Αποτελεί τυπικό ναϊκό οικοδόμημα της ακμής της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής κατά τον 5ο αι. π.Χ. Μεταφέρθηκε πιθανότατα από τα Μεσόγεια και όχι από τις Αχαρνές, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Σήμερα σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση.
Ο κεντρικός τριγωνικός χώρος που σχηματίζεται μεταξύ της Μέσης Στοάς, της Παναθηναϊκής Οδού και της οδού που διατρέχει την ανατολική πλευρά της Αγοράς, με τα κτήρια τα αφιερωμένα στη λατρεία των θεών και τη διοίκηση της πόλης, απέκτησε νέα χρήση μετά την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αγοράς, την εποχή του Αυγούστου.
Έτσι ο χώρος καλύφθηκε ως
επί το πλείστον με ναϊκά οικοδομήματα που μεταφέρθηκαν από άλλα σημεία (Ναός του Άρεως, Βωμός Αγοραίου Διός, ΝΑ ναός, ΝΔ ναός), αλλά και με το ογκώδες Ωδείο του Αγρίππα.
Ο Ναός του Άρεως αναφέρεται από τον Παυσανία (1.8.4), ο οποίος όμως αγνοεί ότι το εν λόγω μνημείο μεταφέρθηκε εκεί από κάποιο άλλο σημείο. Το γεγονός αυτό έγινε κατανοητό όταν ανασκάφηκε ο χώρος το 1937. Ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη που ανήκουν στο ναό είχαν ήδη ανακαλυφθεί το 1931, με την αρχή των ανασκαφών της Αγοράς.
Από το ναό σώζεται μόνο ένα τμήμα της θεμελίωσης, στο ανατολικό άκρο του στερεοβάτη. Αποτελούνται από πωρόλιθους σε δεύτερη χρήση, τοποθετημένους πάνω σε μια στρώση σπασμένων λίθων. Κατά τα άλλα, το σχήμα του κτηρίου, όπως έχει αποκαλυφθεί από την ανασκαφή, υποδηλώνεται από την τομή που έγινε στο βράχο, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής του.
Πιθανότερη πλέον φαντάζει σήμερα η άποψη του Μανώλη Κορρέ που θέλει το ναό να έχει μεταφερθεί εκεί από τα Μεσόγεια, και συγκεκριμένα από την Παλλήνη (εκεί ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά).
Προφανώς, η μεταφορά του ναού και η αφιέρωσή του στον Άρη σχετίζεται με τη λατρεία της αυτοκρατορικής οικογένειας: ο εγγονός του Αυγούστου, ο Γάιος, ο οποίος ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην Ανατολή, λατρευόταν στην Ελλάδα με το προσωνύμιο «Νέος Άρης», όπως μαρτυρείται από επιγραφή του 2 μ.Χ., που πιθανόν να σχετίζεται με την επαναφιέρωση του ναού.
Η ταύτιση αυτή έδωσε αναμφισβήτητα ώθηση στη λατρεία του Άρη στην ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μαζί και με το γεγονός ότι μία από τις θεότητες που ο Αύγουστος ιδιαίτερα πρoώθησε στην ίδια τη Ρώμη ήταν ο Mars Ultor.
Η άποψη περί μεταφοράς βασίζεται στο γεγονός ότι σε πολλά από τα 200 σωζόμενα αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής (τα οποία είναι αναγνωρίσιμα χάρη στο χαρακτηριστικό πεντελικό μάρμαρο με φλέβες από γκρίζο-πρασινωπό χλωρίτη), που έχουν βρεθεί σε μεγάλη ακτίνα στο χώρο της Αγοράς, έχουν σωθεί χαραγμένα τεκτονικά σημεία, τα οποία καθοδηγούσαν τους κτίστες της Ρωμαϊκής περιόδου για τη θέση που έπρεπε να πάρουν κατά τη διάρκεια της επανασυναρμολόγησης του ναού (π.χ. ΑΡ = αριστερά, Ο = οπισθόδομος, Β = δεύτερη βαθμίδα του στερεοβάτη, Ε = ευθυντηρία κτλ.).
Από τα τέσσερα σωζόμενα τύμπανα κιόνων, το ένα βρέθηκε πλησίον του ναού, το δεύτερο στο νοτιοδυτικό άκρο της Αγοράς (σήμερα έχει ενσωματωθεί στον αναστηλωμένο βόρειο κίονα του πρόναου του Ηφαιστείου), ενώ άλλα δύο χρησιμοποιήθηκαν αργότερα ως μυλόπετρες.
Έχουν επίσης βρεθεί μέλη από κάθε μέρος του ναού (τρίγλυφα, κιονόκρανα, επιστύλιο, μαρμάρινες κεραμίδες κτλ.), που καθιστούν φανερό τόσο το σχέδιο, όσο και την τεχνοτροπία του ναού.
Στην ίδια περιοχή βρέθηκε και η σίμη του ναού του Ποσειδώνα από το Σούνιο. Φαίνεται πως μεταφέρθηκε εδώ προκειμένου να τοποθετηθεί στο ναό του Άρη.
Αναπαράσταση του ναού του Άρη: Ο ναός είναι ένα τυπικό δείγμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του γ΄ τετάρτου του 5ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με τον Dinsmoor αποτελεί ένα από τα τέσσερα σωζόμενα έργα του λεγόμενου «αρχιτέκτονα του Ηφαιστείου», και μάλιστα το τρίτο χρονολογικά, τοποθετημένο στην περίοδο 436-432 π.Χ., στο μέσο δηλαδή του «Περίκλειου » προγράμματος.
Οι άλλοι τρεις ναοί είναι, κατά σειρά ανέγερσης και πάντα σύμφωνα με τον Dinsmoor, το Ηφαιστείο (449-444 π.Χ.), ο ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο και ο υστερότερος, ο ναός της Νεμέσεως στο Ραμνούντα (432 π.Χ.). Ως προς το σχέδιο και την εκτέλεση της κατασκευής, ο ναός του Άρεως βρίσκεται εγγύτερα προς το Ηφαίστειο.
Πρόκειται για έναν εξάστυλο δωρικό ναό, διπλό εν παραστάσι, με πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Οι διαστάσεις του είναι: στο στερεοβάτη 17 × 0,36 μ., 15,88 × 34,71 μ. στο στυλοβάτη και στο ύψος της δωρικής ζωφόρου 14,51 × 34,04 μ.
Είχε 13 κίονες στη μακρά πλευρά, κατά τα πρότυπα των δωρικών κτηρίων της εποχής. Το ύψος των κιόνων έχει υπολογιστεί σε 6,02-6,20 μ. Το μεταξόνιο διάστημα ορίστηκε ως 2,68-2,69 μ., πλην του γωνιακού, το οποίο υπολογίζεται σε 2,48-2,49 μ.
Αν και το κάτω τμήμα των αετωμάτων είχε ενισχυθεί προκειμένου να τοποθετηθούν γλυπτά, δεν υπάρχει δείγμα ανάγλυφου γλυπτού διακόσμου στα σωζόμενα θραύσματα.
Πιθανόν να ανήκει στο ναό, ως ακρωτήριο, ένα αποσπασματικό μαρμάρινο γλυπτό, του οποίου τμήματα αποκαλύφθηκαν κατά τη διάνοιξη της τάφρου του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου, το 1891, αλλά και κατά τη διάρκεια των ανασκαφών, το 1951. Πρόκειται για άπτερο γυναικεία μορφή που κινείται προς το θεατή.
Ο Ναός του Άρεως καταστράφηκε το 267 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της επιδρομής των Ερούλων στην Αθήνα. Σημαντικά τμήματα της ανωδομής από πεντελικό μάρμαρο εντοιχίστηκαν στο υστερορωμαϊκό τείχος. Η καταστροφή του δεν υπήρξε πάντως ολοκληρωτική, καθώς ενσωματώθηκε εν μέρει στην υστερορωμαϊκή έπαυλη ή σε γυμνάσιο του 5ου αι. μ.Χ.
Η θεμελίωση του Βωμού του Άρεως, σε απόσταση περίπου 10 μ. μπροστά από την πρόσοψη του ναού του θεού, είναι το μόνο που σώζεται σήμερα από το μνημείο. Οι διαστάσεις της θεμελίωσης είναι 6,30 × 8,90 μ. Αποτελείται από πωρόλιθους σε δεύτερη χρήση.
Στο ανατολικό τμήμα της θεμελίωσης πατούσε ο βωμός, ενώ στο δυτικό υπήρχε κλίμακα. Τα αρχιτεκτονικά μέλη που σώζονται μαρτυρούν ότι ο βωμός, ο οποίος επίσης μεταφέρθηκε στην τελική του θέση μαζί με το ναό, χρονολογείται στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.
Ο Παυσανίας παραδίδει ονομαστικά ορισμένα από τα σημαντικότερα μνημεία που βρίσκονταν στην περιοχή του Ναού του Άρεως. Αναφέρεται καταρχάς στο λατρευτικό άγαλμα του θεού, που ήταν έργο του Αλκαμένη (5ος αι. π.Χ.), στην Αθηνά του Πάριου γλύπτη Λοκρού, στην Ενυώ, έργο των υιών του Πραξιτέλη (Κηφισόδοτου και Πραξιτέλη του νεότερου), και κυρίως στα δύο αγάλματα της θεάς Αφροδίτης.
Ένα μαρμάρινο άγαλμα γυναικείας μορφής, το οποίο βρέθηκε χτισμένο στο υστερορωμαϊκό τείχος απεικονίζει πιθανότατα τη θεά. Χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. και δεν αποκλείεται να προέρχεται από το Ναό του Άρεως.
Μια δεύτερη μορφή της θεάς ίσως επίσης να προέρχεται από τον ίδιο ναό Τέλος, και η Αθηνά η οποία αναφέρθηκε από τον Παυσανία έχει υποθετικά ταυτιστεί με θαυμάσιο κορμό του ύστερου 5ου αι. π.Χ. που βρέθηκε σε βυζαντινό κτήριο.
Ο Παυσανίας αναφέρεται επίσης σε μια σειρά αγαλμάτων και συμπλεγμάτων που πρέπει να είδε στο χώρο μεταξύ του ναού του Άρεως και του Ωδείου του Αγρίππα. Πρόκειται για τα αγάλματα του Ηρακλή, του Θησέα, του Απόλλωνα, του Καλάδη (άγνωστη μορφή σε εμας) και του Πινδάρου.
Πλησίον εκείνου του σημείου βρίσκονταν τα αγάλματα των τυραννοκτόνων, του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος. Γίνεται επίσης λόγος για τα αγάλματα των Αιγύπτιων βασιλέων (από τους οποίους κατονομάζονται ο Πτολεμαίος Λάγου ή Σωτήρ και ο Πτολεμαίος Φιλάδελφος με την αδελφή του Αρσινόη), του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, του Λυσιμάχου και του Πύρρου (χωρίς να διευκρινίζεται όμως αν τα δύο τελευταία βρίσκονταν στο ίδιο σημείο της Αγοράς ή σε άλλο σημείο της πόλης).
Περιττό να ειπωθεί ότι κανένα από τα έργα αυτά δεν έχει σωθεί ούτε ταυτιστεί με ακρίβεια με κάποιο από τα αναρίθμητα ρωμαϊκά αντίγραφα κλασικών και ελληνιστικών ελληνικών έργων. Εξαίρεση φυσικά αποτελεί το περίφημο σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων, του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος, δολοφόνων του τυράννου Ιππάρχου και πρώτων ηρώων της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Το έργο είχε αρχικά δημιουργηθεί από το γλύπτη Αντήνορα, κάποια στιγμή μετά το 510 π.Χ. και την εκδίωξη του τυράννου Ιππία. Το 480/479 π.Χ. όμως αφαιρέθηκε από τον Ξέρξη και μεταφέρθηκε στην Περσέπολη. Αντικαταστάθηκε άμεσα από ανάλογο σύμπλεγμα, έργο που ανατέθηκε στους γλύπτες Κριτία και Νησιώτη (477/476 π.Χ.).
Μετά την κατάληψη της περσικής πρωτεύουσας από το Μέγα Αλέξανδρο, το αρχικό σύμπλεγμα επέστρεψε στην Αθήνα, και στήθηκε μαζί με το νεότερο έργο. Στο χώρο ΝΑ του Ναού του Άρεως βρέθηκε τμήμα της βάση του βάθρου Βρισκόταν όμως ενσωματωμένο σε κτήριο της Οθωμανικής ή της Σύγχρονης περιόδου. Από το λεξικογράφο Τίμαιο μαθαίνουμε ότι το σύμπλεγμα ήταν τοποθετημένο στην ορχήστρα, η οποία τοποθετείται στο βόρειο τμήμα της Αγοράς.
Το σύμπλεγμα των τυραννοκτόνων σώζεται σε αντίγραφα. Ιδιαίτερη αξία έχουν τα πήλινα εκμαγεία τμημάτων του συμπλέγματος που προέρχονται από την έπαυλη του Αδριανού στο Tivoli. Φαίνεται πως ο φιλέλληνας αυτοκράτορας φρόντισε να δημιουργηθούν εκμαγεία για την αναπαραγωγή σε μάρμαρο του φημισμένου αυτού έργου.
Στο βόρειο τμήμα του ναού, γύρω από τη νοτιοανατολική γωνία του κτηρίου, είχε δημιουργηθεί μια εξέδρα πλάτους 6-8 μ., επί της οποίας βρέθηκαν αρκετά μέλη γλυπτών έργων, τα οποία όμως δεν ταυτίζονται με τα προαναφερθέντα. Πρόκειται για δεκάδες μορφές σε χαμηλό ανάγλυφο, που χρονολογούνται σε γενικές γραμμές στο τελευταίο γ΄ του 5ου αι. π.Χ. ΕΚ ΤΟΥ project.athens-agora.gr