Η προτεραιότητα της πολιτικής για τους αρχαίους Έλληνες


Πόλις και πολιτική 
Πόλις είναι μια κοινότητα προσώπων ή πολιτών, μια κοινότητα χώρου ή τόπου,
λατρειών, εθίμων και νόμων, η οποία είναι ικανή να διαχειριστεί τον εαυτό της (μερικώς ή πλήρως). Ο ακριβέστερος ορισμός της πόλης-κράτους θα ήταν «κράτος των πολιτών».
Στην κλασική περίοδο η πόλις είχε κανονικά ένα αστικό κέντρο (άστυ), αλλά αν
χρησιμοποιήσουμε τον όρο πόλις μόνο γι’ αυτό το κέντρο θα ήταν λάθος: το αστικό κέντρο ήταν μέρος μόνο της πόλης, στην έννοια της οποίας πρέπει επίσης να συμπεριληφθεί και η ύπαιθρος.
Αν και μεγάλο μέρος του ελληνικού κόσμου ήταν οργανωμένο όχι σε πόλεις, αλλά σε φυλετικά κράτη , κατά την αρχαϊκή και προπάντων κλασική περίοδο η πόλις ήταν πολιτικά και πολιτιστικά η ηγετική μορφή κράτους.
Ποια είναι όμως η σημασία του όρου «πολιτικός»; Τι μπορεί να θεωρηθεί πολιτική σκέψη; Στην Ελλάδα μέχρι και την ελληνιστική περίοδο η απάντηση είναι περίπου η εξής: ο όρος καλύπτει κάθε πλευρά της πόλης-κράτους ως θεμελιώδους μονάδας μέσα στην οποία οργανώνεται η κοινωνία. Η λέξη πολιτικός στα αρχαία Ελληνικά σημαίνει «αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόλη». 




Όταν ο Πλάτωνας μιλά για την πολιτική (τέχνη), την τέχνη / επιστήμη της πολιτικής, έχει κατά νου ένα είδος γνώσης που περιορίζεται στα όρια της πόλης. Το γεγονός ότι υπάρχουν και άλλες μορφές πολιτικής οργάνωσης αναγνωρίζεται, αλλά οι μορφές αυτές δεν θεωρούνται εφαρμόσιμες ή ισοδύναμες με την πόλη. Αυτός ο τρόπος σκέψης εκφράζεται περιεκτικά στην αριστοτελική σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του πολιτικό ον, δηλαδή πλάσμα προορισμένο να ζήσει σε μια πόλη. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα «πολιτικά πράγματα» μετατρέπονται σε κεντρικό ηθικό ζήτημα σε σχέση με τον άριστο τρόπο ζωής για ανθρώπους στο βαθμό που αυτή η ζωή όχι μόνο πρέπει να διανυθεί μέσα σε μια πόλη, αλλά και να διαμορφωθεί από αυτήν.
Η σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής αναφέρεται στην οργανωμένη (και οικονομική) διαχείριση της κοινωνίας, χωρίς περιορισμό σε κάποια ιδιαίτερη μορφή κοινοτικής οργάνωσης, και τείνει να εκτοπίσει την ηθική διάσταση στη σφαίρα του ιδιωτικού.


Η λαϊκή χρήση του όρου μάλιστα περιορίζει την πολιτική σε μια αμοραλιστική 
διαχείριση της εξουσίας, είτε στην άσκηση βίας σε εθνικό επίπεδο από
αξιωματούχους του κράτους. Εντούτοις η αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των αρχαίων και σύγχρονων εννοιών της πολιτικής είναι προφανώς αρκετά μεγάλη, ώστε έχοντας κατά νου τις διαφορές, να μπορούμε να μετακινούμαστε ανάμεσά τους με κάποια προσπάθεια. [Οι διαφορές μεταξύ της αρχαίας και της σύγχρονης έννοιας της πολιτικής οφείλονται στους εξής παράγοντες: 1) οι αρχαίοι έδρασαν κατά κύριο λόγο στο πλαίσιο της πόλης. 2) Είχαν εντελώς διαφορετική αντίληψη της έννοιας του πολίτη. 3) Έδρασαν σε πολύ μικρότερη πληθυσμιακή κλίμακα και γι’ αυτό η εμπλοκή των πολιτών στην πολιτική ήταν πολύ πιο προσωπική 4) Για πρακτικούς και θεωρητικούς λόγους εμπλούτισαν ή συμπλήρωσαν την πολιτική με την πρακτική ηθική. ]

Μια σύγκριση μεταξύ της Ρώμης και της Ελλάδας θα μας διαφωτίσει σχετικά με την απόλυτη προτεραιότητα που είχε η πολιτική για τους Έλληνες της κλασικής εποχής. Για τους Ρωμαίους η res publica (κυριολ. δημόσια πράγματα) αντιτίθεται καθαρά στη res privata. Στους Έλληνες, όμως, το αντίστοιχο ισοδύναμο της res publica δεν ήταν το δημόσιον (=η σφαίρα του Δήμου, η δημόσια σφαίρα), αλλά απλώς τα πράγματα, δηλαδή κυριολεκτικά τα πράγματα ή οι πράξεις, εξ ου (δημόσιες ή κοινές) δράσεις και υποθέσεις. Το αρχαίο ελληνικό ισοδύναμο της έννοιας «επανάσταση» ήταν νεώτερα πράγματα. Με λίγα λόγια στην Ελλάδα δεν υπήρχε άμεση και ευθεία αντίθεση μεταξύ δημοσίου (=πολιτικού) και ιδιωτικού (=προσωπικού ή οικιακού).

Για τους Έλληνες η έκφραση «το ιδιωτικό είναι και πολιτικό» θα ήταν κοινότυπη για δύο βασικούς λόγους: 1) Δεν διέθεταν κράτος με την έννοια της απρόσωπης γραφειοκρατίας, γι’ αυτό κάθε πολίτης ξεχωριστά όφειλε να θέσει το άτομό του επίσημα και ανεπίσημα στη διάθεση του κοινού καλού. 2) Η κοινωνία και όχι το άτομο ήταν γι’ αυτούς το πρωταρχικό σημείο πολιτικής αναφοράς και ο ατομισμός δεν αποτελούσε σοβαρό εναλλακτικό πόλο έλξης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ελληνική λέξη για το άτομο στη δική μας αντικοινωνική, αντιπολιτική έννοια.[ To σημασιολογικό πέρασμα της αρχαίας ελληνικής λέξης ιδιώτης στην αρνητική έννοια του ανόητου ξεκινά από την προτεραιότητα που έδιναν οι Έλληνες στο δημόσιο χώρο.]


H πολιτική φιλοσοφία του Σόλωνα 

Oι Έλληνες ποιητές απέδιδαν στους θεούς, ειδικά στο Δία, σημαντικό ρόλο ως
δυνάμη εφαρμογής του δικαίου, αλλά οι πολιτικές σκέψεις τους είναι απόλυτα
ενσωματωμένες σε ένα ανθρώπινο πλαίσιο αιτίου και αποτελέσματος: οι κρίσεις
δικαίου προέρχονται από ανθρώπινα λάθη σε δεδομένες κοινότητες και πρέπει να επιλύονται από τις ανθρώπινες κοινότητες. Είναι ευθύνη του ανθρώπου η ευνομία και η ευημερία της κοινότητας. Αυτό σημαίνει ότι από την αρχή η ελληνική πολιτική σκέψη δεν είναι προσανατολισμένη προς μια απόλυτη θεϊκή τάξη και δικαιοσύνη που η διατήρησή της είναι το υπέρτατο καθήκον του θεϊκά
νομιμοποιημένου βασιλιά. Η ελληνική κοινωνία δεν κυριαρχούνταν από μια ιερή
βασιλεία. Υποταγή και υπακοή δεν ήταν οι πρωταρχικές αρετές όπως στις ανατολικές κοινωνίες. Η κριτική και η ανεξαρτησία δεν αποθαρρύνονταν.

O λαός έπαιζε έτσι κι αλλιώς σημαντικό ρόλο στις πόλεις από την αρχή, τόσο στον κοινό στρατό όσο και στη συνέλευση. Έτσι η κοινωνία της πόλης περιείχε ένα ισχυρό εξισωτικό στοιχείο. Η αριστοκρατία, μικρή σε μέγεθος, ήξερε ότι
εξαρτιόταν από τους γεωργούς, ότι έπρεπε να αναγνωρίζει και να σέβεται τα
αισθήματά τους και να είναι ανοιχτή σε κριτική. Οι πόλεις ως μικρές και ανοιχτές κοινωνίες προσέφεραν εύφορο έδαφος στην κριτική και τη σύγκρουση. Οι θεσμοί και τα έθιμα διέφεραν από πόλη σε πόλη: η σύγκριση ήταν εύκολη και μπορεί να ερέθισε τον στοχασμό. Ο αποικισμός προσέφερε ευκαιρίες για πολιτικούς πειραματισμούς που επέδρασαν με τη σειρά τους την Ελλάδα. Κάποιοι παράγοντες που ευνόησαν την πολιτική σκέψη υπήρχαν ήδη στον Όμηρο, αλλά ενισχύθηκαν τους δύο επόμενους αιώνες. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δυσαρέσκεια προς την ηγεσία της αριστοκρατίας και η παρατηρούμενη έλλειψη σύμπτωσης ανάμεσα στο συμφέρον της κοινότητας και των ατόμων. Παρατηρώντας, κρίνοντας και απορρίπτοντας συχνά τις αξίες, τους τύπους και τις συμπεριφορές της αριστοκρατίας, οι πιο πρώιμοι στοχαστές ωθήθηκαν
να αναλύσουν τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινότητας, να συνειδητοποιήσουν τις ανάγκες της και να τονίσουν τις αξίες της.


Η πόλη αναπτύχθηκε ως μια δεμένη ενότητα, όπου το κοινό στοιχείο ενισχύθηκε σε βάρος του οίκου. Οι πολιτικές διαδικασίες τυποποιήθηκαν και εν μέρει
αποπροσωποποιήθηκαν. Αποικισμός, ναυτιλία και εμπόριο προσέφεραν ευκαιρίες για επιτυχία και κέρδος. Η κοινωνική και πολιτική κινητικότητα αυξήθηκε και πίεζε την αριστοκρατία. Δημιουργήθηκαν γι’ αυτό το λόγο κρίσεις. Για να επιλυθούν συχνά απαιτήθηκε η συμφωνία για μια διαδικασία μεσολάβησης και νομοθεσίας από ανθρώπους που στέκονταν πάνω από πολιτικές μερίδες.

Στην εποχή του Σόλωνα δύο κύριες παρατάξεις φαίνεται να αντιμάχονται μεταξύ τους: οι πλούσιοι και δυνατοί και ο δήμος (5, 1-4 W / 37, 1-5 W). Ο Σόλων εκλέχτηκε άρχων το 594 και του δόθηκε απόλυτη εξουσία να λύσει τη διαμάχη. Τελικά και οι δύο πλευρές έμειναν δυσαρεστημένες. Κάποιοι από το δήμο περίμεναν αναδιανομή γης που δεν έγινε (34 / 37, 7-10 W). O Σόλων αντικαθιστά με τον πλούτο το κριτήριο της καταγωγής για συμμετοχή στα αξιώματα (Αριστοτ., Αθ. πολ. 7, 3-4 / Πλούτ., Σόλ. 18, 1-2). Η δημιουργία της βουλής των 400 (Αθ. πολ. 8, 4 / Σόλ. 19, 1-2) πρέπει να ισορρόπησε τη δύναμη του παραδοσιακά αριστοκρατικού Αρείου Πάγου. Όλα στην πολιτική του Σόλωνα δείχνουν ότι αναγνώριζε την ανάγκη να δοθεί στο δήμο μερίδιο στην εξουσία και την ευθύνη χωρίς να απογυμνωθεί η πόλη από την αριστοκρατική ηγεσία ( 5-6W).



Ο Σόλων υποδεικνύει την ευθύνη των ανθρώπων για τα ανθρώπινα πράγματα. Οι θεοί δεν θέλουν να καταστρέψουν την πόλη. Οι πολίτες είναι αυτοί που μπορούν και ιδιαίτερα οι άδικοι, οι άπληστοι και η ύβρις της αριστοκρατίας, που ο Σόλων
κατακρίνει περισσότερο από τους προηγούμενους ποιητές. Η πόλη ως συνέπεια της αδικίας υποφέρει από σκλαβιά, έριδες και τυραννία (απ. 4 W). Η Δίκη παραφυλά για να φέρει τη σίγουρη τιμωρία της αδικίας.
Η αδικία χτυπά όλη την πόλη. Παρόμοιες συμφορές γνώρισαν πολλές πόλεις και οφείλονται κυρίως σε σπουδαίους άντρες που κάνουν εξίσου σπουδαία λάθη (9 W). Κάθε πολίτης και κάθε οίκος επηρεάζεται από την καταστροφή της κοινότητας.
Γι’ αυτό κάθε πολίτης πρέπει να ενδιαφέρεται για τα δημόσια πράγματα. Η αριστοκρατία παρά τη δύναμη και τα πλούτη της κινδυνεύει εξίσου από το κοινωνικό κακό.
Η δυσνομία είναι πηγή κακών για την πόλη, ενώ η ευνομία φέρνει μόνο καλά, αρκεί να αναλάβουν όλοι την ευθύνη τους για το κοινό καλό (4 W). Αντίθετα από τους προηγούμενους ποιητές, ο Σόλων έχει τη δύναμη να λάβει μέτρα, για να πραγματώσει τις ιδέες του. Καυχιέται για την κατάργηση της δουλείας από χρέη και για την απελευθέρωση της γης (36, 1-15 W). Έτσι η ατομική ελευθερία αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα για κάθε Αθηναίο πολίτη.
 Το δικαίωμα αυτό και οι υποχρεώσεις καθορίζονται από γραπτούς νόμους του Σόλωνα που ισχύουν και για ευγενείς και για απλούς πολίτες (36, 18-20 W). Με τον Σόλωνα η πόλη κατασκευάζει τα δικά της εργαλεία για την εξουδετέρωση μιας κρίσης και κατακτά μια χωρίς προηγούμενο δύναμη επιβολής στους πολίτες της.

 ΠΗΓΕΣ

Α- Σταύρος Γκιργκένης μετάφραση από την [Απλοποιημένη μορφή μέρους του C. Rowe, “Introduction”, στο The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought, Cambridge 2000] - στο heterophoton

Β- Σταύρος Γκιργκένης Διδάκτορας κλασικής φιλολογίας. -στο heterophoton


2


Τα βασικά γνωρίσματα του δημοκρατικού καθεστώτος


Η διαφορά που είδαμε ότι παρουσιάζει το δημοκρατικό καθεστώς σε σχέση με το αριστοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς καθώς και πολλές άλλες εκφράζονται όχι τόσο με νέους θεσμούς, όσο με ορισμένες αλλαγές στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητες των θεσμών που υπάρχουν και στα δύο αυτά καθεστώτα και ιδιαίτερα στο αριστοκρατικό. Καθεστώς από το οποίο προήλθαν, από άποψη μορφής, το δημοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς.

Έτσι διατηρείται, στο δημοκρατικό καθεστώς, η Εκκλησία του δήμου, αλλά τα δικαιώματά της είναι τώρα πολύ περισσότερα και, το σπουδαιότερο, ουσιαστικά, πραγματικά κι όχι τυπικά. Χάρη σ’ αυτό το γεγονός γίνεται το ανώτατο κέντρο εξουσίας. Αυτή αποφασίζει για τα ζητήματα του κράτους μαζί και για τα πιο σπουδαία (για τα ζητήματα λ.χ. του πολέμου και της ειρήνης). Απ’ αυτήν εξαρτώνται και ελέγχονται όλα τα άλλα κέντρα εξουσίας.

Μέλη ισότιμα της Εκκλησίας του δήμου είναι όλοι οι πολίτες (εκτός από τις γυναίκες) από 18 χρονών και πάνω ανεξάρτητα από κοινωνική καταγωγή και οικονομική κατάσταση. Η πλειοψηφία της, η μόνιμη και συντριπτική πλειοψηφία της αποτελείται έτσι από εκείνους που δεν ανήκουν στους λίγους, τους αριστοκράτες και τους πλούσιους μη αριστοκρατικής προέλευσης, αλλά στο λαό. Γεγονός που εξηγεί και την ονομασία της.

Οι αρμοδιότητες που έχει η Εκκλησία του δήμου και ο τρόπος που παίρνει τις αποφάσεις της (τις παίρνουν τα ίδια τα μέλη της με βάση την αρχή της πλειοψηφίας και όχι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί τους) συνεπάγονται όπως είναι φανερό το πέρασμα της πολιτικής εξουσίας (του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου μέρους της) και την άσκησή της από το λαό, ή μ’ άλλα λόγια, το πέρασμα από το καθεστώς έμμεσης δημοκρατίας σε καθεστώς άμεσης δημοκρατίας.

Το βασικό αυτό γνώρισμα, η θεμελιακή αυτή διαφορά του δημοκρατικού καθεστώτος από το αριστοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς, από τα καθεστώτα έμμεσης δημοκρατίας (της ελληνικής αρχαιότητας) τονίζεται με έμφαση από τον αρχαίο φιλόσοφο και πολιτειολόγο που χρησιμοποιήσαμε ήδη σαν πηγή πληροφοριών για το θέμα μας.

»Όπως είπαμε, είναι δυνατό να μετέχουν όλοι σε όλα και να μη μετέχουν όλοι αλλά μερικοί μόνο σε μερικά. Αυτό ακριβώς κάνει να διαφέρουν μεταξύ τους τα πολιτεύματα. Γιατί στις δημοκρατίες μετέχουν όλοι σε όλα, ενώ στα ολιγαρχικά καθεστώτα συμβαίνει το αντίθετο»
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1328β  32 – 37).

Το σπουδαιότερο κέντρο εξουσίας μετά την Εκκλησία του δήμου είναι η Βουλή. Αποτελείται από 500 μέλη, τους βουλευτές, που εκλέγονται με κλήρο για ένα χρόνο, και αντιπροσωπεύει εξίσου τις 10 «φυλές» (50 από καθεμιά) στις οποίες είναι χωρισμένοι οι πολίτες της Αθήνας ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Οι βουλευτές κάθε φυλής έχουν την κύρια ευθύνη για τις εργασίες της Βουλής για το ένα δέκατο του έτους και ονομάζονται στο διάστημα αυτό πρυτάνεις (και η φυλή τους πρυτανεύουσα). Πρόεδρος της Βουλής είναι ο λεγόμενος επιστάτης των πρυτάνεων. Εκλέγεται με κλήρο και μόνο για ένα μερόνυχτο. Στο αξίωμα αυτό μπορεί κανείς να εκλεγεί μόνο μια φορά το χρόνο. Ο επιστάτης των πρυτάνεων είναι ένα είδος προέδρου της δημοκρατίας.

Η Βουλή είναι βοηθητικό όργανο της Εκκλησίας του δήμου. Προετοιμάζει την ημερήσια διάταξη των συνεδριάσεων της Εκκλησίας του δήμου και υποβάλλει για συζήτηση και έγκριση τις προτάσεις της, τα »προβουλεύματά» της. Επίσης καθοδηγεί και ελέγχει όλους τους άρχοντες στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Η Βουλή είναι καινούριος θεσμός για τη δημοκρατία της Αθήνας και δημιουργήθηκε σαν αντίβαρο στη βουλή του αριστοκρατικού καθεστώτος, τον Άρειο Πάγο, από τον οποίο αφαιρέθηκε όλη σχεδόν η εξουσία (η δικαιοδοσία του Άρειου Πάγου περιορίστηκε στην εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων ανθρωποκτονίας) και μεταβιβάστηκε είτε στη νέα Βουλή είτε στην Εκκλησία του δήμου.

Όλοι οι βουλευτές λογοδοτούν στο λαό, στην Εκκλησία του δήμου και είναι ανακλητοί. Δικαίωμα εκλογής στο αξίωμα του βουλευτή έχουν όλοι οι πολίτες. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να αναδειχτεί κανείς στο αξίωμα αυτό πάνω από δύο φορές.

Στην αρχή η κλήρωση των βουλευτών γινόταν από κατάλογο υποψηφίων, »προκρίτων» (προκριμένων, προεκλεγμένων) που πρότεινε η κάθε φυλή. Αργότερα καταργήθηκε αυτό το σύστημα να κληρώνονται οι βουλευτές με βάση τον κατάλογο ονομάτων όλων των πολιτών κάθε φυλής.

Μετά την εκλογή τους και προτού αναλάβουν τα καθήκοντά τους οι βουλευτές περνούν από έλεγχο, τη λεγόμενη δοκιμασία. Στον έλεγχο αυτόν που γίνεται από την απερχόμενη βουλή, εξετάζεται ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος του βουλευτή, αν συμβιβάζονται με το αξίωμά του. Σε περίπτωση που το πόρισμα της δοκιμασίας είναι αρνητικό για τον βουλευτή ακυρώνεται η εκλογή του. Η απόφαση αυτή δεν είναι ωστόσο τελεσίδικη. Ο ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα να κάνει έφεση στο δικαστήριο το οποίο παίρνει την τελική και αμετάκλητη απόφαση για το ζήτημα.

Οι εννιά άρχοντες του αριστοκρατικού καθεστώτος (ο επώνυμος άρχων, ο άρχων βασιλεύς, ο πολέμαρχος και οι έξι θεσμοθέτες) διατηρούνται, αλλά η εξουσία τους περιορίζεται σε βαθμό που δεν παίζουν ουσιαστικό ρόλο στη διοίκηση του κράτους. Εκλέγονται επίσης με κλήρο και τα αξιώματά τους είναι προσιτά σε όλους τους πολίτες. Η θητεία τους διαρκεί ένα χρόνο.

Η κλήρωση θεωρείται ο πιο δημοκρατικός τρόπος εκλογής και γι’ αυτό χρησιμοποιείται για τη διανομή των περισσότερων δημόσιων αξιωμάτων, μαζί και των δικαστικών και των (ανώτερων κυρίως) αστυνομικών.

Ο τρόπος εκλογής που ισχύει στα νεότερα δημοκρατικά καθεστώτα, η ψηφοφορία (ανοιχτή και μυστική) θεωρείται αντιδημοκρατικός θεσμός, που στηρίζεται και οδηγεί στην ανισότητα δικαιωμάτων των πολιτών και ταιριάζει μόνο σε αριστοκρατικά και ολιγαρχικά καθεστώτα. Για τον λόγο αυτόν εφαρμόζεται σε πολύ περιορισμένο βαθμό και συγκεκριμένα για δημόσια αξιώματα που απαιτούν ειδικά (μη πολιτικού χαρακτήρα) προσόντα και ικανότητες. Τέτοια θεωρούνται τα στρατιωτικά αξιώματα (κυρίως οι ανώτερες θέσεις στο στρατό) και τα αξιώματα ορισμένων ειδικών που χρειάζεται το κράτος (αρχιτέκτονες, ναυπηγοί για την κατασκευή πολεμικών πλοίων, οικονομολόγοι κλπ.) και που ο αριθμός τους είναι πάντα πολύ μικρός.

Η εκλογή για όλα αυτά τα αξιώματα γίνεται είτε από το λαό, την Εκκλησία του δήμου, είτε από τη Βουλή. Οι σπουδαιότεροι από τους αιρετούς άρχοντες είναι δέκα στρατηγοί. Εκλέγονται από την Εκκλησία του δήμου με ανοιχτή ψηφοφορία, «χειροτονία» (σήκωμα του χεριού) για ένα χρόνο. Είναι οι αρχηγοί του στρατού σε περίοδο πολέμου και ειρήνης και λογοδοτούν για το έργο τους στην Εκκλησία του δήμου και στη Βουλή (στη δεύτερη σε κάθε πρυτανεία της, δηλαδή κάθε 35 μέρες περίπου).

Όπως και στα κληρωτά αξιώματα, δικαίωμα υποψηφιότητας για τα αιρετά αξιώματα έχουν όλοι οι πολίτες. Επίσης ισχύει κι εδώ η αρχή να μην εκλέγεται κανείς περισσότερο από μια φορά στο ίδιο αξίωμα. Από τον κανόνα αυτόν εξαιρούνται ωστόσο οι δέκα στρατηγοί. Όλοι τους μετά το τέλος της θητείας έχουν το δικαίωμα να επανεκλεγούν και μάλιστα πολλές φορές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Περικλή ο οποίος χρημάτισε στρατηγός πάνω από 15 χρόνια συνέχεια (επανεκλεγόμενος εννοείται κάθε χρόνο).

Μαζί με την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία ο λαός έχει και τη δικαστική εξουσία. Κάθε χρόνο εκλέγονται με κλήρο απ’ όλους τους πολίτες (απ’ όσους έχουν συμπληρώσει τα 30 χρόνια) 6.000 δικαστές που αποτελούν την Ηλιαία και γι’ αυτό λέγονται ηλιαστές. Η Ηλιαία είναι από την ίδια τη σύνθεσή της λαϊκό δικαστήριο και στην αρμοδιότητά της υπάγονται όλες οι υποθέσεις δημοσίου δικαίου κι ένα μεγάλο μέρος των υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου. Για την καλύτερη λειτουργία της είναι χωρισμένη σε 10 τμήματα με 500 μέλη το καθένα. Οι υπόλοιποι χίλιοι ηλιαστές είναι αναπληρωματικοί.

Η Ηλιαία αποτελεί ουσιαστικά μια δεύτερη συνέλευση του λαού και έχει τον τελευταίο λόγο για όλες σχεδόν τις υποθέσεις ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων, από τις πιο σοβαρές ως τις πιο ασήμαντες.

Ο αριθμός των δικαστών που προβλέπεται για κάθε δίκη ποικίλλει ανάλογα με την κρινόμενη υπόθεση και η σύνθεση του δικαστηρίου καθορίζεται με κλήρο νωρίς το πρωί τη μέρα που αρχίζει η δίκη.

Πραγματική κυριαρχία του λαού, της μόνιμης πλειοψηφίας των ελεύθερων πολιτών και διοίκηση του κράτους από το λαό και για το λαό, αυτά είναι, μπορούμε να πούμε, τα πιο χαρακτηριστικά και τα πιο ουσιαστικά γνωρίσματα του δημοκρατικού καθεστώτος. Γνωρίσματα που το ξεχωρίζουν απ’ όλα τ’ άλλα καθεστώτα. Τόσο από το αριστοκρατικό και το ολιγαρχικό καθεστώς, καθεστώτα μη αυταρχικού τύπου αλλά κυριαρχίας μιας μειοψηφίας και διοίκησης του κράτους από την ίδια και για τα συμφέροντά της, όσο, πολύ περισσότερο, κι από το τυραννικό καθεστώς και το καθεστώς της κληρονομικής βασιλείας. Καθεστώτα αυταρχικού τύπου και κυριαρχίας της πιο μικρής μειοψηφίας (ενός και μόνο ατόμου και της οικογένειάς του, για τους αρχαίους) και διοίκησης του κράτους από την ίδια και για τα δικά της συμφέροντα.

Όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Αριστοτέλης, για τους ιδεολόγους, τους θεωρητικούς της δημοκρατίας (δεν σημειώνει δυστυχώς κανένα όνομα) τα γνωρίσματά της που είδαμε, καθώς και πολλά άλλα, δεν είναι παρά άμεση ή έμμεση απόρροια και έκφραση του γεγονότος ότι είναι το μόνο καθεστώς που στηρίζεται στην πραγματική ελευθερία, την ελευθερία για όλους τους πολίτες. Ο αρχαίος φιλόσοφος μας δίνει με την ευκαιρία τη θεωρητική θεμελίωση της άποψης αυτής. Παραθέτουμε την πολύτιμη αυτή μαρτυρία. Πολύτιμη όχι μόνο γιατί μας προσφέρει έναν εξαντλητικό σχεδόν κατάλογο των διακριτικών γνωρισμάτων του αρχαιοελληνικού δημοκρατικού καθεστώτος, αλλά και γιατί περιέχει τον πληρέστερο, και άγνωστο από άλλες πηγές, ορισμό της ελευθερίας από τη δημοκρατική σκοπιά.

¨Το θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ελευθερία, γιατί, όπως λένε συνήθως, μόνο σ’ αυτό το πολίτευμα οι άνθρωποι έχουν ελευθερία και σ’ αυτήν αποβλέπει κάθε δημοκρατία. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελευθερίας είναι το να κυβερνιέται κανείς με τη σειρά του και να κυβερνάει με τη σειρά του. Γιατί και το δημοκρατικό δίκαιο στηρίζεται στην αριθμητική ισότητα κι όχι στην αξιακή ισότητα… Αυτό λοιπόν είναι ένα βασικό γνώρισμα της ελευθερίας που όλοι οι δημοκρατικοί το θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ένα άλλο βασικό γνώρισμα της ελευθερίας είναι το να ζει κανείς όπως θέλει, γιατί αυτό, λένε, είναι συνακόλουθο της ελευθερίας, αφού το να ζει κανείς όπως δεν θέλει είναι συνακόλουθο της δουλείας. Αυτό λοιπόν αποτελεί τη δεύτερη απαραίτητη προϋπόθεση της δημοκρατίας. Από εδώ προήλθε η αρχή να μην κυβερνίεται ο πολίτης από κανέναν απολύτως κι όταν αυτό δεν είναι δυνατό, να κυβερνιέται (και να κυβερνάει) με τη σειρά του. Η αρχή αυτή συμβάλλει έτσι στην ελευθερία τη θεμελιωμένη ισότητα.

Μια και το δημοκρατικό καθεστώς στηρίζεται σε τέτοιου είδους βάσεις και σε τέτοια αρχή, είναι δημοκρατικοί οι ακόλουθοι θεσμοί:
το να εκλέγονται όλοι σ’ όλα τα αιρετά αξιώματα και απ’ όλους. Το να κυβερνάνε όλοι τον καθένα κι ο καθένας όλους με τη σειρά του. Το να είναι κληρωτά ή όλα τα δημόσια αξιώματα ή όσα δεν χρειάζονται πείρα και ειδικές γνώσεις. Το να μην απαιτείται κανένα εισόδημα ή να απαιτείται όσο το δυνατό μικρότερο εισόδημα για να εκλεγεί κανείς σε δημόσιο αξίωμα. Το να μην αναδείχνεται κανείς δύο φορές συνέχεια στο ίδιο αξίωμα ή αυτό να γίνεται λίγες φορές και για λίγα αξιώματα, εκτός από τα στρατιωτικά. Το να γίνονται δικαστές όλοι και απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα και να έχουν αρμοδιότητα για όλες τις υποθέσεις ή για τις περισσότερες και τις μεγαλύτερες και τις σπουδαιότερες όπως είναι οι υποθέσεις που σχετίζονται με τις ευθύνες των αρχόντων, το πολίτευμα και τις ιδιωτικές συμβάσεις. Το να είναι η Εκκλησία του δήμου κυρίαρχη για όλα τα ζητήματα και κανένα άλλο σώμα να μην είναι κυρίαρχο για κανένα ζήτημα ή να είναι για ελάχιστα ή η Βουλή να είναι κυρίαρχη για τα σπουδαιότερα.

Η Βουλή είναι η πιο δημοκρατική αρχή όπου δεν υπάρχει οικονομική δυνατότητα να παίρνουν μισθό όλοι οι πολίτες (για τη συμμετοχή τους στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του δήμου). Πραγματικά, όπου υπάρχει τέτοια δυνατότητα αφαιρούν από τη Βουλή κι αυτή την εξουσία. Γιατί, όπως είπαμε και προηγούμενα, όταν ο λαός παίρνει μισθό για την άσκηση των δικαιωμάτων του, αναλαμβάνει ο ίδιος να κρίνει όλες τις υποθέσεις. Δημοκρατικός θεσμός είναι έπειτα το να μισθοδοτούνται όλοι οι πολίτες χωρίς καμιά εξαίρεση για τη συμμετοχή τους στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του δήμου, οι δικαστές και οι κάτοχοι των άλλων αξιωμάτων. Αν δεν φτάνουν τα χρήματα, το να μισθοδοτούνται οι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων, οι δικαστές, οι βουλευτές και όσοι συμμετέχουν στις βασικές συνελεύσεις της Εκκλησίας του δήμου ή οι δημόσιοι λειτουργοί που είναι υποχρεωμένοι να τρώνε μαζί.

Επίσης, επειδή χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ολιγαρχικού καθεστώτος είναι η ευγενική καταγωγή, ο πλούτος και η μόρφωση, τα αντίθετα απ’ αυτά θεωρούνται γνωρίσματα της δημοκρατίας, δηλαδή η ταπεινή καταγωγή, η φτώχεια και η έλλειψη μόρφωσης («βαναυσία’). Σχετικά με τα δημόσια αξιώματα, γνώρισμα της δημοκρατίας είναι ακόμα το να μην είναι κανένα ισόβιο και αν έχει μείνει κανένα τέτοιο από το παλιότερο πολίτευμα που αντικαταστάθηκε από τη δημοκρατία, να περιορίζεται η εξουσία του κι από αιρετό να γίνεται κληρωτό.

Αυτά λοιπόν είναι τα κοινά γνωρίσματα των δημοκρατιών¨.
(Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1317β20 – 1318α4).

Οι θεσμοί που είδαμε ότι ισχύουν στο δημοκρατικό καθεστώς σχετικά με τη διανομή της εξουσίας, συνεπάγονται (αυτός είναι εξάλλου κι ο σκοπός τους) τη συγκέντρωση όσο το δυνατό λιγότερης εξουσίας και για όσο το δυνατό μικρότερο χρονικό διάστημα σε χέρια ατόμων, σε οποιονδήποτε κάτοχο πολιτικού ή άλλου δημόσιου αξιώματος. Οι θεσμοί αυτοί και ιδιαίτερα ο θεσμός της κληρωτότητας και αιρετότητας των δημόσιων αξιωμάτων και θέσεων έχουν επίσης άμεσες επιπτώσεις στον κρατικό μηχανισμό. Οι αρμοδιότητές του είναι εξαιρετικά περιορισμένες και το προσωπικό του είναι ολιγάριθμο (όσο είναι το απόλυτα απαραίτητο) και ανανεώνεται ή πιο σωστά αλλάζει κάθε χρόνο. Η μόνη εξαίρεση αφορά τη ¨μόνιμη¨μερίδα του, τους ελάχιστους δημόσιους υπάλληλους που δεν είναι εκλεγμένοι, αλλά διορισμένοι. Πρόκειται συνήθως για μορφωμένους δούλους που αποτελούν ιδιοκτησία του κράτους και χρησιμοποιούνται για καθαρά γραφική εργασία και δεν έχουν εννοείται καμιά εξουσία.

Έτσι, το αρχαιοελληνικό δημοκρατικό καθεστώς είναι καθεστώς άμεσης δημοκρατίας και στον τομέα του κρατικού μηχανισμού, καθεστώς χωρίς γραφειοκρατία.

Ακόμα πιο αξιοπρόσεχτο είναι ένα άλλο γεγονός, ένα άλλο γνώρισμα του καθεστώτος αυτού. Χάρη στο θεσμό της οικονομικής αποζημίωσης (‘μισθοφορία’) των πολιτών για την απασχόλησή τους με την πολιτική (έξω από τις ώρες της δουλειάς) εξασφαλίζει σ’ όλους ίσες σχεδόν δυνατότητες για την άσκηση των δικαιωμάτων τους. Τα στοιχεία που υπάρχουν σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα είναι ενδεικτικότατα.

Στην Αθηναϊκή δημοκρατία από τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. οι βουλευτές, οι δικαστές και όλοι οι άλλοι άρχοντες, κληρωτοί και αιρετοί, παίρνουν «μισθό» για το χρονικό διάστημα που απασχολούνται με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ο μισθός είναι ίσος με το μεροκάματο του κτίστη ή του μαραγκού. Ανάλογο μισθό (λίγο μικρότερο) παίρνει (τον 4ο κυρίως αιώνα) κάθε πολίτης για τη συμμετοχή του στις συνελεύσεις της Εκκλησίας του δήμου (δηλαδή για 40 – 50 ημέρες το χρόνο).

Ο θεσμός της μισθοφορίας ευνοεί, όπως είναι αυτονόητο, ιδιαίτερα τους φτωχούς πολίτες. Και πραγματικά η μερίδα αυτή δείχνει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και προθυμία για την άσκηση των δικαιωμάτων της. Αντίθετα αποτελεί αντικίνητρο στον ένα ή στον άλλο βαθμό για την συμμετοχή των πλούσιων και ειδικότερα των εύπορων πολιτών στην πολιτική ζωή και την ανάληψη δημόσιων αξιωμάτων. Σαν αποτέλεσμα του θεσμού της μισθοφορίας και της αριθμητικής υπεροχής της, η πρώτη μερίδα, οι φτωχοί πολίτες, παίζουν μεγαλύτερο ρόλο από τη δεύτερη στη διοίκηση του κράτους. Σύμφωνα μάλιστα μ’ έναν από τους ορισμούς που δίνει ο Αριστοτέλης στο δημοκρατικό καθεστώς, η μερίδα αυτή έχει την κυριαρχία στο δημοκρατικό καθεστώς, ενώ στο ολιγαρχικό καθεστώς κυριαρχεί η αντίθετη μερίδα, οι πλούσιοι, παρ’ όλο που είναι μαζί και με τους συμμάχους τους, τους αριστοκράτες, η μειοψηφία των πολιτών.

«Αλλά είναι δημοκρατία το καθεστώς, όταν οι ελεύθεροι και φτωχοί πλειοψηφούν και είναι κυρίαρχοι της εξουσίας. Αντίθετα είναι ολιγαρχία, όταν κυριαρχούν οι πλούσιοι και οι πιο ευγενικής προέλευσης πολίτες, αν και μειοψηφούν».
(Πολιτικά 1290β19 – 22)

Ο Αριστοτέλης έχει εδώ υπόψη ένα είδος δημοκρατίας που υπάρχει κυρίως στην εποχή του και που δεν είναι το πιο χαρακτηριστικό. Εξάλλου κι ο ίδιος δεν το συγκαταλέγει ούτε καν στα βασικά, κατά τη γνώμη του, είδη δημοκρατικού καθεστώτος. Είδη που το σπουδαιότερό τους, το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα, είναι εκείνο ακριβώς όπου δεν κυριαρχούν οι φτωχοί, οι άποροι ή οι πλούσιοι, οι εύποροι, αλλά ο λαός, με την έννοια ότι σαν πλειοψηφία που είναι έχει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας.

«Το πρώτο είδος δημοκρατίας είναι η δημοκρατία όπου υπάρχει η πιο μεγάλη ισότητα. Γιατί ο θεμελιακός νόμος της τέτοιας δημοκρατίας καθορίζει ότι ισότητα είναι το να μην υπερέχουν οι άποροι ή οι εύποροι ούτε να κυριαρχεί οποιαδήποτε από τις δύο αυτές μερίδες, αλλά να είναι ίσες μεταξύ τους. Και πραγματικά, αν, όπως νομίζουν μερικοί, η ελευθερία και η ισότητα υπάρχουν στο μεγαλύτερο βαθμό στη δημοκρατία, αυτό θα πετυχαινόταν στο μεγαλύτερο βαθμό, αν όλοι έχουν ακριβώς τα ίδια δικαιώματα συμμετοχής στη διοίκηση του κράτους. Επειδή όμως ο λαός είναι η πλειοψηφία κι επικρατεί η γνώμη της πλειοψηφίας, αναγκαστικά είναι δημοκρατία το τέτοιου είδους καθεστώς. Ένα είδος δημοκρατίας είναι αυτό. Άλλο είδος είναι εκείνο όπου τα αξιώματα δίνονται ανάλογα με το εισόδημα κι επειδή το εισόδημα αυτό προβλέπεται να είναι μικρό, όποιος το αποχτάει πρέπει να έχει το δικαίωμα να συμμετέχει στη διακυβέρνηση του κράτους κι όποιος το χάνει δεν πρέπει να έχει αυτό το δικαίωμα. Άλλο είδος δημοκρατίας είναι εκείνο όπου παίρνουν μέρος στη διοίκηση του κράτους όλοι οι μη υπόλογοι πολίτες, αλλά κυριαρχεί ο νόμος. Τέταρτο είδος είναι όταν δικαιούνταν να αναλαβαίνουν δημόσια αξιώματα όλοι, όσοι είναι γραμμένοι στον κατάλογο των πολιτών, αλλά κυριαρχεί ο νόμος. Ένα άλλο είδος είναι εκείνο όπου υπάρχουν τα γνωρίσματα των προηγούμενων ειδών, αλλά κυριαρχεί ο λαός («το πλήθος») κι όχι ο νόμος. Αυτό γίνεται, όταν δεν κυριαρχεί ο νόμος αλλά οι αποφάσεις («ψηφίσματα») που παίρνει κάθε φορά η πλειοψηφία»
(Πολιτικά 1291β).

Η κυριαρχία του λαού ή της φτωχής μερίδας του στο δημοκρατικό καθεστώς αφορά τον πολιτικό βασικά τομέα. Δεν επεκτείνεται και στον οικονομικό τομέα. Στον τομέα αυτόν κυριαρχούν οι πλούσιοι και το μόνο που κατορθώνει ο λαός χάρη στην πολιτική κυριαρχία του είναι το να παίρνονται υπόψη και να ικανοποιούνται στον ένα ή στον άλλο βαθμό τα συμφέροντά του από το κράτος στην οικονομική πολιτική.

Από την άποψη λοιπόν αυτή το δημοκρατικό καθεστώς δεν είναι δημοκρατικό, ή όπως τονίζει χαρακτηριστικά ένας από τους οπαδούς του και θεωρητικούς του, ο Συρακούσιος Αθηναγόρας, είναι «ολιγαρχικό» στον οικονομικό τομέα.

«Θα πουν μερικοί ότι η δημοκρατία δεν είναι ούτε λογική ούτε δίκαιη και ότι οι πλούσιοι είναι οι αξιότεροι για να ασκούν την εξουσία. Αλλά εγώ λέω, πρώτα, ότι ο όρος δημοκρατία περιλαβαίνει όλο το λαό, ενώ ο όρος ολιγαρχία περιλαβαίνει ένα μέρος μόνο. Δεύτερο, ότι οι πλούσιοι είναι, βέβαια, οι καλύτεροι για να διαχειρίζονται το χρήμα, αλλά οι συνετοί είναι οι καλύτεροι για να δίνουν συμβουλές και το πλήθος είναι καλύτερο για να κρίνει αφού διαφωτισθεί. Τα τρία αυτά στοιχεία έχουν, το καθένα χωριστά και όλα μαζί, ισοτιμία στο δημοκρατικό πολίτευμα. Η ολιγαρχία, ενώ κατανέμει τους κινδύνους σ’ όλο το λαό, για τα ωφελήματα όχι μόνο παίρνει περισσότερα, αλλά τα κρατάει για τον εαυτό της αφαιρώντας τα όλα από τον λαό».
(Θουκυδίδης, Ε 39 (μετάφραση Α. Βλάχου)).

Η κυριαρχία των πλούσιων στον οικονομικό τομέα θεωρείται γενικά ένα είδος αναγκαίου κακού που μπορεί να μετριαστεί μόνο στο δημοκρατικό καθεστώς, στο καθεστώς κυριαρχίας του λαού στον πολιτικό τομές. Υπάρχουν ωστόσο και υποστηρικτές της αντίθετης άποψης. Πρόκειται για ορισμένους δημοκράτες στοχαστές που μπορούν να θεωρηθούν οι παλιότεροι πρόδρομοι και θιασώτες του εξισωτικού σοσιαλισμού, της αναγκαιότητας και δυνατότητας να πραγματοποιηθεί η απόλυτη οικονομική εξίσωση των ανθρώπων (στην κυριολεξία μόνο εκείνων που έχουν την ιδιότητα του πολίτη).

ΠΗΓΗ   : ΙΣΤΟΡΙΑ - ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΘΕΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ.
















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ