XPHΣTOΣ MΠOYΛΩTHΣ
ΣE MIA ΠHΛINH ΠINAKIΔA Γραμμικής Β γραφής (PY Tn 316) από το ανακτορικό αρχείο της Πύλου, κάπου στην εκπνοή του 13 αι. π.Χ., πρωτομαρτυρείται ρητά στη γλώσσα μας η λέξη δώρον.
Με μια γιορταστική αφορμή, κατά τον μήνα πλωιστό (po-ro-wi-to), ερμηνευόμενο ως μήνα έναρξης της ναυσιπλοΐας, μαθαίνουμε από την εν λόγω πινακίδα ότι το ανάκτορο αποστέλλει εν πομπή προς διάφορα ιερά και θεότητες πολύτιμα δώρα (do-ra) -συγκεκριμένα, δεκατρία χρυσά αγγεία (κύλικες, φιάλες και ένα κύπελλο)-, καθώς επίσης εννέα
άντρες και γυναίκες, που χαρακτηρίζονται συλλήβδην με την προβληματική στην ερμηνεία της λέξη po-re-na. Δεν χωρά αμφιβολία ότι η λέξη do-ra (δώρα) της πυλιακής πινακίδας έχει εδώ ειδικότερα την έννοια του ιερού αναθήματος, αφού αποδέκτες των χρυσών αγγείων είναι θεότητες όπως η Πότνια, η Μάνασα, η Ποσιδάεια, ο Δίας, η Hρα, κ.ά. Στις πινακίδες, πάλι Γραμμικής Β, κυρίως της Πύλου και της Κνωσού, καταχωρίζονται πολυάριθμες προσφορές λαδιού, μελιού, ζώων, λογής γεννημάτων κ.ά. προς θεότητες, προσφορές χαρακτηριζόμενες συχνά με το ουσιαστικό do-so-mo (δοσμός). Eτσι, λόγου χάρη, σε πινακίδα της Πύλου (PΥ Un 718), βλέπουμε τον Ποσειδώνα της περιοχής Sa-ra-pe-da να δέχεται διάφορες προσφορές από τον δήμο (da-mo), αλλά και από σημαίνοντα πρόσωπα της πυλιακής κοινωνίας, όπως ο στρατιωτικός αρχηγός, δηλαδή ο ra-wa-ke-ta (λαFαγέτας), και ο Ε-ke-ra2-wo (ΕχελάFων), προσφορές που καταγράφονται σε λίστα με τη γενικευτική λέξη δοσμός και περιλαμβάνουν στάρι, κρασί, τυρί, μέλι, αλεύρι, δέρματα ζώων, αλλά και κριάρια και ένα βόδι. Πρόκειται πιθανότατα για προσφορές στο πλαίσιο μιας μεγάλης γιορτής του θεού, που θυμίζει ευθύγραμμα ανάλογες προσφορές και ζωοθυσίες στο γ της Οδύσσειας (στ. 4 κ.εξ., 430 κ.εξ.), πάλι στον Ποσειδώνα, πάλι στην Πύλο.
H τοιχογραφία της
πομπής των γυναικών από το παλαιό Kαδμείο της Θήβας. Oι πομπεύτριες, στο
πλαίσιο θρησκευτικής γιορτής, μεταφέρουν πολύτιμα αντικείμενα ως δώρα
(αναθήματα) μαζί με άνθη. Πρώτο μισό του 14ου αι. π.X. Aρχαιολογικό Mουσείο
Θήβας.
Σίγουρα οι μυκηναϊκές - ελληνικές λέξεις δώρον και δοσμός, παράγωγες αμφότερες του δίδωμι, χρησιμοποιούνται στις πινακίδες Γραμμικής Β ως συνώνυμα, από την άποψη ότι δηλώνουν και οι δύο προσφορές σε θεότητες. Ωστόσο, φαίνεται ότι η μεν πρώτη χαρακτηρίζει, ειδικότερα, τα πολύτιμα, περίτεχνα αντικείμενα, όπως ήταν ασφαλώς τα προσφερόμενα χρυσά αγγεία, ενώ η δεύτερη, ως αφηρημένο ουσιαστικό, δήλωνε περισσότερο αυτήν καθεαυτήν την πράξη της προσφοράς. Στο ευρύτερο νοηματικό πλαίσιο του δώρου και του δοσμού, που σηματοδοτούν πράξεις αυτόβουλες, παρατίθενται αντιστικτικά, πάλι στις πινακίδες Γραμμικής Β, δύο άλλες λέξεις, o-pe-ro (όφελος) και a-pu-do-si (απύδοσις), που χαρακτηρίζουν τα χρέη σε είδος και την αναγκαστική εισφορά, αντίστοιχα.
Είναι εύλογο να δεχθούμε ότι η λέξη δώρον σε μυκηναϊκά χείλη, εκτός από αναθήματα σε θεούς, θα σήμαινε -σε κοσμικό επίπεδο- οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο περνούσε, με συναισθηματική φόρτιση, προσδοκία ή σκοπιμότητα, από ένα πρόσωπο, τον δωρητή, σε κάποιο άλλο πρόσωπο, τον αποδέκτη, ως εμπράγματο σημάδι κοινωνικής σχέσης και συναλλαγής. Μπορεί στα κείμενα της Γραμμικής Β να μη σώθηκαν σαφείς επί του προκειμένου μαρτυρίες, ωστόσο, όπως θα δούμε, τα αρχαιολογικά δεδομένα του αιγαιακού χώρου -παραστάσεις και πραγματικά ευρήματα- μας δίνουν τη δυνατότητα, άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο, να διεισδύσουμε στο σύνθετο πλέγμα της προσφοράς ή/και ανταλλαγής δώρων στους κόλπους της κοινωνικής ελίτ, κυρίως δε σε επίπεδο ανακτορικό - και μάλιστα με ανοίγματα στον κόσμο της Ανατολής και ιδιαίτερα της φαραωνικής Αιγύπτου.
Για την πολυσημία που θα είχε ασφαλώς το δώρο σε Μυκηναίους και, ακόμη παλαιότερα, σε Μινωίτες, έρχονται να καταθέσουν εύγλωττα τα ομηρικά έπη, με τον πλούσιο και αποκαλυπτικό για το θέμα μας λόγο τους να έχει ισχύ αναδρομική, στον βαθμό που κληρονόμησαν τόσα και τόσα από τον λαμπρό μυκηναϊκό κόσμο. Η ομηρική κοινωνία, χωρίς υπερβολή, είναι μια κατ' εξοχήν κοινωνία του δώρου, ιδανική για ανθρωπολογικές προσεγγίσεις. Διατρέχοντας Ιλιάδα και Οδύσσεια εκπλήσσεται, πράγματι, κανείς με την ποσότητα και ποικιλία δώρων που ενυφαίνονται μέσα τους, ρυθμολογώντας ποικιλότροπα τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, αλλά και με τους θεούς. Eτσι, ξαναβρίσκουμε τη λέξη δώρον με την έννοια της θεϊκής προσφοράς και του αναθήματος, αλλά και σ' ένα σωρό κοινωνικές συνάφειες: δώρα ως αντικείμενα ανταλλαγής και χαρίσματα κατά την αναχώρηση του φιλοξενούμενου, ως τιμητικό βραβείο (γέρας), ως μέσον για την απόκτηση της νύφης ή ως προίκα, κι ακόμη ως δελεαστικά αντικείμενα εξευμενισμού και λύτρα. Ανάμεσα σε άλλα, μαθαίνουμε από τον Oμηρο πως τα δώρα προξενούν χαρά και ευφρόσυνη διάθεση όχι μόνο στον αποδέκτη τους, αλλά και στον δωρητή τον ίδιο, και πως τα εκτιμούσαν όχι τόσο λόγω της χρηστικότητας και της μετρήσιμης αξίας τους, αλλά για την ομορφιά και την υψηλή τους τέχνη, διάσταση που εμφαίνουν και τα ποικίλα συνοδευτικά επίθετα όπως περικαλλέα, αγλαά, κλυτά, περικλυτά, κάλλιμα, χαρίεντα, ερικυδέα, άσπετα, λώια κ.ά. Τα παλιά περίτεχνα δώρα φυλάσσονται ως κειμήλια στον οίκο, αλλά ενίοτε κάποια από αυτά μπορεί να δωριστούν σε νέα πρόσωπα ως ένδειξη ύψιστης εκτίμησης, σαν τότε που ο Μενέλαος λέει στον Τηλέμαχο πως θα του δώσει από τα ακριβά του κειμήλια, ο κάλλιστον και τιμηέστατόν έστι, δηλαδή έναν ασημένιο κρατήρα με χρυσά χείλη, έργο του Ηφαίστου (Οδύσσεια δ, 611-619). Αλλά και οι θεοί αντιδωρίζουν τους θνητούς με περικαλλή τεχνήματα. Δικό τους δώρο, εξάλλου, και η εξουσία, τα πλούτη, η ομορφιά και οι όποιες αρετές κοσμούν τη θνητή φύση, με αρχετυπική μορφή την Πανδώρα, αυτήν τη μοιραία για το γένος των ανθρώπων γυναίκα που, όπως στιχουργεί λίγο αργότερα ο Ησίοδος, ήταν ολόκληρη κατασκεύασμα των θεών προορισμένη για σύντροφος του Προμηθέα - Πανδώρα, γιατί δώρα τής δώρισαν όλοι οι θεοί.
Την έννοια της προικισμένης από τους θεούς ανθρώπινης φύσης -για να ξαναγυρίσουμε στα μυκηναϊκά- τη βρίσκουμε ήδη στο ανθρωπωνύμιο Θεοδώρα, που, πρωτομαρτυρούμενο σε πινακίδα Γραμμικής Β από τις Μυκήνες (V 659), στον συλλαβογραφικό τύπο Te-ο-do-ra, συγκαταλέγεται στα αρχαιότερα και μακροβιότερα ονόματα της γλώσσας μας. Να σημειωθεί ότι ως δεύτερο συνθετικό φορτίζει το δώρο νοηματικά και ένα αντρικό μυκηναϊκό όνομα, το A-pi-do-ro, Αμφίδωρος, γνωστό από πινακίδα της Κνωσού. Πόσο, αλήθεια, κοντινοί μοιάζουν οι μυκηναϊκοί χρόνοι με τους ομηρικούς, όταν στην Ιλιάδα αναδύονται ονόματα σαν τον Πολύδωρο, την Πολυδώρη και τον Εύδωρο! Eκτοτε το δώρο, ως πρώτο ή δεύτερο συνθετικό, θα κατοικήσει μια πλειάδα αντρικών και γυναικείων ονομάτων. Και επειδή στα ανθρωπωνύμια καθρεφτίζονται, κατά κανόνα, λογής στοιχεία από τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό, θεσμοί και ηθικές αξίες, το δώρο, στην κυριολεκτική όσο και μεταφορική του έννοια, αποτελεί δείκτη της σημασίας που του προσέδωσε ο ελληνικός κόσμος ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή.
Aπόσπασμα από την
πομπή των Keftiu (Kρητών) που κοσμούσε τον τάφο του Pεχμαρέ στις αιγυπτιακές
Θήβες. Oι δωροφόροι κομίζουν για τον φαραώ Tούθμοσι III (1479 - 1426 π.X.)
πλούσια δώρα.
|
Σε «μνημειώδεις» προπαντός πομπικές συνθέσεις που κοσμούσαν το μεγάλο κλιμακοστάσιο του ανακτόρου της Κνωσού και τον μακροτενή διάδρομό του, με είσοδο από τη δυτική αυλή, καθώς και το πολυσκελές κλιμακοστάσιο της Ξεστής 4 στο Ακρωτήρι Θήρας, πολυάριθμες αντρικές μορφές σε επίσημο βηματισμό μεταφέρουν λογής περίτεχνα αντικείμενα (λίθινα και μεταλλικά αγγεία, υφάσματα κ.ά.). Δώρα; Κι αν, όπως φαίνεται, ναι, τότε σε ποιους και με ποια αφορμή; Για τα αντίστοιχα περικαλλή τεχνήματα (περιδέραια, πυξίδες από ελεφαντόδοντο, χρυσά αγγεία κι άλλα από φλεβωτό λίθο) που βλέπουμε να μεταφέρουν αργότερα εν πομπή γυναίκες σε τοιχογραφίες των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, θα πρέπει να δεχτούμε ως αποδέκτη κάποια γυναικεία θεότητα, αφού θεματική και εικονογραφία συγκλίνουν στην ιδέα μιας σημαίνουσας θρησκευτικής γιορτής του μυκηναϊκού εορτολογίου. Τα δώρα, στην περίπτωση αυτή, καθώς και σε άλλες συναφείς, μας καλούν να τα νοήσουμε όπως ακριβώς τα do-ra της πυλιακής πινακίδας, δηλαδή ως αναθήματα.
Oσο για τα μεταφερόμενα αντικείμενα στις πολυπρόσωπες αντρικές πομπές από Κνωσό και Ακρωτήρι, μόλο που υποβόσκει και σ' αυτές ένας θρησκευτικός χαρακτήρας, φαίνεται να εικονογραφούν παγιωμένες πρακτικές, γιορταστικές πιθανότατα, στο πλαίσιο των οποίων εισέρρεαν στο ανάκτορο, ή το όποιο κέντρο εξουσίας, περίτεχνα, σπάνια και πολύτιμα τεχνήματα ως πραγματικό και, συνάμα, συμβολικό κεφάλαιο. Η ακριβής ταυτότητα των δωροφόρων θα μείνει σκοτεινή για μας, αν και όλα δείχνουν πως οι εικονιζόμενες πράξεις είναι υπόθεση ενδοαιγαιακή, με τις τοιχογραφίες να σηματοδοτούν χωροταξικά τις κύριες εισόδους και προσβάσεις προς το εκάστοτε αρχιτεκτονικό συγκρότημα τονίζοντας το κύρος του και με εικόνες.
Σε προνομισματικές κοινωνίες, σαν κι αυτές του προϊστορικού και πρωτοϊστορικού Αιγαίου, όπως εξάλλου και στους μεγάλους σύγχρονους αυλικούς πολιτισμούς, η ελίτ, στην ανάγκη της για προβολή και αυτοπροβολή, προσέφευγε, ανάμεσα σε άλλα, όπως ήταν φυσικό, και στην κατοχή και επίδειξη αντικειμένων γοήτρου. Τα ανακτορικά εργαστήρια επιδίδονταν δραστικά στην παραγωγή τους. Οι εμπορικές συναλλαγές δι' αντιπραγματισμού θα ήταν η άλλη οδός για την απόκτηση ξεχωριστών έργων, ιδίως όσων θεωρούνταν «εξωτικά» και «curiosa».
Μια τρίτη πρακτική, παραπληρωματική των δύο άλλων, που τη γνωρίζουμε καλά την εποχή αυτή από τον κόσμο της Ανατολής και της Αιγύπτου, ήταν η ανταλλαγή δώρων, ιδίως σε επίπεδο αυλικό. Κι ίσως με αυτό τον τρόπο να κατέληξαν, λόγου χάρη, στους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών και σε κάποιους θολωτούς της Πελοποννήσου ορισμένα περίτεχνα μινωικά αντικείμενα. Αν έχουν έτσι τα πράγματα, οι ανταλλαγές δώρων ανάμεσα στους ισχυρούς της Κρήτης κι εκείνους των Κυκλάδων ή της μυκηναϊκής Ελλάδας, που η ροή τους θα ενισχύθηκε πρόσθετα από ενδεχόμενες επιγαμίες, θύμιζαν, σε μικρή κλίμακα, ό,τι είχε προσλάβει τεράστιες διαστάσεις στα μεγάλα αυλικά μορφώματα Ανατολής και Αιγύπτου.
Στο δίκτυο των «διεθνών» αυτών ανταλλαγών, οι Μινωίτες, κι ύστερα οι Μυκηναίοι, δεν έμειναν αμέτοχοι. Τους βλέπουμε απεικονισμένους σε τάφους υψηλών αξιωματούχων της 18ης δυναστείας να προσκομίζουν πομπικά για τη βασίλισσα Χατσεψούτ, και κυρίως για τον φαραώ Τούθμοσι ΙΙΙ (1479-1426 π.Χ.) διάφορα δώρα (περίτεχνα ρυτά, αγγεία, υφάσματα κ.ά.). Ως επίσημοι απεσταλμένοι -ένα είδος πρεσβείας- δεν θα γύριζαν στις πατρίδες τους με άδεια χέρια, καθώς σύμφυτη με την έννοια του δώρου είναι αυτή του αντίδωρου. Η λαμπρή δωροφορία τους θα κινητοποιούσε ασφαλώς ανταποδοτικούς μηχανισμούς.
Oμως και, αντίδρομα, επίσημες αιγυπτιακές πρεσβείες θα έφθαναν κατά καιρούς στο Αιγαίο, ιδίως σε ανακτορικά κέντρα, προσκομίζοντας δώρα. Μια τέτοια πρεσβεία διπλωματικού/οικονομικού χαρακτήρα προς την Κρήτη (αιγυπτ. Kaftu) και την Πελοπόννησο (αιγυπτ. Tanaja) περιγράφεται στη βάση αγάλματος στον νεκρικό ναό του φαραώ Αμένοφι ΙΙΙ (1392-1355/54), στη δυτική Θήβα, όπου απαριθμούνται οι τόποι στάθμευσης των επίσημων απεσταλμένων (Αmnischa=Αμνισός, Kunuscha=Κνωσός, Mukanu=Μυκήνες κ.ά). Πολλά από τα αιγυπτιακά ιδιότυπα αγγεία, σκαραβαίοι και άλλα μικροτεχνήματα, που έρχονται στο φως στην Κρήτη και στη μυκηναϊκή Ελλάδα, αντιπροσωπεύουν πιθανότατα δώρα αμφίδρομων πρεσβειών.
Ορισμένα μάλιστα δηλώνουν απαραγνώριστα τη βασιλική τους ταυτότητα, όπως λόγου χάρη ο περίτεχνος αλαβάστρινος αμφορέας από τον Κατσαμπά της Κνωσού με τη δέλτο του φαραώ Τούθμοσι ΙΙΙ, αλλά και σκαραβαίοι, καθώς επίσης πλακίδια φαγεντιανής με τη δέλτο του φαραώ Αμένοφι ΙΙΙ ή της συζύγου του, της Τίι, από Κνωσό, Χανιά, Αγία Τριάδα και κυρίως από τις Μυκήνες. Εύλογα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι, ειδικότερα, όσα αιγυπτιακά τεχνήματα φέρουν τη δέλτο του Τούθμοσι ΙΙΙ (και της Τίι) ήταν μέρος των δώρων που προσκόμισαν οι απεσταλμένοι του σ' εκείνο το μνημονευόμενο στη βάση αγάλματός του αιγαιακό ταξίδι.
Στους κόλπους του μινωικού και μυκηναϊκού κόσμου η σημειολογία του δώρου, σε όλες τις εκφάνσεις του, λειτουργικές όσο και συμβολικές, δεν θα ήταν ουσιαστικά διαφορετική από ό,τι στα ομηρικά έπη. Με πολυσήμαντο τον ρόλο του στους κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας και παραδοσιακά θεσμοθετημένο, θα διέτρεχε το δώρο ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση, αν και οι σχετικές μαρτυρίες, όπως είδαμε, αφορούν την ελίτ της εποχής.
Η συσσώρευση πολύτιμων δώρων σε ιερά, ανάκτορα και επιφανή κτίσματα οδήγησε στη φύλαξη των «κειμηλίων» σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους - ένα είδος θησαυροφυλακίων. Για χρυσό του ιερού (ku-ru-so-jo i-je-ro-jo) μιλάει μια πινακίδα Γραμμικής Β από την Πύλο. Και από τα ανακτορικά αρχεία, της Πύλου πάλι, μαθαίνουμε για το ιερατικό αξίωμα της κλειδούχου (ka-ra-wi-po-ro= κλαFιφόρος, κληιφόρος), ονόματι Καρπαθία (Ka-pa-ti-ja), η οποία θα είχε σαν αποστολή τη φύλαξη των ιερών αναθημάτων, των δώρων (do-ra), όπως ήταν τα χρυσά αγγεία που καταχωρίσθηκαν στην πυλιακή πινακίδα PY Tn 316.