ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗΣ


ἱστορικὸς καὶ πολιτικός, ἐγένετο τῶι ἔτει 1217, ἐτελεύτησε τῶι ἔτει 1270 ἐν Κωνσταντινούπολι.


1. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης γεννήθηκε το 1217 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που συνδεόταν συγγενικά με τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας. Συνδέθηκε μέσω επιγαμίας με τονΜιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο1 και απέκτησε δύο γιους, τον Κωνσταντίνο Ακροπολίτη, κρατικό αξιωματούχο και λόγιο, και τον Μελχισεδέκ, μοναχό, άνδρα εγνωσμένης μόρφωσης.

1.2. Σπουδές
Ο Ακροπολίτης παρακολούθησε τα βασικά στάδια της εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη (ιερά γράμματα και εγκύκλιο παιδεία). Το 1233, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο πατέρας του τον έστειλε στη Νίκαια, για να μορφωθεί και να ενταχθεί στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ανέλαβε υπό την προστασία του τον νεαρό Ακροπολίτη και ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τις ανώτερες σπουδές του. Το 1234, με μια ομάδα νεαρών αριστοκρατών,

τον έστειλε στη σχολή του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου, όπου διδάχθηκε ρητορική. Μετά το θάνατο του Εξαπτέρυγου, περί το 1235, ο Ακροπολίτης συνέχισε τις σπουδές του με τον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Από τον Βλεμμύδη διδάχθηκε φυσικές επιστήμες, στις οποίες επέδειξε ιδιαίτερη έφεση.2Παρόλο που ολοκλήρωσε αυτό τον κύκλο σπουδών περί το 1239, συνέχισε ανεξάρτητα τις φιλοσοφικές του σπουδές, μελετώντας Πλάτωνα, Πρόκλο, Ιάμβλιχο και Πλωτίνο.


Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Β ΛΑΣΚΑΡΗΣ

2. Διδακτική σταδιοδρομία

Μετά το πέρας των σπουδών του με τον Βλεμμύδη, ο Γεώργιος Ακροπολίτης εντάχθηκε ως αξιωματούχος στην αυτοκρατορική αυλή. Το 1246 ανέλαβε τη διδασκαλία του διαδόχου Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, με τον οποίο συνδεόταν ήδη φιλικά. Το πρόγραμμα σπουδών ήταν μακροχρόνιο, κράτησε σχεδόν πέντε χρόνια, διακοπτόμενο κατά διαστήματα λόγω των υποχρεώσεων του Ακροπολίτη ως αξιωματούχου, και το παρακολουθούσαν και άλλοι μαθητές εκτός από τον Θεόδωρο, πιθανόν οι γραμματείς του ή ένας μικρός κύκλος νέων λογίων που είχε σχηματισθεί στη Νίκαια. Ο Θεόδωρος διέθετε ήδη μια αξιόλογη βιβλιοθήκη που την έθεσε στη διάθεση του τμήματος. Αλλά και ο ίδιος ο Ακροπολίτης είχε την ευκαιρία να δει διάφορα χειρόγραφα στις ανακατακτημένες περιοχές, ώστε να διευρύνει τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και γνώσεις του και να προσπαθήσει να τις μεταδώσει στους μαθητές του. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδινε στη διδασκαλία της ρητορικής και των μαθηματικών. Όπως φαίνεται από το εγκώμιο που του αφιέρωσε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις το 1252, ο Ακροπολίτης προκαλούσε τον ενθουσιασμό των μαθητών του για τη διδακτική του μέθοδο, τη μεγάλη κατάρτισή του, τη ρητορική του δεινότητα και την αναμφισβήτητη υπεροχή του έναντι των συγχρόνων του.3

Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261) ο Γεώργιος Ακροπολίτης εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Η φήμη του ως δασκάλου ήταν ήδη μεγάλη. Έτσι, όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος αποφάσισε την επαναλειτουργία αυτοκρατορικής σχολής ανώτερης εκπαίδευσης, ο Ακροπολίτης ανέλαβε επικεφαλής. Στη σχολή αυτή δίδασκε ρητορική χρησιμοποιώντας τα Προγυμνάσματα του Αφθόνιου και τηνΤέχνην ρητορικήν, ην μετά χείρας έχουσι άπαντες του Ερμογένους, αριθμητική με βάση τα έργα του Νικόμαχου του Γερασηνού και γεωμετρία με βάση τα έργα του Ευκλείδη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ακροπολίτης θεωρούσε απαραίτητη τη γνώση της αριθμητικής και της γεωμετρίας για να περάσουν οι μαθητές του στο ανώτερο στάδιο, τη σπουδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Φαίνεται ότι ο Ακροπολίτης ήταν πολύ επιτυχημένος δάσκαλος4 και συνιστά έναν από τους θεμελιωτές της πρώιμης παλαιολόγειας αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών.5 Μεταξύ των μαθητών του στο ίδρυμα αυτό συγκαταλέγονται ο Γεώργιος Κύπριος6 (μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Β΄) και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος. Στον πνευματικό του κύκλο ανήκαν και ορισμένοι από τους επικεφαλής των ενωτικών, όπως ο Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης και ο Γεώργιος Μετοχίτης.
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Ακροπολίτης σταμάτησε να διδάσκει στη σχολή. Είναι πιθανόν αυτό να συνέβη το 1274, όταν πήγε στη Λυών για να συμμετάσχει στην ενωτική σύνοδο ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄.



3. Πολιτική σταδιοδρομία


Ο Γεώργιος Ακροπολίτης συμμετείχε στα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής του και πήρε ενεργό ρόλο στις σημαντικές διαμάχες που απασχόλησαν τόσο την Αυτοκρατορία της Νίκαιας όσο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά την ανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Η πολιτική του στάση χαρακτηρίζεται συνήθως από εκτίμηση των γεγονότων και των αναγκών που κάθε φορά προέκυπταν και έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Ως αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, αρχικά με τα καθήκοντα του γραμματικού, ο Ακροπολίτης ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη στις ευρωπαϊκές εκστρατείες του και συνέτασσε τις επιστολές με τις οποίες ανακοινώνονταν οι επιτυχίες του. Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα μεγάλου λογαριαστού και το 1246 διορίστηκε λογοθέτης του γενικού.
Το 1255, επί Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, ο Γεώργιος Ακροπολίτης ανέλαβε μέγας λογοθέτης, αξίωμα που διατήρησε μέχρι και το θάνατό του. Το 1256, με εξουσιοδότηση του αυτοκράτορα, συνέταξε το κείμενο της βυζαντινοβουλγαρικής συνθήκης, μετά την ήττα των Βουλγάρων στο Ροπέλιο (Ρούπελ). Παρά ένα επεισόδιο αντιδικίας με τον Θεόδωρο Β΄ εξαιτίας αυτού του κειμένου,7 στη συνέχεια ο Ακροπολίτης διορίστηκε πραίτωρ των στρατευμάτων της Νίκαιας στη Μακεδονία. Ως στρατηγός πήρε μέρος στη μάχη της Πριλάπου (1257), όπου όμως αιχμαλωτίστηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο. Για δύο χρόνια έμεινε φυλακισμένος, μέχρι που απελευθερώθηκε από τον στρατό του Παλαιολόγου, που επιβλήθηκε επί των στρατευμάτων της Ηπείρου στην Καστοριά.

Ο Ακροπολίτης επέστρεψε στη Νίκαια το 1260 και εντάχθηκε στην αυλή του νέου αυτοκράτορα, του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου,8 διατηρώντας το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους επισκέφθηκε ως αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος τον τσάρο των Βουλγάρων Κωνσταντίνο Τιχ, για να τον πείσει να διατηρήσει ουδέτερη στάση στη βυζαντινολατινική διαμάχη, στόχο τον οποίο επέτυχε.
Το 1261 ο Ακροπολίτης ανέλαβε να γράψει τους ύμνους προς τον Θεό και τις ευχές υπέρ της βασιλείας που απήγγειλε από τον πύργο της Χρυσής Πύλης ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς, κατά τη θριαμβευτική είσοδο του Μιχαήλ Η΄ στην Κωνσταντινούπολη.

Ενεργός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Ακροπολίτης και στο ζήτημα της έριδας των αρσενιατών. Το 1268, στο πλαίσιο των καθηκόντων τα οποία απέρρεαν από το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη που κατείχε, ανέλαβε την αντιμετώπιση των αρσενιατών, έπειτα από έκκληση του πατριάρχη Ιωσήφ (1266-1275). Ο Ακροπολίτης πραγμάτωσε την κρατική πολιτική, η οποία πρέσβευε την καταστολή του κινήματος και με βία. Έτσι αναφέρεται ότι επέτρεψε ξυλοδαρμούς και διαπομπεύσεις, ενώ οι διακεκριμένοι οπαδοί του πρώην πατριάρχη Αρσενίουκαταδικάζονταν σε εξορία ή και θάνατο.9


Μία από τις σημαντικές στιγμές στην πολιτική σταδιοδρομία του Γεωργίου Ακροπολίτη ήταν η συμμετοχή του ως εκπροσώπου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ στη Β΄ Σύνοδο της Λυών για την ένωση των εκκλησιών. Αν και όταν ήταν φυλακισμένος στην Ήπειρο ο Ακροπολίτης είχε καταφερθεί σε δύο πραγματείες του εναντίον των Λατίνων, στην παρούσα στιγμή έκρινε ότι η προσπάθεια για την ένωση των εκκλησιών ήταν επιβεβλημένη για πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να εξασφαλίσει το Βυζάντιο τη βοήθεια των Δυτικών εναντίον των εχθρών του στην Ανατολή. Έτσι ο Ακροπολίτης τέθηκε επικεφαλής της βυζαντινής αντιπροσωπείας10 που αναχώρησε για τη Λυών τον Μάρτιο του 1274.

 Στη σύνοδο αυτή ο Ακροπολίτης αποδέχθηκε εκ μέρους του Βυζαντινού αυτοκράτορα τις αποφάσεις για την αποδοχή των πρωτείων του πάπα μεταξύ των πέντε πατριαρχείων και του filioque. Μετά το πέρας της συνόδου, οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι πέρασαν το καλοκαίρι στην Ιταλία με τον πάπα και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Η τελευταία αποστολή που ανέλαβε ο Ακροπολίτης ήταν ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Β΄ Μέγα Κομνηνό. Σκοπός της αποστολής αυτής ήταν η διαπραγμάτευση επιγαμίας μεταξύ του Ιωάννη και της κόρης του Μιχαήλ Ευδοκίας. Μετά την επιστροφή του από την Τραπεζούντα, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο έτος (1282), λίγους μήνες πριν από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄.

4. Έργο

Δεν έχει διασωθεί πλήρως το έργο του Γεωργίου Ακροπολίτη, γιατί το 1283, μετά το θάνατό του, μεγάλο μέρος των γραπτών του ρίχτηκε στην πυρά από τους ανθενωτικούς, που τον θεωρούσαν έναν από τους κυριότερους αντιπάλους τους

.
4.1. Χρονική συγγραφή


Η Χρονική συγγραφή είναι το κυριότερο έργο του Γεωργίου Ακροπολίτη. Σώζεται και σε μια μικρότερη παραλλαγή, με τίτλο Ποίημα Χρονικόν.
Η Χρονική συγγραφή αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή μας για την περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) μέχρι και την επανακατάκτησή της από τους Βυζαντινούς το 1261. Ουσιαστικά συνιστά το χρονικό της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και αποτελεί συνέχεια του ιστορικού έργου του Νικήτα Ακομινάτου.

Ο Ακροπολίτης έχει απόλυτη εποπτεία των γεγονότων που περιγράφει, αφού στα περισσότερα από αυτά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως κρατικός αξιωματούχος, για τα υπόλοιπα είχε τη δυνατότητα να ανατρέξει και σε επίσημες πηγές. Ως βασική του αρχή, όπως λέει ο ίδιος στο προοίμιο του έργου του, θέτει τη ρήση του Τάκιτου «sine ira et studio» και εξηγεί ότι γράφει μόνο «ιστορίας χάριν και του μη λήθης βυθώ».11 Η αφήγησή του είναι σύντομη, σαφής και νηφάλια και στηρίζεται σε γεγονότα, αν και μερικές φορές, ειδικά όσον αφορά γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε, γίνεται μεροληπτική.

Ιδιαίτερο βάρος δίνει ο Ακροπολίτης στην παρουσίαση των συσχετισμών των δυνάμεων και των σημαντικών ιστορικών προσώπων, τα οποία δεν παρουσιάζονται καθόλου τυποποιημένα. Αντίθετα, προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις και να παρουσιάσει πρόσωπα και γεγονότα στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει και χιουμοριστικές περιγραφές.
Η γλώσσα της Χρονικής συγγραφής είναι απλή, χωρίς πολλά ρητορικά σχήματα και ιδιαίτερα περιεκτική. Οι προτάσεις είναι σύντομες και το λεξιλόγιο πλούσιο, αφού περιλαμβάνει από ομηρικές λέξεις μέχρι και εκφράσεις της καθομιλουμένης.
Το ιστορικό έργο του Ακροπολίτη αποτέλεσε πηγή για το χρονικό του Εφραίμ και τη χρονογραφία του Θεόδωρου Σκουταριώτη.

4.2. Ποιήματα, Επιτάφιοι, πραγματείες


Από το ποιητικό έργο του Ακροπολίτη σώζονται ο πρόλογός του στην έκδοση των επιστολών του μαθητή του Θεόδωρου Β΄ Λασκάρεως, σε εξήντα τρεις τριμέτρους, καθώς και ο επιτάφιος λόγος που αφιέρωσε στην αυτοκράτειρα Ειρήνη.
Σημαντικός θεωρείται δε και ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε για τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη.
Ανάμεσα στα έργα που διασώθηκαν περιλαμβάνονται και ορισμένες θεολογικές πραγματείες κατά των Λατίνων, που τις έγραψε στο διάστημα της φυλάκισής του στην Ήπειρο, και περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.
Δυστυχώς δεν διασώζεται, όπως προαναφέρθηκε, τίποτε από το φιλοσοφικό και επιστημονικό του έργο, το οποίο μετά το θάνατό του ρίχθηκε στην πυρά από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που αντιτίθεντο στην ένωση των εκκλησιών.



1. Ο D.M. Nicol παραδίδει ότι η γυναίκα του ονομαζόταν Ευδοκία• βλ. Nicol, Donald M., «Constantine Akropolites: A prosopographical note”,Dumbarton Oaks Papers 19 (1965), σελ. 214.
2. Ο ίδιος διηγείται ότι, σε μια συζήτηση με την Ειρήνη Δούκαινα, περί το 1238, για την αιτία της έκλειψης ηλίου που είχε προηγηθεί, απέδωσε το φαινόμενο στην παρεμβολή της σελήνης μεταξύ ηλίου και γης, απομαγεύοντάς το. Η Ειρήνη διαφώνησε, συντασσόμενη με τον γιατρό της αυλής, Νικόλαο Μυρεψό. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο τέλος η βασίλισσα πείστηκε και τον χαρακτήρισε ως «φιλοσόφους λόγους προφέροντα». Βλ. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή, κεφ. 38, στο Georgii Acropolitae Opera, ed. A. Heisenberg (corr. P. Wirth) (Stuttgart 1978). 
3. Πρβλ. Αθανάσιος Φ. Μαρκόπουλος, «Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, Ανέκδοτον εγκώμιον προς τον Γεώργιον Ακροπολίτην», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 36 (1968), σελ. 104-118, ιδ. στ. 31-34, 39, 184-187, 191-194, 216-219.
4. Η θέση του ως επικεφαλής της σχολής τού προσέδιδε εξάλλου πολύ μεγάλο κύρος, γεγονός που προκαλούσε το φθόνο και την αντιζηλία άλλων αξιωματούχων, όπως αναφέρει ο ίδιος. Ενδεικτικά περιγράφει επεισόδιο με τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη Τορνίκη. Πρβ.Χρονική συγγραφή, Georgii Acropolitae Opera, ed. A. Heisenberg (Peter Wirth) (Stuttgart 1978), ΙΙ, σελ. 67, στ. 5-9.
5. Ο Ακροπολίτης συνιστά ένα αμάλγαμα του πολιτισμού που καλλιεργήθηκε στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας αλλά και της κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης, όπως ήρθε σε επαφή μαζί της μέσω των δασκάλων του, του Εξαπτέρυγου και του Βλεμμύδη.
6. Ο Γεώργιος Κύπριος, αναφερόμενος στον δάσκαλό του, υποστηρίζει ότι οι γνώσεις του ήταν τόσο διευρυμένες ώστε ακόμα και οι τίτλοι των αντικειμένων της διδασκαλίας του ήταν άγνωστοι στους υπόλοιπους λογίους της εποχής του. Πρβ. Patrologia Graeca, ed. J.P. Migne, 142, στήλη 381D.
7. Όπως διηγείται ο Ακροπολίτης, ο Θεόδωρος, βλέποντας την αποτυχία της συνθήκης, έριξε την ευθύνη στον Ακροπολίτη. Όταν ο τελευταίος διαμαρτυρήθηκε, υπέστη μαστίγωμα και φυλάκιση. Ο Θεόδωρος μετά από αυτό, μετανοώντας, του έστειλε αντιπροσωπεία αποτελούμενη από τον Μιχαήλ Λάσκαρι και τον Γεώργιο Μουζάλωνα, οι οποίοι έπεισαν τον Ακροπολίτη να συναντήσει τον Θεόδωρο στον Λαγκαδά. Πρβλ. Χρονική συγγραφή, Georgii AcropolitaeOpera, ed. A. Heisenberg (Peter Wirth) (Stuttgart 1978), κεφ. ξγ΄.
8. Ο Ακροπολίτης ήταν φιλικά διακείμενος προς τον Μιχαήλ ήδη από το 1253, όταν, συμμετέχοντας ως δικαστής στη δίκη όπου κατηγορούνταν ο Μιχαήλ για συνωμοσία, είχε προτείνει την αθώωσή του. Πρβ. Χρονική συγγραφή, Georgii Acropolitae Opera, ed. A. Heisenberg (Peter Wirth) (Stuttgart 1978), κεφ. 99, στ. 10.
9. Σύμφωνα με τον Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ιστορίαι, ed. I. Bekker (Bonn 1835), σελ. 316.
10. Ως μέλη της αντιπροσωπείας, ορίστηκαν οι πατριάρχης Γερμανός, Θεοφάνης, μητροπολίτης Νικαίας, Νικόλαος Πανάρετος, προκαθήμενος του βεστιαρίου, και Γεώργιος Βερροιώτης, μεγάλος διερμηνευτής. Ωστόσο, ύστερα από ναυάγιο κοντά στο ακρωτήριο Μαλέας, στη Λυών έφτασαν οι Ακροπολίτης, Γερμανός και Θεοφάνης.
11. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονική συγγραφή, στο Georgii Acropolitae Opera, ed. A. Heisenberg (corr. P. Wirth) (Stuttgart 1978), κεφ. 4, 18-21


Η Κωνσταντινούπολη .Τα θαλασσινά τειχιά περί το 1200.

Οι επιδρομείς από την Ιταλία εκστράτευσαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης, όταν στο θρόνο του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος (Γ’)Κομνηνός, ο οποίος ήταν αδελφός του Ισαάκιου (B’) που είχε βασιλέψει πριν απ’ αυτόν· και οι δυο τους είχαν την επωνυμία Άγγελοι. Η αιτία ήταν η εξής: ο Αλέξιος που αναφέραμε παραπάνω ανέτρεψε από την εξουσία τον αδελφό του Ισαάκιο και του τύφλωσε τα μάτια κι από τη στιγμή εκείνη έγινε ο κύριος της ρωμαϊκής εξουσίας.
Ο Ισαάκιος όμως είχε αποκτήσει από την προηγούμενη γυναίκα του γιο, ο οποίος ήδη τότε εισερχόταν στη νεανική ηλικία. Αυτός λοιπόν αγανακτώντας με την εξευτελιστική ταπείνωση του πατέρα του κι αφού σχεδίασε τη διαφυγή του πήγε στη Ρώμη κι έπεσε γονατιστός στα πόδια του αρχιερέα της1 και θερμά ικετεύοντάς τον επιζητούσε την εκδίκηση για χάρη του πατέρα του.

Καθώς λοιπόν την περίοδο εκείνη είχε συναποτελέσει ένα στρατιωτικό σώμα, ένα μεγάλο πλήθος Ιταλών, άλλοι από τους οποίους προέρχονταν από την ίδια την ιταλική χερσόνησο, άλλοι από τη χώρα των Φράγκων, άλλοι πάλι από τη Βενετία κι άλλοι από άλλες περιοχές με την πρόφαση πως δήθεν θα αναχωρούσαν για την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκεται ο τάφος του Κυρίου – κι αυτός που τους συγκέντρωσε ήταν ο αρχιερέας της πρεσβυτέρας Ρώμης, τον οποίο, όπως προανέφερα, ο γιος του Ισαάκιου εκλιπαρούσε για να ανακτήσει τον πατρικό θρόνο – κι αφού λοιπόν από τις παρακλήσεις του νέου συγκινήθηκε ο Πάπας και ιδίως από τις υποσχέσεις του – καθώς συνέβαινε να είναι πλουσιοπάροχες – παρέδωσε τον νέο στους αρχηγούς του στρατεύματος, ώστε, εγκαταλείποντας αυτοί τον αρχικό προορισμό τους, να τον εγκαταστήσουν στο θρόνο του πατέρα του και να εισπράξουν από αυτόν τα έξοδα, όσα θα ξόδευαν στην πορεία τους και στη βραδυπορία τους γύρω από την Κωνσταντινούπολη.
Αυτοί λοιπόν ξανοίχτηκαν στο πέλαγος και με τριήρεις και με εμπορικά πλοία, πλέοντας με ευνοϊκούς ανέμους προς τον προορισμό τους.

Ο Ε.Δάνδολος και ο  Αλέξιος Ε’ Δούκας « Μουρτζουφλός»

Όταν λοιπόν αγκυροβόλησαν στην Κωνσταντινούπολη παρουσιάζουν στους Κωνσταντινουπολίτες τον νέο, την αδικία, τις αποφάσεις γι’ αυτά του αρχιεπισκόπου της Ρώμης. Μέχρι ενός σημείου λοιπόν και διαπραγματεύσεις έγιναν ανάμεσα στα δύο μέρη και σκληρές συγκρούσεις, αλλά δεν κατέληξαν σε καμιά συμφωνία μέσω της διπλωματικής οδού.
 Επειδή όμως ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) απηύδησε με τα όσα γίνονταν και περισσότερο απογοητεύθηκε από την αστάθεια αυτών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη, οι οποίοι αποσκοπούσαν στη σύγχυση και είχαν πεσμένο ηθικό, αφού αδιαφόρησε για όλα, αποχώρησε εθελοντικά – όσο κι αν ενδόμυχα δεν το ήθελε, προσθέτοντας αυτή τη φράση, όπως ισχυρίζονταν όσοι τον άκουσαν: «Δαυίδ φυγών εσώθη»2, παίρνοντας μαζί του και τη γυναίκα του κι αρκετό χρηματικό ποσό από το βασιλικό ταμείο.

3.Όταν λοιπόν αυτός έφυγε από την Κωνσταντινούπολη, οι κάτοικοί της στέλνουν πρεσβεία στους Ιταλούς για την είσοδο του Αλεξίου (Δ’), του γιου του Ισαάκιου, στην Πόλη και την αναγόρευσή του σε βασιλιά, καθώς επικρατούσε η εντύπωση ότι εξαιτίας του προκλήθηκε η σύγκρουση. Μπαίνει λοιπόν μέσα στην πόλη ο νέος με τους όρους που είχαν συμφωνηθεί προηγουμένως, τους οποίους είχε αυτός υποσχεθεί στους Ιταλούς που τον έφεραν εκεί, κι ανακηρύχτηκε βασιλιάς από όλο το λαό. Από εκείνη λοιπόν τη στιγμή και οι Κωνσταντινουπολίτες θεωρούσαν πως το χρηματικό ποσό ήταν υπέρογκο κι επίμονα ισχυρίζονταν ότι δεν ήταν σε θέση να δώσουν στους Ιταλούς τόσο μεγάλο ποσό. Και ταυτόχρονα με τα τότε γεγονότα εκδηλώθηκε και δυσαρέσκεια στην πόλη εξαιτίας του.

Μικρογραφία από γαλλικό χειρόγραφο του 15ου αι. της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους. Όπως μαρτυρεί ο Ακροπολίτης, οι Σταυροφόροι κατόρθωσαν να μπουν στην πόλη, στηρίζοντας μια σκάλα στα κατάρτια ενός πάρα πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου.


Ο πατέρας του Αλεξίου δηλαδή, ο Ισαάκιος (Β’) Άγγελος —καθώς ζούσε ακόμη τότε, έστω κι αν πέθανε ύστερα από λίγο, ενώ δεν είχε ακόμη κυριευθεί η Κωνσταντινούπολη— διατύπωσε την άποψη να συγκεντρωθούν τα πολυτιμότερα από τα ιερά κειμήλια κι από την εκποίηση αυτών να άρχιζε η εξόφληση του χρέους προς τους Ιταλούς, ενώ το ποσό που θα υπολειπόταν από το συνολικό χρέος πρότεινε να πληρωθεί από τα χρήματα των βασιλικών ταμείων κι από τους κατοίκους της πόλης.
Στο μέσο των διαπραγματεύσεων λοιπόν κι ενώ προσέρχονταν πρέσβεις κι από το ένα κι από το άλλο μέρος, σκοτώθηκε ο γιος του Ισαάκιου Αλέξιος (Δ’), από τον Αλέξιο (Ε’) Δούκα τον οποίο αυτός είχε αναδείξει σε πρωτοβεστιάριο3, ενώ οι Κωνσταντινουπολίτες, κοροϊδεύοντάς τον για κάποιο κουσούρι του, τον αποκαλούσαν Μούρτζουφλο.4

Από τους πολίτες λοιπόν ανακηρύχτηκε ο Αλέξιος (Ε’) Μούρτζουφλος, που είπαμε, βασιλιάς. Εξαιτίας λοιπόν του γεγονότος αυτού οι Ιταλοί έπνεαν μένεα σε μεγάλο βαθμό κι έκαναν άσπονδη την έχθρα τους για τους Κωνσταντινουπολίτες. Συνέβη όμως να πάρουν σι Κωνσταντινουπολίτες και μια άλλη απόφαση κάθε άλλο παρά επαινετή.
Οι προύχοντες λοιπόν και οι ανώτεροι αξιωματούχοι πήραν κοινή απόφαση, τους Λατίνους που κατοικούσαν μόνιμα στην Κωνσταντινούπολη να τους απομακρύνουν από την πόλη, ώστε να μην υπάρχουν όργανα του εχθρού ανάμεσά τους μέσα στην πόλη. Οι πολίτες αυτοί που ήταν πολλές χιλιάδες άτομα αυτομόλησαν στους εχθρούς, αν και αρχικά είχαν διαβεβαιώσει τους συμπολίτες τους, δίνοντας δεσμευτικούς όρκους, ότι ουδέποτε θα σχεδίαζαν προδοσία εναντίον τους κι επιπλέον ότι θα πέθαιναν μαζί τους, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο σ’ αυτούς, ως ντόπιοι κι αυτόχθονες και παρόλο που αυτοί παρέδωσαν και τις γυναίκες και τα παιδιά τους, για να τα συγκεντρώσουν σε καλύτερα φρουρούμενα μέρη, δεν τους έπεισαν. Και μετά την έξοδό τους από την πόλη πρόσφεραν πολύτιμη βοήθεια στους εχθρούς, καθώς ήταν πάρα πολλοί κι ήξεραν καλά τη βυζαντινή κατάσταση.

 Λεπτομέρεια  πίνακα της πτώσης της Πόλεως 

4. Ύστερα από την παρέλευση λοιπόν σαράντα ημερών αλώθηκε από αυτούς η Κωνσταντινούπολη στις 12 Απριλίου του έτους 6711 από κτίσεως κόσμου (γιατί, κατά τον μήνα Μάιο του έτους 67105 έφτασαν οι Δυτικοί με τα καράβια τους στην πόλη και μέσα σε διάστημα ένδεκα μηνών πραγματοποιήθηκε η άλωση). Και η μεγαλύτερη και πιο ξακουστή πόλη κυριεύτηκε, όταν —όπως λέγεται— ένας δυο σκαρφάλωσαν στα τείχη, από σκάλα που στηριζόταν σε κατάρτι ενός παρά πολύ μεγάλου εμπορικού πλοίου.

Τώρα, για τα όσα συνέβησαν στην πόλη θα χρειαζόταν να ειπωθούν πολύ περισσότερα και είναι άσχετα με το σκοπό της συγγραφής μας. Οπωσδήποτε όμως μπορεί ο καθένας να βάλει με τον νου του όλες τις συμφορές που συμβαίνουν στις πόλεις που κυριεύονται, δηλαδή και δολοφονίες κι αιχμαλωσίες αντρών και γυναικών, λαφυραγωγήσεις, καταστροφή από τα θεμέλια σπιτιών και καθετί άλλο που συνήθως συμβαίνει δια στόματος μαχαίρας.
Όταν λοιπόν σι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, αφού πραγματοποίησαν έφοδο από την ανατολική υψηλότερη πλευρά, λεηλάτησαν κι όλο το δυτικό τμήμα της πόλης, αλλά βέβαια λαφυραγώγησαν όχι μικρότερη περιοχή από το ανατολικά. Πρώτα λοιπόν έβαλαν στο χέρι τη δυτική πλευρά, ενώ όλοι οι κάτοικοι προσπάθησαν να φύγουν μακριά από αυτούς, σαν να τους καταδίωκε κάποιο θεόσταλτο χτύπημα.

5. Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) Άγγελος λοιπόν, ο οποίος, όπως έχουμε εξιστορήσει, πρόλαβε να διαφύγει από την Κωνσταντινούπολη, αφού έφτασε στην περιοχή της Φιλιππούπολης, αλλά δεν έγινε δεκτός από τους κατοίκους, κατέληξε στην Μοσυνούπολη κι εγκαταστάθηκε εκεί. Ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας πάλι, αυτός που είχε σκοτώσει τον γιο του Ισαάκιου, θέλοντας ν’ αποκτήσει συγγενικό δεσμό με αυτόν με γάμο, ταυτόχρονα με τη δολοφονία του γιου του Ισαάκιου παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά Αλεξίου (Γ'), την Ευδοκία, η οποία ήταν η μικρότερη από τις κόρες εκείνου. Αυτός δηλαδή είχε τρεις κόρες και η πρωτότοκη ονομαζόταν Ειρήνη, την οποία ο πατέρας της πάντρεψε με τον Αλέξιο Παλαιολόγο, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του δεσπότη. Αυτόν όμως τον πήρε ο θάνατος πριν από την άλωση της Κωνσταντινούπολης.

Η δεύτερη ηλικιακά ονομαζόταν Άννα, την οποία πάντρεψε με τον Θεόδωρο Λάσκαρη. Και η τρίτη τέλος είχε το όνομα Ευδοκία, την οποία πριν από καιρό ο πατέρας της την έδωσε σύζυγο στον κράλη της Σερβίας. Όπως όμως έλεγαν, όταν ο κράλης την έπιασε επ’ αυτοφώρω σε κάποιο κάμωμά της, την έστειλε πίσω στον πατέρα της και έτσι αυτή παρέμεινε χωρίς άντρα. Αυτήν λοιπόν ο Αλέξιος Δούκας, που αναφέραμε, αφού εγκατέλειψε τη νόμιμη σύζυγό του, παντρεύτηκε. Όταν λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη, απέδρασε κι εκείνος από κει, παίρνοντας μαζί του και τη σύζυγό του Ευδοκία. Καθώς όμως έμαθε πως ο πεθερός του, ο βασιλιάς Αλέξιος, διαμένει στη Μοσυνούπολη, παίρνοντας θάρρος κατευθύνθηκε προς αυτόν.

Ο Αλέξιος όμως και για πολλούς άλλους λόγους και καθόλου λιγότερο για το θέμα της θυγατέρας του τον αποστρεφόταν. Υποδυόμενος λοιπόν το ρόλο του πεθερού υποδέχεται τον Αλέξιο κι αφού βόλεψε το χώρο των λουτρών, τον προέτρεψε να λουστεί μαζί με την κόρη του. Μόλις λοιπόν ο Αλέξιος βρέθηκε μέσα στο λουτρό, όρμησαν όλοι μαζί εναντίον του οι υπηρέτες του βασιλιά Αλεξίου κι εκεί μέσα του έβγαλαν τα μάτια. Κι έλεγαν όσοι έτυχε να είναι παρόντες ότι η κόρη του Αλεξίου όρθια, δίπλα στην πόρτα των λουτρών, έλουζε τον πατέρα της με βρισιές κι αυτός πάλι την προπηλάκιζε για τον αδιάντροπο και λάγνο έρωτά της. Όντας πλέον τυφλός ο Αλέξιος (Ε’) Δούκας, που είπαμε, περιπλανιόταν στην περιοχή της Μοσυνούπολης, διασχίζοντας εκείνα τα μέρη σαν αλήτης.

Ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ’) πάλι, αφού σηκώθηκε από εκείνα τα μέρη, κατευθυνόταν προς την περιοχή της Θεσσαλονίκης. Όταν όμως οι Ιταλοί πραγματοποίησαν εξόρμηση από την Κωνσταντινούπολη και πέρασαν από τα μέρη της Μοσυνούπολης, ανακαλύπτοντας εκεί τον Αλέξιο (Ε’) Μούρτζουφλο, τον έσυραν μαζί τους στην Κωνσταντινούπολη και παίρνοντας οι Δυτικοί εκδίκηση για το μιαρό έγκλημά του που αναφέραμε —αυτό που διέπραξε στο γιο του βασιλιά Ισαάκιου—, τον καταδικάζουν σε θάνατο, γκρεμίζοντάς τον από ψηλά. Αφού δηλαδή τον ανέβασαν στην πιο ψηλή κολόνα, που ονομάζεται Ταύρος, τον γκρέμισαν κάτω. Τέτοιο ήταν λοιπόν το τέλος του, ενώ ο βασιλιάς Αλέξιος (Γ') έφτασε στη Θεσσαλονίκη.

6. Αφού λοιπόν οι Ιταλοί κυρίευσαν την πόλη, έδωσαν το ελεύθερο στους κατοίκους της, όσοι απ’ αυτούς ήθελαν να παραμείνουν εκεί και να είναι υπήκοοί τους, ενώ οι άλλοι, που δε θα ήθελαν, να μπορούσαν να φύγουν ανεμπόδιστοι, σε όποιο μέρος επιθυμούσαν. Έτσι λοιπόν, όσοι έτυχε ν’ ανήκουν στην ανώτερη τάξη, εγκατέλειπαν την πόλη, άλλοι φανερά κι άλλοι κρυφά… (Το υπόλοιπο κείμενο μαζί με το πρωτότυπο μπορείτε να το βρείτε στο ... βιβλίο)


Σημειώσεις
1. Ο πάπας Ιννοκέντιος Γ'
2. Η φράση της Παλαιάς Διαθήκης, Βασιλειών Α' 18.18 είναι: "Και Δαυίδ έφυγεν και διεσώθη"
3. Εμπιστευτικό αξίωμα ο κάτοχος του οποίου ήταν υπεύθυνος της προσωπικής ιματιοθήκης του αυτοκράτορα.
4. Το παρατσούκλι Μούρτζουφλος σημαίνει τον άνθρωπο με το σκούρο φρύδι ή ο άνθρωπος με το παχύ φρύδι.
5. Ο Ακροπολίτης κάνει ένα μικρό λάθος· οι σωστές χρονολογίες είναι 6712 και 6711 αντίστοιχα, γιατί 6712-5508=1204. Το έτος 5508 είναι το έτος κτίσεως κόσμου.


Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, ο Ακροπολίτης συνέχισε να παρέχει τις γνώσεις και τις διπλωματικές του ικανότητες σε όλες τις κρίσιμες ώρες της αυτοκρατορίας. Επιλέχθηκε για την αντιπροσώπευση του βυζαντινού αυτοκράτορα στην ενωτική σύνοδο της Λυών (1274). Στη Ρώμη ο Ακροπολίτης ήταν αυτός που ανέγνωσε ενώπιον του Πάπα τη λατινίζουσα ομολογία πίστεως του αυτοκράτορα, υπέγραψε ως εκπρόσωπός του την ένωση των Εκκλησιών και αναγνώρισε το παπικό πρωτείο. Ο ίδιος δεν συμφωνούσε, αλλά οι όροι για την ένωση είχαν γίνει δεκτοί από τον αυτοκράτορα για την εξυπηρέτηση της δυτικής πολιτικής του. Ευτυχώς, ο διπλωμάτης ήταν συγχρόνως και αξιόλογος συγγραφέας. Το κυριότερο ιστορικό έργο του, η Χρονική συγγραφή, σχετικά με τα γεγονότα της περιόδου 1203-1261, έχει αναγνωριστεί για την εξαιρετική αξιοπιστία και την πληρότητα των περιγραφών. Ο Γεώργιος Ακροπολίτης, τέκνο μιας εποχής ακατάπαυστων αγώνων, είναι και ο «μοναδικός» ιστορικός της Λατινοκρατίας




Κύριες πηγές

ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ ΓΙΑΝΝΑ 2003
ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΝIANH ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
http://users.sch.gr/ipap


ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ