Μάνθανε δή, Μουσαῖε, θυηπολίην περισέμνην,
εὐχήν, ἣ δή τοι προφερεστέρη ἐστὶν ἁπασέων.
Ζεῦ βασιλεῦ καὶ Γαῖα καὶ οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ
Ἠελίου, Μήνης θ’ ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα,
καὶ σύ, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαῖτα,
Ο Μουσαίος υπήρξε Έλληνας ποιητής κατά την αρχαιότητα , μαθητής του Ορφέα και κατά μερικούς αρχαίους συγγραφείς γιος του.
Σύμφωνα με τους Ευριπίδη και Παυσανία γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Αθήνα και πέθανε από βαθιά γεράματα και τάφηκε εκεί[ἔστι δὲ ἐντὸς τοῦ περιβόλου τοῦ ἀρχαίου τὸ Μουσεῖον ἀπαντικρὺ τῆς ἀκροπόλεως λόφος, ἔνθα Μουσαῖον ᾄδειν καὶ ἀποθανόντα γήρᾳ ταφῆναι λέγουσιν• ὕστερον δὲ καὶ μνῆμα [...]Παυσανία Αττικά], σύμφωνα και με τον Ηρόδοτο[[...]ὥστε ἀποπλησθῆναι τὸν χρησμὸν [...] καὶ Μουσαίῳ, [...] Ηροδότου, Ιστορίαι, Βιβλίο Η΄ [8,96]] ήταν και χρησμοθέτης[[...] νομήων. τὰ δὲ ἕτερα ἐκ Μουσαίου χρησμῶν μνημονεύουσι• καὶ γὰρ Ἀθηναίοισιν [...]Παυσανία Φωκικά, Λοκρών Οζόλων [10, 9]].
Ο Παυσανίας αμφισβητεί ότι το έργο "Ευμόλπια" είναι δικό του και αναφέρει ότι έγραψε μόνο τον ύμνο στην Δήμητρα Λυκομίδα[ἔγραψεν, ἐστὶ Μουσαῖος. ἐγὼ δὲ ἔπη μὲν ἐπελεξάμην, ἐν οἷς ἐστι πέτεσθαι Μουσαῖον ὑπὸ Βορέου δῶρον, δοκεῖν δέ μοι πεποίηκεν αὐτὰ Ὀνομάκριτος καὶ ἔστιν οὐδὲν Μουσαίου βεβαίως ὅτι μὴ μόνον ἐς Δήμητρα ὕμνος Λυκομίδαις.Παυσανία Αττικά].
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ήταν γιος του ίδιου του Ορφέα και τελετάρχης στα Ελευσίνια μυστήρια, την εποχή που ο Ηρακλής έλάβε μέρος στα Ελευσίνια λίγο πριν πραγματοποιήσει τον 11ο άθλο του[[...] πρὸς δὲ τοῦτον τὸν ἆθλον ὑπολαβὼν συνοίσειν αὑτῷ, παρῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μετέσχε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων, Μουσαίου τοῦ Ὀρφέως υἱοῦ τότε προεστηκότος τῆς τελετῆς...Διόδωρος Βιβλίο Δ΄[4,25]]. Το Λεξικό της Σούδας τον αναφέρει μαθητή του Ορφέα γιος του Αντίφημου και της Ελένης εγγονός του Εύφημου.[ Μουσαίος, Ελευσίνιος εξ Αθηνών, υιός του Αντιφήμου τον Εύφημου του Εκφάντου του Κερκυόνος, ον καταπολέμησεν ο Θησεύς και Ελένης γυναικός, εποποιός, μαθητής Όρφέως, μάλλον δε πρεσβύτερος- ήκμαζε γαρ κατά τον δεύτερον Κέκροπα, καί ίγραψεν ύποθήκας Ευμόλπω τω υίω, έπη δ' καί άλλα πλείστα]
Υπάρχει και ένας ορφικός ύμνος αφιερωμένος στον Μουσαίο, η "Ευχή προς Μουσαίον"[Μάνθανε δη, Μουσαίε, θυηπολίην περισέμνην ευχήν, η δη τοι προφερεστέρη εστίν απασέων. [...] ευμενέας έλθειν κεχαρημένον ήτορ έχοντας τήνδε θυηπολίην ίερήν σπονδήν τ΄ επί σεμνήν.Ευχή προς Μουσαίον].
Εὐχὴ πρὸς Μουσαῖον
Μάνθανε δή, Μουσαῖε, θυηπολίην περισέμνην,
εὐχήν, ἣ δή τοι προφερεστέρη ἐστὶν ἁπασέων.
Ζεῦ βασιλεῦ καὶ Γαῖα καὶ οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ
Ἠελίου, Μήνης θ’ ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα,
καὶ σύ, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαῖτα, 5
Φερσεφόνη θ’ ἁγνὴ Δημήτηρ τ’ ἀγλαόκαρπε
Ἄρτεμί τ’ ἰοχέαιρα, κόρη, καὶ ἤιε Φοῖβε,
ὃς Δελφῶν ναίεις ἱερὸν πέδον• ὅς τε μεγίστας
τιμὰς ἐν μακάρεσσιν ἔχεις, Διόνυσε χορευτά•
Ἆρές τ’ ὀμβριμόθυμε καὶ Ἡφαίστου μένος ἁγνὸν 10
ἀφρογενής τε θεά, μεγαλώνυμα δῶρα λαχοῦσα•
καὶ σύ, καταχθονίων βασιλεῦ, μέγ’ ὑπείροχε δαῖμον•
Ἥβη τ’ Εἰλείθυια καὶ Ἡρακλέος μένος ἠύ,
καὶ τὸ Δικαιοσύνης τε καὶ Εὐσεβίης μέγ’ ὄνειαρ
κικλήσκω Νύμφας τε κλυτὰς καὶ Πᾶνα μέγιστον 15
Ἥρην τ’, αἰγιόχοιο Διὸς θαλερὴν παράκοιτιν•
Μνημοσύνην τ’ ἐρατὴν Μούσας τ’ ἐπικέκλομαι ἁγνὰς
ἐννέα καὶ Χάριτάς τε καὶ Ὥρας ἠδ’ Ἐνιαυτὸν
Λητώ τ’ εὐπλόκαμον θείην σεμνήν τε Διώνην
Κουρῆτάς τ’ ἐνόπλους Κορύβαντάς τ’ ἠδὲ Καβείρους 20
καὶ μεγάλους Σωτῆρας ὁμοῦ, Διὸς ἄφθιτα τέκνα,
Ἰδαίους τε θεοὺς ἠδ’ ἄγγελον οὐρανιώνων,
Ἑρμείαν κήρυκα, Θέμιν θ’, ἱεροσκόπον ἀνδρῶν,
Νύκτα τε πρεσβίστην καλέω καὶ φωσφόρον Ἦμαρ,
Πίστιν τ’ ἠδὲ Δίκην καὶ ἀμύμονα Θεσμοδότειραν, 25
Ῥείαν τ’ ἠδὲ Κρόνον καὶ Τηθὺα κυανόπεπλον
Ὠκεανόν τε μέγαν, σύν τ’ Ὠκεανοῖο θύγατρας
Ἄτλαντός τε καὶ Αἰῶνος μέγ’ ὑπείροχον ἰσχὺν
καὶ Χρόνον ἀέναον καὶ τὸ Στυγὸς ἀγλαὸν ὕδωρ
μειλιχίους τε θεούς, ἀγαθήν τ’ ἐπὶ τοῖσι Πρόνοιαν 30
Δαίμονά τ’ ἠγάθεον καὶ Δαίμονα πήμονα θνητῶν,
Δαίμονας οὐρανίους καὶ ἠερίους καὶ ἐνύδρους
καὶ χθονίους καὶ ὑποχθονίους ἠδ’ ἐμπυριφοίτους,
καὶ Σεμέλην Βάκχου τε συνευαστῆρας ἅπαντας,
Ἰνὼ Λευκοθέην τε Παλαίμονά τ’ ὀλβιοδώτην 35
Νίκην θ’ ἡδυέπειαν ἰδ’ Ἀδρήστειαν ἄνασσαν
καὶ βασιλῆα μέγαν Ἀσκληπιὸν ἠπιοδώτην,
Παλλάδα τ’ ἐγρεμάχην κούρην, Ἀνέμους τε πρόπαντας
καὶ Βροντὰς Κόσμου τε μέρη τετρακίονος αὐδῶ•
Μητέρα τ’ ἀθανάτων, Ἄττιν καὶ Μῆνα κικλήσκω 40
Οὐρανίην τε θεάν, σύν τ’ ἄμβροτον ἁγνὸν Ἄδωνιν
Ἀρχήν τ’ ἠδὲ Πέρας, — τὸ γὰρ ἔπλετο πᾶσι μέγιστον —
εὐμενέας ἐλθεῖν κεχαρημένον ἦτορ ἔχοντας
τήνδε θυηπολίην ἱερὴν σπονδήν τ’ ἐπὶ σεμνήν.
Λεγόταν ότι ο Μουσαίος καταγόταν από την Ελευσίνα ή ίσως και τη Θράκη. Ήταν γιος της Σελήνης ή Μήνης, ή κάποιας ονομαζόμενης Ελένης, η οποία όμως αναφέρεται και ως κόρη του. Πατέρας του ήταν ο Εύμολπος ή ο γιος του Εύμολπου ο Αντίφημος, που πρέπει να επινόησε το πολύμορφο άσμα· ή ο Θάμυρης ή ο Ορφέας.
Το Λεξικό της Σούδας τον αναφέρει ως γιο του Αντίφημου και της Ελένης, εγγονό του Εύφημου και μαθητή του Ορφέα.
Ευριπίδης και Παυσανίας αναφέρουν ότι ο Μουσαίος γεννήθηκε και έζησε όλη του τη ζωή στην Αθήνα, ότι τραγουδούσε στο Μουσείον, τον λόφο που βρίσκεται απέναντι από την Ακρόπολη, ότι πέθανε σε βαθιά γεράματα και τάφηκε εκεί· κατά άλλη εκδοχή πέθανε στο Φάληρο, όπου υπήρχε και ο τάφος του.
Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ήταν γιος του ίδιου του Ορφέα και τελετάρχης στα Ελευσίνια μυστήρια, την εποχή που ο Ηρακλής έλαβε μέρος στα Ελευσίνια λίγο πριν πραγματοποιήσει τον ενδέκατο άθλο του. Νυμφεύθηκε τη Δηιόππη και απέκτησαν ένα γιο, τον Εύμολπο. Ήταν ποιητής ασμάτων και επωδών, ο πρώτος, ίσως, που περιέγραψε τον Τρωικό πόλεμο, χρησμοθέτης σύμφωνα και με τον Ηρόδοτο.
Του αποδίδονταν ποιήματα με έμπνευση μυστικιστική, ωστόσο, ο Παυσανίας θεωρεί ότι το μόνο βέβαιο έργο του είναι ένας ύμνος στη Δήμητρα. Όπως και να έχει, θεωρούνταν μεγάλος μουσικός και ότι με τη μουσική του θεράπευε τους αρρώστους. Θεωρούνταν και μάντης και ότι είχε εισαγάγει στην Αττική τα Ελευσίνια μυστήρια.
1 έως 343
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (1-29)
Εἰπέ, θεά, κρυφίων ἐπιμάρτυρα λύχνον Ἐρώτων
καὶ νύχιον πλωτῆρα θαλασσοπόρων ὑμεναίων
καὶ γάμον ἀχλυόεντα, τὸν οὐκ ἴδεν ἄφθιτος Ἠώς,
καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον, ὅπῃ γάμον ἔννυχον Ἡροῦς
5 νηχόμενόν τε Λέανδρον ὁμοῦ καὶ λύχνον ἀκούω,
λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης,
Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην,
λύχνον, Ἔρωτος ἄγαλμα· τὸν ὤφελεν αἰθέριος Ζεὺς
ἐννύχιον μετ᾽ ἄεθλον ἄγειν ἐς ὁμήγυριν ἄστρων
10 καί μιν ἐπικλῆσαι νυμφοστόλον ἄστρον Ἐρώτων,
ὅττι πέλεν συνέριθος ἐρωμανέων ὀδυνάων,
ἀγγελίην δ᾽ ἐφύλαξεν ἀκοιμήτων ὑμεναίων,
πρὶν χαλεπαῖς πνοιῇσιν ἀήμεναι ἐχθρὸν ἀήτην.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι μέλποντι μίαν συνάειδε τελευτὴν
15 λύχνου σβεννυμένοιο καὶ ὀλλυμένοιο Λεάνδρου.
Σηστὸς ἔην καὶ Ἄβυδος ἐναντίον ἐγγύθι πόντου.
γείτονές εἰσι πόληες. Ἔρως δ᾽ ἑὰ τόξα τιταίνων
ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν
ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον. οὔνομα δ᾽ αὐτῶν
20 ἱμερόεις τε Λέανδρος ἔην καὶ παρθένος Ἡρώ.
ἡ μὲν Σηστὸν ἔναιεν, ὁ δὲ πτολίεθρον Ἀβύδου,
ἀμφοτέρων πολίων περικαλλέες ἀστέρες ἄμφω,
εἴκελοι ἀλλήλοισι. σὺ δ᾽, εἴ ποτε κεῖθι περήσεις,
δίζεό μοί τινα πύργον, ὅπῃ ποτὲ Σηστιὰς Ἡρὼ
25 ἵστατο λύχνον ἔχουσα καὶ ἡγεμόνευε Λεάνδρῳ·
δίζεο δ᾽ ἀρχαίης ἁλιηχέα πορθμὸν Ἀβύδου
εἰσέτι που κλαίοντα μόρον καὶ ἔρωτα Λεάνδρου.
ἀλλὰ πόθεν Λείανδρος Ἀβυδόθι δώματα ναίων
Ἡροῦς εἰς πόθον ἦλθε, πόθῳ δ᾽ ἐνέδησε καὶ αὐτήν;
Σ. Μενάρδος
Πες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες,
της νύκτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει,
τον γάμο πες τον σκοτεινό, που δεν είδ᾽ η Αυγούλα,
και την Σηστό, που της Ηρώς ενυκτογίνη ο γάμος.
5Να κολυμπάει τον Λέανδρον ακούω και μαζί του
τον λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,
τον καλεστή και στολιστή της νυκτοπαντρεμένης
τον λύχνο, τ᾽ αναγάλιασμα των δυων αγαπημένων.
Για τα νυκτέρια του έπρεπε μες στ᾽ άστρα να τον πάρει
10ο άγιος θεός και να τον πει «τ᾽ αστέρι των ερώτων»·
τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήτον
και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου
προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του.
Έλα, θεά, τραγούδα μου, να πούμε το ᾽να τέλος
15του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.
Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν
κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως
και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα
και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι.
20Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.
Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον·
άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες·
άστρα πανόμοια. Μόν᾽ εσύ αν τύχει και περάσεις,
ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο
25στεκόταν και τον Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε·
ζήτα τ᾽ ολόβογκο στενό της προτινής Αβύδου.
Ακόμα μπορεί την θανή να κλαίει του Λεάνδρου!
Μα τώρα πώς ο Λέανδρος από την Άβυδό του
στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (30-54)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
30Ἡρὼ μὲν χαρίεσσα διοτρεφὲς αἷμα λαχοῦσα
Κύπριδος ἦν ἱέρεια· γάμων δ᾽ ἀδίδακτος ἐοῦσα
πύργον ἀπὸ προγόνων παρὰ γείτονι ναῖε θαλάσσῃ,
ἄλλη Κύπρις ἄνασσα. σαοφροσύνῃ δὲ καὶ αἰδοῖ
οὐδέποτ᾽ ἀγρομένῃσι συνωμίλησε γυναιξὶν
35 οὐδὲ χορὸν χαρίεντα μετήλυθεν ἥλικος ἥβης
μῶμον ἀλευομένη ζηλήμονα θηλυτεράων,
—καὶ γὰρ ἐπ᾽ ἀγλαΐῃ ζηλήμονές εἰσι γυναῖκες—
ἀλλ᾽ αἰεὶ Κυθέρειαν ἱλασκομένη Ἀφροδίτην
πολλάκι καὶ τὸν Ἔρωτα παρηγορέεσκε θυηλαῖς
40 μητρὶ σὺν οὐρανίῃ φλογερὴν τρομέουσα φαρέτρην.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἀλέεινε πυριπνείοντας ὀιστούς.
Δὴ γὰρ Κυπριδίη πανδήμιος ἦλθεν ἑορτή,
τὴν ἀνὰ Σηστὸν ἄγουσιν Ἀδώνιδι καὶ Κυθερείῃ.
πασσυδίῃ δ᾽ ἔσπευδον ἐς ἱερὸν ἦμαρ ἱκέσθαι,
45 ὅσσοι ναιετάασκον ἁλιστεφέων σφυρὰ νήσων,
οἱ μὲν ἀφ᾽ Αἱμονίης, οἱ δ᾽ εἰναλίης ἀπὸ Κύπρου·
οὐδὲ γυνή τις ἔμιμνεν ἀνὰ πτολίεθρα Κυθήρων,
οὐ Λιβάνου θυόεντος ἐνὶ πτερύγεσσι χορεύων,
οὐδὲ περικτιόνων τις ἐλείπετο τῆμος ἑορτῆς,
50 οὐ Φρυγίης ναέτης, οὐ γείτονος ἀστὸς Ἀβύδου,
οὐδέ τις ἠιθέων φιλοπάρθενος. ἦ γὰρ ἐκεῖνοι
αἰὲν ὁμαρτήσαντες, ὅπῃ φάτις ἐστὶν ἑορτῆς,
οὐ τόσον ἀθανάτοισιν ἄγειν σπεύδουσι θυηλάς,
ὅσσον ἀγειρομένων διὰ κάλλεα παρθενικάων.
Σ. Μενάρδος
30Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα,
και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον·
και σ᾽ έναν πύργον έμενε μακριά των γονικών της,
γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη.
Από ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ᾽ άλλες γυναίκες,
35ούτ᾽ έστησε χορό όμορφο με τες συνήλικές της,
να λείπει από την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια·
τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες.
Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη
κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε
40τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο.
Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του.
Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη·
μες στην Σηστό στην χάρη της εκάμναν πανηγύρι
και από παντού πιον έτρεχαν στην άγια μέρα νά ᾽ρθουν
45όσοι τ᾽ αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν·
κι από την Ήπειρον αυτοί κι από την Κύπρο εκείνοι·
γυναίκα μια δεν έμεινε στον βράχο των Κυθήρων
και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια επάνω·
κι από γειτόνους στην γιορτή δεν έλειψε κανένας
50από την Άβυδο κοντά, μηδ᾽ από την Φρυγία,
μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παλληκάρι.
Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι
όχι τόσο τα πρόσφορα να παν εις τους αγίους,
όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (55-85)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
55Ἡ δὲ θεῆς ἀνὰ νηὸν ἐπῴχετο παρθένος Ἡρὼ
μαρμαρυγὴν χαρίεσσαν ἀπαστράπτουσα προσώπου
οἷά τε λευκοπάρῃος ἐπαντέλλουσα Σελήνη.
ἄκρα δὲ χιονέης φοινίσσετο κύκλα παρειῆς
ὡς ῥόδον ἐκ καλύκων διδυμόχροον. ἦ τάχα φαίης
60 Ἡροῦς ἐν μελέεσσι ῥόδων λειμῶνα φανῆναι·
χροιὴ γὰρ μελέων ἐρυθαίνετο, νισσομένης δὲ
καὶ ῥόδα λευκοχίτωνος ὑπὸ σφυρὰ λάμπετο κούρης.
πολλαὶ δ᾽ ἐκ μελέων χάριτες ῥέον. οἱ δὲ παλαιοὶ
τρεῖς Χάριτας ψεύσαντο πεφυκέναι· εἷς δέ τις Ἡροῦς
65 ὀφθαλμὸς γελόων ἑκατὸν Χαρίτεσσι τεθήλει.
ἀτρεκέως ἱέρειαν ἐπάξιον εὕρατο Κύπρις.
Ὣς ἡ μὲν περὶ πολλὸν ἀριστεύουσα γυναικῶν,
Κύπριδος ἀρήτειρα, νέη διεφαίνετο Κύπρις.
δύσατο δ᾽ ἠιθέων ἁπαλὰς φρένας οὐδέ τις αὐτῶν
70 ἦεν, ὃς οὐ μενέαινεν ἔχειν ὁμοδέμνιον Ἡρώ.
ἡ δ᾽ ἄρα, καλλιθέμεθλον ὅπῃ κατὰ νηὸν ἀλᾶτο,
ἑσπόμενον νόον εἶχε καὶ ὄμματα καὶ φρένας ἀνδρῶν.
καί τις ἐν ἠιθέοισιν ἐθαύμασε καὶ φάτο μῦθον·
«καὶ Σπάρτης ἐπέβην, Λακεδαίμονος ἔδρακον ἄστρον,
75 ἧχι μόθον καὶ ἄεθλον ἀκούομεν ἀγλαϊάων·
τοίην δ᾽ οὔ ποτ᾽ ὄπωπα νέην ἰδανήν θ᾽ ἁπαλήν τε.
ἦ τάχα Κύπρις ἔχει Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων.
παπταίνων ἐμόγησα, κόρον δ᾽ οὐχ εὗρον ὀπωπῆς.
αὐτίκα τεθναίην λεχέων ἐπιβήμενος Ἡροῦς.
80 οὐκ ἂν ἐγὼ κατ᾽ Ὄλυμπον ἐφιμείρω θεὸς εἶναι
ἡμετέρην παράκοιτιν ἔχων ἐνὶ δώμασιν Ἡρώ.
εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέοικε τεὴν ἱέρειαν ἀφάσσειν,
τοίην μοι, Κυθέρεια, νέην παράκοιτιν ὀπάσσαις.»
τοῖα μὲν ἠιθέων τις ἐφώνεεν. ἄλλοτε δ᾽ ἄλλος
85 ἕλκος ὑποκλέπτων ἐπεμήνατο κάλλεϊ κούρης.
Σ. Μενάρδος
55Και νά σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει
κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη,
καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει·
και τα χιονάτα μάγουλα εροδοκοκκινίζαν
σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοικτο και δίχρο·
60και θα ᾽λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη
τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της
οι φτέρνες ρόδ᾽ ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης·
και μύριες χάρες έτρεχαν απ᾽ όλα της τα μέλη·
τι ψέματα είπαν οι παλαιοί πως τρεις οι Χάρες είναι·
65κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα!
Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.
Έτσι ο ανθός της ομορφιάς, το παίνεμα της νιότης,
της Αφροδίτης καλογριά, άλλη Αφροδίτη εφάνη·
κι εχώθη στων παλληκαριών τες άπραγες καρδιές τους·
70και ποιός δεν μυριορέγετο γυναίκα να την έχει;
Όπου κινάει στην εκκλησιά την καλοθεμελιούσαν,
καρδιές και μάτια των ανδρών και νους ακολουθούσαν.
Κι ένας μικρός κι ελεύθερος εθαύμαζε κι ελάλει·
«Και μες στην Σπάρτην έκαμα τρεις χρόνους και τρεις μήνες
75που πανηγύρι ακούομε των ομορφιών πως είναι,
μα τέτοια νια δεν έχω δει, δε γνώρισα ποτέ μου.
Καμιάν από τες Χάριτες η Αφροδίτη θα ᾽χει·
να καμαρώνω απόστασα, μα χορτασιά δεν ήβρα·
Καλέ, ας πεθάνω μονομιάς, καθώς την αγκαλιάσω.
80Μη σώσω κι αν θέλω θεός στον Όλυμπο εγώ να ᾽μαι
γυναίκα μου άμα την Ηρώ την έχω στην αυλή μου.
Μ᾽ αφού δικήν σου καλογριά δεν γίνεται ν᾽ αγγίσω,
Παφίτισσά μου, τέτοιαν νια σύντροφο χάρισέ μου».
Αυτά ένας μικρός τα ᾽λεγε· κι άλλοθεν άλλος πάλι
85εκαρδιοσφάζετο άλαλος από τες ομορφιές της.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (86-127)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Αἰνοπαθὲς Λείανδρε, σὺ δ᾽, ὡς ἴδες εὐκλέα κούρην,
οὐκ ἔθελες κρυφίοισι κατατρύχειν φρένα κέντροις,
ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς
οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς.
90 σὺν βλεφάρων δ᾽ ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων
καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ.
κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς
ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ.
ὀφθαλμὸς δ᾽ ὁδός ἐστιν· ἀπ᾽ ὀφθαλμοῖο βολάων
95 κάλλος ὀλισθαίνει καὶ ἐπὶ φρένας ἀνδρὸς ὁδεύει.
εἷλε δέ μιν τότε θάμβος, ἀναιδείη, τρόμος, αἰδώς.
ἔτρεμε μὲν κραδίην, αἰδὼς δέ μιν εἶχεν ἁλῶναι
θάμβεε δ᾽ εἶδος ἄριστον, ἔρως δ᾽ ἀπενόσφισεν αἰδῶ.
θαρσαλέως δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ἀναιδείην ἀγαπάζων
100 ἠρέμα ποσσὶν ἔβαινε καὶ ἀντίος ἵστατο κούρης.
λοξὰ δ᾽ ὀπιπεύων δολερὰς ἐλέλιζεν ὀπωπὰς
νεύμασιν ἀφθόγγοισι παραπλάζων φρένα κούρης.
αὐτὴ δ᾽, ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου,
χαῖρεν ἐπ᾽ ἀγλαΐῃσιν· ἐν ἡσυχίῃ δὲ καὶ αὐτὴ
105 πολλάκις ἱμερόεσσαν ἑὴν ἐπέκυψεν ὀπωπὴν
νεύμασι λαθριδίοισιν ἐπαγγέλλουσα Λεάνδρῳ
καὶ πάλιν ἀντέκλινεν. ὁ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἰάνθη,
ὅττι πόθον συνέηκε καὶ οὐκ ἀπεσείσατο κούρη.
Ὄφρα μὲν οὖν Λείανδρος ἐδίζετο λάθριον ὥρην,
110 φέγγος ἀναστείλασα κατήιεν εἰς δύσιν Ἠώς,
ἐκ περάτης δ᾽ ἀνέτελλε βαθύσκιος Ἕσπερος ἀστήρ.
αὐτὰρ ὁ θαρσαλέως μετεκίαθεν ἐγγύθι κούρης,
ὡς ἴδε κυανόπεπλον ἐπιθρῴσκουσαν ὀμίχλην.
ἠρέμα δὲ θλίβων ῥοδοειδέα δάκτυλα κούρης
115 βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον. ἡ δὲ σιωπῇ
οἷά τε χωομένη ῥοδέην ἐξέσπασε χεῖρα.
ὡς δ᾽ ἐρατῆς ἐνόησε χαλίφρονα νεύματα κούρης,
θαρσαλέῃ παλάμῃ πολυδαίδαλον εἷλκε χιτῶνα
ἔσχατα τιμήεντος ἄγων ἐπὶ κεύθεα νηοῦ.
120 ὀκναλέοις δὲ πόδεσσιν ἐφέσπετο παρθένος Ἡρώ,
οἷά περ οὐκ ἐθέλουσα, τόσην δ᾽ ἀνενείκατο φωνὴν
θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ·
«Ξεῖνε, τί μαργαίνεις; τί με, δύσμορε, παρθένον ἕλκεις;
ἄλλην δεῦρο κέλευθον, ἐμὸν δ᾽ ἀπόλειπε χιτῶνα.
125 μῆνιν ἐμῶν ἀλέεινε πολυκτεάνων γενετήρων.
Κύπριδος οὐκ ἐπέοικε θεῆς ἱέρειαν ἀφάσσειν,
παρθενικῆς ἐπὶ λέκτρον ἀμήχανόν ἐστιν ἱκέσθαι.»
Σ. Μενάρδος
Συ μόνο, άμοιρε Λέανδρε, την ζηλεμένη ως είδες,
δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά την φρένα·
και μια που πήρες έξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,
χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.
90Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,
κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·
τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης
βαθύτερ᾽ από τ᾽ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·
το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ᾽ ανάβλεμμά της
95η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,
έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχε
κι εθάμπωνέ τον η ομορφιά, μα συνεπήρ᾽ ο Έρως
την συστολή κι ολόθαρρος μεμιάς αποδιαντράπη.
100Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,
λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζει
με τ᾽ άφωνα γνεψίματα να την εξελογιάσει.
Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,
πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια
105κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάτα
με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει
και πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζει
πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.
Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,
110το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,
και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.
Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα
σαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζει
και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης
115βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνη
σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι
Ο νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,
θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχο
και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.
120Με στανικό πόδ᾽ η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,
σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,
με λόγια κορασίσιμα για να τον αποπάρει·
«Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις·
σύρ᾽ άλλον δρόμον κι άφησ᾽ μου, κακόμοιρε, το ρούχο·
125πρόσεχε μήπως θυμωθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί μου.
Καλόγρια της Παφίτισσας δεν σου περνά ν᾽ αγγίσεις·
για να πειράξεις κορασιάν, είσαι μικρός και λίγος».
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Αρχαίο κείμενο και Νεοελληνική απόδοση από : Σίμος Μενάρδος. 1924. Στέφανος. Αθήνα: Ι.Ν. Σιδέρης.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (1-29)
Εἰπέ, θεά, κρυφίων ἐπιμάρτυρα λύχνον Ἐρώτων
καὶ νύχιον πλωτῆρα θαλασσοπόρων ὑμεναίων
καὶ γάμον ἀχλυόεντα, τὸν οὐκ ἴδεν ἄφθιτος Ἠώς,
καὶ Σηστὸν καὶ Ἄβυδον, ὅπῃ γάμον ἔννυχον Ἡροῦς
5 νηχόμενόν τε Λέανδρον ὁμοῦ καὶ λύχνον ἀκούω,
λύχνον ἀπαγγέλλοντα διακτορίην Ἀφροδίτης,
Ἡροῦς νυκτιγάμοιο γαμοστόλον ἀγγελιώτην,
λύχνον, Ἔρωτος ἄγαλμα· τὸν ὤφελεν αἰθέριος Ζεὺς
ἐννύχιον μετ᾽ ἄεθλον ἄγειν ἐς ὁμήγυριν ἄστρων
10 καί μιν ἐπικλῆσαι νυμφοστόλον ἄστρον Ἐρώτων,
ὅττι πέλεν συνέριθος ἐρωμανέων ὀδυνάων,
ἀγγελίην δ᾽ ἐφύλαξεν ἀκοιμήτων ὑμεναίων,
πρὶν χαλεπαῖς πνοιῇσιν ἀήμεναι ἐχθρὸν ἀήτην.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι μέλποντι μίαν συνάειδε τελευτὴν
15 λύχνου σβεννυμένοιο καὶ ὀλλυμένοιο Λεάνδρου.
Σηστὸς ἔην καὶ Ἄβυδος ἐναντίον ἐγγύθι πόντου.
γείτονές εἰσι πόληες. Ἔρως δ᾽ ἑὰ τόξα τιταίνων
ἀμφοτέραις πολίεσσιν ἕνα ξύνωσεν ὀιστόν
ἠίθεον φλέξας καὶ παρθένον. οὔνομα δ᾽ αὐτῶν
20 ἱμερόεις τε Λέανδρος ἔην καὶ παρθένος Ἡρώ.
ἡ μὲν Σηστὸν ἔναιεν, ὁ δὲ πτολίεθρον Ἀβύδου,
ἀμφοτέρων πολίων περικαλλέες ἀστέρες ἄμφω,
εἴκελοι ἀλλήλοισι. σὺ δ᾽, εἴ ποτε κεῖθι περήσεις,
δίζεό μοί τινα πύργον, ὅπῃ ποτὲ Σηστιὰς Ἡρὼ
25 ἵστατο λύχνον ἔχουσα καὶ ἡγεμόνευε Λεάνδρῳ·
δίζεο δ᾽ ἀρχαίης ἁλιηχέα πορθμὸν Ἀβύδου
εἰσέτι που κλαίοντα μόρον καὶ ἔρωτα Λεάνδρου.
ἀλλὰ πόθεν Λείανδρος Ἀβυδόθι δώματα ναίων
Ἡροῦς εἰς πόθον ἦλθε, πόθῳ δ᾽ ἐνέδησε καὶ αὐτήν;
Σ. Μενάρδος
Πες μου τον λύχνο, δέσποινα, που είδε κρυφές αγάπες,
της νύκτας τον κολυμπητή, που για γαμπρός πρυμίζει,
τον γάμο πες τον σκοτεινό, που δεν είδ᾽ η Αυγούλα,
και την Σηστό, που της Ηρώς ενυκτογίνη ο γάμος.
5Να κολυμπάει τον Λέανδρον ακούω και μαζί του
τον λύχνο τα μηνύματα να λέει της Αφροδίτης,
τον καλεστή και στολιστή της νυκτοπαντρεμένης
τον λύχνο, τ᾽ αναγάλιασμα των δυων αγαπημένων.
Για τα νυκτέρια του έπρεπε μες στ᾽ άστρα να τον πάρει
10ο άγιος θεός και να τον πει «τ᾽ αστέρι των ερώτων»·
τι στης αγάπης τους καημούς κι αυτός σύντροφος ήτον
και φύλαξε το μυστικό του γάμου του ακοιμήτου
προτού φυσήξει ο άνεμος την άπονη πνοή του.
Έλα, θεά, τραγούδα μου, να πούμε το ᾽να τέλος
15του λυχναριού που απόσβησε και του παιδιού που εχάθη.
Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν
κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως
και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα
και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι.
20Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.
Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον·
άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες·
άστρα πανόμοια. Μόν᾽ εσύ αν τύχει και περάσεις,
ζήτα μου ένα γερόπυργο, που έναν καιρό με λύχνο
25στεκόταν και τον Λέανδρον η Ηρώ ξεπροβοδούσε·
ζήτα τ᾽ ολόβογκο στενό της προτινής Αβύδου.
Ακόμα μπορεί την θανή να κλαίει του Λεάνδρου!
Μα τώρα πώς ο Λέανδρος από την Άβυδό του
στον πόθον ήρθε της Ηρώς κι αυτή στον πόθο εδέθη;
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (30-54)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
30Ἡρὼ μὲν χαρίεσσα διοτρεφὲς αἷμα λαχοῦσα
Κύπριδος ἦν ἱέρεια· γάμων δ᾽ ἀδίδακτος ἐοῦσα
πύργον ἀπὸ προγόνων παρὰ γείτονι ναῖε θαλάσσῃ,
ἄλλη Κύπρις ἄνασσα. σαοφροσύνῃ δὲ καὶ αἰδοῖ
οὐδέποτ᾽ ἀγρομένῃσι συνωμίλησε γυναιξὶν
35 οὐδὲ χορὸν χαρίεντα μετήλυθεν ἥλικος ἥβης
μῶμον ἀλευομένη ζηλήμονα θηλυτεράων,
—καὶ γὰρ ἐπ᾽ ἀγλαΐῃ ζηλήμονές εἰσι γυναῖκες—
ἀλλ᾽ αἰεὶ Κυθέρειαν ἱλασκομένη Ἀφροδίτην
πολλάκι καὶ τὸν Ἔρωτα παρηγορέεσκε θυηλαῖς
40 μητρὶ σὺν οὐρανίῃ φλογερὴν τρομέουσα φαρέτρην.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἀλέεινε πυριπνείοντας ὀιστούς.
Δὴ γὰρ Κυπριδίη πανδήμιος ἦλθεν ἑορτή,
τὴν ἀνὰ Σηστὸν ἄγουσιν Ἀδώνιδι καὶ Κυθερείῃ.
πασσυδίῃ δ᾽ ἔσπευδον ἐς ἱερὸν ἦμαρ ἱκέσθαι,
45 ὅσσοι ναιετάασκον ἁλιστεφέων σφυρὰ νήσων,
οἱ μὲν ἀφ᾽ Αἱμονίης, οἱ δ᾽ εἰναλίης ἀπὸ Κύπρου·
οὐδὲ γυνή τις ἔμιμνεν ἀνὰ πτολίεθρα Κυθήρων,
οὐ Λιβάνου θυόεντος ἐνὶ πτερύγεσσι χορεύων,
οὐδὲ περικτιόνων τις ἐλείπετο τῆμος ἑορτῆς,
50 οὐ Φρυγίης ναέτης, οὐ γείτονος ἀστὸς Ἀβύδου,
οὐδέ τις ἠιθέων φιλοπάρθενος. ἦ γὰρ ἐκεῖνοι
αἰὲν ὁμαρτήσαντες, ὅπῃ φάτις ἐστὶν ἑορτῆς,
οὐ τόσον ἀθανάτοισιν ἄγειν σπεύδουσι θυηλάς,
ὅσσον ἀγειρομένων διὰ κάλλεα παρθενικάων.
Σ. Μενάρδος
30Ήτον πεντάμορφη η Ηρώ κι ήτο βασιλοπούλα,
και κορασιά λειτούργισσα της Αφροδίτης ήτον·
και σ᾽ έναν πύργον έμενε μακριά των γονικών της,
γειτόνισσα της θάλασσας, άλλη θεά Αφροδίτη.
Από ντροπή δεν έσμιγε ποτέ μ᾽ άλλες γυναίκες,
35ούτ᾽ έστησε χορό όμορφο με τες συνήλικές της,
να λείπει από την θηλυκή γλωσσοφαγιά και ζήλια·
τι είναι για κάλλη κι ομορφιές ζηλιάρες οι γυναίκες.
Συχνά την μεγαλόχαρην εδόξαζε Αφροδίτη
κι έταζε και στον Έρωτα και τον καλοκρατούσε
40τι με την μάνα του έτρεμε το φλογερό του τόξο.
Μα πάλι δεν εξέφυγε τα πυροκάλαμά του.
Της Αφροδίτης μια φοράν ήρθε γιορτή μεγάλη·
μες στην Σηστό στην χάρη της εκάμναν πανηγύρι
και από παντού πιον έτρεχαν στην άγια μέρα νά ᾽ρθουν
45όσοι τ᾽ αφροστεφάνωτα νησάκια εκατοικούσαν·
κι από την Ήπειρον αυτοί κι από την Κύπρο εκείνοι·
γυναίκα μια δεν έμεινε στον βράχο των Κυθήρων
και στου Λιβάνου ούτε ψυχή τα κορφοβούνια επάνω·
κι από γειτόνους στην γιορτή δεν έλειψε κανένας
50από την Άβυδο κοντά, μηδ᾽ από την Φρυγία,
μηδέ και γυναικάρεσκο κανένα παλληκάρι.
Θωρείς εκείνοι, όπου ακουστεί γιορτή, είναι πάντα πρώτοι
όχι τόσο τα πρόσφορα να παν εις τους αγίους,
όσο για των ομορφονιών τα μαζωμένα κάλλη.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (55-85)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
55Ἡ δὲ θεῆς ἀνὰ νηὸν ἐπῴχετο παρθένος Ἡρὼ
μαρμαρυγὴν χαρίεσσαν ἀπαστράπτουσα προσώπου
οἷά τε λευκοπάρῃος ἐπαντέλλουσα Σελήνη.
ἄκρα δὲ χιονέης φοινίσσετο κύκλα παρειῆς
ὡς ῥόδον ἐκ καλύκων διδυμόχροον. ἦ τάχα φαίης
60 Ἡροῦς ἐν μελέεσσι ῥόδων λειμῶνα φανῆναι·
χροιὴ γὰρ μελέων ἐρυθαίνετο, νισσομένης δὲ
καὶ ῥόδα λευκοχίτωνος ὑπὸ σφυρὰ λάμπετο κούρης.
πολλαὶ δ᾽ ἐκ μελέων χάριτες ῥέον. οἱ δὲ παλαιοὶ
τρεῖς Χάριτας ψεύσαντο πεφυκέναι· εἷς δέ τις Ἡροῦς
65 ὀφθαλμὸς γελόων ἑκατὸν Χαρίτεσσι τεθήλει.
ἀτρεκέως ἱέρειαν ἐπάξιον εὕρατο Κύπρις.
Ὣς ἡ μὲν περὶ πολλὸν ἀριστεύουσα γυναικῶν,
Κύπριδος ἀρήτειρα, νέη διεφαίνετο Κύπρις.
δύσατο δ᾽ ἠιθέων ἁπαλὰς φρένας οὐδέ τις αὐτῶν
70 ἦεν, ὃς οὐ μενέαινεν ἔχειν ὁμοδέμνιον Ἡρώ.
ἡ δ᾽ ἄρα, καλλιθέμεθλον ὅπῃ κατὰ νηὸν ἀλᾶτο,
ἑσπόμενον νόον εἶχε καὶ ὄμματα καὶ φρένας ἀνδρῶν.
καί τις ἐν ἠιθέοισιν ἐθαύμασε καὶ φάτο μῦθον·
«καὶ Σπάρτης ἐπέβην, Λακεδαίμονος ἔδρακον ἄστρον,
75 ἧχι μόθον καὶ ἄεθλον ἀκούομεν ἀγλαϊάων·
τοίην δ᾽ οὔ ποτ᾽ ὄπωπα νέην ἰδανήν θ᾽ ἁπαλήν τε.
ἦ τάχα Κύπρις ἔχει Χαρίτων μίαν ὁπλοτεράων.
παπταίνων ἐμόγησα, κόρον δ᾽ οὐχ εὗρον ὀπωπῆς.
αὐτίκα τεθναίην λεχέων ἐπιβήμενος Ἡροῦς.
80 οὐκ ἂν ἐγὼ κατ᾽ Ὄλυμπον ἐφιμείρω θεὸς εἶναι
ἡμετέρην παράκοιτιν ἔχων ἐνὶ δώμασιν Ἡρώ.
εἰ δέ μοι οὐκ ἐπέοικε τεὴν ἱέρειαν ἀφάσσειν,
τοίην μοι, Κυθέρεια, νέην παράκοιτιν ὀπάσσαις.»
τοῖα μὲν ἠιθέων τις ἐφώνεεν. ἄλλοτε δ᾽ ἄλλος
85 ἕλκος ὑποκλέπτων ἐπεμήνατο κάλλεϊ κούρης.
Σ. Μενάρδος
55Και νά σου και στην εκκλησιάν η κόρη Ηρώ προβάλλει
κι άστραψε φως η όψη της η τρισχαριτωμένη,
καθώς την λευκοπρόσωπη Σελήνη που προβαίνει·
και τα χιονάτα μάγουλα εροδοκοκκινίζαν
σα ρόδο, σαν τριαντάφυλλον, ακράνοικτο και δίχρο·
60και θα ᾽λεγες πως ροδωνιά στα μέλη της εφάνη
τι ρόδιζε το χρώμα της και στο περπάτημά της
οι φτέρνες ρόδ᾽ ανέφαιναν της ασπροφόρας κόρης·
και μύριες χάρες έτρεχαν απ᾽ όλα της τα μέλη·
τι ψέματα είπαν οι παλαιοί πως τρεις οι Χάρες είναι·
65κάθε της μάτι γελαστό κι εκατό χάρες μέσα!
Η Αφροδίτη ταιριαστή λειτούργισσά της ήβρε.
Έτσι ο ανθός της ομορφιάς, το παίνεμα της νιότης,
της Αφροδίτης καλογριά, άλλη Αφροδίτη εφάνη·
κι εχώθη στων παλληκαριών τες άπραγες καρδιές τους·
70και ποιός δεν μυριορέγετο γυναίκα να την έχει;
Όπου κινάει στην εκκλησιά την καλοθεμελιούσαν,
καρδιές και μάτια των ανδρών και νους ακολουθούσαν.
Κι ένας μικρός κι ελεύθερος εθαύμαζε κι ελάλει·
«Και μες στην Σπάρτην έκαμα τρεις χρόνους και τρεις μήνες
75που πανηγύρι ακούομε των ομορφιών πως είναι,
μα τέτοια νια δεν έχω δει, δε γνώρισα ποτέ μου.
Καμιάν από τες Χάριτες η Αφροδίτη θα ᾽χει·
να καμαρώνω απόστασα, μα χορτασιά δεν ήβρα·
Καλέ, ας πεθάνω μονομιάς, καθώς την αγκαλιάσω.
80Μη σώσω κι αν θέλω θεός στον Όλυμπο εγώ να ᾽μαι
γυναίκα μου άμα την Ηρώ την έχω στην αυλή μου.
Μ᾽ αφού δικήν σου καλογριά δεν γίνεται ν᾽ αγγίσω,
Παφίτισσά μου, τέτοιαν νια σύντροφο χάρισέ μου».
Αυτά ένας μικρός τα ᾽λεγε· κι άλλοθεν άλλος πάλι
85εκαρδιοσφάζετο άλαλος από τες ομορφιές της.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (86-127)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Αἰνοπαθὲς Λείανδρε, σὺ δ᾽, ὡς ἴδες εὐκλέα κούρην,
οὐκ ἔθελες κρυφίοισι κατατρύχειν φρένα κέντροις,
ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς
οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς.
90 σὺν βλεφάρων δ᾽ ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων
καὶ κραδίη πάφλαζεν ἀνικήτου πυρὸς ὁρμῇ.
κάλλος γὰρ περίπυστον ἀμωμήτοιο γυναικὸς
ὀξύτερον μερόπεσσι πέλει πτερόεντος ὀιστοῦ.
ὀφθαλμὸς δ᾽ ὁδός ἐστιν· ἀπ᾽ ὀφθαλμοῖο βολάων
95 κάλλος ὀλισθαίνει καὶ ἐπὶ φρένας ἀνδρὸς ὁδεύει.
εἷλε δέ μιν τότε θάμβος, ἀναιδείη, τρόμος, αἰδώς.
ἔτρεμε μὲν κραδίην, αἰδὼς δέ μιν εἶχεν ἁλῶναι
θάμβεε δ᾽ εἶδος ἄριστον, ἔρως δ᾽ ἀπενόσφισεν αἰδῶ.
θαρσαλέως δ᾽ ὑπ᾽ ἔρωτος ἀναιδείην ἀγαπάζων
100 ἠρέμα ποσσὶν ἔβαινε καὶ ἀντίος ἵστατο κούρης.
λοξὰ δ᾽ ὀπιπεύων δολερὰς ἐλέλιζεν ὀπωπὰς
νεύμασιν ἀφθόγγοισι παραπλάζων φρένα κούρης.
αὐτὴ δ᾽, ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου,
χαῖρεν ἐπ᾽ ἀγλαΐῃσιν· ἐν ἡσυχίῃ δὲ καὶ αὐτὴ
105 πολλάκις ἱμερόεσσαν ἑὴν ἐπέκυψεν ὀπωπὴν
νεύμασι λαθριδίοισιν ἐπαγγέλλουσα Λεάνδρῳ
καὶ πάλιν ἀντέκλινεν. ὁ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἰάνθη,
ὅττι πόθον συνέηκε καὶ οὐκ ἀπεσείσατο κούρη.
Ὄφρα μὲν οὖν Λείανδρος ἐδίζετο λάθριον ὥρην,
110 φέγγος ἀναστείλασα κατήιεν εἰς δύσιν Ἠώς,
ἐκ περάτης δ᾽ ἀνέτελλε βαθύσκιος Ἕσπερος ἀστήρ.
αὐτὰρ ὁ θαρσαλέως μετεκίαθεν ἐγγύθι κούρης,
ὡς ἴδε κυανόπεπλον ἐπιθρῴσκουσαν ὀμίχλην.
ἠρέμα δὲ θλίβων ῥοδοειδέα δάκτυλα κούρης
115 βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον. ἡ δὲ σιωπῇ
οἷά τε χωομένη ῥοδέην ἐξέσπασε χεῖρα.
ὡς δ᾽ ἐρατῆς ἐνόησε χαλίφρονα νεύματα κούρης,
θαρσαλέῃ παλάμῃ πολυδαίδαλον εἷλκε χιτῶνα
ἔσχατα τιμήεντος ἄγων ἐπὶ κεύθεα νηοῦ.
120 ὀκναλέοις δὲ πόδεσσιν ἐφέσπετο παρθένος Ἡρώ,
οἷά περ οὐκ ἐθέλουσα, τόσην δ᾽ ἀνενείκατο φωνὴν
θηλυτέροις ἐπέεσσιν ἀπειλείουσα Λεάνδρῳ·
«Ξεῖνε, τί μαργαίνεις; τί με, δύσμορε, παρθένον ἕλκεις;
ἄλλην δεῦρο κέλευθον, ἐμὸν δ᾽ ἀπόλειπε χιτῶνα.
125 μῆνιν ἐμῶν ἀλέεινε πολυκτεάνων γενετήρων.
Κύπριδος οὐκ ἐπέοικε θεῆς ἱέρειαν ἀφάσσειν,
παρθενικῆς ἐπὶ λέκτρον ἀμήχανόν ἐστιν ἱκέσθαι.»
Σ. Μενάρδος
Συ μόνο, άμοιρε Λέανδρε, την ζηλεμένη ως είδες,
δεν ήθελες κρυφάγκαθο να σου κεντά την φρένα·
και μια που πήρες έξαφνα φωτιά στα φυλλοκάρδια,
χωρίς την παιγνιδόματη δεν ήθελες να ζήσεις.
90Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,
κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·
τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης
βαθύτερ᾽ από τ᾽ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·
το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ᾽ ανάβλεμμά της
95η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
Θάμπος εκεί τον έπιασε, ντροπή, αντροπιά, λαχτάρα,
έτρεμε μέσα του η καρδιά και να πιαστεί ντροπή είχε
κι εθάμπωνέ τον η ομορφιά, μα συνεπήρ᾽ ο Έρως
την συστολή κι ολόθαρρος μεμιάς αποδιαντράπη.
100Αχνάρι αχνάρι περπατεί, κατάματά της στέκει,
λοξά θωρεί και δολερά τες κόρες του τες παίζει
με τ᾽ άφωνα γνεψίματα να την εξελογιάσει.
Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,
πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια
105κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάτα
με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει
και πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζει
πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.
Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,
110το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,
και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.
Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα
σαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζει
και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης
115βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνη
σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι
Ο νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,
θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχο
και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.
120Με στανικό πόδ᾽ η Ηρώ κοντοβαρεί ξοπίσω,
σαν τάχα να μην ήθελε, και κάμνει του Λεάνδρου,
με λόγια κορασίσιμα για να τον αποπάρει·
«Ξένε, γιατί μωρεύεσαι; γιατί κόρην με σέρνεις·
σύρ᾽ άλλον δρόμον κι άφησ᾽ μου, κακόμοιρε, το ρούχο·
125πρόσεχε μήπως θυμωθούν οι πρόκριτοι οι γονιοί μου.
Καλόγρια της Παφίτισσας δεν σου περνά ν᾽ αγγίσεις·
για να πειράξεις κορασιάν, είσαι μικρός και λίγος».
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (128-157)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Τοῖα μὲν ἠπείλησεν ἐοικότα παρθενικῇσιν.
θηλείης δὲ Λέανδρος ὅτ᾽ ἔκλυεν οἶστρον ἀπειλῆς,
130 ἔγνω πειθομένων σημήια παρθενικάων·
καὶ γὰρ ὅτ᾽ ἠιθέοισιν ἀπειλείουσι γυναῖκες,
Κυπριδίων ὀάρων αὐτάγγελοί εἰσιν ἀπειλαί.
παρθενικῆς δ᾽ εὔοδμον ἐύχροον αὐχένα κύσσας
τοῖον μῦθον ἔειπε πόθου βεβολημένος οἴστρῳ·
135«Κύπρι φίλη μετὰ Κύπριν, Ἀθηναίη μετ᾽ Ἀθήνην,
οὐ γὰρ ἐπιχθονίῃσιν ἴσην καλέω σε γυναιξίν,
ἀλλά σε θυγατέρεσσι Διὸς Κρονίωνος ἐίσκω,
ὄλβιος, ὅς σε φύτευσε, καὶ ὀλβίη, ἣ τέκε μήτηρ,
γαστήρ, ἥ σε λόχευσε, μακαρτάτη. ἀλλὰ λιτάων
140 ἡμετέρων ἐπάκουε, πόθου δ᾽ οἴκτειρον ἀνάγκην.
Κύπριδος ὡς ἱέρεια μετέρχεο Κύπριδος ἔργα·
δεῦρ᾽ ἴθι μυστιπόλευε γαμήλια θεσμὰ θεαίνης.
παρθένον οὐκ ἐπέοικεν ὑποδρήσσειν Κυθερείῃ,
παρθενικαῖς οὐ Κύπρις ἰαίνεται. ἢν δ᾽ ἐθελήσῃς
145 θεσμὰ θεῆς ἐρόεντα καὶ ὄργια κεδνὰ δαῆναι,
ἔστι γάμος καὶ λέκτρα. σὺ δ᾽, εἰ φιλέεις Ἀφροδίτην,
θελξινόων ἀγάπαζε μελίφρονα θεσμὸν Ἐρώτων.
σὸν δ᾽ ἱκέτην με κόμιζε καί, ἢν ἐθέλῃς, παρακοίτην,
τόν σοι ἔρως ἤγρευσεν ἑοῖς βελέεσσι κιχήσας,
150 ὡς θρασὺν Ἡρακλῆα θοὸς χρυσόρραπις Ἑρμῆς
θητεύειν ἐκόμισσεν Ἰαρδανίῃ ποτὲ νύμφῃ.
σοὶ δέ με Κύπρις ἔπεμψε καὶ οὐ σοφὸς ἤγαγεν Ἑρμῆς.
παρθένος οὔ σε λέληθεν ἀπ᾽ Ἀρκαδίης Ἀταλάντη,
ἥ ποτε Μειλανίωνος ἐρασσαμένου φύγεν εὐνὴν
155 παρθενίης ἀλέγουσα· χολωομένης δ᾽ Ἀφροδίτης,
τὸν πάρος οὐκ ἐπόθησεν, ἐνὶ κραδίῃ θέτο πάσῃ.
πείθεο καὶ σύ, φίλη, μὴ Κύπριδι μῆνιν ἐγείρῃς.»
Σ. Μενάρδος
Με τούτα τον εμάλωσε των κορασιών τα λόγια·
μα σαν άκουσ᾽ ο Λέανδρος τα τόσα πείσματά της,
130ένιωσε τα καμώματα των κορασιών που θέλουν·
γιατί όταν ομορφόπαιδα μαλώνουν οι γυναίκες
φιλιά ειναι τα μαλώματα και χάδια είν᾽ οι φοβέρες.
Και τον λαιμό της φίλησε, τον μοσχομυρισμένο
και τέτοιο λόγον είπε της ερωτοπληγωμένος·
135«Άλλη Αφροδίτη στη θωριά, άλλη Αθηνά στην γνώση,
γιατ᾽ ίσα με του κόσμου εσέ γυναίκες δεν σε βάζω·
με θυγατέρες μόνο εγώ του Διός συγκρίνω εσένα·
χαρά στον όπου σ᾽ έκαμε, χαρά στην που σ᾽ εγέννα·
κι όποια σ᾽ εκοιλιοπόνησε, καλή της ώρα, κόρη.
140Μόν᾽ άκουσε τον λόγο μου, τον πόνο μου στοχάσου.
Της Αφροδίτης καλογριά, σαν Αφροδίτη κάμε.
Έλα, ευλόγα τον γάμο σου, σαν θέλει η δέσποινά σου·
κοράσι να την λειτουργά την θεά Αφρώ δεν πρέπει·
δεν καλοβλέπει κορασιές η χάρη της· αν θέλεις
145να ξέρεις ποιό ειναι της θεάς το θέλημα, είν᾽ ο γάμος·
κι εσύ τώρ᾽ αν την αγαπάς την Αφροδίτη αλήθεια,
και την αγάπη αγάπησε, που ᾽ναι γλυκιά σαν μέλι·
κι ελέησέ με τον φτωχό και πάρε με άνδρ᾽ αν θέλεις
οπού σου τον ετόξεψε με τ᾽ άρματά του ο Έρως,
150σαν ο γοργός επήγ᾽ ο Ερμής με το χρυσό ραβδί του
τον ανδρειωμένον Ηρακλή για σκλάβο της Ομφάλης.
Εδώ δεν μ᾽ έφερε ο Ερμής, με πέμπει η Αφροδίτη·
και θα ᾽χεις κάποτε ακουστή την νια την Αταλάντη,
που ξέφυγε τον Μελανό, τον αγαπητικό της,
155κόρη να μείνει· μα καθώς πεισμώθη η Αφροδίτη,
κείνον που δεν ποθούσε πριν, από καρδιάς τον πήρε.
Άκουε και συ, ω αγάπη μου, μην την θεά θυμώσεις».
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (158-195)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Ὣς εἰπὼν παρέπεισεν ἀναινομένης φρένα κούρης
θυμὸν ἐρωτοτόκοισι παραπλάγξας ἐνὶ μύθοις.
160Παρθενικὴ δ᾽ ἄφθογγος ἐπὶ χθόνα πῆξεν ὀπωπὴν
αἰδοῖ ἐρευθιόωσαν ὑποκλέπτουσα παρειὴν
καὶ χθονὸς ἔξεεν ἄκρον ὑπ᾽ ἴχνεσιν, αἰδομένη δὲ
πολλάκις ἀμφ᾽ ὤμοισιν ἑὸν συνέεργε χιτῶνα.
πειθοῦς γὰρ τάδε πάντα προάγγελα· παρθενικῆς δὲ
165 πειθομένης ποτὶ λέκτρον ὑπόσχεσίς ἐστι σιωπή.
ἤδη δὲ γλυκύπικρον ἐδέξατο κέντρον Ἐρώτων.
θέρμετο δὲ κραδίην γλυκερῷ πυρὶ παρθένος Ἡρώ,
κάλλεϊ δ᾽ ἱμερόεντος ἀνεπτοίητο Λεάνδρου.
ὄφρα μὲν οὖν ποτὶ γαῖαν ἔχεν νεύουσαν ὀπωπήν,
170 τόφρα δὲ καὶ Λείανδρος ἐρωμανέεσσι προσώποις
οὐ κάμεν εἰσορόων ἁπαλόχροον αὐχένα κούρης.
ὀψὲ δὲ Λειάνδρῳ γλυκερὴν ἀνενείκατο φωνὴν
αἰδοῦς ὑγρὸν ἔρευθος ἀποστάζουσα προσώπου·
«Ξεῖνε, τεοῖς ἐπέεσσι ταχ᾽ ἂν καὶ πέτρον ὀρίναις.
175 τίς σε πολυπλανέων ἐπέων ἐδίδαξε κελεύθους;
ὤμοι, τίς σε κόμισσεν ἐμὴν εἰς πατρίδα γαῖαν·
ταῦτα δὲ πάντα μάτην ἐφθέγξαο. πῶς γὰρ ἀλήτης,
ξεῖνος ἐὼν καὶ ἄπιστος, ἐμοὶ φιλότητι μιγείης;
ἀμφαδὸν οὐ δυνάμεσθα γάμοις ὁσίοισι πελάσσαι·
180 οὐ γὰρ ἐμοῖς τοκέεσσιν ἐπεύαδεν. ἢν δ᾽ ἐθελήσῃς
ὡς ξεῖνος πολύφοιτος ἐμὴν εἰς πατρίδα μίμνειν,
οὐ δύνασαι σκοτόεσσαν ὑποκλέπτειν Ἀφροδίτην.
γλῶσσα γὰρ ἀνθρώπων φιλοκέρτομος· ἐν δὲ σιωπῇ
ἔργον ὅ περ τελέει τις, ἐνὶ τριόδοισιν ἀκούει.
185 εἰπὲ δέ, μὴ κρύψῃς, τέον οὔνομα καὶ σέο πάτρην.
οὐ γὰρ ἐμόν σε λέληθεν, ἔχω δ᾽ ὄνομα κλυτὸν Ἡρώ.
πύργος δ᾽ ἀμφιβόητος ἐμὸς δόμος οὐρανομήκης,
ὧ ἔνι ναιετάουσα σὺν ἀμφιπόλῳ τινὶ μούνη
Σηστιάδος πρὸ πόληος ὑπὲρ βαθυκύμονας ὄχθας
190 γείτονα πόντον ἔχω στυγεραῖς βουλῇσι τοκήων.
οὐδέ μοι ἐγγὺς ἔασιν ὁμήλικες οὐδὲ χορεῖαι
ἠιθέων παρέασιν. ἀεὶ δ᾽ ἀνὰ νύκτα καὶ ἠῶ
ἐξ ἁλὸς ἠνεμόφωνος ἐπιβρέμει οὔασιν ἠχή.»
Ὣς φαμένη ῥοδέην ὑπὸ φάρεϊ κρύπτε παρειὴν
195 ἔμπαλιν αἰδομένη, σφετέροις δ᾽ ἐπεμέμφετο μύθοις.
Σ. Μενάρδος
Με τούτα πλάνησε τον νου της κόρης άθελά της·
τα λόγια αγάπη γέννησαν και πήρε την καρδιά της.
160Αμίλητη, τα μάτια της έγειρε η κόρη κάτω,
τα μάγουλα, που ντροπαλά κοκκίνιζαν, να κρύψει·
κι έξυνε με τ᾽ ακρόχναρο την γη και ντροπιασμένη,
όλο και το χιτώνι της εμάζευε στους ώμους.
Τούτα θα πουν πως άρχισε μια κόρη να συγκλίνει·
165αγκαλιάν μόνον και φιλί σού τάζει η σιωπή κείνη.
Τώρα και το γλυκόπικρο κεντρί του Πόθου εδέχθη
κι άναψ᾽ η κόρη από γλυκιά φωτιά μες στην καρδιά της,
και του Λεάνδρου οι ομορφιές την εψυχομαράναν.
Κείνος, όσο την όψην της σκυφτή καταγής είχε,
170τόσο και δεν εχόρταινε με λιγωμένα μάτια
της κόρης τον χιονόλαιμο ν᾽ ακριβοκαμαρώνει,
ώσπου άνοιξε το στόμα της κι εγλυκαπολογήθη·
και κοκκινάδι απόσταζε ντροπής το πρόσωπό της.
«Ξένε, εσύ με τα λόγια σου θ᾽ ανάγερνες και πέτρα.
175Ποιός σ᾽ έμαθε να λες αυτά τα πλανερά λογάκια;
Ποιός (συμφορά μου) σ᾽ έφερε μες στον δικό μου τόπο;
Μόν᾽ όλα τα ᾽πες άδικα· τι πώς, καλέ, περάτης,
άνθρωπος ξένος κι άπρακτος μαζί μ᾽ εμέ θα σμίξεις;
Να παντρευτούμε φανερά με γάμο τιμημένο
180δεν ημπορούμε· να σ᾽ το πω: δεν θέλουν οι γονιοί μου.
Αν πάλι θέλεις στην Σηστό να πολυμπαινοβγαίνεις,
δεν δύνασαι παραχωστά να κρύβεις την αγάπη·
του κόσμου η γλώσσα το κακό πάντ᾽ αγαπάει να λέει
κι ό,τι σιγά κάμει κανείς μες στα στενά τ᾽ ακούει.
185Μα χάρισέ μου τ᾽ όνομα και τον καλό σου τόπο·
μη μου το κρύψεις· πως με λεν εμένα Ηρώ το ξεύρεις.
Μονή μου ουρανοκόλλητος και βοερός πύργος είναι
και μέσα εκεί μονόψυχη με μιαν κάθομαι βάγια
περίγιαλα και ξέχωρα· κι έχω γειτόνισσά μου
190την θάλασσα όπως ήθελαν οι άσπλαχνοι οι γονιοί μου.
Δεν μου είν᾽ εκεί συνήλικες, ουδέ χοροί δεν είναι,
κι ολήμερα κι ολόνυκτα πάντα δονά στ᾽ αυτιά μου
το βογκητό της θάλασσας, της ανεμοδαρμένης».
Όσο και τα ᾽πεν, έκρυψε την όψη στην ποδιά της
195τι ξαναντράπη μόνη της και καταγνώννει ό,τι είπε.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (196-231)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Λείανδρος δὲ πόθου βεβολημένος ὀξέι κέντρῳ
φράζετο, πῶς κεν ἔρωτος ἀεθλεύσειεν ἀγῶνα.
ἄνδρα γὰρ αἰολόμητις Ἔρως βελέεσσι δαμάζει
καὶ πάλιν ἀνέρος ἕλκος ἀκέσσεται. οἷσι δ᾽ ἀνάσσει,
200 αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν.
αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε Λεάνδρῳ.
ὀψὲ δ᾽ ἀλαστήσας πολυμήχανον ἔννεπε μῦθον·
«Παρθένε, σὸν δι᾽ ἔρωτα καὶ ἄγριον οἶδμα περήσω,
εἰ πυρὶ παφλάζοιτο καὶ ἄπλοον ἔσσεται ὕδωρ.
205 οὐ τρομέω βαρὺ χεῖμα τεὴν μετανεύμενος εὐνήν,
οὐ βρόμον ἠχήεντα περιπτώσσοιμι θαλάσσης.
ἀλλ᾽ αἰεὶ κατὰ νύκτα φορεύμενος ὑγρὸς ἀκοίτης
νήξομαι Ἑλλήσποντον ἀγάρροον. οὐχ ἕκαθεν γὰρ
ἀντία σεῖο πόληος ἔχω πτολίεθρον Ἀβύδου.
210 μοῦνον ἐμοὶ ἕνα λύχνον ἀπ᾽ ἠλιβάτου σέο πύργου
ἐκ περάτης ἀνάφαινε κατὰ κνέφας, ὄφρα νοήσας
ἔσσομαι ὁλκὰς Ἔρωτος ἔχων σέθεν ἀστέρα λύχνον.
καί μιν ὀπιπεύων, οὐκ ὀψὲ δύοντα Βοώτην,
οὐ θρασὺν Ὠρίωνα καὶ ἄβροχον ὁλκὸν Ἁμάξης,
215 Κύπριδος ἀντιπόροιο ποτὶ γλυκὺν ὅρμον ἱκοίμην.
ἀλλά, φίλη, πεφύλαξο βαρυπνείοντας ἀήτας,
μή μιν ἀποσβέσσωσι καὶ αὐτίκα θυμὸν ὀλέσσω,
λύχνον, ἐμοῦ βιότοιο φαεσφόρον ἡγεμονῆα.
εἰ ἐτεὸν δ᾽ ἐθέλεις ἐμὸν οὔνομα καὶ σὺ δαῆναι,
220 οὔνομά μοι Λείανδρος, ἐυστεφάνου πόσις Ἡροῦς.»
Ὣς οἱ μὲν κρυφίοισι γάμοις συνέθεντο μιγῆναι
καὶ νυχίην φιλότητα καὶ ἀγγελίην ὑμεναίων
λύχνου μαρτυρίῃσιν ἐπιστώσαντο φυλάσσειν,
ἡ μὲν φῶς τανύειν, ὁ δὲ κύματα μακρὰ περῆσαι.
225 παννυχίδας δ᾽ ὁρίσαντες ἀκοιμήτων ὑμεναίων
ἀλλήλων ἀέκοντες ἐνοσφίσθησαν ἀνάγκῃ.
ἡ μὲν ἔβη ποτὶ πύργον, ὁ δ᾽, ὀρφναίην ἀνὰ νύκτα
μή τι παραπλάζοιτο, λαβὼν σημήια πύργου
πλῶε βαθυκρήπιδος ἐπ᾽ εὐρέα δῆμον Ἀβύδου.
230 παννυχίων δ᾽ ὀράων κρυφίους ποθέοντες ἀέθλους
πολλάκις ἠρήσαντο μολεῖν θαλαμηπόλον ὄρφνην.
Σ. Μενάρδος
Ο Λέανδρος βαρύκαρδος, του πόθου κεντρωμένος,
συλλογισμένος έστεκε πώς να την καταφέρει.
Μόν᾽ Έρωτας ο πίβουλος τον άνθρωπο πληγώνει
και πάλι ο ίδιος την πληγή του ανθρώπου τη γιατρεύει·
200αυτός νικά κάθε θνητό, μα και τον ερμηνεύει·
αυτός του παραστάθηκε και τότε του Λεάνδρου
και τέλος αναστέναξε κι έξυπνο λόγον είπε.
«Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ᾽ άγριο κύμα,
κι αν κοχλακίζει από φωτιά κι αν αταξίδευτό ᾽ναι·
205φθάνει κοντά σου να ᾽ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,
κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.
Κάθε βραδύ θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,
θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,
γιατί μακριά δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.
210Μόν᾽ ένα λύχνο δείχνε μου από το ψηλό κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να ᾽μαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.
Και τούτο τ᾽ άστρο άμα τηρώ, τ᾽ άλλ᾽ άστρα τί τα θέλω;
Ούτε την Πούλια θα θωρώ, ούτ᾽ Άμαξα θα βλέπω,
215όσο να φθάσω στον γλυκό της Αφροδίτης όρμο·
μόνο φυλάξου, αγάπη μου, τους βαρετούς ανέμους
μην τονε σβήσουν και μεμιάς χάσω κι εγώ την νιότη,
τον λύχνο σου, της δόλιας μου ζωής τον φωτοδότη.
Τώρ᾽ αν αλήθεια θες και συ να μάθεις τ᾽ όνομά μου,
220τ᾽ όνομά μου είναι Λέανδρος, Ηρώς της καλής άνδρας».
Έτσι σεβάστηκαν οι δυο να κρυφοπαντρευτούσι
και στην κρυφή των την χαρά και στο κρυφό του γάμου
τον λύχνο εβάλαν μαρτυριά, σα βάζει ο κόσμος άστρο·
αυτή να του προβάλλει φως κι αυτός να κολυμπήσει.
225Και σαν αποσυφώνησαν τους ακοιμήτους γάμους,
αθέλητα ξεχώρισαν από τον ένα ο άλλος·
κείνη κατά τον πύργο της και τούτος άμα πήρε,
μην πλανηθεί μεσάνυκτα, του πύργου τα σημάδια,
στην Άβυδον επέρασε την βαθυτειχισμένη.
230Μα τες ολόνυκτες χαρές και τα κρυφά εποθούσαν
και νά ᾽ρθει η ώρα η νυφική συχνοπαρακαλούσαν.
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (232-271)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Ἤδη κυανόπεπλος ἀνέδραμε νυκτὸς ὀμίχλη
ἀνδράσιν ὕπνον ἄγουσα καὶ οὐ ποθέοντι Λεάνδρῳ.
ἀλλὰ πολυφλοίσβοιο παρ᾽ ἠιόνεσσι θαλάσσης
235 ἀγγελίην ἀνέμιμνε φαεινομένων ὑμεναίων
μαρτυρίην λύχνοιο πολυκλαύτοιο δοκεύων,
εὐνῆς δὲ κρυφίης τηλεσκόπον ἀγγελιώτην.
ὡς δ᾽ ἴδε κυανέης λιποφεγγέα νυκτὸς ὀμίχλην
Ἡρώ, λύχνον ἔφαινεν. ἀναπτομένοιο δὲ λύχνου
240 θυμὸν Ἔρως ἔφλεξεν ἐπειγομένοιο Λεάνδρου.
λύχνῳ καιομένῳ συνεκαίετο. πὰρ δὲ θαλάσσῃ
μαινομένων ῥοθίων πολυηχέα βόμβον ἀκούων
ἔτρεμε μὲν τὸ πρῶτον, ἔπειτα δὲ θάρσος ἀείρας
τοίοις οἱ προσέλεκτο παρηγορέων φρένα μύθοις·
245«Δεινὸς Ἔρως καὶ πόντος ἀμείλιχος· ἀλλὰ θαλάσσης
ἔστιν ὕδωρ, τὸ δ᾽ Ἔρωτος ἐμὲ φλέγει ἐνδόμυχον πῦρ.
ἅζεο πῦρ, κραδίη, μὴ δείδιθι νήχυτον ὕδωρ.
δεῦρό μοι εἰς φιλότητα. τί δὴ ῥοθίων ἀλεγίζεις;
ἀγνώσσεις, ὅτι Κύπρις ἀπόσπορός ἐστι θαλάσσης;
250 καὶ κρατέει πόντοιο καὶ ἡμετέρων ὀδυνάων.»
Ὣς εἰπὼν μελέων ἐρατῶν ἀπεδύσατο πέπλα
ἀμφοτέραις παλάμῃσιν, ἑῷ δ᾽ ἔσφιγξε καρήνῳ,
ἠιόνος δ᾽ ἐξῶρτο, δέμας δ᾽ ἔρριψε θαλάσσῃ.
λαμπομένου δ᾽ ἔσπευδεν ἀεὶ κατεναντία λύχνου
255 αὐτὸς ἐὼν ἐρέτης, αὐτόστολος, αὐτόματος νηῦς.
Ἡρὼ δ᾽ ἠλιβάτοιο φαεσφόρος ὑψόθι πύργου,
λεπταλέαις αὔρῃσιν ὅθεν πνεύσειεν ἀήτης,
φάρεϊ πολλάκι λύχνον ἐπέσκεπεν, εἰσόκε Σηστοῦ
πολλὰ καμὼν Λείανδρος ἔβη ποτὶ ναύλοχον ἀκτήν.
260 καί μιν ἑὸν ποτὶ πύργον ἀνήγαγεν. ἐκ δὲ θυράων
νυμφίον ἀσθμαίνοντα περιπτύξασα σιωπῇ
ἀφροκόμους ῥαθάμιγγας ἔτι στάζοντα θαλάσσης
ἤγαγε νυμφοκόμοιο μυχοὺς ἔπι παρθενεῶνος
καὶ χρόα πάντα κάθηρε. δέμας δ᾽ ἔχρισεν ἐλαίῳ
265 εὐόδμῳ ῥοδέῳ καὶ ἁλίπνοον ἔσβεσεν ὀδμήν.
εἰσέτι δ᾽ ἀσθμαίνοντα βαθυστρώτοις ἐνὶ λέκτροις
νυμφίον ἀμφιχυθεῖσα φιλήτορας ἴαχε μύθους·
«Νυμφίε, πολλὰ μόγησας, ἃ μὴ πάθε νυμφίος ἄλλος,
νυμφίε, πολλὰ μόγησας· ἅλις νύ τοι ἁλμυρὸν ὕδωρ
270 ὀδμή τ᾽ ἰχθυόεσσα βαρυγδούποιο θαλάσσης.
δεῦρο τεοὺς ἱδρῶτας ἐμοῖς ἐνικάτθεο κόλποις.»
Σ. Μενάρδος
Τώρα ξαπλώθη της νυκτός το σύμπυκνο σκοτάδι
κι ύπνο στον κόσμον έφερε, μόν᾽ όχι του Λεάνδρου.
Αυτός μπροστά στην θάλασσα την πολυκυματούσα
235επρόσμενε το μήνυμα του γάμου του να φέξει,
του λύχνου, του κακόλυχνου την μαρτυριά εκαρτέρα
και της κρυφής του παντρειάς τον καλεστή από πέρα!
Ότ᾽ είδε το λιγόφεγγο σκοτείνιασμα της νύκτας,
τον λύχνον άναψε η Ηρώ και στ᾽ άναμμα του λύχνου
240έφλεξ᾽ ο Έρως την καρδιά του ακράτητου Λεάνδρου.
Έκαιγε ο λύχνος και μαζί κι ο Λέανδρος σωκαίτον.
Στο παραγιάλι άμ᾽ άκουσε την λύσσα των κυμάτων
έτρεμε πρώτα, ερίγησε, μα ᾽πειτα θάρρος πήρε
κι έλεγε της καρδούλας του και την παραμυθούσε.
245«Είναι κι η αγάπη φοβερή κι η θάλασσα τρομάρα·
μόν᾽ είν᾽ η θάλασσα νερό κι είναι φωτιά η αγάπη!
Πάρε, καρδιά μου, την φωτιά και το νερό μην τρέμεις·
έλα να πάμε στην Ηρώ· τί κύματα ξανοίγεις;
Δεν ξέρεις πως η θεά Αφρώ θαλασσογέννητη είναι
250και κυβερνάει τα κύματα και τους δικούς μας πόνους;»
Είπε κι εγδύθη τα λινά από τ᾽ ακριβά του μέλη·
κι αφού με τα δυο χέρια του τα σφίγγει στο κεφάλι,
πήδησε και στην θάλασσα πέταξε το κορμί του·
κι εκεί που ο λύχνος έλαμπεν, ολόισ᾽ αυτός τραβούσεν
255αυτός κουπί, αυτός πανί, αυτός ταχύ καράβι!
Η Ηρώ στον πύργον έστεκε ψηλά φωτοβαστούσα,
και οπόθε αγέρας έπαιρνε κι αγέρας εφυσούσε,
με την ποδιά συχνόσκεπε τον λύχνο, ώσπου στον μώλο
με τα πολλά τα βάσανα ο Λέανδρος εβγήκε.
260Στον πύργο τον ανέβασε κι ευθύς από την πόρτα
τον άνδρα της αγκάλιασε χωρίς να του μιλήσει.
Και σαν ακόμ᾽ αφρόσταζε και σαν αγκομαχούσε,
τον πήγε μες στο νυφικό παρθενοθάλαμό της·
και το κορμί του το ᾽λουσε και μοσχομύρισέ τον
265με λάδι, με ροδόλαδο και του ᾽σβησε την άρμη.
Ακόμ᾽ ανάσαινε, κι αυτή μες στα βαθιά στρωσίδια
στο ταίρι της εχύθηκε και του περιλαλούσε·
«Ανδρούλη μου, είδες κι έπαθες όσα δεν έπαθ᾽ άλλος.
Ανδρούλη μου, είδες κι έπαθες· σε φθάνει πια η αρμύρα,
270σε φτάνει η ψαρομυρωδιά της θάλασσας της μαύρης.
Εμπρός, τον ίδρο σου άφησε μες στους δικούς μου κόρφους».
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (272-308)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Ὣς ἡ μὲν παρέπεισεν. ὁ δ᾽ αὐτίκα λύσατο μίτρην
καὶ θεσμῶν ἐπέβησαν ἀριστονόου Κυθερείης.
ἦν γάμος, ἀλλ᾽ ἀχόρευτος· ἔην λέχος, ἀλλ᾽ ἄτερ ὕμνων.
275 οὐ ζυγίην Ἥρην τις ἐπευφήμησεν ἀείδων,
οὐ δαΐδων ἤστραπτε σέλας θαλαμηπόλον εὐνὴν
οὐδὲ πολυσκάρθμῳ τις ἐπεσκίρτησε χορείῃ,
οὐχ ὑμέναιον ἄειδε πατὴρ καὶ πότνια μήτηρ.
ἀλλὰ λέχος στορέσασα τελεσσιγάμοισιν ἐν ὥραις
280 σιγὴ παστὸν ἔπηξεν, ἐνυμφοκόμησε δ᾽ ὀμίχλη
καὶ γάμος ἦν ἀπάνευθεν ἀειδομένων ὑμεναίων.
νὺξ μὲν ἔην κείνοισι γαμοστόλος οὐδέ ποτ᾽ ἠὼς
νυμφίον εἶδε Λέανδρον ἀριγνώτοις ἐνὶ λέκτροις.
νήχετο δ᾽ ἀντιπόροιο πάλιν ποτὶ δῆμον Ἀβύδου
285 ἐννυχίων ἀκόρητος ἔτι πνείων ὑμεναίων.
Ἡρὼ δ᾽ ἑλκεσίπεπλος ἑοὺς λήθουσα τοκῆας
παρθένος ἠματίη, νυχίη γυνή. ἀμφότεροι δὲ
πολλάκις ἠρήσαντο κατελθέμεν εἰς δύσιν ἠῶ.
Ὣς οἱ μὲν φιλότητος ὑποκλέπτοντες ἀνάγκην
290 κρυπταδίῃ τέρποντο μετ᾽ ἀλλήλων Κυθερείῃ.
Αλλ᾽ ὀλίγον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον οὐδ᾽ ἐπὶ δηρὸν
ἀγρύπνων ἀπόναντο πολυπλάγκτων ὑμεναίων.
ἀλλ᾽ ὅτε παχνήεντος ἐπήλυθε χείματος ὥρη
φρικαλέας δονέουσα πολυστροφάλιγγας ἀέλλας,
295 βένθεα δ᾽ ἀστήρικτα καὶ ὑγρὰ θέμεθλα θαλάσσης
χειμέριοι πνείοντες ἀεὶ στυφέλιζον ἀῆται
λαίλαπι μαστίζοντες ὅλην ἅλα· τυπτομένην δὲ
ἤδη νῆα μέλαιναν ἐφείλκυσε διψάδι χέρσῳ
χειμερίην καὶ ἄπιστον ἀλυσκάζων ἅλα ναύτης.
300 ἀλλ᾽ οὐ χειμερίης σε φόβος κατέρυκε θαλάσσης,
καρτερόθυμε Λέανδρε. διακτορίη δέ σε πύργου
ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων
μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης
νηλειὴς καὶ ἄπιστος. ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ
305 χείματος ἱσταμένοιο μένειν ἀπάνευθε Λεάνδρου
μηκέτ᾽ ἀναπτομένη μινυώριον ἀστέρα λέκτρων.
ἀλλὰ πόθος καὶ μοῖρα βιήσατο. θελγομένη δὲ
Μοιράων ἀνέφαινε καὶ οὐκέτι δαλὸν Ἐρώτων.
Σ. Μενάρδος
Είπε, κι εκείνος άνοιξε της κορασιάς τα στήθη
και της χρυσής Παφίτισσας το θέλημα εγενήθη.
Και γάμος, μόν᾽ αχόρευτος, χαρά, μ᾽ ανεύλογη, ήτον!
275Την Ήρα δεν εδόξασε τραγουδιστής ή ψάλτης,
δεν άστραψε λαμπάδας φως στο νυφικό κρεβάτι
κι ουδέ κανείς δεν έσυρε χορό λυγεροπάτη·
τον γάμο δεν τραγούδησεν ο κύρης ουδ᾽ η μάνα·
μόν᾽ έστρωσε το στρώμα της την ώρα της χαράς της
280η Σιωπή, κι η Σκοτεινιά την ενυφοστολούσε·
και γάμος ήτον, μα χωρίς του γάμου τα τραγούδια.
Η Νύκτα ήτον παράνυφη και δεν είδ᾽ η Αυγούλα
γαμπρό ποτέ τον Λέανδρο στην γνώριμή του κλίνη·
γιατί κατά την Άβυδον εξανακολυμπούσε,
285σαν μύριζε ο αχόρταγος νυκταγκαλιές ακόμα!
Πάλι η πεντάμορφη η Ηρώ κρυφά από τους γονιούς της
κοράσι ήτον ολημερίς κι ολυνυκτίς γυναίκα.
Πόσες φορές κι οι δυο ᾽λεγαν να βασιλέψει ο Ήλιος.
Με τούτα εκρύβαν την πολλήν ανάγκη της αγάπης
290κι ενυκτοξημερώνονταν με τα κρυφά παιγνίδια.
Μόνο λιγόμερά ᾽ζησαν τα δυο τ᾽ αγαπημένα,
δεν χάρηκαν τον γάμο τους, τον πολυπαθιασμένο.
Σαν ήρθε η βαρυχειμωνιά, σαν ήρθε η μαύρη η ώρα,
που φέρνει τ᾽ αγριόκαιρα και τες ανεμοζάλες,
295που τα βαθιά και τ᾽ αχαμνά της θάλασσας θεμέλια
κτυπούν τα και φυσομανούν χειμωνικοί ανέμοι,
κι όλο τον πόντο δέρνουν τον και τον εξαναδέρνουν
που το μαυροκαράβι του στην αμμουδιά ξωσέρνει,
από μες στ᾽ άπιστα νερά για να γλιτώσει ο ναύτης,
300και τότε δεν σε κράτησε της θάλασσας ο φόβος,
απότολμ᾽ εσέ, Λέανδρε! Παραγγελιά του πύργου,
που σου θυμίζει λαμπερή τον τακτικό σου γάμο,
το μανιωμένο πέλαγος μην το ψηφάς, προστάζει.
Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη
305μες στον χειμών᾽ απόμακρα να μείνει του Λεάνδρου
και τ᾽ άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει.
Μόν᾽ έσπρωξε το χέρι της η μοίρα κι η αγάπη
και του θανάτου ανέφανε λαμπάδα, όχι του γάμου!
Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον (309-343)
ΜΟΥΣΑΙΟΣ: Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέναδρον
Νὺξ ἦν, εὖτε μάλιστα βαρυπνείοντες ἀῆται
310 χειμερίαις πνοιῇσιν ἀκοντίζοντες ἰωὰς
ἀθρόον ἐμπίπτουσιν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης.
καὶ τότε δὴ Λείανδρος ἐθήμονος ἐλπίδι νύμφης
δυσκελάδων πεφόρητο θαλασσαίων ἐπὶ νώτων.
ἤδη κύματι κῦμα κυλίνδετο, σύγχυτο δ᾽ ὕδωρ,
315 αἰθέρι μίσγετο πόντος, ἀνέγρετο πάντοθεν ἠχὴ
μαρναμένων ἀνέμων. Ζεφύρῳ δ᾽ ἀντέπνεεν εὖρος
καὶ νότος εἰς βορέην μεγάλας ἐφέηκεν ἀπειλάς·
καὶ κτύπος ἦν ἀλίαστος ἐρισμαράγοιο θαλάσσης.
αἰνοπαθὴς δὲ Λέανδρος ἀκηλήτοις ἐνὶ δίναις
320 πολλάκι μὲν λιτάνευε θαλασσαίην Ἀφροδίτην,
πολλάκι δ᾽ αὐτὸν ἄνακτα Ποσειδάωνα θαλάσσης,
Ἀτθίδος οὐ βορέην ἀμνήμονα κάλλιπε νύμφης.
ἀλλά οἱ οὔ τις ἄρηγεν, Ἔρως δ᾽ οὐκ ἤρκεσε Μοίρας.
πάντοθι δ᾽ ἀγρομένοιο δυσάντεϊ κύματος ὁλκῷ
325 τυπτόμενος πεφόρητο. ποδῶν δὲ οἱ ὤκλασεν ὁρμὴ
καὶ σθένος ἦν ἀνόνητον ἀκοιμήτων παλαμάων.
πολλὴ δ᾽ αὐτόματος χύσις ὕδατος ἔρρεε λαιμῷ
καὶ ποτὸν ἀχρήιστον ἀμαιμακέτου πίεν ἅλμης.
καὶ δὴ λύχνον ἄπιστον ἀπέσβεσε πικρὸς ἀήτης
330 καὶ ψυχὴν καὶ ἔρωτα πολυτλήτοιο Λεάνδρου.
333Ἡ δ᾽ ἔτι δηθύνοντος ἐπαγρύπνοισιν ὀπωπαῖς
ἵστατο κυμαίνουσα πολυκλαύτοισι μερίμναις.
335 ἤλυθε δ᾽ ἠριγένεια καὶ οὐκ ἴδε νυμφίον Ἡρώ.
πάντοθι δ᾽ ὄμμα τίταινεν ἐς εὐρέα νῶτα θαλάσσης,
εἴ που ἐσαθρήσειεν ἀλωόμενον παρακοίτην
λύχνου σβεννυμένοιο. παρὰ κρηπῖδα δὲ πύργου
δρυπτόμενον σπιλάδεσσιν ὅτ᾽ ἔδρακε νεκρὸν ἀκοίτην,
340 δαιδαλέον ῥήξασα περὶ στήθεσσι χιτῶνα
ῥοιζηδὸν προκάρηνος ἀπ᾽ ἠλιβάτου πέσε πύργου.
κὰδ δ᾽ Ἡρὼ τέθνηκε σὺν ὀλλυμένῳ παρακοίτῃ.
ἀλλήλων δ᾽ ἀπόναντο καὶ ἐν πυμάτῳ περ ὀλέθρῳ.
Σ. Μενάρδος
Νύκτα ητον, που οι αέρηδες χειρότερα μανίζουν
310και πιο φυσούν και πιο κτυπούν και πιότερο δριμύζουν
κι απάνω στ᾽ ακροθάλασσα μαζί σύγκρατοι πέφτουν.
Τότε κι ο Λέανδρος να βρει την ακριβή του νύφη,
με τον γιαλό τον άπονο φρικτά χαροπαλεύει.
Τότε πηδούσε το νερό, κύμα στο κύμα εκύλα
315κι ο ουρανός κι η θάλασσα τότε γινήκαν ένα·
κι από παντού σηκώθη αχός που μάχονται οι ανέμοι,
ο Εύρος με τον Ζέφυρο, με τον Βορράν ο Νότος·
και δώσ᾽ του κτύπος άπαυτος της βροντοκυματούσας.
Ο Λέανδρος βαρύπαθος ανάμεσα στο ρέμα
320πολλές φορές παρακαλεί την θαλασσαφροδίτη,
πολλές φορές τον βασιλιά, που ορίζει τα πελάγη·
δεν ξέχασε και τον Βορρά, τον νιο τον διωγματάρη.
Μα δεν εβόηθησε κανείς και δεν έφθασε ο Έρως
να τόνε σώσει· από παντού το φουσκωμένο κύμα
325τον έδερνε, τον έπαιρνε, του σύντριβε τα πόδια·
και των χεριών του η δύναμη ασάλευτη πιον ήτον.
Έξαφνα εχύθη και νερό καμπόσο στον λαιμό του,
κι ήπιε ποτόν ανώφελο, ποτόν άρμη γεμάτο,
κι άνεμος έσβησε πικρός τον άπιστο τον λύχνο
330και την ψυχή και αγάπη του του θλιβερού Λεάνδρου.
333Εκείνη όσό ᾽βλεπε ν᾽ αργεί μ᾽ ολάγρυπνα τα μάτια
έστεκε, κι απ᾽ τες έννοιες της σαν κύμα έδερνε ο νους της.
335Ήρθ᾽ η Αυγούλα, μόν᾽ η Ηρώ δεν είδε τον καλό της!
και πάντοθ᾽ έριχνε ματιές στης θάλασσας τα πλάτια
μήπως και δει τον άνδρα της να παραδέρνει κάπου,
αφότου ο λύχνος έσβησε. Μόν᾽ άμα ομπρός στον μώλο
του πύργου τον είδε νεκρό στα βράχη να κτυπιέται,
340εξέσκισε το κεντητό χιτώνι της στα στήθη
κι ερίχθη κατακεφαλής από τον όρθιο πύργο
κι απάνω απέθαν᾽ η Ηρώ στον άψυχό της άνδρα,
κι απόμειναν αγκαλιαστά και τα δυο λείψανά τους.
Πηγές ενδεικτικά :
http://www.greek-language.gr
http://users.auth.gr
http://www.thrakikh-estia.gr