Το θέατρο φωτ Π ΜΟΥΡΛΑΣ |
Στην καρδιά της Πελοποννήσου, σε απόσταση 25 χλμ. περίπου
βόρεια από την Τρίπολη, πρωτεύουσα του Νομού Αρκαδίας και έδρα της Περιφέρειας
Πελοποννήσου, εντοπίζεται ο αρχαιολογικός χώρος του Ορχομενού. Ο σημερινός επισκέπτης
αντικρίζει τον κωνικό
λόφο της
αρχαίας πόλης στο βάθος του κάμπου που απλώνεται βόρεια – βορειοανατολικά από
το πετρόκτιστο ιστορικό Λεβίδι, την έδρα του
ομώνυμου Δήμου.Χάρτης περιοχής Ορχομενού (Πηγή: TopoNavigator) |
Άποψη του λόφου του Ορχομενού. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Ο λόφος αυτός
φιλοξενεί στα πόδια του το χωριουδάκι του Ορχομενού, γνωστό
στους ντόπιους και με το παλαιότερο όνομα Καλπάκι. Από εκεί ο επισκέπτης
ακολουθεί έναν ανηφορικό χωματόδρομο
και, ύστερα από
1.5 χλμ. εισέρχεται στον αρχαιολογικό χώρο. Το πρώτο μνημείο που συναντά
σήμερα κανείς είναι το Θέατρο της αρχαίας αρκαδικής πόλης. Η θέα από το μνημείο
αυτό στον κάμπο του Ορχομενού κόβει την ανάσα και αποζημιώνει τον
επισκέπτη από την πεζοπορία.
Το αρχαίο θέατρο του Ορχομενού (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ: ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ
Ο αρκαδικός Ορχομενός αποτελεί ένα χαρακτηριστικό
παράδειγμα αρχαίας πόλης που συνδυάζει τα αμυντικά πλεονεκτήματα μίας
ακρόπολης με τις δυνατότητες για επικοινωνία και ανάπτυξη της
γεωργίας που προσφέρουν οι
πεδινές εκτάσεις με τα ποτάμια. Ο ίδιος ο κωνικός λόφος, επί του οποίου
αναπτύχθηκε η αρχαία αυτή πόλη, διαχωρίζει τον κάμπο σε δύο πεδία: το νότιο,
γνωστό ως πρώτο ορχομένιο πεδίο, το οποίο περιλαμβάνει τον κάμπο του Λεβιδίου
και του Παλαιοπύργου, και το βόρειο, το δεύτερο δηλαδή, που καταλαμβάνει τους
κάμπους της Κανδήλας και της Χωτούσας.
Πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορική διαδρομή και τα
δημόσια μνημεία της αρχαίας αυτής πόλης προσφέρει ο περιηγητής Παυσανίας (8.13).
Οι παλαιότερες μέχρι στιγμής ενδείξεις για κατοίκηση στην πεδιάδα του Ορχομενού
ανάγονται στη μυκηναϊκή περίοδο. Κατά τους ιστορικούς χρόνους ο Ορχομενός αποτέλεσε μία από τις τρεις
κραταιές πόλεις – κράτη της ανατολικής Αρκαδίας. Οι άλλες δύο ήταν η Τεγέα και
η Μαντίνεια. Με την τελευταία ο Ορχομενός βρισκόταν σε διαρκή
αντιπαράθεση. Ο Όμηρος
υπογραμμίζει ότι η περιοχή του Ορχομενού ήταν πλούσια σε
κοπάδια προβάτων, κάτι που ισχύει έως σήμερα. Φαίνεται ότι η κύρια περίοδος
ακμής της πόλης ήταν η αρχαϊκή
Το σημερινό
χωριό του Ορχομενού στις υπώρειες του λόφου. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ)
(7ος και 6ος αι. π.Χ.). Την εποχή αυτή ο Ορχομενός ήλεγχε
μεγάλο τμήμα της ανατολικής Αρκαδίας. Την ακμή του την περίοδο αυτή
επιβεβαιώνουν και τα κινητά ευρήματα από τις λιγοστές ανασκαφές που έχουν
διενεργηθεί μέχρι σήμερα
στην περιοχή. Κατά
τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, η άνω πόλη
εγκαταλείφθηκε και οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στις υπώρειες του λόφου, όπου και
το σημερινό χωριό. Ο οικισμός των αρχαϊκών χρόνων πρέπει να καταλάμβανε τις
νότιες υπώρειες του σημερινού λόφου, εάν λάβουμε υπόψη μας τα θεμέλια του
δωρικού ναού του 530 π.Χ. που σώζονται
σήμερα σε κατάχωση κάτω από το δρόμο που
περνά μπροστά από το νεκροταφείο του χωριού.
Κατά τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους, η ακρόπολη στην κορυφή
του λόφου συγκέντρωνε τις πολιτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες της αρχαίας
πόλης. Η ακρόπολη αυτή ενισχυόταν με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος
ανάγεται στον ύστερο 4ο αι. π.Χ.
Από τα μνημεία της Αγοράς στην Άνω Πόλη έχουν μερικώς ανασκαφεί και είναι
σήμερα ορατά: 1. μία
μακρά στοά που αποτελεί το προς Βορράν όριο της Αγοράς, 2. ένα επίμηκες κτίριο
που έχει ταυτιστεί με το Βουλευτήριο της
πόλης, 3. ίχνη κτιρίου που έκλεινε την Αγορά από Ανατολάς και τέλος 4. το ιερό της Αρτέμιδος Μεσοπολίτιδος
με το ναό και το βωμό.
Το πιο γνωστό, όμως,
μνημείο της Αγοράς του Ορχομενού είναι το Θέατρο, το οποίο καταλαμβάνει τμήμα της
ανατολικής πλαγιάς του λόφου.
Θεμέλια του αρχαϊκού δωρικού ναού στο σημερινό χωρίο του Ορχομενού. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Άποψη Βόρειας Στοάς. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Το ‘Βουλευτήριο’. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Χάρη στη λεπτομερή περιγραφή του Παυσανία, τον αρχαιολογικό
χώρο του Ορχομενού επισκέφθηκαν και περιέγραψαν περιηγητές του 19ου αιώνα, όπως
ο Dodwell και ο Leake. Λεπτομερή αναφορά στον οχυρωματικό περίβολο της αρχαίας πόλης πραγματοποιεί στις αρχές του
20ου αιώνα ο Hiller von Gaertringen. Οι πρώτες και σχεδόν
αποκλειστικά μοναδικές ανασκαφές στην Άνω και Κάτω Πόλη διεξήχθησαν το 1913 από
τους G. Blum και A. Plassart, οι οποίοι τον επόμενο χρόνο δημοσίευσαν τα
αποτελέσματα της έρευνάς τους στο άρθρο με τίτλο: “Orchomène d’ Arcadie. Fouilles de
1913. Topographie, architecture, sculpture, menus objects”, BCH 1914, σελ. 71-88, πίν. Άποψη από τα δυτικά του βωμού της Άρτεμης Μεσοπολίτιδας (Πηγή: BCH 38, Fig. 7) |
Μικρής έκτασης συμπληρωματική έρευνα, κατά την οποία
αποκαλύφθηκε εκ νέου το ως τότε καλυμμένο από επιχώσεις κατώτερο τμήμα του
κοίλου του θεάτρου, πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1973-1976 από την πρώην
εποπτεύουσα Υπηρεσία του Νομού Αρκαδίας Ε’
Εφορεία Προϊστορικών και
Κλασικών Αρχαιοτήτων υπό τη
διεύθυνση του τέως
Προϊσταμένου κου. Γ.
Σταϊνχάουερ. Τη δεκαετία
του 1980 οι εργασίες διαμόρφωσης του θεάτρου
ολοκληρώθηκαν με καθαρισμούς στο άνω τμήμα του κοίλου και την περίφραξη του
μνημείου αυτή τη φορά υπό τη διεύθυνση του τέως Προϊσταμένου κου. Θ.
Σπυρόπουλου.
ΝΔ άποψη του Θεάτρου. (Πηγή: http://arcadia.ceid.upatras.gr/arkadia/photos/arhcsites/orhomth.jpg ) |
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Α. ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Μεταξύ των τεσσάρων σωζόμενων αρχαίων θεάτρων της Αρκαδίας
αυτό του Ορχομενού έχει την
καλύτερη θέα. Διαμορφωμένο
στην πλαγιά του
λόφου της ακρόπολης της
αρχαίας πόλης προσφέρει
μία πανοραμική άποψη
της εύφορης πεδιάδας του Ορχομενού και
της Κανδήλας που απλώνονται βόρεια και νότια
του μνημείου. Πρόκειται για το πρώτο μνημείο που συναντά ο επισκέπτης
καθώς εισέρχεται στην άνω πόλη του Ορχομενού, σε υψόμετρο περί τα 800μ.
Για το κοίλο του μνημείου χρησιμοποιήθηκε ο φυσικός λόφος.
Ισχυροί αναλημματικοί τοίχοι από λευκό ασβεστόλιθο, κατασκευασμένοι κατά το
ακανόνιστο πολυγωνικό σύστημα τοιχοποιίας, ορίζουν το βόρειο και το
νότιο πέρας του τμήματος του Θεάτρου που προοριζόταν για τους θεατές. Πάντως, η
ακριβής περιφέρεια του κοίλου δεν έχει προς το παρόν εντοπιστεί. Με βάση τα
μέχρι στιγμής δεδομένα το Θέατρο του Ορχομενού υπολογίζεται ότι διέθετε πάνω
από 40 σειρές εδωλίων και ότι η χωρητικότητά του υπερέβαινε τους 4.000 θεατές.
Ίχνη διαζώματος δεν έχουν εντοπιστεί αλλά το πιθανότερο είναι ότι υπήρχε
τουλάχιστον ένα. Με κλίμακες που ξεκινούν από το ύψος της ορχήστρας, το κοίλο
διαιρείται σε πέντε κερκίδες.
Σήμερα διατηρούνται μόνο δέκα σειρές εδωλίων από το κατώτερο
κεντρικό τμήμα του κοίλου και τρεις κλίμακες. Η προεδρία είναι κατασκευασμένη
από λευκό μάρμαρο και αποτελείται από επιβλητικά καθίσματα που διαθέτουν ενιαίο
ερεισίνωτο και ερεισίχειρα στα άκρα. Στην πλάτη δύο καθισμάτων της προεδρίας
διατηρείται τμήμα της ακόλουθης επιγραφής: [ο δείνα] Επιγένεος αγωνοθετήσας
Διονύσωι. Η μορφή των χαρακτήρων την τοποθετούν χρονολογικά στον 4ο-3ο
αι. π.Χ. Από
την επιγραφή μαθαίνουμε ότι τα έδρανα της προεδρίας κατασκευάστηκαν με
έξοδα κάποιου (το όνομά του θα ήταν χαραγμένο σε ένα από τα μη σωζόμενα
έδρανα), γιου του Επιγένους, ο οποίος είχε διατελέσει αγωνοθέτης, δηλαδή
υπεύθυνος αξιωματούχος για την διοργάνωση και διεξαγωγή δραματικών αγώνωνπρος
τιμήν του θεού Διόνυσου.
Ένα από τα καθίσματα της προεδρίας. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Λεπτομέρεια από την επιγραφή: [ο δείνα] Επιγένεος αγωνοθετήσας Διονύσωι . (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Από επιτόπιες παρατηρήσεις προκύπτει ότι τα εδώλια της δεύτερης σειράς είναι πιο επιμελημένα από αυτά των υπολοίπων σειρών. Τα εδώλια αυτά είναι σύνθετης διατομής, αποτελούνται δηλαδή από το καθαυτό κάθισμα πάνω στο οποίο κάθεται ο θεατής και από την πλάκα του διαδρόμου που λειτουργεί ως υποπόδιο. Στην άνω επιφάνεια του κυρίως καθίσματος δεν υπάρχει η φαρδιά εγκοπή που συναντάται συνήθως κατά μήκος της οπίσθιας παρυφής του.
Η δεύτερη σειρά καθισμάτων σύνθετης διατομής. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Λεπτομέρεια από τα καθίσματα της δεύτερης και τρίτης σειράς. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Χαρακτηριστική επίσης είναι η πρόσθια όψη των καθισμάτων. Μία ταινία περιτρέχει την άνω οριζόντια πλευρά όλων των εδωλίων καθώς και τις εξωτερικές κάθετες πλευρές των δύο γωνιακών καθισμάτων της κάθε κερκίδας. H επιφάνεια του λίθου παραμένει αδρά λαξευμένη και παρουσιάζει ελαφρά κοιλότητα. Εξάλλου ο διάδρομος που σχηματίζεται μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σειράς των εδωλίων εδράζεται σε βάση αποτελούμενη από μικρούς λίθους διαφορετικού μεγέθους και είδους. Τα υπόλοιπα εδώλια του κοίλου είναι απλούστερης κατασκευής.
Άποψη της δεύτερης από Ν κερκίδας. Εδώ το κάθισμα της προεδρίας δε σώζεται πλέον. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Τις έδρες αποτελούν ασβεστολιθικές πλάκες, των οποίων οι άκρες εδράζονται σε αντίστοιχες μικρότερου μεγέθους. Ο τύπος αυτός θεωρείται απομίμηση ξύλινου πρότυπου ενώ κατά πάσα πιθανότητα στη χρήση του οδήγησαν λόγοι οικονομίας υλικού και χρημάτωνΟ κύκλος της ορχήστρας έχει διάμετρο 20,60μ. Δεν έχουν βρεθεί ίχνη πλακόστρωσης γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ήταν στρωμένη με χώμα. Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της ορχήστρας του θεάτρου είναι η ύπαρξη δύο μαρμάρινων θρόνων πάνω σε συμφυή ορθογώνια πλίνθο, οι οποίοι προορίζονταν πιθανόν για τους ανώτερους θρησκευτικούς λειτουργούς. Φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση στην πρόσθια και στις πλάγιες όψεις, απομίμηση διακοσμητικών στοιχείων από επίπλωση.
|
Κατά τους ανασκαφείς το αρχικό ύψος του ερεισίνωτου των θρόνων ανερχόταν στο 1μ. περίπου. Παρατηρείται επίσης η ύπαρξη οπών στην πρόσθια όψη του ερεισίνωτου, που ίσως να έχουν σχέση με την περαιτέρω διακόσμησή τους. Πιθανότατα υπήρχαν συνολικά πέντε θρόνοι προεδρίας, όπως συνηθίζεται στα θέατρα αυτής της περιόδου (Ωρωπός, Πριήνη). Σήμερα σώζεται η πλίνθος ενός τρίτου θρόνου. Μεταξύ των θρόνων υπάρχει μεγάλος στρογγυλός βωμός πάνω σε λίθινη τετράγωνη πλίνθο. Φέρει την επιγραφή : Ομονοίας .
Ο ένας από τους δύο μαρμάρινους θρόνους. Εμφανείς είναι οι οπές στην πλάτη. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Πλάγια όψη του ίδιου θρόνου. Χαρακτηριστική η ανάγλυφη διακόσμηση, απομίμηση στοιχείων από έπιπλα. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
Πιο κοντά στο κέντρο της ορχήστρας σώζεται τμήμα αράβδωτου κίονα χωρίς βάση. Δεν είναι γνωστή η λειτουργία του αλλά ούτε και αν αυτή είναι η αρχική του θέση.Το συγκρότημα προσκηνίου-σκηνής είναι λίθινο. Το προσκήνιο, που καταλαμβάνει και τμήμα της ορχήστρας, αποτελεί μία στοά μήκους 13.35 μ. και πλάτους 3μ. περίπου, της οποίας είναι ορατός μόνο ο στυλοβάτης αποτελούμενος από ασβεστολιθικές πλάκες. Κατά τους Γάλλους ανασκαφείς, έντεκα μαρμάρινες βάσεις κιόνων ήταν αρχικά τοποθετημένες επί του στυλοβάτη σε απόσταση 1.17μ. η μία από την άλλη. Ήταν τετράγωνου σχήματος, με μήκος πλευράς 0.32μ. και έφεραν ξύλινους κίονες, που με τη σειρά τους κατά πάσα πιθανότητα στήριζαν ένα ξύλινο λογείο.
|
Από αυτές τις βάσεις σήμερα σώζεται μόνο μία, μετακινημένη μέσα στην ορχήστρα.Η σκηνή κατά τις ανασκαφές αποκαλύφθηκε στο ύψος της θεμελίωσης. Είναι ομοίως κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο και αποτελείται από δύο παράλληλους μεταξύ τους ορθογώνιους χώρους, μήκους 13.25μ. και πλάτους 3.10 και 4.20μ. αντίστοιχα. Λόγω της απότομης κλίσης της πλαγιάς φαίνεται ότι τμήμα του συγκροτήματος της
σκηνής λειτουργούσε και ως ανάλημμαΤο θέατρο λόγω της μεγάλης φυσικής κλίσης του εδάφους διαθέτει σύστημα αποστράγγισης των όμβριων υδάτων.
Άποψη της ορχήστρας από την προεδρία. |
Στο νότιο τμήμα του κοίλου σώζεται ο λίθινος κτιστός αγωγός απορροής όμβριων υδάτων σε συνολικό μήκος 22.7μ. και με πλάτος 1μ., που ακολουθεί την κλίση του εδάφους με κατεύθυνση από Δ. προς Α. Ξεκινά από ανώτερο σημείο του κοίλου και καταλήγει κοντά στο συγκρότημα σκηνής-προσκηνίου του θεάτρου. Είναι εξολοκλήρου χτιστός από κατεργασμένες ασβεστολιθικές λιθόπλινθους.Το σύστημα περιελάμβανε επίσης μικρότερους αγωγούς απορροής των υδάτων που είναι επίσης λίθινης κατασκευής. Ένας από αυτούς, πλάτους
Άποψη λίθινου αγωγού αποστράγγισης υδάτων. (Πηγή: ΛΘ’ ΕΠΚΑ) |
0.20μ. περίπου, ακολουθεί πορεία παράλληλη προς το ανατολικό ανάλημμα του κοίλου σε μήκος 7μ. περίπου. Ο οχετός της ορχήστρας δεν έχει προς το παρόν αποκαλυφθεί αλλά ένα μικρό τμήμα του είναι ορατό στο νοτιοανατολικό άκρο του κοίλουΑπό αρχαιολογικά στοιχεία προκύπτει ότι το θέατρο ανήκει σε ενιαία κατασκευαστική φάση, η ολοκλήρωση της οποίας χρονολογείται τον 3ο αι. π.Χ.
Το Αρκαδικό τοπίο του Ορχομενού (φωτ.Π.Μουρλας)
|
Ο ΑΡΚΑΔΙΚΟΣ ΟΡΧΟΜΕΝΟΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Ο Αρκαδικός Ορχομενός, ως οργανωμένη πόλη, μπαίνει ουσιαστικά
στην ιστορία από την χρονική περίοδο του Τρωικού πολέμου (1193-1184 π.Χ.) όπου
μαζί µε πολλές Αρκαδικές πόλεις συμμετέχει στην πανελλήνια εκστρατεία κατά της
Τροίας.
Στην μεγαλύτερη ακμή του βρίσκεται κατά την διαιώνια πορεία
του μεταξύ του 7ου και του 4ου π.Χ. αιώνα. Αρχίζει ουσιαστικά από την
εποχή που την εξουσία της Αρκαδίας αναλαμβάνει ο γιος του Αιγινίτη
Πολυµήστορας, κατά την βασιλεία του οποίου οι Σπαρτιάτες µε το βασιλιά τους
Χάριλλο, παρερμηνεύοντας το δελφικό χρησμό, «Αρκαδίην µ’ αιτείς; μέγα µ’
αιτείς. ου τοι δώσω. κ.λπ.», επιχειρούν την κατάληψη της ευφορότατης
Τεγέας (776 π.Χ.), αλλά παθαίνουν δεινότατη ήττα από τους αγχιμαχητές Τεγεάτες
οι οποίοι, συνεπικουρούμενοι κατά την κρισιμότατη ώρα της μάχης από τις
γυναίκες τους µε αρχηγό την Μάρπισσα, την αποκαλούμενη Χοίρα, κατενίκησαν τους
εισβολείς και αιχμαλώτισαν τον Χάριλλο και τους στρατιώτες του.
Πρόκειται για την πρώτη νικητήρια αναμέτρηση των Αρκάδων µε
τους Σπαρτιάτες όπου για την νίκη τους αυτή εθεσπίστησαν έκτοτε στην Τεγέα
γιορταστικές εκδηλώσεις προς τιμή του Γυναικοθοίνα Άρη και αναμνηστικοί αγώνες,
τα περίφημα «Αλώτια».
Εξαιτίας της επαπειλούμενης νέας εισβολής των Σπαρτιατών στη
χώρα της Αρκαδίας και προκειμένου ο Πολυμήστορας να προστατεύσει την πρωτεύουσα
του κράτους του από την επεκτατική πολιτική της Σπάρτης μετέφερε την έδρα του
βασιλείου του από την γειτονική προς την Σπάρτη και ευάλωτη πλέον Τραπεζούντα
της Παρρασίας, αρχαίας πόλης στις ανατολικές υπώρειες του Λυκαίου όρους, στον
Ορχομενό που συνεδύαζε εξαιρετική φυσική οχύρωση, απείχε πολύ μακριά από τα
σύνορα της Σπάρτης, βρισκόταν στο κέντρο της Αρκαδίας και διέθετε μακρά και
ισχυρά τείχη και αξιόμαχο πολεμικό δυναμικό.
Η φύση είχε πράγματι φιλοτεχνήσει στην περιοχή αυτή δύο
ευρύχωρα οροπέδια, περιβαλλόμενα ολόγυρα από τους ορεινούς και δυσπρόσιτους
όγκους του Μαινάλου, του Τραχέος όρους, της Κυλλήνης και του Ολίγυρτου, τα α΄
και β΄ ορχομένια πεδία που αποτελούσαν τότε τον σιτοβολώνα και τα μεγάλα
στανοτόπια της περιοχής.
Η φυσική αυτή μορφολογία του χώρου, που αποτελούσε μία εξόχως
σημαντική στρατηγική θέση στο κέντρο της Αρκαδίας και παρείχε σημαντικές
δυνατότητες ανάπτυξης της πρωτογενούς παραγωγής, ως και το αξιόμαχο των πολιτών
του υπήρξαν οι βασικοί συντελεστικοί παράγοντες που οδήγησαν τον Πολυμήστορα
στην επιλογή του Ορχομενού ως της νέας πρωτεύουσας του κράτους του.Η επιλογή
αυτή σίγουρα εστηρίχθη στα στρατηγικά και περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα που
συνεδύαζε η ευρύτερη περιοχή του Ορχομενού από κάθε άποψη.
Πρόκειται ασφαλώς για μια απόφαση που την επέβαλαν οι
προϋποθέσεις της στρατηγικής ασφάλειας και της πολιτικής προοπτικής και που
αποσκοπούσε στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών για την αποτελεσματικότερη
οργάνωση και εδραίωση του κράτους του πάνω σε νέες βάσεις που καθορίζονταν από
τις ανάγκες και τις απαιτήσεις εκείνης της εποχής. Για μια πρωτοβουλία που
διεσφάλιζε την δυνατότητα της καλύτερης κοινωνικής οργάνωσης και τους
ευνοϊκότερους όρους της οικονομικής και πολιτικής ζωής και που άνοιγε νέους
δρόμους πολιτισμικής δράσης απέναντι στα προβλήματα που η νέα τώρα πρωτεύουσα
έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει.
Ο βασιλιάς Πολυμήστορας, οραματιστής και φορέας νέων ιδεών
για την εποχή του και με διαρκή ενατένιση προς ένα καλύτερο μέλλον για το λαό
του, χάραξε μια ενιαία πορεία με προοδευτικές τάσεις και διαδραμάτισε έναν
ουσιαστικό ρόλο που οδήγησε τις κοινωνικές δυνάμεις των Αρκάδων σε επίπεδα
θετικής, πολιτιστικής και δημιουργικής δράσης.
Ανανεωτικός στις ιδέες του και ριζοσπαστικός στις αρχές του
έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση του λαού του κινούμενος από τη φιλοδοξία
βελτίωσης των όρων ζωής των Αρκάδων και κραταίωσης της ισχύος τους.
Με την επιλογή του αυτή ο Ορχομενός γίνεται η τέταρτη, κατά
σειρά, πρωτεύουσα της Αρκαδίας μετά την πρώτη στη Λυκόσουρα απ’ τον ιδρυτή της
Λυκάονα, τη δεύτερη στην Τεγέα από τον Άλεο, γιο του Αφείδαντα και την τρίτη
στην Τραπεζούντα, κοντά στη Μεγαλόπολη από τον Ιππόθου, γιο του Κερκυόνα που
διαδέχθηκε στην εξουσία τον Αγαπήνορα, όταν αυτός επικεφαλής των Αρκάδων
πολεμιστών συμμετείχε στην Πανελλήνια εκστρατεία κατά της Τροίας. Από τότε και
ύστερα για μια 150ετία περίπου (776-628 π.Χ.) ο Ορχομενός ήταν η πρωτεύουσα της
Αρκαδίας και έδρα των μετέπειτα βασιλέων της και διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο
στη γενικότερη κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ζωή της ευρύτερης αρκαδικής
επικράτειας. Περί αυτού µας βεβαιώνει ο Θουκυδίδης (Ε΄ 61) ότι: «ο Αρκαδικός
Ορχομενός κατέστη έδρα των Αρκάδων βασιλέων µε ισχυρή ακρόπολη και δυναμική
επιβολή».
Πρώτιστο μέλημα του βασιλιά Πολυμήστορα ήταν η τελειότερη
τεχνική οχύρωση της νέας πρωτεύουσας που πραγματοποιήθηκε µε την βελτίωση των
µακρών και ισχυρών τειχών της και µε την ασφαλέστερη περιτείχιση της ακρόπολής
της που αποτελούσε το τελευταίο προπύργιο σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής.
Αλλά και η γενικότερη εσωτερική οργάνωσή της, η σχετιζόμενη
µε την κοινωνική της συγκρότηση, τον διοικητικό μηχανισμό και την προσπάθεια
μετάπλασης του πολίτη σε αξιόμαχο πολεμιστή, αποτέλεσε τον πυρήνα του
ενδιαφέροντός του και το αντικείμενο πρώτης του προτεραιότητας και επιλογής.
Με την καθιέρωση ενός σωστού διοικητικού συστήματος
διακυβέρνησης διετήρησε την αρραγή ενότητα του αρκαδικού λαού, καλλιέργησε στον
ύψιστο βαθμό το πνεύμα της φιλοπατρίας, της ελευθερίας και της προσήλωσης των
πολιτών στους νόμους και στο δίκαιο. Προήγαγε την ηθική και τις κοινωνικές
αξίες. Ανήγαγε τη φιλοξενία σε εκδήλωση ενδόμυχης επιθυμίας και μετέτρεψε την
υποκριτική θεατρική τέχνη σε ακτινοβόλα πηγή πολιτιστικής και πνευματικής
δημιουργίας.
Έδωσε πρωτεύοντα ρόλο στον παράγοντα άνθρωπο, στη συλλογική
έκφραση, στην οργανωμένη σκέψη και στο ιδεολογικό περιεχόμενο.
Για την ανάδειξη της νέας πρωτεύουσας σε πολιτιστικό και
κοινωνικό κέντρο της Αρκαδίας ανεγείρονται μεγαλοπρεπή ιδρύματα όπως: ναοί,
θέατρο, αγορά και βουλή που κοσμούν την πόλη, σηματοδοτούν το βαθμό της
πολιτιστικής στάθμης και εκφράζουν το επίπεδο ωριμότητας και την αντανάκλαση
του πνεύματος και του χαρακτήρα του λαού της. Και στο χώρο του α΄ ορχομένιου
πεδίου εκτελούνται αποστραγγιστικά και εγγειοβελτιωτικά έργα σε μεγάλη κλίμακα,
διευρύνεται η μεγάλη χαράδρα για την αποστράγγιση της πεδιάδας η οποία
μεταβάλλεται σε μεγάλο σιτοβολώνα της περιοχής. Τα έργα αυτά συμβάλλουν στη
βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του λαού και διαμορφώνουν συνθήκες που
διευκολύνουν στη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης και της πολιτιστικής
προόδου. Η έως τότε αγροτοποιμενική απασχόληση των Ορχομενίων συμπληρώνεται µε
την βιοτεχνική παραγωγή που δίνει διέξοδο στα πιεστικά οικονομικά τους
προβλήματα.
Βέβαια καμιά αυτούσια ιστορική πηγή δεν υπάρχει που να µας
πληροφορεί για τις παραπάνω δραστηριότητες του βασιλιά Πολυμήστορα, αλλά τα
ιστορικά δεδομένα της εξέλιξης του Ορχομενού σ’ ένα ισχυρότατο πολιτιστικό
κέντρο µε πολλαπλή συμβολή στα κοινωνικά δρώμενα της Αρκαδίας ως και τα διάφορα
κατάλοιπα των αρχαιολογικών μνημείων και τα ποικίλα ανασκαφικά ευρήματα, όλα
απτά δείγματα μιας πολιτιστικής ακμής κατά την περίοδο της αρχαιότητας, µας
επιτρέπουν κάποιες ερμηνευτικές προσεγγίσεις που ενισχύουν την ορθότητα αυτής
της εκδοχής η οποία οπωσδήποτε δεν βρίσκεται έξω από τα πλαίσια μιας τέτοιας
λογικής εκτίμησης.
Οι παραπάνω δραστηριότητες οδηγούν ασφαλώς στη δημιουργία
νέων κλάδων εργασίας και σε ποικίλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις που επηρεάζουν
σε μεγάλο βαθμό τη διαμόρφωση των κοινωνικών δομών της πόλης. Η ζωή τώρα
περνάει µε γρήγορους ρυθμούς το πρωτογενές στάδιο απασχόλησης και αποκτάει την
έκφραση της συστηματικής ανάπτυξης και το σχήμα μιας θετικά και πολιτιστικά
οργανωμένης κοινωνίας.
Ο Αρκαδικός Ορχομενός γνωρίζει µια ραγδαία πληθυσμιακή έκρηξη
και από µια μικρή κωμόπολη γρήγορα εξελίσσεται σε µια σημαντική μεγαλούπολη και
παρουσιάζει όλα τα γνωρίσματα και τον χαρακτήρα ενός πολιτικοκοινωνικού αστικού
κέντρου µε την έννοια και την σημασία εκείνης της εποχής και αποβαίνει µια από
τις ισχυρότερες πόλεις της αρχαίας Αρκαδίας. Μάλιστα δε η κυριαρχική χωρική
επικράτειά της επεκτείνεται σ’ όλους τους γύρω οικισμούς και σε αρκετές πόλεις
της δυτικής περιοχής και καθίσταται εφάμιλλη µ’ εκείνες της Τεγέας και της
Μαντινείας. Καθ’ όλη την διάρκεια της 150χρονης περιόδου του ως πρωτεύουσα της
όλης Αρκαδίας διεδραμάτισε έναν καθοριστικό ρόλο στα ιστορικά και πολιτιστικά
δρώμενα της ευρύτερης περιοχής. Πρόσφερε βασιλείς που ηγήθηκαν των Αρκάδων κατά
την περίοδο των Μεσσηνιακών πολέμων.
Κατήργησε τη βασιλεία ως εξεζητημένο πλέον πολιτειακό
διοικητικό σύστημα το 628 π.Χ. και ακολουθώντας την πορεία της νομοτελειακής
κοινωνικής εξέλιξης οδήγησε στο καθεστώς της ολιγαρχίας που αποτέλεσε το
απαραίτητο κοινωνικό υπόβαθρο για το πέρασμα στον διοικητικό θεσμό της
δημοκρατίας.
Αρχαιογνώμων
ΠΗΓΕΣ
1- εργασία που εκπόνησε ειδική επιστημονική ομάδα της ΛΘ΄Εφορείας
2- Η εργασία αυτή αποτελεί και το κυρίως υλικό, στο οποίο στηρίχθηκε το
«ΔΙΑΖΩΜΑ»
3- Αναδημοσίευση από την εφημερίδα <<ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ>> στο -arkadiapress.gr-04 Μαρτίου 2013
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξενόγλωσση
Blum, G. & Plassart, A. 1914. Orchomène d'Arcadie. Fouilles de 1913. Topographie, architecture, sculpture, menus objets. BCH 38: 71-88, pl. III, IV, V.
Dilke O.A.W. 1948. The Greek Theatre Cavea. BSA 43: 125-92; 273.
Winter, F.E. 1987. Arkadian Notes I: Identification of the Agora Buildings at
Orchomenos and Mantinea. EMC/Classical Views 31, n.s.: 235-246.
Ελληνική
Βόγγας Κ. 2004. Ο Αρχαίος Αρκαδικός Ορχομενός. Οδοιπορικό στα μονοπάτια της ιστορίας. Αθήνα: Γκοβόστης, 354-364.
Μπούρας Χ. 1999. Μαθήματα Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής, τ. Α. Αθήνα: Εκδόσεις Συμμετρία.
Παπαχατζής, Ν. 2002. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αχαϊκά και Αρκαδικά,
Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 223-227.
Σπυρόπουλος, Θ.Γ. και Σπυρόπουλος Γ.Θ. 2000. Αρχαία Αρκαδία, Τρίπολη:
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Αρκαδίας,18-19, 30-31, 48.
Σταϊνχάουερ Γ. 1973-74. Αρκαδία. Ανασκαφαί. Αρχαιολογικόν Δελτίον 29 Β2: 301, πιν.193.