχών και των δημοσίων ανδρών, κερδίζοντας μόνο αντιπάθειες.
Μπορούμε να εικάσουμε ότι το μαντείο των Δελφών δεν θα χρησμοδοτούσε για το Μύσωνα, αν αυτός ήταν από την Λακωνία με δεδομένο ότι ο χρησμός είχε ζητηθεί από τον Χίλωνα, έναν δημόσιο άνδρα στην Σπάρτη. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά γιατί απεφάνθει το μαντείο των Δελφών για τον Μύσωνα.
Από την μακρόχρονη πολιτική των χρησμών του Μαντείου των Δελφών πρέπει να συμπεράνουμε ότι πιθανή αιτία του χρησμού για το πρωτείο του Μύσωνος ήταν το γεγονός ότι το μαντείο δεν ήθελε να εμπλακεί σε έριδα μεταξύ επωνύμων δημοσίων ανδρών και στον ανταγωνισμό των πόλεών τους και έτσι απεφάνθει υπέρ τρίτου αγνώστου μακράν της δημόσιας σκηνής προσώπου και από αφανή τόπο καταγώμενο κατά την συνήθη διπλωματική του πρακτική. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η επιλογή, αποτελούσε και μια συμβολική κίνηση υπέρ της ταπεινότητας σε αντίθεση με την ανταγωνιστικότητα της διεκδίκησης του πρωτείου και της αριστείας και επίσης υπέρ του «Αγνώστου Σοφού» στο πρόσωπο του Μύσωνα. Ο χρησμός αυτός αποτελούσε κάτι σαν το βωμό του «Αγνώ
στου θεού» στην αρχαία Αθήνα.
Μπαίνει όμως τώρα, ένα σημαντικό ερώτημα. Πως ήξερε, ποια ήταν η
πηγή της γνώσης του Μαντείου των Δελφών για την ύπαρξη και τον χαρακτήρα του Μύσωνα και αν αυτή η πηγή υποδηλώνει κάτι, αν αυτή η ίδια η γνώση υποδηλώνει κάτι. Σίγουρα βέβαια υποδηλώνει ένα αναμφισβήτητο ήθος για το πρόσωπο του Μύσωνα.
Παράλληλα, αν υποδηλώνεται κάτι, αυτό είναι ότι, το ιερατείο του μαντείου, το οποίο εκείνη την εποχή σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις βρισκόταν σε πολιτική και πνευματική ακμή, πιθανότατα γνώριζε προσωπικά τον Μύσωνα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι επειδή ο Μύσων ήταν άνθρωπος που αρεσκόταν να είναι μόνος ότι θα ανέπτυσσε μόνο εκλεκτικές σχέσεις και επίσης ότι οι ιερείς σύμφωνα με την καλή πρακτική της αξιοπιστίας δεν θα διακινδύνευαν μια δια αντιπροσώπου γνώμη για την προσωπικότητά του και οπωσδήποτε για μια προσωπικότητα που θα αναγορευόταν στο ύψιστο βάθρο σοφίας. Η πιθανότητα λοιπόν είναι ότι είχε υπάρξει μια άμεση γνωριμία πιθανόν στο χώρο του Μαντείου των Δελφών μετά από επίσκεψη ή επισκέψεις στο χώρο από μέρος του Μύσωνα.
Αυτό ενισχύει την εκδοχή να διέμενε ο Μύσων σε μια περιοχή εγγύτερη στο μαντείο των Δελφών από ότι η Κρήτη, η Λακωνία και η Αρκαδία, που ερίζουν επίσης και την καταγωγή του.
Ένα επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν μπορεί να σημαίνει κάτι το απροσδιόριστο του τόπου, το αφανές και το άσημο του προσώπου του Μύσωνα. Το μόνο που μπορεί να υποδηλώνεται από την αδυναμία του προσδιορισμού και την σχετική και συγχυτική ανωνυμία της τοποθεσίας μαζί με το γεγονός ότι ο Μύσων δεν τύγχανε αναγνωρίσιμης επωνυμίας, ήταν ότι ο τόπος δεν πρέπει να ήταν μακρά των Δελφών. Οιστορικά αφανής τόπος σαφώς συνάδει με την περιοχή της Φθίας στον 6ο αιώνα π.Χ. έναντι των άλλων τοποθεσιών.
Ποιοι όμως είναι οι πιθανοί λόγοι που συνέδραμαν στην ανωνυμία του
Μύσωνα; ...
Ο Μύσων από την εσωτερική στάση της ζωής του, υπήρξε μια σαφώς ενδιαφέρουσα, έντονη αν και όχι δημόσια προσωπικότητα. Ήταν μια προσωπικότητα που δεν άφησε βιογραφικά ίχνη παρά μόνο μέσα από την απροσδιοριστία που τον περιβάλει και η οποία κέντρισε την φαντασία, την επινόηση και την αντιδικία των περιοχών που θέλησαν να τον οικειοποιηθούν όπως και των βιογράφων και ιστοριογεωγράφων.
Δεύτερον, ο τρόπος ζωής του σαφώς συνυφασμένος με την αγροτική
ζωή και με τόπο, ένα άσημο χωριό χωρίς ιστορική παρουσία και ανιχνευσιμότητα, είναι ένας δεύτερος παράγοντας για την ανωνυμία του Μύσωνα.
Σε αυτή την αιτιολόγηση της ανωνυμίας αναφέρεται και ο Αριστόξενος, ο οποίος συνδύασε την ανωνυμία με την διαβίωση και με την καταγωγή από χωριό ως πιθανότητα βάσιμη.
Τρίτον, φαίνεται ότι πλην της Σπάρτης, όποια άλλη πιθανή καταγωγή
και αν είχε, ήταν από περιοχή χωρίς πολιτισμική ισχύ. Αυτός ο λόγος
κλείνει περισσότερο στο να αποκλείσουμε την Λακωνία.
Τέταρτον, είναι σαφές ότι δεν υπήρχε μια τοπική κοινωνία που να
ανατροφοδοτεί την αναγνωρισιμότητα του Μύσωνα.
Φτάνουμε τώρα σε ένα από τα επίκεντρα της έρευνάς μας που είναι το
αν η Φθιώτιδα εκπληρούσε αυτούς τους λόγους και αν είναι επαρκώς
τεκμηριωμένη η καταγωγή του από την αρχαία Φθία.
Ας εξετάσουμε όμως το ποια ήταν η κατάσταση της Φθιώτιδας τον 6ο
π.Χ. αιώνα, ή καλύτερα της Φθίας.
Η περιοχή είχε μπει σε μία ιστορική παρακμή σαν αποτέλεσμα της διάλυσης του βασιλείου του Πηλέα μετά από το τέλος του Τρωικού πολέμου.
Το ανάγλυφο και η συγκρουσιακή πολιτειακή διαιρετότητα του
χώρου αποδυνάμωνε περαιτέρω τις πόλεις στην ιστορική τους δυναμική.
Ηισχύς των αμφικτυονικών συνεδρίων συνέτεινε στο να μην αναπτυχθεί ένα πολιτικά και στρατιωτικά ισχυρό τοπικό επεκτατικό κράτος που θα ενοποιούσε πολιτικά, στρατιωτικά και πολιτισμικά την περιοχή.
Έτσι μπορούμε να πούμε πως η ιστορική παρακμή της περιοχής αντανακλάται και στην αναγνωρισιμότητα των προσωπικοτήτων που διαβιούσαν σε αυτό τον τόπο και υπό την έννοια αυτή η Φθιώτιδα εκπληρεί έναν από τους σημαντικούς ρόλους για την διεκδίκηση της καταγωγής του Μύσωνα. Συνδυαζόμενη μάλιστα με την εγγύτητα στο μαντείο των Δελφών, η αιτία αυτή γίνεται καταλυτική για μια πιο αποκλειστική διεκδίκηση από πλευράς της Φθιώτιδας σε σχέση με την καταγωγή του Μύσωνα.
Το επόμενο βήμα μας είναι να αξιολογήσουμε την διαφορετικότητα
των αναφορών σε σχέση με την καταγωγή και τον τόπο διαβίωσης του
Μύσωνα.
Έχουμε ιστορικούς όπως ο Διόδωρος Σικελιώτης, περιηγητές
όπως και ιστορικούς όπως ο Παυσανίας, που αναφέρονται αποκλειστικά
στην περιοχή της Οίτης, και έχουμε και βιογράφους και αφηγητές που
περιπλέκουν το τοπίο.
Καταρχήν (Κατ' αρχάς) οι ιστορικοί και οι περιηγητές βιογράφοι, πρέπει να θεωρηθούν πιο αξιόπιστοι μέσα από τον τρόπο δουλειάς τους και το αντικείμενο της έρευνάς τους, μέσα από το γεγονός ότι πολλοί εξ αυτών αναγκαστικά άντλησαν και από επιτόπιες αναφορές, έστω από την περιοχή των Δελφών και εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι χαρακτηριστική η διεξοδικότητα με την οποία ο Διόδωρος Σικελιώτης, εντρυφεί σε διαφορετικές πτυχές της ιστορίας της περιοχής μεταξύ των οποίων και στον Λαμιακό πόλεμο όπως και η λεπτομερειακότητα του Παυσανία στα Φωκικά.
Αξίζει εδώ να σημειώσουμε και να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι ο
Παυσανίας επαναλαμβάνει πλήρως το κείμενο του Πλάτωνα στον Πρωταγόρα με μόνο μία προσθήκη.
Συγκεκριμένα η προσθήκη ήταν ο προσδιορισμός ότι ο Μύσων ο
Χηνέας ήταν από την κωμόπολη Χήνες του όρους Οίτη. Διευκρινίζει
γεωγραφικά την αναφορά του Πλάτωνα
για τον τόπο καταγωγής που είχε αντιμετωπίσει και ο ίδιος ως αποτέλε
σμα της μελέτης του που αποτυπώνεται στα Φωκικά. Ο πρόσθετος προσ
διορισμός επιδιώκει να ξεκαθαρίσει το θέμα όπως ανάλογα επιδιώκει να
κάνει με τον προσδιορισμό «Μύσων ο Μαλιεύς» και ο Διόδωρος ο Σικε
λιώτης.
Δύο εκ των μεγίστων ιστορικών ερευνητών της αρχαιότητας συγκλί
νουν πλήρως στην καταγωγή από την Οίτη.
Με την έννοια αυτή φαίνεται ότι είχαν ερευνήσει την περιοχή και δεν
τους ήταν άγνωστη η περιοχή σαν τόπος με ιστορική σημασία, και μπο
ρούμε να πιθανολογήσουμε ότι ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί και όχι επη
ρεασμένοι από την γεωγραφία και τα ιστορικά επίκεντρα της εποχής, στις
αναφορές τους για την Οίτη.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι την εποχή εκείνη η περιοχή δεν
ήταν ένα πολιτικό κέντρο, και αυτό ίσχυσε & για πολλούς αιώνες μετά.
Συνεπώς υπήρχε μια ασθενής προσομοιωτική αναπαράσταση στη συνείδηση των αναφερομένων στην περιοχή & στα πρόσωπα, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν συγχύσεις, ασάφειες και φήμες.
Ας δούμε τώρα όμως τις άλλες περιοχές που τον διεκδικούν και ποιοι
είναι οι παράγοντες για αυτή την διεκδίκηση.
ΟΑναξίλαος τον πολιτογραφεί στην Αρκαδία. Η Αρκαδία ήταν κατά
μία έννοια ένας άλλος ανάλογος Όλβιος τόπος. Το πνεύμα κάτω από το
οποίο πιθανώς γινόταν αυτή η διεκδίκηση, μπορούμε να το καταλάβουμε
στο πλαίσιο της μυθικής Αρκαδίας, που την ξανασυναντάμε στο ρομαντικό κίνημα στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα, κυρίως στο πλαίσιο μιας ανάλογης εικόνας που είχε η Αρκαδία με την αρχαία προ-ομηρική Φθία.
Η διεκδίκηση αυτή έχει μόνο μία αναφορά, ως απολύτως ασθενής, σε
όλες τις αναφορές και τις εκδοχές γύρω από την Οίτη, το Ητείον και το
χωριό Χήνα ή Χήναι ή και Χηνάς.
Η άλλη διεκδίκηση είναι από τον γιο του Ηρακλείδη του Πόντιου, τον
Ευθύφρονα, σε σχέση με την Ητεία ή Σητεία της Κρήτης, και εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι μπορεί να υπάρχει μια σύγχυση στις σχέσειςπου είχαν αναπτυχθεί με το βασίλειο των Μυσών, και πιθανώς με κάποιο τύραννο Μύσωνα ή δικτάτορα. Εδώ ίσως πρέπει να κάνουμε και μια κριτική στο πιθανολόγημα ότι ο πατέρας του Μύσωνα ήταν δικτάτορας καθώς γίνεται πολύ πιο παράδοξη η διαβίωση του Μύσωνα και η αφάνειά του με ένα τέτοιο γενεαλογικό δέντρο. Ίσως τελικά πρόκειται για μια ιστορική σύγχυση, με το γεγονός ότι στην εποχή του Μύσωνα δεν είχε αναπτυχθεί η ιστορική καταγραφή και δεν υπήρχαν καταγραφές μαρτυρίας σε μια ιστορική έρευνα.
Η Κρήτη βέβαια και η Σητεία, έχει διεκδικήσει πλήρως το Μύσωνα, με
επιλεκτική αναφορά από τον Διογένη τον Λαέρτιο, όπως μπορεί να το δει
κανείς και στις ιστοσελίδες της περιοχής, και σε πληροφορίες που διαβίβασαν αρμοδίως και στην ιστοσελίδα των Ολυμπιακών Αγώνων του Αθήνα 2004.
Είναι παράδοξο να υπήρχε αυτή η αμεσότητα, η σχέση, η καταγωγή
του Μύσωνα από την Κρήτη, και να μην έχει υπάρξει η διασύνδεση με
τον Επιμενίδη επίσης, που ήταν επίσης Κρήτας και ο οποίος είχε και μία
στενή αλληλογραφία με τον Σόλωνα τον Αθηναίο.
Εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε διασκεδαστικά ότι η Κρήτη πιθανός
«ψεύδεται» κατά πως το είπε ο επιφανέστερος σοφός της ο Επιμενίδης.
Η τρίτη και η πλέον προβληματική διεκδίκηση στην οποία αναφερθήκαμε ήταν η καταγωγή του Μύσωνα από το Ητείον της Λακωνίας, σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Σε αυτή αναφερθήκαμε όμως προηγουμένως.
Τέλος εμείς πιστεύουμε και νομίζουμε ότι αυτό γίνεται πιο πρόδηλο, η
πιο ισχυρή διεκδίκηση αναφέρεται στην Οίτη καθώς αυτή είναι μια εκδο
χή και μόνη για τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον Παυσανία, είναι μία
εκ των δύο ισχυρών εκδοχών για τον Διογένη τον Λαέρτιο, ενώ η άλλη
είναι η Λακωνία ως μία εκδοχή εκ των δύο εκδοχών για τον Σωσικράτη.
Όλα αυτά τα προβλήματα για την διερεύνηση της καταγωγής του
Μύσωνα, σίγουρα δεν θα υπήρχαν αν ο ίδιος ο Μύσων είχε φροντίσει να
αναδείξει τον εαυτό του, αντί να τον αναδείξει το μαντείο των Δελφών.
Βέβαια υπάρχει μια συμβολική περιπέτεια για την ποιότητα που δεν
αναγνωρίζεται όταν αυτή δεν λειτουργεί προς το θεαθήναι, και επίσης
για την φθορά και την αφάνεια που επέρχεται μέσα από την μεταβλητό
τητα και την αδυναμία αναγνώρισης του Αδήλωτού Όντος, αν βέβαια
θέλουμε να δούμε και με έναν φιλοσοφικό στοχασμό την περιπέτεια της
καταγωγής του Μύσωνα, με έναν στοχασμό που θα ταίριαζε και στο
χαρακτήρα του.
Τον χαρακτήρα αυτό ο Αριστόξενος τον παρομοιάζει με τον Τίμωνα ως μισάνθρωπο, σύμφωνα με έναν διάλογο που αποκαλύπτει πως ο Μύσων εκφραζόταν με ευθυμία όταν ήταν μόνος, επειδή ακριβώς δεν υπήρχαν άνθρωποι. Αυτή η παρομοίωση του Αριστόξενου, πιστεύουμε ότι αδικεί τον Μύσωνα, έναν άνθρωπο με αυτοπερισυλλογή, σε αντίθεση
με τον επιπόλαιο και μεταβλητό Τίμωνα, που μετετράπει σε έναν μισάνθρωπο όταν οι άνθρωποι τον αδίκησαν.
Θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερο βάρος στην αντικατάσταση του
Περίανδρου του Κορίνθου από την λίστα των 7 σοφών με τον Μύσωνα
και στα σηματοδοτούμενα από αυτή την αλλαγή από μέρους του Πλάτω
να και μετέπειτα από άλλους θεωρώντας πως η λίστα του Δημήτριου του
Φαληρέα δεν υπήρξε οριστική ως μεταβατική και υπαγορευμένη και από
το πολιτικό του περιβάλλον.
Καταρχήν (Κατ' αρχάς) θεωρώντας αυτοτελώς τον Περίανδρο τον τύραννο της
Κορίνθου, μπορούμε να πούμε ότι δεν εμπίπτει ούτε στην κατηγορία της
σοφίας, ούτε του ήθους και της καλοσύνης. Αυτό το μαρτυρεί ο βίος του,
ένας βίος που σε πολλά θυμίζει τους κλονισμένους στην υγεία τους, την
ψυχική και την ηθική, Ρωμαίους αυτοκράτορες.
Εκείνο που όμως εντυπωσίασε την εποχή του ήταν η ισχύς του μέσα
από την ισχύ της Κορίνθου μέσα & από τα μεγάλα δημόσια έργα που
έκανε.
Σίγουρα μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Περίανδρος έκανε ότι ήταν
δυνατόν για να αναδειχθεί σαν πνευματική οντότητα στην αναδυόμενη
Ελλάδα της εποχής του.
Ο Πλάτωνας αλλά και άλλοι αντικαθιστούν τον Περίανδρο με τον Μύσωνα ή τον Επιμενίδη από την Κρήτη. Αυτή η αλλαγή σηματοδοτεί
αφενός μεν μια αναγνώριση στο πρόσωπο του Μύσωνα, ηθική και πνευματική, και ταυτόχρονα σηματοδοτεί και την αντικατάσταση ενός πολιτικού προτύπου προσωπικότητας από ένα αυθεντικά φιλοσοφικό και βιωματικό πρότυπο.
Θα ήταν ίσως λάθος να θεωρήσουμε ότι η αρχαία Ελλάδα ήταν ελεύθερη από την απόδοση προνομιακών ρόλων στα πρόσωπα της δημόσιας πολιτικής σκηνής και την παραμέληση των προσώπων που δεν έπαιζαν έναν κυρίαρχο πολιτικό ρόλο. Ο Πλάτωνας με την επιλογή του αυτή όμως θέλει να δώσει προτεραιότητα σε έναν άνθρωπο των ιδεών, σε έναν
άνθρωπο της βιωματικής ζωής, γνωρίζοντας την παρακμή της δημόσιας
σκηνής στην αρχαία Αθήνα. Και δεν είναι βέβαια μόνο ο Πλάτωνας.
Εξάλλου, αυτό από μόνο του η διαβίωση του Μύσωνα το υποδηλώνει. Υποδηλώνει μια προτεραιότητα προσωπικής αυθεντικότητας έναντι του θεαθήναι.
Ο χαρακτήρας βέβαια του Μύσωνα φαίνεται να είναι ένας χαρακτήρας που μοιάζει με τον χαρακτήρα του Διογένη του Κυνικού εν μέρει, αν και στο βίο του δείχνει να είναι εργατικός σε αντίθεση με τον Διογένη.
Είναι ένας χαρακτήρας που δεν εκτίθεται στη δημόσια θέα επίσης σε
αντίθεση με τον Διογένη, είναι μοχανικός. Μπορούμε να συμπεράνουμε
ότι ήταν υγιεινιστής και φυσιολάτρης μέσα από όσες δηλώσεις, αναφορές
και ρήσεις έχουμε γι’ αυτόν από τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Διό
δωρο τον Σικελιώτη. Εξάλλου σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και η αναφορά στην μακροβιότητά του καθώς λέγεται ότι πέθανε 97 ετών. Είχε στοιχεία στωικού και επικούριου ταυτόχρονα. Μπορούμε να πούμε ότι ο χαρακτήρας του ήταν λιτός και παράλληλα στοχαστικός. Μπόρεσε να συνδυάσει το πνεύμα του Ησίοδου με την διαλεκτική της επαγωγικής έρευνας.
Περισσότερο από όλα όμως αξίζει να αναδείξουμε την θεμελιώδη διατύπωση της πειραματικής λογικής, που διατύπωσε ο σοφός του 6ου π.Χ. αιώνα. Ο Μύσωνας σαν στοχαστής διαφοροποιείται από τους άλλους προσωκρατικούς και μετασωκρατικούς φυσικούς φιλοσόφους υπό την έννοια ότι περιορίζει όχι μόνο την «λογική» αυθαίρετων πεποιθήσεων αλλά και την ισχύ των επιχειρημάτων έναντι των γεγονότων.
Αρέσκεται στην αδέσμευτη παρατήρηση του γεγονότος και έτσι θεμελιώνει την πειραματική λογική, στην πιο ολοκληρωμένη φραστικά προσέγγιση στον πραγματισμό, τον εμπειρισμό και στην επαγωγική αντίληψη. Υπό την έννοια αυτή ήταν και αντισοφιστής.
Μια ανάλογη προσέγγιση την συναντάμε στον Σενέκα και στον Αναγεννησιακό Ντα Βίντσι, όπου και πάλι έχουμε αυτή την επιφυλακτικότη τα και στους δύο απέναντι στην ανθρώπινη κοινωνία. Επίσης συναντάμεπιο ολοκληρωμένη αυτή την άποψη στον Φραγκίσκο Βάκωνα, τον θεμελιωτή της πειραματικής λογικής και της πειραματικής επιστημοσύνης.
Στο χαρακτήρα του Μύσωνα μπορούμε να βρούμε ίσως και μία από τις αιτίες διεκδίκησής του από την Λακωνία. Ήταν λακωνικός στις αναφορές του και παράλληλα σαν πολύ διαφοροποιημένος από τους άλλους λόγιους, δημιουργούσε έναν συνειρμό που ενισχυόταν με τον θαυμασμό του χαρακτήρα ή της “λακωνικής έκφρασης” των Λακεδαιμονίων.
Το μεγαλείο του Μύσωνα είναι η αντίθεση με την μυθική και ηθική αυθεντία που καλλιεργείτο στην Σπάρτη.
Βρισκόταν στην τόσο θεμελιώδη ενόραση του Λόγου, πέρα από τις αισθητικές εντυπώσεις του περιβάλλοντος. Είναι σαφές ότι υπήρχε μέσα του μια ισχυρή ροπή σκέψης
επέκεινα του φυσικού ρομαντισμού, και αυτό δείχνει μια ισχυρή ανεξαρτησία της συνείδησής του από την εποχή και από το περιβάλλον.
Παράλληλα οι μαρτυρίες για την συνάντησή του κατά άλλους με το
Σόλωνα και κατά άλλους με το Χίλωνα, δείχνουν μια ετοιμότητα και μια
ευθύτητα σκέψης, ενώ επίσης οι πιθανολογούμενες σταχυολογήσεις των
ευφυολογημάτων του από τον Πλάτωνα και η χρήση τους επίσης από τον
Πεισίστρατο, δείχνουν ότι ο συγκεκριμένος στοχαστής–διανοητής, είχε μια
ευρύτητα προβληματισμού η οποία άγγιζε και τις κοινωνικές διαστάσεις,
γνωρίζοντας βέβαια τον προσανατολισμό στην πολιτική φιλοσοφία και την
πολιτική ρητορία αντιστοίχως, του Πλάτωνα και του Πεισίστρατου.
Μπορούμε να εικάσουμε και από τον τρόπο ζωής του ότι ο ίδιος δεν
πρέπει να ήταν δουλοκτήτης. Έδινε προτεραιότητα στην αρμονία δια
νοητικής και σωματικής εργασίας, στο περιστατικό στο οποίο μας ανα
φέρεται για την επισκευή του αρότρου του.
Οι μόνες μέχρι τώρα δυστυχώς, διεκδικητικές αναφορές σε αντίθεση
με τις κρητικές στο πρόσωπο του Μύσωνα, είναι από το μνημειώδες έργο
«Φθιώτις» του αείμνηστου Ιωάννη Βορτσέλα, και στη συνέχεια στον τουριστικό οδηγό Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης του 1997, από τον υποφαινόμενο.
Ο Ιωάννης Βορτσέλας, τον μνημονεύει στην σελίδα 82, σε σχέση με
την τοποθεσία και την αναφορά του Παυσανία στα Φωκικά.
Στην νεότερη ελληνική βιβλιογραφία στα εγκυκλοπαιδικά λήμματα
στον μεν Πυρσό μνημονεύεται ο Μύσων σε σχέση με την Οίτη όπως και
οι ¨Χηνναί¨ σαν τοποθεσία καταγωγής και συνοικισμός του όρους Οίτη,
στον δε Πάπυρο Λαρούς Μπριτάνικα, μνημονεύεται η Χήνα της Λακω
νίας.
Τοπωνυμικά όμως η ονομασία Χήνναι ή Χηνά, συνδέεται με την οικο
γένεια του ρήματος Χαίνω και υπό συναφή συνωνυμιακή εκδοχή
«χάσκω». Μπορούμε να πούμε συγκεκριμένα, ότι η αναζήτηση από την
ονομασία δεν μπορεί να βοηθήσει πολύ. Μπορεί να συνδυάζεται με έναν
τόπο διαβίωσης του ομώνυμου πτηνού, μπορεί να συνδυάζεται με τα
χάσματα των ορεινών όγκων ή και των απόκρημνων ακτών.
Η τοποθεσία αυτή φαίνεται να έχει γεωγραφικές αναφορές σε τρεις
νησιωτικές περιοχές εγγύς των Χανίων, στην περιοχή του Καρπαθίου
πελάγους και στην Αμοργό, ενώ σαν αρχαιογεωγραφική αναφορά φαί
νεται να αναφέρεται σε σχέση με την Οίτη και με την Λακωνία, πιθανόν
σε περιοχή του υποθετικού «Ητείου».
Έτσι θα λέγαμε ότι τύχη καλή θα ήταν αν ανακαλυπτόταν αυτός ο
οικισμός αρχαιολογικά, ο οποίος πιθανώς μόνο θα έλυνε και το αίνιγμα ή
το γρίφο της καταγωγής του Μύσωνα.
Όμως με τις λογικές συνεπαγωγές και με την πιθανολόγηση φαίνεται
να κυριαρχεί η οικεία περιοχή της Οίτης, σε συνάρτηση μάλιστα με την
αδυναμία συσχέτισης του Ητείου, της Κρήτης, και της περιοχής της
Σητείας ή του αρχαίου Σητείου.
Παράλληλα οι συγχύσεις με το βασίλειο των Μυσών και με πιθανό πρόσωπο Μύσωνα, τύραννο ή δικτάτορα, όπως επίσης και η ταυτόχρονη και πολλαπλή διεκδίκηση που δεν είναι μοναδική στον ελλαδικό χώρο, συντελούν στο να περιορίζεται η βεβαιότητα αλλά και η δυνατότητά μας να απομονώσουμε το Μύσωνα και την περιοχή του από συγκριτικούς ερανισμούς. Ωστόσο πρέπει να αποφασίσουμε, και αυτό είναι μια απόφαση νηφάλια και χωρίς φανατισμό, να συμμετάσχουμε στην απόδοση τιμής σε αυτό
το ιστορικό πρόσωπο ως τοπική κοινωνία και να το αναδείξουμε μέσα
από την κυρίαρχη γενεαλογική εκδοχή της καταγωγής του από την περιοχή μας. Γιατί όχι να μην αποδώσουμε το όνομά του και στο οικείο Πανεπιστήμιο ή σε τμήμα του Πανεπιστημίου της Στερεάς Ελλάδας, ένα Πανεπιστήμιο για την ώρα αφιερωμένο στις θετικές επιστήμες.
Δυστυχώς οι απώλειες υλικού από μνήμες, που σίγουρα υπήρχαν για
να έχουμε και μαρτυρίες με συγκεκριμένες αναφορές ώστε να πιθανολογούνται οι φραστικοί ερανισμοί από τον Μύσωνα, με την καταστροφή του υλικού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, των οικουμενικών αυτών αρχείων, στην Αλεξάνδρεια αλλά και αλλού με το πέρασμα του χρόνου, μας περιορίζουν την δυνατότητα να εντρυφήσουμε πάνω στη σκέψη του Μύσωνα και να την δούμε με πιο διεξοδική ματιά.
Ωστόσο αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε ένα αφιέρωμα στην ανώνυμη σημαντική και ποιοτική σκέψη, και με αυτό θέλουμε να κλείσουμε.
Ιωάννης Ζήσης
δημοσιογράφος- συγγραφέας
Μύσων ο Οιταίος ή Μαλιεύς. Ο άγνωστος σοφός– η σχέση με την εποχή του
και το διαχρονικό του μήνυμα
Βιβλιογραφικές πηγές για τον Μύσωνα.
- Διογένους Λαέρτιου «Βίοι των Φιλοσόφων», εκδόσεις Πάπυρος, 1975.
- Διόδωρου Σικελιώτη, «άπαντα» 6ος τόμος εκδόσεις «Κάκτος» σειρά οι Έλληνες, 1997.
- Παυσανία άπαντα τόμ.9, «Φωκικά» εκδόσεις «Κάκτος» 1992-
- Πλάτωνος «Πρωταγόρας» 1η έκδοση 1993 «Κάκτος»-Κωνσταντίνου Γεωργανά, «Ρίζες ελευθερίας», Δαυλός 1994-
- Αθανάσιος Αγγελόπουλος «Η Προϊστορική Ελλάς, ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΠΩΝΥΜΙΩΝ»,
- εκδόσεις Αλτεμπαράν, 1999.-
- Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη- Πυρσός-Πάπυρος Larousse Britannica-Τουριστικός οδηγός Φθιώτιδας 1997 . ΝΑΦ- Ιωάννη Βορτσέλα «Φθιώτις» , εκδόσεις Κασταλία.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΜΕ ΤΕΧΝΗΤΗ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗ