Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος: To ορφικό ταφικό χρυσό έλασμα του Ιππωνίου.
Μναμοσύνας τόδε ἔργον· ἐπεὶ ἂν μέλληισι θανεῖσθαι
εἰς Ἀίδαο δόμους εὐήρεας, ἔστ’ ἐπὶ δ<ε>ξιἀ κρήνα,
παρ’ δ’ αὐτὰν ἑστηκῦα λευκὰ κυπάρισ<σ>ος·
ἔνθα κατερχόμεναι ψυχαὶ νεκύων ψύχονται.
ταύτας τᾶς κράνας μηδὲ σχεδὸν ἐγγύθεν ἔλθηις.
πρόσθεν δὲ εὑρήσεις τᾶς Μναμοσύνας ἀπὸ λίμνας
ψυχρὸν ὕδωρ προρέον· φύλακες δὲ ἐπύπερθεν ἔασι.
οἳ δέ σε εἰρήσονται ἐν<ὶ> φρασὶ πευκαλίμαισι
ὅτ<τ> ι δὴ ἐξερέεις Ἄιδος σκότος ὀρφ<ν>ήεντος.
εἶπον· Γῆς παῖ<ς> εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
δίψαι δ’ εἰμ’ αὖος καὶ ἀπόλλυμαι· ἀλ<λ>ὰ δότ’ ὦκα
ψυχρὸν ὕδωρ πιέναι τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης.
καὶ δὴ τοι ἐρέουσιν {ι}ὑποχθονίωι βασιλεί<αι>·
καὶ {δὴ τοι} δώσουσιν πιεῖν τᾶς Μναμοσύνας ἀπ[ὸ] λίμνας
καὶ δὴ καὶ σὺ πιὼν ὁδὸν ἔρχεα<ι> ἅν τε καὶ ἄλλοι
μύσται καὶ βάκχοι ἱερὰν στείχουσι κλε<ε>ινοί.
Καλαβρία, Ιππώνιο [i]
Αυτό είναι το έργο της Μνημοσύνης.[ii] Όταν είναι να πεθάνει
(και να πάει) προς τα καλοφτιαγμένα δώματα του Άδη,[iii] στα δεξιά υπάρχει μια κρήνη[iv]
και πλάι της στέκει κυπαρίσσι λευκό.[v]
Εδώ σαν κατεβαίνουν των νεκρών οι ψυχές δροσίζονται.[vi]
Τούτη την κρήνη ούτε καν να την πλησιάσεις!
Πιο πέρα θα βρεις νερό δροσερό να κυλά
από της Μνημοσύνης τη λίμνη.[vii] Φύλακες στέκουν εμπρός της.
Θα σε ρωτήσουν με οξύνοια πνεύματος
τι αναζητάς στο ζοφερό σκότος του Άδη.[viii]
Να πεις: «Είμαι γιος της Γης και του έναστρου Ουρανού.[ix]
Στέγνωσα απ’ τη δίψα και χάνομαι. Αλλά δώστε μου
γρήγορα να πιω δροσερό νερό απ’ τη λίμνη της Μνημοσύνης».[x]
Και θα ρωτήσουν τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου[xi]
και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης.
Σαν πιεις, και συ τον ιερό θα πάρεις το δρόμο [xii]
που βαδίζουν και οι άλλοι ένδοξοι μύστες και βάκχοι.[xiii]
[i] Από ορθογώνιο χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο γυναίκας (γύρω στα 400 π.Χ.), στο πάνω μέρος του στήθους. Ίσως να ήταν στερεωμένο στο λαιμό με λεπτή αλυσίδα. Μαζί με μια άλλη ομάδα παρόμοιων ευρημάτων από την σικελική Έντελλα, την Πετηλία και τα Φάρσαλα συνιστούν μια σχετικά συνεκτική περιγραφή της άφιξης της ψυχής του νεκρού στον Κάτω Κόσμο. Κάποιος (ένας ιερέας, η Μνημοσύνη, το ίδιο το κείμενο;) απευθύνεται στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο και του δίνει οδηγίες για το τι θα δει και το τι να κάνει, όταν βρεθεί στον Άδη. Συντομότερα παρόμοια κείμενα έχουμε από τη Θεσσαλία και την Κρήτη.
[ii] Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών, η θεότητα της Μνήμης. Η Μνημοσύνη συνδέεται με τον Ορφέα γενεαλογικά μέσω της κόρης της Καλλιόπης, η οποία είναι η μητέρα του μεγάλου μουσικού. Για την έκφραση «το έργο της Μνημοσύνης» πβ. την αρχή του ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη, όπου ο ποιητής καλεί τη Μούσα να τραγουδήσει τα έργα της Αφροδίτης, δηλαδή τη σφαίρα επιρροής της θεάς και τις πτυχές της δράσης της (Μοῦσά μοι ἔννεπε ἔργα πολυχρύσου Ἀφροδίτης / Κύπριδος…). Εδώ το «έργο» της Μνημοσύνης είναι οι σωτήριες οδηγίες και τα λόγια που πρέπει να απομνημονεύσει η ψυχή του νεκρού, δηλαδή το ίδιο το κείμενο, σαν να το ενέπνευσε ή να το υπαγόρευσε η ίδια η θεά της Μνήμης. Το κείμενο είναι σε στίχους, ακριβώς για να διευκολύνει την απομνημόνευση. Οι οδηγίες προφανώς δόθηκαν για πρώτη φορά όσο η νεκρή ήταν ζωντανή, σε κάποια τελετή μύησης. Η νεκρή εμπιστεύεται τη θεά της Μνήμης, ώστε στον Κάτω Κόσμο να θυμηθεί όσα έμαθε στη διάρκεια της μύησής της στον Πάνω Κόσμο [πβ. ορφικοί ύμνοι (=ΟΥ) 77.9-10): ἀλλά͵ μάκαιρα θεά͵ μύσταις μνήμην ἐπέγειρε / εὐιέρου τελετῆς͵ λήθην δ΄ ἀπὸ τῶνδ΄ ἀπόπεμπε]. Έτσι η Μνημοσύνη γίνεται προστάτιδα της ψυχής και οδηγός στο μεταθανάτιο ταξίδι της. Σε φιλοσοφικούς κύκλους η μνήμη θεωρούνταν όργανο της ανθρώπινης σωτηρίας. Οι Πυθαγόρειοι, στενά συνδεμένοι με τους Ορφικούς, έδιναν μεγάλη σημασία στη μνήμη και φρόντιζαν να την εξασκούν με διάφορες τεχνικές. Ο Πυθαγόρας θυμόταν πολλές από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του. Το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. Η ενθύμηση των προηγούμενων ζωών ήταν απαραίτητη, για να γνωρίσει κανείς τον αληθινό εαυτό του. Η ανάμνηση αποτελεί μια κάθαρση της ψυχής. Η ανώνυμη θεότητα που μιλά στον Παρμενίδη και του αποκαλύπτει την πάσα αλήθεια (απ. Β 1 D-K) ίσως να είναι η Μνημοσύνη. Για τον Πλάτωνα το να πιεις από το νερό της Λήθης (Λησμονιάς) σημαίνει να χάνεις τη θύμηση των αιώνιων αληθειών. Στην Ελληνική ἀ-λήθεια είναι κυριολεκτικά η απουσία της αμνησίας, επομένως το να θυμάσαι σημαίνει και να γνωρίζεις. Η Λήθη είναι το νερό του θανάτου, η Μνημοσύνη είναι το νερό της αθανασίας. Η μνήμη εξασφαλίζει στη νεκρή ψυχή τη δυνατότητα να θυμηθεί τη θεία καταγωγή της, να απομακρυνθεί από τον κύκλο του χρόνου και του γίγνεσθαι και να μην ενσαρκωθεί ξανά.
[iii] Αυτός που πεθαίνει είναι ο μύστης (ή ο «ήρωας» σε άλλα ελάσματα). Ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως πέρασμα για την ψυχή, γι’ αυτό και το αντίστοιχο ρήμα θανεῖσθαι συντάσσεται σαν να ήταν ρήμα κίνησης (εἰς Ἀίδαο δόμους). Το κείμενο πρέπει να γραφτεί ακριβώς τη στιγμή του θανάτου, για να αποφύγει η ψυχή τους τρόμους του Άδη. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή η ψυχή βρίσκεται αντιμέτωπη με επιλογές, άλλες επιθυμητές και άλλες όχι. Τα κείμενα δεν εξηγούν γιατί η ψυχή πρέπει να κάνει μια επιλογή και όχι μια άλλη ή γιατί πρέπει να πει κάποια συγκεκριμένα λόγια και όχι κάποια άλλα: η γνώση των αιτιών για τις συγκεκριμένες επιλογές προϋποτίθεται για τους μυημένους και δε χρειάζεται να αναπτυχθεί με λεπτομέρειες από τους συντάκτες των κειμένων. Η έλλειψη αυτή δυσκολεύει για μας την ερμηνεία των ελασμάτων.
Το παλάτι του Άδη χαρακτηρίζεται ως καλοφτιαγμένο (Ἀίδαο δόμους εὐήρεας). Ο χαρακτηρισμός μάς θυμίζει τις παραστάσεις με το νεκρό στον Κάτω Κόσμο να στέκεται μπροστά σε ένα οικοδόμημα με κίονες.
[iv] Πρόκειται για την κρήνη της Λήθης. Εδώ τοποθετείται στα δεξιά, ενώ η κρήνη της Μνήμης βρίσκεται όχι αριστερά, αλλά πιο πέρα στην ίδια (δεξιά) κατεύθυνση. Το ίδιο σχήμα υπάρχει και στα ελάσματα από την Έντελλα και τα Φάρσαλα. Στο έλασμα από την Πετηλία η κρήνη της Λήθης βρίσκεται στα αριστερά, ενώ η πηγή της Μνημοσύνης βρίσκεται στην άλλη πλευρά, δηλαδή στα δεξιά. Στα ελάσματα από την Κρήτη το νερό της Μνημοσύνης βρίσκεται στα δεξιά. Σε μια από τις πινακίδες των Θουρίων η ψυχή πρέπει να κινηθεί προς τα δεξιά, για να σωθεί. Γενικά η ψυχή πρέπει να ακολουθήσει μια πορεία προς τα δεξιά, όταν βρεθεί στον Κάτω Κόσμο. Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το αριστερό ως κάτι κακό. Στον Πλάτωνα (Πολιτεία 614C) οι ψυχές των δικαίων ακολουθούν μετά την κρίση τους το δεξί μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στα νησιά των Μακάρων (Γοργίας 524Α).
Στο υπόγειο μαντείο του Τροφώνιου ο ιερέας παίρνει τον επισκέπτη στις πηγές του ποταμού. Εκεί πρέπει να πιει πρώτα από το νερό της Λήθης και μετά από το νερό της Μνήμης (Παυσανίας 9.39.7), μια αναπαράσταση των συνθηκών του Κάτω Κόσμου.
[v] Το κυπαρίσσι από τα πιο αρχαία χρόνια συνδέεται με τον Άδη και τον θάνατο σε πολλούς πολιτισμούς. Το κυπαρίσσι εδώ είναι λευκό, χωρίς να εξηγείται γιατί. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες:
α) Σε διάφορες λατρείες οι νεκροί θάβονταν με λευκή ενδυμασία [π.χ. Κέα (Sokolowksi 97 A, ιερός νόμος του 5ου αιώνα π.Χ.), Λεβάδεια (Sokolowski 77 C 6, 5ος αιώνας π.Χ.), Μεσσηνία (Παυσ. 4.13.3), ορφική ταφή στους Θουρίους (Timpone Grande)].
β) Οι μύστες φορούσαν λευκά ρούχα (βλ. λ.χ. Ευρ., Κρήτες απ. 472, 16 Kannicht).
γ) Το κυπαρίσσι λάμπει στο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου, προσελκύοντας σαν φάρος τις ψυχές των αμύητων νεκρών στο νερό της λησμονιάς.
δ) Ίσως το λευκό εδώ να έχει την έννοια του «φασματικού», αφού το χρώμα συνδέεται με τα φαντάσματα. Στην Οδύσσεια (ω 11) οι ψυχές των μνηστήρων συναντούν την Λευκάδα πέτρην στο δρόμο τους προς τον Άδη.
ε) Ίσως ο Άδης να συλλαμβάνεται εδώ ως το αντίστροφο του Πάνω Κόσμου, όπου το κυπαρίσσι είναι σκούρο.
στ) Οι ορφικο-πυθαγόρειοι φορούσαν λευκά ενδύματα, όταν παρακολουθούσαν κηδείες, ενώ απαγορευόταν να φτιάχνουν φέρετρα από κυπαρισσόξυλο, γιατί απ’ αυτό το ξύλο ήταν φτιαγμένο το σκήπτρο του Δία (Ιάμβλιχος, Βίος Πυθ. 155, Έρμιππος απ. 23 Wehrli – στους Κρήτες του Ευριπίδη ο ιερός ναός του Δία είναι φτιαγμένος από κυπαρίσσι, απ. 472, 4 κ.εξ. Kannicht).
[vi] Η δίψα του νεκρού είναι παγκόσμιο μοτίβο. Γι’ αυτό γίνονται προς τιμήν των νεκρών υγρές προσφορές ή αποτίθενται αγγεία με νερό στους τάφους. Χωρίς κάποιον φίλο ή συγγενή να τον θυμάται, ο νεκρός υποφέρει από πείνα και δίψα, όπως μας αναφέρει ο Λουκιανός (Περί πένθους 9). Στην Πολιτεία (621ΑΒ) ο Πλάτων περιγράφει το δρόμο που οδηγεί στην πεδιάδα της Λήθης ως άγονο, πνιγηρό και πολύ ζεστό. Ο Τάνταλος υποφέρει από αιώνια δίψα στον Άδη για τα κρίματά του. Η δίψα μπορεί να οδηγήσει την ψυχή να κάνει λάθος και πιει από το νερό της Λησμονιάς. Αυτό είναι βέβαιο ότι το κάνουν οι ψυχές των αμύητων: δροσίζονται, αλλά έτσι ξεχνούν και παγιδεύονται σε μια νέα ενσάρκωση. Το ρήμα στο πρωτότυπο είναι ψύχονται (δροσίζονται). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το «ψύχω» σήμαινε επίσης «φυσώ», αλλά και «δίνω ζωή» (πβ. ψυχή = η πνοή που δίνει ζωή στο σώμα). Ίσως υπάρχει ετυμολογικό παιχνίδι: οι ψυχές που πίνουν από το νερό της Λήθης δεν δροσίζονται μόνο, αλλά κυριολεκτικά παίρνουν ζωή για μια νέα ενσάρκωση, κάτι αρνητικό για την οπτική των Ορφικών.
[vii] Στον Όμηρο οι ψυχές των νεκρών είναι απλοί ίσκιοι που δεν θυμούνται τίποτα. Η ψυχή του μάντη Τειρεσία στη Νέκυια της Οδύσσειας (ραψωδία λ) είναι σε θέση να θυμηθεί και να προφητέψει μόνο όταν πιει από το αίμα των σφαγίων. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να κρατήσει τις άλλες διψασμένες ψυχές μακριά. Στους Ορφικούς το αίμα αντικαθίσταται από το νερό της Μνήμης, με αποτέλεσμα να κόβεται έτσι κάθε δεσμός με τον αιματηρό σαρκικό Πάνω Κόσμο.
[viii] Η εικόνα των θεοτήτων-φυλάκων που προστατεύουν ένα ιερό και μυστικό μέρος είναι συχνή και στην αρχαιότητα και στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Στους Γνωστικούς οι Άρχοντες, κατώτεροι Αιώνες, έχουν αρνητικό ρόλο, αφού προσπαθούν να εμποδίσουν την άνοδο της ψυχής φυλάγοντας τους πλανήτες. Η ψυχή περνά, μόνο αν ξέρει το κατάλληλο συνθηματικό. Παρόμοιες ιδέες βρίσκουμε στα ερμητικά κείμενα, τους νεοπλατωνικούς, το μιθραϊσμό, το ζωροαστρισμό, απόκρυφα ιουδαϊκά και χριστιανικά κείμενα κ.α.
Οι φύλακες εδώ κάνουν μια ερώτηση και περιμένουν ένα αναγνωριστικό συνθηματικό, μια εικόνα που προέρχεται από τη φύλαξη στρατοπέδων ή πυλών. Το σύνθημα που πρέπει να γνωρίζει η ψυχή παραπέμπει επίσης σε μυστικές ή και συνωμοτικές ομάδες, των οποίων τα μέλη αναγνωρίζονται μεταξύ τους με ιδιαίτερες χειρονομίες ή λόγια. Τα ορφικά κείμενα δεν μας λένε αν κάποια τιμωρία περιμένει την ψυχή που δεν γνωρίζει το σύνθημα, αλλά από αντίστοιχες πλατωνικές εικόνες (Πολιτεία 363C, Γοργίας 493Β) μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ψυχή τιμωρούνταν. Σε αμφορέα από την Ιταλία (4ος-3ος αιώνας π.Χ. -Vulci), ο οποίος δυστυχώς έχει πια χαθεί, εικονιζόταν ένα ανθηρό λιβάδι, το οποίο χωριζόταν από τον τόπο των καταδικασμένων με δέντρα γεμάτα πουλιά. Από έναν λόφο πήγαζε μια κρήνη και μπροστά της στέκονταν δύο νέοι στεφανωμένοι με κισσό και κρατώντας θύρσο, διονυσιακά σύμβολα. Ένας τοξότης εικονιζόταν σε ετοιμότητα να ρίξει βέλος. Οι δύο νέοι είναι προφανώς μύστες, ενώ ο τοξότης-φύλακας δεν τους αφήνει να περάσουν, αν δεν πουν το κατάλληλο συνθηματικό. Στην άλλη πλευρά του αγγείου ένας δαίμονας βασανίζει με πυρσό μια γυναίκα, είδος υποχθόνιας τιμωρίας. Η έλλειψη αναφοράς στα ορφικά ελάσματα σε τιμωρίες ίσως να οφείλεται στο ότι θα ήταν άκομψο να υπενθυμίζεται κάτι τέτοιο σε έναν νεκρό μύστη που ελπίζει στη σωτηρία. Εξάλλου το έλασμα με τις οδηγίες που συνοδεύει το νεκρό, αλλά και η μύηση που έχει λάβει στη διάρκεια της ζωής του, ίσως θεωρούνται ικανά όπλα, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ξεχάσει η ψυχή το συνθηματικό και να τιμωρηθεί.
[ix] Η ψυχή υπενθυμίζει τη θεία καταγωγή της (ήδη από τον Ησίοδο η Γη και ο Ουρανός είναι το αρχέγονο θεϊκό ζεύγος, ενώ θεοί και άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή -πβ. Πίνδ., Νεμ. 6.1-2, Ευρ. απ. 1004 Kannicht), επομένως και τη συγγένειά της με τους φύλακες, τον Άδη και την Περσεφόνη και τους άλλους θεούς. Αυτό δείχνει στους φύλακες ότι και θυμάται την καταγωγή της, αλλά και ότι δικαιούται μερίδιο στην πρωταρχική θεία κατάσταση. Ωστόσο το βάρος φαίνεται να πέφτει στην καταγωγή από τον Ουρανό. Σε άλλα παρόμοια κείμενα το σώμα ανήκει στη γη (τιτανικό στοιχείο στον ορφικό μύθο του Ζαγρέα) και η ψυχή στον ουρανό (διονυσιακό στοιχείο). Ο μύστης πρέπει να απαρνηθεί το γήινο στοιχείο του, ακόμη και το προσωπικό του όνομα, για να εισέλθει στον κόσμο των θεών. Ο έναστρος ουρανός είναι ο τόπος της θεϊκής πατρίδας για τους Πυθαγόρειους, ενώ για τον Πλάτωνα η λυτρωμένη ψυχή επιστρέφει στο άστρο που της αντιστοιχεί (Τίμαιος 42Β). Σε άλλο ορφικό έλασμα ο νεκρός αποκαλεί τον εαυτό του Αστέριο, πιθανότατα ένα μυστικό όνομα για τους μυημένους και όχι το πραγματικό του όνομα. Μια σειρά από παράλληλα χωρία διαφόρων παραδόσεων τονίζουν ότι η ανάμνηση της ουράνιας καταγωγής κάποιου είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του: βλ. λ.χ. Οδ. ω 1-2, Εμπεδ. απ. Β 119 D-K, Ιππόλ., Κατά πασών αιρέσεων 5.7.30, Ευαγγέλιο της Μαρίας (P. Berol. 8502, I 16). Ωστόσο δεν είμαστε βέβαιοι αν οι Ορφικοί που έγραψαν τα χρυσά ελάσματα θεωρούσαν ότι η τελική κατάληξη της λυτρωμένης ψυχής είναι στον ουρανό ή σε κάποιο μέρος του Άδη ειδικά φυλαγμένο γι’ αυτήν, κάτι σαν τα Ηλύσια Πεδία ή τις Νήσους των Μακάρων, όπου θα ζει σε μια αιώνια ευτυχία. Η λυτρωμένη ψυχή αναφέρεται απλώς ότι ακολουθεί το δρόμο που πήραν οι άλλοι μύστες ή βάκχοι ή ήρωες, χωρίς να διευκρινίζεται πού οδηγεί αυτός ο δρόμος.
[x] Ο νεκρός υποδεικνύει στους φύλακες έμμεσα ότι είναι μυημένος, αφού η δίψα του οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχή του δεν ήπιε από την πηγή της Λήθης, όπως οι ψυχές των αμύητων: ως μύστης γνώριζε ήδη από τη μύησή του στον Πάνω Κόσμο ότι απαγορεύεται να πιει από αυτήν, το θυμήθηκε μετά θάνατον (με τη βοήθεια και του ελάσματος) και κατάφερε μάλιστα να νικήσει τον πειρασμό, όταν πέρασε από εκεί. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, είναι ένας ικανός αγωνιστής που αξίζει να ανταμειφθεί από τις θεότητες του Κάτω Κόσμου. Συνεπώς η δίψα εδώ είναι καίριο μέρος του συνθηματικού αναγνώρισης όσο και η αναφορά στην ουράνια καταγωγή, αλλά και η έκκληση για ξεδίψασμα από την πηγή της Μνήμης (επίσης ένδειξη μυστικής γνώσης που κατέχει ο νεκρός, αφού γνωρίζει και τη σημασία της, αλλά και ότι υπάρχει μια τέτοια πηγή στον Άδη και μάλιστα αμέσως μετά την πηγή της Λήθης).
[xi] Οι φύλακες πρέπει να συμβουλευθούν την Περσεφόνη, αφού σε τελική ανάλυση δεν είναι αυτοί, οι οποίοι θα κρίνουν αν η ψυχή δικαιούται να πιει νερό, αλλά η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου.
[xii] Ο ιερός δρόμος που οδηγεί στην αιώνια ευτυχία. Η εικόνα της ιεράς οδού στον Κάτω Κόσμο μπορεί να είναι εμπνευσμένη από το τελεστικό μονοπάτι τής επίγειας μύησης ή από τις ιερές πομπές των μυστών λ.χ. στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου η πορεία ήταν μακρά και δύσκολη, αλλά ο μύστης δεν ένιωθε κούραση με παρέμβαση των θεών (Ευρ., Βάκ. 194, Αριστοφ., Βάτρ. 402 κ.εξ.). Ο Πλάτωνας επισημαίνει την ομοιότητα ανάμεσα στις τελετουργικές πρακτικές και το ταξίδι της ψυχής (Φαίδρος 108Α). Έχουμε όμως και μυθικά και φιλοσοφικά παράλληλα: στον Πίνδαρο ο δρόμος του Δία οδηγεί τις ευσεβείς ψυχές στα νησιά των Μακάρων υπό τον Ραδάμανθυ (Ολ. 2.68 κ.εξ. -πβ. Παλ. ανθ. 7.545). Ο Παρμενίδης ταξιδεύει στην οδό της σοφίας (Β 1.2-3, 27 D-K), για να βρει την λυτρωτική αλήθεια.
[xiii] Ο μύστης που έφτασε στην τελείωση ταυτίζεται με τον ίδιο το θεό του, τον Διόνυσο-Βάκχο και επομένως δικαίως αποκαλεί τον εαυτό του μ’ αυτό τον τίτλο. Ενώ όμως όσοι συμμετέχουν στις απλές εκστατικές διονυσιακές τελετουργίες των πόλεων μένουν ικανοποιημένοι με μια προσωρινή ταύτιση με το θεό που διαρκεί όσο η εκστατική τελετή, η ένωση του ορφικού με το θείο είναι διαρκής και σ’ αυτή τη ζωή και στη μεταθανάτια κατάσταση.
Η περιπέτεια της ψυχής φαίνεται στο έλασμά μας να τελειώνει εδώ. Το κείμενο όμως από την Έντελλα υπονοεί στο -δυστυχώς- κατεστραμμένο τέλος του ότι σε ένα επόμενο στάδιο η ψυχή εμφανιζόταν μπροστά στην ίδια την Περσεφόνη.
Σταύρος Γκιργκένης
Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας. heterophoton.
Από ορθογώνιο χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο γυναίκας (γύρω στα 400 π.Χ |
Από ορθογώνιο χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο γυναίκας (γύρω στα 400 π.Χ.), στο πάνω μέρος του στήθους. Ίσως να ήταν στερεωμένο στο λαιμό με λεπτή αλυσίδα. Μαζί με μια άλλη ομάδα παρόμοιων ευρημάτων από την
σικελική Έντελλα, την Πετηλία και τα Φάρσαλα συνιστούν μια σχετικά συνεκτική περιγραφή της άφιξης της
Μναμοσύνας τόδε ἔργον· ἐπεὶ ἂν μέλληισι θανεῖσθαι
εἰς Ἀίδαο δόμους εὐήρεας, ἔστ’ ἐπὶ δ<ε>ξιἀ κρήνα,
παρ’ δ’ αὐτὰν ἑστηκῦα λευκὰ κυπάρισ<σ>ος·
ἔνθα κατερχόμεναι ψυχαὶ νεκύων ψύχονται.
ταύτας τᾶς κράνας μηδὲ σχεδὸν ἐγγύθεν ἔλθηις.
πρόσθεν δὲ εὑρήσεις τᾶς Μναμοσύνας ἀπὸ λίμνας
ψυχρὸν ὕδωρ προρέον· φύλακες δὲ ἐπύπερθεν ἔασι.
οἳ δέ σε εἰρήσονται ἐν<ὶ> φρασὶ πευκαλίμαισι
ὅτ<τ> ι δὴ ἐξερέεις Ἄιδος σκότος ὀρφ<ν>ήεντος.
εἶπον· Γῆς παῖ<ς> εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
δίψαι δ’ εἰμ’ αὖος καὶ ἀπόλλυμαι· ἀλ<λ>ὰ δότ’ ὦκα
ψυχρὸν ὕδωρ πιέναι τῆς Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης.
καὶ δὴ τοι ἐρέουσιν {ι}ὑποχθονίωι βασιλεί<αι>·
καὶ {δὴ τοι} δώσουσιν πιεῖν τᾶς Μναμοσύνας ἀπ[ὸ] λίμνας
καὶ δὴ καὶ σὺ πιὼν ὁδὸν ἔρχεα<ι> ἅν τε καὶ ἄλλοι
μύσται καὶ βάκχοι ἱερὰν στείχουσι κλε<ε>ινοί.
Καλαβρία, Ιππώνιο [i]
Αυτό είναι το έργο της Μνημοσύνης.[ii] Όταν είναι να πεθάνει
(και να πάει) προς τα καλοφτιαγμένα δώματα του Άδη,[iii] στα δεξιά υπάρχει μια κρήνη[iv]
και πλάι της στέκει κυπαρίσσι λευκό.[v]
Εδώ σαν κατεβαίνουν των νεκρών οι ψυχές δροσίζονται.[vi]
Τούτη την κρήνη ούτε καν να την πλησιάσεις!
Πιο πέρα θα βρεις νερό δροσερό να κυλά
από της Μνημοσύνης τη λίμνη.[vii] Φύλακες στέκουν εμπρός της.
Θα σε ρωτήσουν με οξύνοια πνεύματος
τι αναζητάς στο ζοφερό σκότος του Άδη.[viii]
Να πεις: «Είμαι γιος της Γης και του έναστρου Ουρανού.[ix]
Στέγνωσα απ’ τη δίψα και χάνομαι. Αλλά δώστε μου
γρήγορα να πιω δροσερό νερό απ’ τη λίμνη της Μνημοσύνης».[x]
Και θα ρωτήσουν τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου[xi]
και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης.
Σαν πιεις, και συ τον ιερό θα πάρεις το δρόμο [xii]
που βαδίζουν και οι άλλοι ένδοξοι μύστες και βάκχοι.[xiii]
[i] Από ορθογώνιο χρυσό έλασμα που βρέθηκε σε τάφο γυναίκας (γύρω στα 400 π.Χ.), στο πάνω μέρος του στήθους. Ίσως να ήταν στερεωμένο στο λαιμό με λεπτή αλυσίδα. Μαζί με μια άλλη ομάδα παρόμοιων ευρημάτων από την σικελική Έντελλα, την Πετηλία και τα Φάρσαλα συνιστούν μια σχετικά συνεκτική περιγραφή της άφιξης της ψυχής του νεκρού στον Κάτω Κόσμο. Κάποιος (ένας ιερέας, η Μνημοσύνη, το ίδιο το κείμενο;) απευθύνεται στο νεκρό σε δεύτερο πρόσωπο και του δίνει οδηγίες για το τι θα δει και το τι να κάνει, όταν βρεθεί στον Άδη. Συντομότερα παρόμοια κείμενα έχουμε από τη Θεσσαλία και την Κρήτη.
[ii] Μνημοσύνη είναι η μητέρα των Μουσών, η θεότητα της Μνήμης. Η Μνημοσύνη συνδέεται με τον Ορφέα γενεαλογικά μέσω της κόρης της Καλλιόπης, η οποία είναι η μητέρα του μεγάλου μουσικού. Για την έκφραση «το έργο της Μνημοσύνης» πβ. την αρχή του ομηρικού ύμνου στην Αφροδίτη, όπου ο ποιητής καλεί τη Μούσα να τραγουδήσει τα έργα της Αφροδίτης, δηλαδή τη σφαίρα επιρροής της θεάς και τις πτυχές της δράσης της (Μοῦσά μοι ἔννεπε ἔργα πολυχρύσου Ἀφροδίτης / Κύπριδος…). Εδώ το «έργο» της Μνημοσύνης είναι οι σωτήριες οδηγίες και τα λόγια που πρέπει να απομνημονεύσει η ψυχή του νεκρού, δηλαδή το ίδιο το κείμενο, σαν να το ενέπνευσε ή να το υπαγόρευσε η ίδια η θεά της Μνήμης. Το κείμενο είναι σε στίχους, ακριβώς για να διευκολύνει την απομνημόνευση. Οι οδηγίες προφανώς δόθηκαν για πρώτη φορά όσο η νεκρή ήταν ζωντανή, σε κάποια τελετή μύησης. Η νεκρή εμπιστεύεται τη θεά της Μνήμης, ώστε στον Κάτω Κόσμο να θυμηθεί όσα έμαθε στη διάρκεια της μύησής της στον Πάνω Κόσμο [πβ. ορφικοί ύμνοι (=ΟΥ) 77.9-10): ἀλλά͵ μάκαιρα θεά͵ μύσταις μνήμην ἐπέγειρε / εὐιέρου τελετῆς͵ λήθην δ΄ ἀπὸ τῶνδ΄ ἀπόπεμπε]. Έτσι η Μνημοσύνη γίνεται προστάτιδα της ψυχής και οδηγός στο μεταθανάτιο ταξίδι της. Σε φιλοσοφικούς κύκλους η μνήμη θεωρούνταν όργανο της ανθρώπινης σωτηρίας. Οι Πυθαγόρειοι, στενά συνδεμένοι με τους Ορφικούς, έδιναν μεγάλη σημασία στη μνήμη και φρόντιζαν να την εξασκούν με διάφορες τεχνικές. Ο Πυθαγόρας θυμόταν πολλές από τις προηγούμενες ενσαρκώσεις του. Το ίδιο και ο Εμπεδοκλής. Η ενθύμηση των προηγούμενων ζωών ήταν απαραίτητη, για να γνωρίσει κανείς τον αληθινό εαυτό του. Η ανάμνηση αποτελεί μια κάθαρση της ψυχής. Η ανώνυμη θεότητα που μιλά στον Παρμενίδη και του αποκαλύπτει την πάσα αλήθεια (απ. Β 1 D-K) ίσως να είναι η Μνημοσύνη. Για τον Πλάτωνα το να πιεις από το νερό της Λήθης (Λησμονιάς) σημαίνει να χάνεις τη θύμηση των αιώνιων αληθειών. Στην Ελληνική ἀ-λήθεια είναι κυριολεκτικά η απουσία της αμνησίας, επομένως το να θυμάσαι σημαίνει και να γνωρίζεις. Η Λήθη είναι το νερό του θανάτου, η Μνημοσύνη είναι το νερό της αθανασίας. Η μνήμη εξασφαλίζει στη νεκρή ψυχή τη δυνατότητα να θυμηθεί τη θεία καταγωγή της, να απομακρυνθεί από τον κύκλο του χρόνου και του γίγνεσθαι και να μην ενσαρκωθεί ξανά.
[iii] Αυτός που πεθαίνει είναι ο μύστης (ή ο «ήρωας» σε άλλα ελάσματα). Ο θάνατος γίνεται αντιληπτός ως πέρασμα για την ψυχή, γι’ αυτό και το αντίστοιχο ρήμα θανεῖσθαι συντάσσεται σαν να ήταν ρήμα κίνησης (εἰς Ἀίδαο δόμους). Το κείμενο πρέπει να γραφτεί ακριβώς τη στιγμή του θανάτου, για να αποφύγει η ψυχή τους τρόμους του Άδη. Σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή η ψυχή βρίσκεται αντιμέτωπη με επιλογές, άλλες επιθυμητές και άλλες όχι. Τα κείμενα δεν εξηγούν γιατί η ψυχή πρέπει να κάνει μια επιλογή και όχι μια άλλη ή γιατί πρέπει να πει κάποια συγκεκριμένα λόγια και όχι κάποια άλλα: η γνώση των αιτιών για τις συγκεκριμένες επιλογές προϋποτίθεται για τους μυημένους και δε χρειάζεται να αναπτυχθεί με λεπτομέρειες από τους συντάκτες των κειμένων. Η έλλειψη αυτή δυσκολεύει για μας την ερμηνεία των ελασμάτων.
Το παλάτι του Άδη χαρακτηρίζεται ως καλοφτιαγμένο (Ἀίδαο δόμους εὐήρεας). Ο χαρακτηρισμός μάς θυμίζει τις παραστάσεις με το νεκρό στον Κάτω Κόσμο να στέκεται μπροστά σε ένα οικοδόμημα με κίονες.
[iv] Πρόκειται για την κρήνη της Λήθης. Εδώ τοποθετείται στα δεξιά, ενώ η κρήνη της Μνήμης βρίσκεται όχι αριστερά, αλλά πιο πέρα στην ίδια (δεξιά) κατεύθυνση. Το ίδιο σχήμα υπάρχει και στα ελάσματα από την Έντελλα και τα Φάρσαλα. Στο έλασμα από την Πετηλία η κρήνη της Λήθης βρίσκεται στα αριστερά, ενώ η πηγή της Μνημοσύνης βρίσκεται στην άλλη πλευρά, δηλαδή στα δεξιά. Στα ελάσματα από την Κρήτη το νερό της Μνημοσύνης βρίσκεται στα δεξιά. Σε μια από τις πινακίδες των Θουρίων η ψυχή πρέπει να κινηθεί προς τα δεξιά, για να σωθεί. Γενικά η ψυχή πρέπει να ακολουθήσει μια πορεία προς τα δεξιά, όταν βρεθεί στον Κάτω Κόσμο. Είναι γνωστό ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν το αριστερό ως κάτι κακό. Στον Πλάτωνα (Πολιτεία 614C) οι ψυχές των δικαίων ακολουθούν μετά την κρίση τους το δεξί μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στα νησιά των Μακάρων (Γοργίας 524Α).
Στο υπόγειο μαντείο του Τροφώνιου ο ιερέας παίρνει τον επισκέπτη στις πηγές του ποταμού. Εκεί πρέπει να πιει πρώτα από το νερό της Λήθης και μετά από το νερό της Μνήμης (Παυσανίας 9.39.7), μια αναπαράσταση των συνθηκών του Κάτω Κόσμου.
[v] Το κυπαρίσσι από τα πιο αρχαία χρόνια συνδέεται με τον Άδη και τον θάνατο σε πολλούς πολιτισμούς. Το κυπαρίσσι εδώ είναι λευκό, χωρίς να εξηγείται γιατί. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες:
α) Σε διάφορες λατρείες οι νεκροί θάβονταν με λευκή ενδυμασία [π.χ. Κέα (Sokolowksi 97 A, ιερός νόμος του 5ου αιώνα π.Χ.), Λεβάδεια (Sokolowski 77 C 6, 5ος αιώνας π.Χ.), Μεσσηνία (Παυσ. 4.13.3), ορφική ταφή στους Θουρίους (Timpone Grande)].
β) Οι μύστες φορούσαν λευκά ρούχα (βλ. λ.χ. Ευρ., Κρήτες απ. 472, 16 Kannicht).
γ) Το κυπαρίσσι λάμπει στο σκοτάδι του Κάτω Κόσμου, προσελκύοντας σαν φάρος τις ψυχές των αμύητων νεκρών στο νερό της λησμονιάς.
δ) Ίσως το λευκό εδώ να έχει την έννοια του «φασματικού», αφού το χρώμα συνδέεται με τα φαντάσματα. Στην Οδύσσεια (ω 11) οι ψυχές των μνηστήρων συναντούν την Λευκάδα πέτρην στο δρόμο τους προς τον Άδη.
ε) Ίσως ο Άδης να συλλαμβάνεται εδώ ως το αντίστροφο του Πάνω Κόσμου, όπου το κυπαρίσσι είναι σκούρο.
στ) Οι ορφικο-πυθαγόρειοι φορούσαν λευκά ενδύματα, όταν παρακολουθούσαν κηδείες, ενώ απαγορευόταν να φτιάχνουν φέρετρα από κυπαρισσόξυλο, γιατί απ’ αυτό το ξύλο ήταν φτιαγμένο το σκήπτρο του Δία (Ιάμβλιχος, Βίος Πυθ. 155, Έρμιππος απ. 23 Wehrli – στους Κρήτες του Ευριπίδη ο ιερός ναός του Δία είναι φτιαγμένος από κυπαρίσσι, απ. 472, 4 κ.εξ. Kannicht).
[vi] Η δίψα του νεκρού είναι παγκόσμιο μοτίβο. Γι’ αυτό γίνονται προς τιμήν των νεκρών υγρές προσφορές ή αποτίθενται αγγεία με νερό στους τάφους. Χωρίς κάποιον φίλο ή συγγενή να τον θυμάται, ο νεκρός υποφέρει από πείνα και δίψα, όπως μας αναφέρει ο Λουκιανός (Περί πένθους 9). Στην Πολιτεία (621ΑΒ) ο Πλάτων περιγράφει το δρόμο που οδηγεί στην πεδιάδα της Λήθης ως άγονο, πνιγηρό και πολύ ζεστό. Ο Τάνταλος υποφέρει από αιώνια δίψα στον Άδη για τα κρίματά του. Η δίψα μπορεί να οδηγήσει την ψυχή να κάνει λάθος και πιει από το νερό της Λησμονιάς. Αυτό είναι βέβαιο ότι το κάνουν οι ψυχές των αμύητων: δροσίζονται, αλλά έτσι ξεχνούν και παγιδεύονται σε μια νέα ενσάρκωση. Το ρήμα στο πρωτότυπο είναι ψύχονται (δροσίζονται). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το «ψύχω» σήμαινε επίσης «φυσώ», αλλά και «δίνω ζωή» (πβ. ψυχή = η πνοή που δίνει ζωή στο σώμα). Ίσως υπάρχει ετυμολογικό παιχνίδι: οι ψυχές που πίνουν από το νερό της Λήθης δεν δροσίζονται μόνο, αλλά κυριολεκτικά παίρνουν ζωή για μια νέα ενσάρκωση, κάτι αρνητικό για την οπτική των Ορφικών.
[vii] Στον Όμηρο οι ψυχές των νεκρών είναι απλοί ίσκιοι που δεν θυμούνται τίποτα. Η ψυχή του μάντη Τειρεσία στη Νέκυια της Οδύσσειας (ραψωδία λ) είναι σε θέση να θυμηθεί και να προφητέψει μόνο όταν πιει από το αίμα των σφαγίων. Ο Οδυσσέας προσπαθεί να κρατήσει τις άλλες διψασμένες ψυχές μακριά. Στους Ορφικούς το αίμα αντικαθίσταται από το νερό της Μνήμης, με αποτέλεσμα να κόβεται έτσι κάθε δεσμός με τον αιματηρό σαρκικό Πάνω Κόσμο.
[viii] Η εικόνα των θεοτήτων-φυλάκων που προστατεύουν ένα ιερό και μυστικό μέρος είναι συχνή και στην αρχαιότητα και στην ιουδαιοχριστιανική παράδοση. Στους Γνωστικούς οι Άρχοντες, κατώτεροι Αιώνες, έχουν αρνητικό ρόλο, αφού προσπαθούν να εμποδίσουν την άνοδο της ψυχής φυλάγοντας τους πλανήτες. Η ψυχή περνά, μόνο αν ξέρει το κατάλληλο συνθηματικό. Παρόμοιες ιδέες βρίσκουμε στα ερμητικά κείμενα, τους νεοπλατωνικούς, το μιθραϊσμό, το ζωροαστρισμό, απόκρυφα ιουδαϊκά και χριστιανικά κείμενα κ.α.
Οι φύλακες εδώ κάνουν μια ερώτηση και περιμένουν ένα αναγνωριστικό συνθηματικό, μια εικόνα που προέρχεται από τη φύλαξη στρατοπέδων ή πυλών. Το σύνθημα που πρέπει να γνωρίζει η ψυχή παραπέμπει επίσης σε μυστικές ή και συνωμοτικές ομάδες, των οποίων τα μέλη αναγνωρίζονται μεταξύ τους με ιδιαίτερες χειρονομίες ή λόγια. Τα ορφικά κείμενα δεν μας λένε αν κάποια τιμωρία περιμένει την ψυχή που δεν γνωρίζει το σύνθημα, αλλά από αντίστοιχες πλατωνικές εικόνες (Πολιτεία 363C, Γοργίας 493Β) μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ψυχή τιμωρούνταν. Σε αμφορέα από την Ιταλία (4ος-3ος αιώνας π.Χ. -Vulci), ο οποίος δυστυχώς έχει πια χαθεί, εικονιζόταν ένα ανθηρό λιβάδι, το οποίο χωριζόταν από τον τόπο των καταδικασμένων με δέντρα γεμάτα πουλιά. Από έναν λόφο πήγαζε μια κρήνη και μπροστά της στέκονταν δύο νέοι στεφανωμένοι με κισσό και κρατώντας θύρσο, διονυσιακά σύμβολα. Ένας τοξότης εικονιζόταν σε ετοιμότητα να ρίξει βέλος. Οι δύο νέοι είναι προφανώς μύστες, ενώ ο τοξότης-φύλακας δεν τους αφήνει να περάσουν, αν δεν πουν το κατάλληλο συνθηματικό. Στην άλλη πλευρά του αγγείου ένας δαίμονας βασανίζει με πυρσό μια γυναίκα, είδος υποχθόνιας τιμωρίας. Η έλλειψη αναφοράς στα ορφικά ελάσματα σε τιμωρίες ίσως να οφείλεται στο ότι θα ήταν άκομψο να υπενθυμίζεται κάτι τέτοιο σε έναν νεκρό μύστη που ελπίζει στη σωτηρία. Εξάλλου το έλασμα με τις οδηγίες που συνοδεύει το νεκρό, αλλά και η μύηση που έχει λάβει στη διάρκεια της ζωής του, ίσως θεωρούνται ικανά όπλα, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να ξεχάσει η ψυχή το συνθηματικό και να τιμωρηθεί.
[ix] Η ψυχή υπενθυμίζει τη θεία καταγωγή της (ήδη από τον Ησίοδο η Γη και ο Ουρανός είναι το αρχέγονο θεϊκό ζεύγος, ενώ θεοί και άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή -πβ. Πίνδ., Νεμ. 6.1-2, Ευρ. απ. 1004 Kannicht), επομένως και τη συγγένειά της με τους φύλακες, τον Άδη και την Περσεφόνη και τους άλλους θεούς. Αυτό δείχνει στους φύλακες ότι και θυμάται την καταγωγή της, αλλά και ότι δικαιούται μερίδιο στην πρωταρχική θεία κατάσταση. Ωστόσο το βάρος φαίνεται να πέφτει στην καταγωγή από τον Ουρανό. Σε άλλα παρόμοια κείμενα το σώμα ανήκει στη γη (τιτανικό στοιχείο στον ορφικό μύθο του Ζαγρέα) και η ψυχή στον ουρανό (διονυσιακό στοιχείο). Ο μύστης πρέπει να απαρνηθεί το γήινο στοιχείο του, ακόμη και το προσωπικό του όνομα, για να εισέλθει στον κόσμο των θεών. Ο έναστρος ουρανός είναι ο τόπος της θεϊκής πατρίδας για τους Πυθαγόρειους, ενώ για τον Πλάτωνα η λυτρωμένη ψυχή επιστρέφει στο άστρο που της αντιστοιχεί (Τίμαιος 42Β). Σε άλλο ορφικό έλασμα ο νεκρός αποκαλεί τον εαυτό του Αστέριο, πιθανότατα ένα μυστικό όνομα για τους μυημένους και όχι το πραγματικό του όνομα. Μια σειρά από παράλληλα χωρία διαφόρων παραδόσεων τονίζουν ότι η ανάμνηση της ουράνιας καταγωγής κάποιου είναι απαραίτητη για τη σωτηρία του: βλ. λ.χ. Οδ. ω 1-2, Εμπεδ. απ. Β 119 D-K, Ιππόλ., Κατά πασών αιρέσεων 5.7.30, Ευαγγέλιο της Μαρίας (P. Berol. 8502, I 16). Ωστόσο δεν είμαστε βέβαιοι αν οι Ορφικοί που έγραψαν τα χρυσά ελάσματα θεωρούσαν ότι η τελική κατάληξη της λυτρωμένης ψυχής είναι στον ουρανό ή σε κάποιο μέρος του Άδη ειδικά φυλαγμένο γι’ αυτήν, κάτι σαν τα Ηλύσια Πεδία ή τις Νήσους των Μακάρων, όπου θα ζει σε μια αιώνια ευτυχία. Η λυτρωμένη ψυχή αναφέρεται απλώς ότι ακολουθεί το δρόμο που πήραν οι άλλοι μύστες ή βάκχοι ή ήρωες, χωρίς να διευκρινίζεται πού οδηγεί αυτός ο δρόμος.
[x] Ο νεκρός υποδεικνύει στους φύλακες έμμεσα ότι είναι μυημένος, αφού η δίψα του οφείλεται στο γεγονός ότι η ψυχή του δεν ήπιε από την πηγή της Λήθης, όπως οι ψυχές των αμύητων: ως μύστης γνώριζε ήδη από τη μύησή του στον Πάνω Κόσμο ότι απαγορεύεται να πιει από αυτήν, το θυμήθηκε μετά θάνατον (με τη βοήθεια και του ελάσματος) και κατάφερε μάλιστα να νικήσει τον πειρασμό, όταν πέρασε από εκεί. Από πολλές απόψεις, λοιπόν, είναι ένας ικανός αγωνιστής που αξίζει να ανταμειφθεί από τις θεότητες του Κάτω Κόσμου. Συνεπώς η δίψα εδώ είναι καίριο μέρος του συνθηματικού αναγνώρισης όσο και η αναφορά στην ουράνια καταγωγή, αλλά και η έκκληση για ξεδίψασμα από την πηγή της Μνήμης (επίσης ένδειξη μυστικής γνώσης που κατέχει ο νεκρός, αφού γνωρίζει και τη σημασία της, αλλά και ότι υπάρχει μια τέτοια πηγή στον Άδη και μάλιστα αμέσως μετά την πηγή της Λήθης).
[xi] Οι φύλακες πρέπει να συμβουλευθούν την Περσεφόνη, αφού σε τελική ανάλυση δεν είναι αυτοί, οι οποίοι θα κρίνουν αν η ψυχή δικαιούται να πιει νερό, αλλά η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου.
[xii] Ο ιερός δρόμος που οδηγεί στην αιώνια ευτυχία. Η εικόνα της ιεράς οδού στον Κάτω Κόσμο μπορεί να είναι εμπνευσμένη από το τελεστικό μονοπάτι τής επίγειας μύησης ή από τις ιερές πομπές των μυστών λ.χ. στα Ελευσίνια Μυστήρια, όπου η πορεία ήταν μακρά και δύσκολη, αλλά ο μύστης δεν ένιωθε κούραση με παρέμβαση των θεών (Ευρ., Βάκ. 194, Αριστοφ., Βάτρ. 402 κ.εξ.). Ο Πλάτωνας επισημαίνει την ομοιότητα ανάμεσα στις τελετουργικές πρακτικές και το ταξίδι της ψυχής (Φαίδρος 108Α). Έχουμε όμως και μυθικά και φιλοσοφικά παράλληλα: στον Πίνδαρο ο δρόμος του Δία οδηγεί τις ευσεβείς ψυχές στα νησιά των Μακάρων υπό τον Ραδάμανθυ (Ολ. 2.68 κ.εξ. -πβ. Παλ. ανθ. 7.545). Ο Παρμενίδης ταξιδεύει στην οδό της σοφίας (Β 1.2-3, 27 D-K), για να βρει την λυτρωτική αλήθεια.
[xiii] Ο μύστης που έφτασε στην τελείωση ταυτίζεται με τον ίδιο το θεό του, τον Διόνυσο-Βάκχο και επομένως δικαίως αποκαλεί τον εαυτό του μ’ αυτό τον τίτλο. Ενώ όμως όσοι συμμετέχουν στις απλές εκστατικές διονυσιακές τελετουργίες των πόλεων μένουν ικανοποιημένοι με μια προσωρινή ταύτιση με το θεό που διαρκεί όσο η εκστατική τελετή, η ένωση του ορφικού με το θείο είναι διαρκής και σ’ αυτή τη ζωή και στη μεταθανάτια κατάσταση.
Η περιπέτεια της ψυχής φαίνεται στο έλασμά μας να τελειώνει εδώ. Το κείμενο όμως από την Έντελλα υπονοεί στο -δυστυχώς- κατεστραμμένο τέλος του ότι σε ένα επόμενο στάδιο η ψυχή εμφανιζόταν μπροστά στην ίδια την Περσεφόνη.
Σταύρος Γκιργκένης
Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας. heterophoton.