«ὀλβίη, ὅττι θεοῖσι καὶ ἀνδράσι χάρμα λοχεύσεις υἱέα κυσαμένη βροτέης ἐπίλυθον ἀνίης.»1
Κωνσταντίνου Σ . Χατζηελευθερίου
Στὸ ἄρθρο μας αὐτό, θὰ ἐξετάσουμε ἕνα ἀπὸ τὰ πολλὰ λατρευτικὰ προσωνύμια τοῦ Θεοῦ Διονύσου 2 , τὸ ὁποῖο σ᾽ ἕνα συγγραφέα, φαίνεται νὰ συνδέεται μὲ τὸ ἱστορικὸ φαινόμενο τῶν ἀνθρωποθυσιῶν. Πιὸ συγκεκριμένα, θ᾽ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ Διονύσου τοῦ ὠμηστοῦ.ΕΠΙΣΗΣ :ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ
ΙΣΩΣ ΣΕ ΜΕΡΙΚΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ ΤΟ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΜΦΑΝΙΖΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΤΟΝ Chrome ΟΧΙ ΟΜΩΣ ME TON Firefox ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ ΘΑΥΜΑΣΙΑ
Τὸ ἐπίθετο ὠμηστὴς-οῦ, σπανίως παροξύτονο ὠμήστης 3 , ἐτυμολογεῖται «ἀπὸ τοῦ ἔδω (=τρώω), ἔσω, ἦκα, ἦσμαι, ἦσται, ῥηματικὸν ὄνομα ἔστης· ὡς ψεύδω ψεύστης· καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς η μετὰ τοῦ ὠμά, ὠμηστής·» 4 καὶ σημαίνει κυρίως ὠμοφάγος 5 (μυθολογικὰ ὄντα, ἄνθρωποι καὶ ζῶα), καὶ δευτερευόντως ἄγριος, θηριώδης, ἄσπλαγχνος 6 (ἄνθρωποι) καὶ ἄκρατος, ἀσυγκράτητος 7 (θυμός). Μὲ τὴν ἴδια σημασία, τοῦ ὠμοφάγου, ἀπαντᾶται σπανίως καὶ ὁ τύπος ὠμηστὴρῆρος8.
Σαλέρνο, καθεδρικός ναός, ο Διόνυσος επάνω σε πάνθηρα -Λήνος -Λευκό μάρμαρο 2ος -3ος αιώνας μ.Χ. |
Τὸ ἐν λόγῳ ἀπόσπασμα διεσώθη στὸ βιογραφικοῦ χαρακτῆρος ἔργο τοῦ Πλουτάρχου (47/50 - 120/5 μ.Χ.) «Θεμιστοκλῆς», ὅπου στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο 10 αὐτοῦ, πληροφορούμαστε ὅτι πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς ναυμαχίας τῆς Σαλαμῖνος καὶ ἐνῷ ὁ Θεμιστοκλῆς ἐθυσίαζε, προσήχθησαν ἐνώπιόν του τρεῖς αἰχμαλωτισθέντες εὐγενεῖς Πέρσες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν οἱ υἱοὶ τῆς ἀδελφῆς τοῦ Ξέρξου Σανδάκης.
Σ.Σ.: ΟΜΩΣ ΤΙ ΕΙΧΕ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ ΤΗΣ ΘΥΣΙΑΣ ...
Οι Αθηναίοι υπερασπιστές σφαγιάστηκαν
►Στο μεταξύ, ο Ξέρξης είχε φθάσει στην Αθήνα και περικύκλωσε την Ακρόπολη. Ένα μέρος του στρατού στρατοπέδευσε στον Άρειο Πάγο, από όπου έριχναν αναμμένα βέλη, καίγοντας τις ξύλινες οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Οι λιγοστοί υπερασπιστές του θείου βράχου δεν παραδόθηκαν και όταν οι Πέρσες προσπαθούσαν να αναρριχηθούν στα τείχη, έριχναν πελώριους βράχους πάνω τους. Οι Πέρσες κατέλαβαν την Ακρόπολη, όταν βρήκαν ένα απροστάτευτο σημείο, κοντά στον ναό της Αγλαύρου. Ένα μικρό σώμα ανέβηκε στον βράχο, μπήκε στην Ακρόπολη και άνοιξε τις πύλες στον Περσικό στρατό. Οι Αθηναίοι υπερασπιστές κυρίως γέροι ,γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν ή έπεσαν από τα τείχη. Όλα τα κτίρια και οι ναοί της Ακροπόλεως λεηλατήθηκαν και κάηκαν. Από τα πλοία και από το νησί της Σαλαμίνας, οι Αθηναίοι και οι υπόλοιποι Έλληνες έβλεπαν την πόλη της Αθήνας τυλιγμένη στις φλόγες........Οι Αθηναίοι εξόριστοι, που πήγαν στην Ακρόπολη την επόμενη ημέρα για να προσφέρουν θυσία, είδαν με έκπληξη το ιερό δένδρο της ελιάς, το οποίο είχε καεί ολοσχερώς, να έχει πετάξει ένα καινούργιο βλαστάρι, περίπου τριάντα εκατοστά.Οι πρόσφυγες διαπίστωσαν ότι τάφοι, ναοί και εστίες είχαν μετατραπεί σε σωρούς ερειπίων, η οργή, ανάμεικτη με τη συναίσθημα της ανημπόριας, καθώς αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν εκ νέου την πόλη σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους μετά την πρώτη φορά, και η δυστυχία όταν, με την επιστροφή τους, διαπίστωσαν πως ό,τι είχαν καταφέρει να αποκαταστήσουν είχε πάλι καεί και καταστραφεί.◄Ἐν συνεχείᾳ, ἀφοῦ ἑρμήνευσε ὁ μάντις Εὐφραντίδης ἕνα «πταρμὸ» καὶ μία μεγάλη καὶ περιφανὴ ἀναλαμπὴ πυρός, ὡς θεϊκὰ σημεῖα - χρησμούς, ἐμφαίνοντα τὴν θεϊκὴ θέληση καὶ ἐπιθυμία γι᾽ ἀνθρωποθυσία, προέτρεψε τὸν Θεμιστοκλῆ νὰ θυσιάσει τοὺς τρεῖς αἰχμαλωτισθέντες Πέρσες στὸν Θεὸ Διόνυσο τὸν Ὠμηστή.
Ἡ μαντικὴ ὅμως αὐτὴ ἑρμηνεία, δὲν εἰσηκούσθη ὑπὸ τοῦ Θεμιστοκλέους, ἀλλ᾽ ὑπὸ τοῦ πλήθους, τὸ ὁποῖο ἀφοῦ ἀπώλεσε τὴν λογικὴ καὶ ἐνεκολπώθη τὸ παράλογο, λόγῳ τοῦ ἐφεστῶτος καὶ ἀμέσου Περσικοῦ κινδύνου, ἐπέβαλε τὴν θέλησή του στὸν Θεμιστοκλῆ.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
13. 2 Θεμιστοκλεῖ δὲ παρὰ τὴν ναυαρχίδα τριήρη σφαγιαζομένῳ τρεῖς προσήχθησαν αἰχμάλωτοι, κάλλιστοι μὲν ἰδέσθαι τὴν ὄψιν, ἐσθῆτι δὲ καὶ χρυσῷ κεκοσμημένοι διαπρεπῶς. Ἐλέγοντο δὲ Σανδάκης παῖδες εἶναι τῆς βασιλέως ἀδελφῆς καὶ Ἀρταΰκτου. 3 τούτους ἰδὼν Εὐφραντίδης ὁ μάντις, ὡς ἅμα μὲν ἀνέλαμψεν ἐκ τῶν ἱερῶν μέγα καὶ περιφανὲς πῦρ, ἅμα δὲ πταρμὸς ἐκ δεξιῶν ἐσήμηνε, τὸν Θεμιστοκλέα δεξιωσάμενος ἐκέλευσε τῶν νεανίσκων κατάρξασθαι καὶ καθιερεῦσαι πάντας Ὠμηστῇ Διονύσῳ προσευξάμενον· οὕτω γὰρ ἅμα σωτη- ρίαν τε καὶ νίκην ἔσεσθαι τοῖς Ἕλλησιν. 4 Ἐκπλαγέντος δὲ τοῦ Θεμιστοκλέους ὡς μέγα τὸ μάντευμα καὶ δεινόν, οἷον εἴωθεν ἐν μεγάλοις ἀγῶσι καὶ πράγμασι χα- λεποῖς, μᾶλλον ἐκ τῶν παραλόγων ἢ τῶν εὐλόγων τὴν σωτηρίαν ἐλπίζοντες οἱ πολλοὶ τὸν Θεὸν ἅμα κοινῇ κατεκαλοῦντο φωνῇ καὶ τοὺς αἰχμαλώτους τῷ βωμῷ προσ- αγαγόντες ἠνάγκασαν ὡς ὁ μάντις ἐκέλευσε τὴν θυσίαν συντελεσθῆναι. 5 Ταῦτα μὲν οὖν ἀνὴρ φιλόσοφος καὶ γραμμάτων οὐκ ἄπειρος ἱστορικῶν Φανίας11 ὁ Λέσβιος εἴρηκε.Ἐξετάζοντες τὴν σύνδεση τοῦ ἐν λόγῳ λατρευτικοῦ προσωνυμίου τοῦ Θεοῦ Διονύσου μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετές, ἔχουμε νὰ παρατηρήσουμε, πέραν τῆς ἱστορικῆς ἀναξιοπιστίας τῆς προαναφερθείσης τριπλῆς ἀνθρωποθυσιαστικῆς ἀναφορᾶς12, ὅτι:
Ἐτυμολογικῶς τὸ «Ὠμηστής», δὲν παραπέμπει στὸ φαινόμενο τῶν ἀνθρωποθυσιῶν, ἀλλὰ στὴν ὠμοφαγία, ποὺ ὅπως θὰ δοῦμε παρακάτω, ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Διονυσιακῆς λατρείας.
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν χειρόγραφη παράδοση, οὔτε καὶ αὐτή, σὲ καμμία ἀπὸ τὶς διαφοροποιήσεις ποὺ παρατηροῦνται: αϘ) «ὡς μυστῇ13 (=ὡς τελετουργός;)» κῶδιξ Baroccianum 137 14 , βʹ) «ὠμιστῇ 15 (=ἀχθοφόρῳ)» 16 κῶδιξ Monacensem 85 17 καὶ γϘ) «ὠμισθῇ 18 (=ἀχθοφόρῳ)» Lectiones Vulcobianas 19 , δὲν σχετίζει τὴν ἐν λόγῳ λατρεία μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετές.
Γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Διονύσου τοῦ ὠμηστοῦ ἔχουμε πολὺ λίγα στοιχεῖα στὴ διάθεσή μας. Ἀπὸ αὐτά, οὐσιαστικὰ μόνο ἕνα συνδέει τὴν λατρεία του στὴ νῆσο Λέσβο μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετουργίες.
Πoιo συγκεκριμένα:
α) Στὸν εἰκοστὸ πέμπτο στίχο τοῦ ἐνάτου βιβλίου τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας20 καὶ στὸν ὑπ᾽ ἀριθμὸν 52421 ἀδέσποτο ὕμνο στὸν Θεὸ Διόνυσο «ὕμνος εἰς Διόνυσον», ὅπου ὁ ἄγνωστος συγγραφέας παρατάσσει κατ᾽ ἀλφαβητικὴ σειρὰ κάποια ἀπὸ τὰ πολλὰ λατρευτικὰ προσωνύμια τοῦ Διονύσου, φθάνοντας στὸ γράμμα ω, τὸν ἀποκαλεῖ, μεταξὺ ἄλλων, «ὠμηστὴν (=ὠμοφάγο)».
Ὁ στίχος ἔχει ὡς ἑξῆς:
25 ὥριον, ὠμηστήν, ὠρείτροφον, ὠρεσίδουπον.
βʹ) Ὁ Πλούταρχος, στὸ εἰκοστὸ τέταρτο κεφάλαιο 22 τῆς βιογραφίας τοῦ Ῥωμαίου στρατηγοῦ Μάρκου Ἀντωνίου (86 - 30 π.Χ.), περιγράφοντας τὴν θριαμβευτική του εἴσοδο στὴν πόλη τῆς Ἐφέσου, ἀσκεῖ μία ἔμμεση, πλὴν δύσκολα ἀποκρυπτόμενη κριτική, στὴν ὀργιαστικὴ πλευρὰ «Ὠμηστὴς καὶ ἀγριώνυμος» τῆς Διονυσιακῆς λατρείας, χωρὶς ὅμως νὰ ἐννοεῖ ἢ ὑπονοεῖ κάτι ξεκάθαρα, ἐν σχέσει μὲ τὸ θέμα μας.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
εἰς γοῦν Ἔφεσον εἰσιόντος αὐτοῦ, γυναῖκες μὲν εἰς Βάκ- χας ἄνδρες δὲ καὶ παῖδες εἰς Σατύρους καὶ Πᾶνας ἡγοῦντο διεσκευασμένοι, κιττοῦ δὲ καὶ θύρσων καὶ ψαλτηρίων5 καὶ συρίγγων καὶ αὐλῶν ἡ πόλις ἦν πλέα, Διό- νυσον αὐτὸν ἀνακαλουμένων Χαριδότην καὶ Μειλίχιον. ἦν γὰρ ἀμέλει τοιούτους ἐνίοις, τοῖς πολλοῖς Ὠμηστὴς καὶ ἀγριώνιος.γʹ) Ὁ Ὀξυῤῥύγχιος πάπυρος 216523, περιέχει, ἀποσπασματικῶς, ἕνα ἀπωλεσθὲν ποίημα - λίβελλο τοῦ Ἀλκαίου (630/620 - ; π.Χ.)24, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς πιὸ γνωστοὺς καὶ σημαντικοτέρους ἐκπροσώπους τῆς Αἰολικῆς λυρικῆς ποιήσεως25, τὸ ὁποῖο ἔγραψε ἐξόριστος στὴν Πύῤῥα, ἐναντίον τοῦ αἰσυμνήτου26 τῆς Λέσβου Πιττακοῦ, ὁ ὁποῖος παρέβη ἕνα ὅρκο27 ποὺ εἶχε δώσει στοὺς πρῴην συντρόφους του. Φαίνεται πὼς οἱ Θεοὶ Δίας, Ἥρα καὶ Διόνυσος ὠμηστὴς «Ζόννυσσον ὠμήσταν»28, τοὺς ὁποίους ἐπικαλεῖται ὁ ποιητής, εἶχαν ταχθεῖ νὰ ἐπιβλέπουν τὴν τήρηση τοῦ ὅρκου.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
].ρα.α τόδε Λέσβιοι
...].... εὔδειλον τέμενος μέγα29
ξῦνον κά[τε]σσαν, ἐν δὲ βώμοις ἀθανάτων μακάρων ἔθηκαν
5 κἀπωνύμασαν ἀντίαον Δία
σὲ δ᾽ Αἰοληίαν [κ]υδαλίμαν Θέον, πάντων γενέθλαν, τὸν δὲ τέρτον τόνδε κεμήλιον ὠνύμασσ[α]ν Ζόννυσσον ὠμήσταν.
δϘ) Στὴν δεύτερη στήλη τοῦ Ὀξυῤῥυγχίου παπύρου 371130, στὸν ὁποῖο σχολιάζονται διάφορα θέματα τῆς πρωΐμου ἱστορίας τῆς νήσου Λέσβου καὶ τῶν θρύλων αὐτῆς, περιέχονται δύο ἑρμηνείες γιὰ τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος λατρευτικὸ προσωνύμιο τοῦ Θεοῦ Διονύσου.
Ἡ πρώτη31, δὲν σχετίζει τὸν Θεὸ Διόνυσο μὲ τὸ προσωνύμιο ὠμηστής, ἀλλὰ μὲ τὸν λειτουργὸ - ἱερέα τῆς λατρείας του ἢ μὲ τὸ θῦμα32, γιὰ τὸ ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε σίγουροι καὶ μόνο ὑποθετικῶς μποροῦμε νὰ ἰσχυριστοῦμε, ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ ζῶο ἢ γιὰ ἄνθρωπο 33.
Διονυσιακή σκηνη, εννέα Μαινάδες, ένας Σάτυρος και πέντε μικροί Έρωτες 4ος αι. π.Χ. |
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
Στήλη 2θ[λων[Κρ[ῆ]τας τ[5 σια.α[καλ.[- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -ου.[νιζ[10 στα[θηρι[Θέως βουλῇ ε[ καὶ ὠμηστῇ δ.[ καὶ τὸν Σμινθέα [15 ἐπ᾽ ἀτελεί[ᾷ] ποιο..[λανεικ.. [..]τ..16 Μυρ[τί]λο.[.].ε ἐπὶ Μάκαρο[ς ὠ]μηστὴν .ο..ομα[λεῦσαι θύειν ὃ ἂν λη[20 τον ἐκ τῶν πολε[...]..[ τους ουνει.η....[..].εκ.[ φθέντασα.[..]ειν.....ι[..]καλονἐκ τοῦ βασιλικοῦ γένους ον τῷΔιονύσῳ θῦσαι τὸν ὠμησ-25 τὴν ἐπὶ τῇ ἱερω{ι}σύνῃ τοῦ Θε- οῦ. ἐντεῦθεν οὖν ὠμηστὴν κεκλῆσθαι Διόνυσον. [ο]ἱ δὲ πολ- λοὶ διὰ τὰς μαινάδας, αἳ ὠμὰ δι- ασπῶσι τῶ[ν] θηρίων τὰ εἰς χ[εῖ-30 ρας αὐτῶν ἐλθ[ό]ντα.
εʹ) Ὁ Ἑλληνικῆς καταγωγῆς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεὺς (150; - 211/15 μ.Χ.) 35, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε βαθὺς γνώστης τῆς χριστιανικῆς καὶ θύραθεν παιδείας, ἀλλὰ καὶ κοινωνὸς τῶν Ἑλληνικῶν μυστηρίων, λόγῳ τοῦ ὅτι ἦταν ἐθνικὸς πρὶν γίνει Χριστιανός, στὴν πολὺ σημαντικὴ καὶ ἀξιόλογη πραγματεία του, γιὰ τὴν χριστιανικὴ ἀπολογητικὴ - ἀντιῤῥητικὴ γραμματεία,
«Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας» 36 , ἀναφερόμενος πλειστάκις στὴνΔιονυσιακὴ λατρεία, μεταξὺ ἄλλων «νοσηρῶν» ἐκδηλώσεών της, τὴν συνδέει μὲ ἀνθρωποθυσίες37 , οἱ ὁποῖες μάλιστα ἐγένοντο στὴ νῆσο Λέσβο πρὸς τιμὴν τοῦ Θεοῦ Διονύσου. Τὴν πληροφορία αὐτὴ ὁ Κλήμης τὴν ἀντλεῖ ἀπὸ τὸ ἀπωλεσθὲν ἔργο «Κρητικά», κάποιου ἀγνώστου ἱστορικοῦ Δωσίδα (300; - 250; π.Χ.)38.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
5 Λυκτίους δὲ ( Κρητῶν δὲ ἐθνος εἰσὶν οὗτοι) Ἀντικλείδης ἐν Νό-
στοις ἀποφαίνεται ἀνθρώπους ἀποσφάττειν τῷ Διί, καὶ Λεσβίους
6 Διονύσῳ τὴν ὁμοίαν προσάγειν θυσίαν Δωσίδας39 λέγει·
Περὶ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ Διονύσου, γιὰ τὴν ὁποία πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες ἐπικρατοῦσε ἡ θεωρία ὅτι εἰσήχθη στὴν κυρίως Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Μικρὰ Ἀσία ἢ τὴν Θράκη, λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς χρόνους, καὶ ἡ ὁποία ἀνετράπη
καὶ βʹ) ὅταν διεπιστώθη ἀπὸ ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ στὴν νῆσο Κέα, ἡ ὕπαρξη τῆς λατρείας τοῦ Διονύσου ἀπὸ τὸν δέκατο πέμπτο αἰῶνα42, γνωρίζουμε ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ χαρακτηριστικά της ἦταν ἡ ὠμοφαγία43 (ἔνθεη μανία, ὀρειβασία, θυρσοφορία, νεβρίζειν, διασπαραγμός44, ὠμοφαγία), ἡ ὁποία ἕπετο τοῦ «σπαραγμοῦ»45.
Ἡ ὠμοφαγία, ὡς συστατικὸ στοιχεῖο τῶν τελετουργιῶν ποὺ σχετίζονται μὲ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ Διονύσου46 , δὲν συνδέεται σὲ καμμία ἀπὸ τὶς διασωθεῖσες γραπτὲς πηγὲς μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετές.
Πιὸ συγκεκριμένα:
αʹ) Σ᾽ ἕνα διασωθὲν ἀπόσπασμα47 τῆς ἀπωλεσθείσης τραγωδίας τοῦ Εὐριπίδου (485/4; - 406 π.Χ.) 48 «Κρῆτες», γιὰ τὴν ὁποία εἰκάζουμε ὅτι τὸ θέμα της ἀφοροῦσε τὸν ἄτυχο γάμο τῆς Πασιφάης49, περιέχεται μία ὁμολογία τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν Κρητῶν μυστῶν, ποὺ εἶχαν πάει στὸν βασιλέα Μίνωα γιὰ νὰ ἐξαγνίσουν τὸ παλάτι του, στὴν ὁποία ἀναφέρονται κάποιες τελετουργικὲς πράξεις, μέσῳ τῶν ὁποίων ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει Βάκχος50. Μία ἐξ αὐτῶν εἶναι καὶ ἡ ὠμοφαγία.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χορὸς
βϘ) Στὴν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδου «Βάκχαι» 51 (407; π.Χ), οἱ ὁποῖες ἔχουν γιὰ θέμα τους ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, τὸ ὁποῖο τὴν ἐποχὴ τοῦ Εὐριπίδου ἀνῆκε ἤδη στὸ ἀπώτερο παρελθόν, τὴν εἰσαγωγὴ δηλαδὴ στὴν Ἑλλάδα μιᾶς νέας Θρησκείας, τῆς Διονυσιακῆς 52 , σ᾽ αὐτὲς λοιπὸν περιγράφονται, μεταξὺ ἄλλων, τὰ τελετουργικὰ στοιχεῖα τῆς Διονυσιακῆς λατρείας, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ὠμοφαγία, ἡ ὁποία πουθενὰ στὸ ἐν λόγῳ ἔργο, δὲν συνδέεται μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετές.Φοινικογενοῦς τέκνον Εὐρώπης καὶ τοῦ μεγάλου Ζηνός, ἀνάσσων Κρήτης ἑκατομπτολιέθρου·
ἥκω ζαθέους ναοὺς προλιπών,
5 οὓς αὐθιγενὴς στεγανοὺς παρέχει τμηθεῖσα δοκοὺς χαλύβῳ πελέκει καὶ ταυροδέτῳ κόλλῃ κραθεῖσ᾽ ἀτρεκεῖς ἁρμοὺς κυπάρισσος. ἁγνὸν δὲ βίον τείνομεν ἐξ οὗ
10 Διὸς Ἰδαίου μύστης γενόμην
καὶ νυκτιπόλου Ζαγρέως βούτης τὰς ὠμοφάγους δαῖτας τελέσας μητρί τ᾽ ὸρείαι δαῖδας ἀνασχὼν μετὰ Κουρήτων
15 Βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς. πάλλευκα δ᾽ ἔχων εἵματα φεύγω γένεσίν τε βροτῶν < >
καὶ νεκροθήκαις οὐ χριμπτόμενος
τῶν ἐμψύχων
20 βρῶσιν ἐδεστῶν πεφύλαγμαι.
Ὁ ποιητὴς ξεκάθαρα σχετίζει τὴν Διονυσιακὴ λατρευτικὴ πρακτικὴ τῆς ὠμοφαγίας, μὲ τὴν ζωοκτονία «τραγοκτόνων» καὶ τὴν βρῶση - ἀπόλαυση τοῦ ὠμοῦ κρέατος «ὠμοφάγον χάριν» τοῦ σπαραχθέντος ζώου. Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χορὸς
γʹ) Σὲ μία ἐπιγραφὴ τοῦ τρίτου αἰῶνος (276 π.Χ.) ἀπὸ τὴν Μίλητο 53 , στὴν ὁποία περιγράφεται ἡ διαδικασία - κανονισμοὶ τελέσεως τῆς Διονυσιακῆς λατρείας καὶ πιὸ συγκεριμένα ὁ ρόλος ποὺ διεδραμάτιζε ἡ ἱέρεια τοῦ Θεοῦ, μνημονεύεται καὶ ἡ ὠμοφαγία ζώου, τοῦ ὁποίου τὰ τεμαχισμένα μέρη «ὠμοφάγιον» μοίραζε ἡ ἱέρεια στὸ πλῆθος τῶν πιστῶν.ἡδὺς ἐν ὄρεσιν, ὅταν ἐκ θιάσων δρομαί-
136 πέσῃ πεδόσε, νε-
βρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν, ἀγρεύων αἷμα τραγοκτόνων, ὠμοφάγον χάριν,
Στὴν συγκεκριμένη περίπτωση καὶ έν ἀντιθέσει πρὸς ὅλες τὶς ἄλλες ἀναφορές, τὶς ὁποῖες παραθέτουμε, ἔχουμε ἴσως τὴν μοναδικὴ γραπτὴ μαρτυρία, ἡ ὁποία μᾶς φανερώνει μία ἀστικοποιηθεῖσα - ὀρθολογικοποιηθεῖσα λατρευτικὴ πρακτικὴ τῶν Διονυσιακῶν μυστηρίων,
«The old ritual of omophagy is recalled symbolically by the piece of raw flesh that the priestess has to place in a basket, the original wild chase through the mountains has been tamed into a formal procession, and the trance is made subject to precise rules»54.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
δʹ) Ὁ βιογράφος καὶ ἱερέας τοῦ μαντείου τῶν Δελφῶν Πλούταρχος, στὴν θεολογικὴ πραγματεία του «Περὶ τῶν ἐκλελοιπότων χρηστηρίων» 56 , ἀσκεῖ γιὰ μία ἀκόμη φορά, ἔμμεση ἀποῤῥιπτικὴ κριτική, στὴν λατρευτικὴ πρακτικὴ τῆς ὠμοφαγίας τῆς Διονυσιακῆς λατρείας, χωρὶς νὰ τὴν κατονομάζει, ἀλλὰ ὅμως σαφῶς ὑπονοώντας την..... Ν . ὅταν δὲ ἡ ἱέρεια ἐπι [.....]ῃ τὰ ἱερὰ ὑπὲρ τῆς πόλ[εω]ς
[.....] μὴ ἐξεῖναι ὠμοφάγιον ἐμβαλεῖν55 μηθενὶ πρότερον
[ἢ ἡ ἱέ]ρεια ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐμβάλῃ, μὴ ἐξεῖναι δὲ μηδὲ
[συν]αγαγεῖν τὸν θίασον μηθενὶ πρότερον τοῦ δημοσίου·
5 [ἐὰ]ν δέ τις ἀνὴρ ἢ γυνὴ βούληται θύειν τῷ Διονύσῳ, [πρ]οϊεράσθω ὁπότερον ἂν βούληται ὁ θύων καὶ λαμβανέτω τὰ γέρη ὁ προϊερώμενος· τὴν δὲ τιμὴν καταβάλλειν ἐν ἔτεσιν [δέ]κα, δέκατομ μέρος ἔτους ἑκάστου, τὴμ μὲν πρώτην κατα- [βολὴν] ἐμ μηνὶ Ἀπατουριῶνι τῷ ἐπὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ μετὰ
10 [Πο]σείδιππον τῇ τετράδι ἱσταμένου, τὰς δὲ λοιπὰς ἐν τοῖς
[ἐχο]μένοις ἔτεσιν μηνὸς Ἀρτεμισιῶνος τετράδι ἱσταμένου.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - [.....] δὲ τὴν ἱέρειαν γυναῖκας διδόναι - - - - - - - - - - - - - - - - - - - [...........τ]ὰ δὲ τέλεστρα <καὶ τελεστ> παρέχ[ειν ταῖς]
15 [γυναιξὶν] ἐν τοῖς ὀργί[οις πᾶ]σιν· ἐὰν δέ τις θύειν βούλ[ηται] [τῷ] Διονύσῷ γυνή, διδότω γέρη τῇ ἱερείᾳ σπλάγχνα, νεφ[ρόν,] σκολιόν, ἱερὰμ μοῖραν, γλῶσσαν, σκέλος εἰς κοτυληδόνα [ἐκ-] [τ]ετμημένον· καὶ ἐάν τις γυνὴ βούληται τελεῖν τῷ Διονύσῳ τῷ Βακχίῳ ἐν τῇ πόλει ἢ ἐν τῇ χώρᾳ ἢ ἐν ταῖς νήσοις, [ἀπο-]
20 διδότω τῇ ἱερείᾳ στατῆρα κατ᾽ ἐκάστην τριετηρίδα·
τοῖς δὲ Καταγωγίοις κατάγειν τὸν Διόνυσον τοὺς ἱερεῖ[ς]
καὶ τὰς ἱερείας τοῦ [Διονύ]σου τοῦ Βακχίου μετὰ τοῦ [ἱερέως] [κ]αὶ τῆς ἱερείας πρ[ὸ τ]ῆ[ς] ἡμέρας μέχρι τ[ῆς ἡλίου δύσεως [....... τ]ῆς πόλεως.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
εʹ) Τέλος, θὰ ἐξετάσουμε ἄλλη μία ἀναφορά, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἀναφέρεται ἄμεσα στὴν Διονυσιακὴ λατρεία, ἀλλὰ στὰ Βακχανάλια, τὰ ὁποῖα ὑπῆρξαν ἡ Ῥωμαϊκὴ ἐκδοχή της. Στὴν οὐσία ὅμως ἐπρόκειτο γιὰ μία τόσο ἐκχυδαϊσμένη καὶ ἐκφυλισμένη μορφὴ τῆς ὡς ἄνω λατρείας, τὴν ὁποία, προϊόντος τοῦ χρόνου, οἱ Ῥωμαϊκὲς ἀρχὲς ἀπηγόρευσαν μὲ μεγάλη αὐστηρότητα58.Περὶ μὲν οὖν τῶν μυστικῶν, ἐν οἷς τὰς μεγίστας ἐμφάσεις
καὶ διαφάσεις λαβεῖν ἔστι τῆς περὶ δαιμόνων ἀληθείας, «εὔστομά μοι κείσθω» καθ᾽ Ἡρόδοτον· ἑορτὰς δὲ θυσίας, ὥσπερ ἡμέρας ἀποφράδας καὶ σκυθρωπάς, ἐν αἷς ὠμοφαγίαι καὶ διασπασμοὶ νηστεῖαί τε καὶ κοπετοί, πολλαχοῦ δὲ πάλιν αἰσχρολογίαι πρὸς ἱεροῖς,«μανίαι τ᾽ ἀλαλαὶ τ᾽ ὀρινομένων ῥιψαύχενι σὺν κλόνῳ»57,Θεῶν μὲν οὐδενί, δαιμόνων δὲ φαύλων ἀποτροπῆς ἕνεκα φήσαιμ᾽
ἂν τελεῖσθαι μειλίχια παραμύθια.
Ἡ ἀναφορὰ αὐτὴ ὑπάρχει στὸ δέκατο ἔνατο κεφάλαιο, τοῦ πέμπτου βιβλίου59, τοῦ ἀπολογητικοῦ ἔργου «Adversus Nationes» ἢ «Adversus Gentes», τὸ ὁποῖο ἔγραψε ὁ, ἥσσονος σημασίας, Λατῖνος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας τοῦ τρίτου αἰῶνος μ.Χ. Ἀρνόβιος60.
Τὸ κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ὅσον ἀφορᾷ τὴν σύγχρονη θρησκειολογικὴ ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, αὐτὴ ἑρμηνεύει τὴν Διονυσιακὴ λατρευτικὴ πρακτικὴ τῆς ὠμοφαγίας, ὑπὸ τέσσερις διαφορετικὲς ὀπτικὲς γωνίες.16 ......……………………………………Bacchanalia etiam praeter-
17 mittemus inmania quibus nomen Omophagiis graecum est, in
18 quibus furore mentito et sequestrata pectoris sanitate circum-
19 plicatis vos anguibus, atque ut vos plenos dei numine ac maies-
20 tate doceatis, caprorum reclamantium viscera cruentatis oribus
21 dissipatis61.
►Ἡ πρώτη 62 , Gruppe 63 , Farnell 64 , Decharme 65 , Harrison 66 ,
Nilsson67 , Dodds 68 , τὴν ἑρμηνεύει ὡς τὸ ἀποκορύφωμα ἑνὸς ἱεροῦ μυστηρίου, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ πιστοὶ τοῦ Θεοῦ Διονύσου, πίστευαν ὅτι ὁ
Θεὸς ἔπαιρνε τὴν μορφὴ διαφόρων ζώων, π.χ. λέων 69 , πάνθηρ,
λεοπάρδαλη, ταῦρος, τράγος, νεβρὸς (=ἐλαφάκι), ἔχιδνα ἢ φυτῶν, π.χ. κλῆμα ἢ κισσός70, παρευρισκόμενος μ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο μεταξύ τους.
Ὡς ἐκ τούτου, ὁ διαμελισμὸς καὶ ἡ βρῶση, δὲν ἦταν μία ἁπλὴ ζωοκτονία καὶ ζωοφαγία - ὠμοφαγία, ἀλλὰ βρῶση Θεϊκή, Θεϊκὴ κοινωνία, δηλαδὴ Θεοφαγία. Ἐξ οὗ τὰ λατρευτικὰ προσωνύμια τοῦ Διονύσου «ἰσοδαίτης» 71 καὶ «ταυροφάγος» 72 .
- Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ τὴν παραλληλίσει μὲ τὸ χριστιανικὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, δηλαδὴ τῆς βρώσεως καὶ τῆς πόσεως τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ73.
►Ἡ δεύτερη, Burkert75, τὴν ὁποία ἀποδεχόμαστε ὡς ὀρθότερη,
ἑρμηνεύει τὴν ὠμοφαγία ὡς ἐπιβίωση - ἱεροποίηση τῆς κυνηγετικῆς πράξεως τοῦ ἀνθρώπου τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ εὑρίσκετο σὲ πρωτόγονη κατάσταση.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ περιπλάνηση τῶν Μαινάδων στὰ βουνὰ «ὀρειβασία», φορώντας δέρματα ζώων «νεβρίζειν» , γιὰ τὴν ἀναζήτηση - κυνήγι, τὸ κομμάτιασμα «διασπαραγμὸς» καὶ ἡ ἀπολαυστικὴ ὠμοφαγία «ὠμοφάγον χάριν» τῶν θηράματων , δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ ἡ μετακίνηση τῆς κυνηγετικῆς πράξεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν λήθη στὴν περιοχὴ τοῦ ἱεροῦ.
►Ἡ τρίτη, Detienne 76 , Zaidman καὶ Pantel, ἡ ὁποία εἶναι
ἐντόνως ἐπηῤῥεασμένη ἀπὸ τὸν Γαλλικὸ στρουκτουραλισμό*, ἑρμηνεύει τὴν ὠμοφαγία, αʹ) ὡς μία ἀντίθεση πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ ἀξίες τῆς ἀστικῆς (κρατικῆς) Θρησκείας, οἱ ὁποῖες ἐξεφράζοντο διὰ μέσου τοῦ Προμηθεϊκοῦ τύπου θυσίας,
*Με τον όρο δομισμός, ή στρουκτουραλισμός (εκ του αντίστοιχου αγγλικού και γαλλικού όρου), φέρεται μια κοινή θεωρία ανθρωπολογικών επιστημών με στόχο την ανάλυση των ανθρωπίνων πραγμάτων ως υποσύνολο ενός ευρύτερου συνόλου που αλληλοπροσδιορίζονται με βάση κάποιους κανόνες κατά την έννοια της δόμησης. Πρόκειται για είδος μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών χωρίς φιλοσοφική προέκταση. Βασικές έννοιες του δομισμού είναι η ολότητα και η διάδραση σε μια ιδανική μορφή που επιδέχονται μια λογικο-μαθηματική διατύπωση.
►«At the opposite extreme from vegetarianism and abstinence from meat – eating was the omophagia or eating of raw flesh practised by followers of Dionysos. This ritual took the form of hunting game, tearing the victim apart (diasparagmos), and devouring its limbs raw. Here we find the precise inversion of all the characteristics and values of the civic sacrifice, and a total confusion of the normal boundaries between
the tame and the wild, and between men and the beasts. 77 » καὶ
«Here, then, are all the marks of a perversion and inversion of normal sacrifice and its functions: wild nature opposed to the cultured space of the city, the hunting of wild beasts as opposed to the killing of domestic animals, transgression of slaughter and distribution, absence of the fire and cooking that would have transformed the raw meat into cultivated food. To indulge in Dionysiac sacrifice, that is to say, was a way of turning oneself into a savage and thereby rejecting civic sacrifice and the values it
expressed.»78 καὶ βʹ) ὡς μία ἐξερεύνηση - κατανόηση κάποιων ἄλλων πτυχῶν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, «By overstepping the boundary separating men from the beasts Dionysiac orgiastic worship provided an alternative means of exploring the human condition, beyond the limits set by the Promethean model of sacrifice.»79.◄
►Ἡ τέταρτη καὶ τελευταία, ἡ ὁποία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ μὲ αὐστηρῶς ἐπιστημολογικὰ κριτήρια ἐπιστημονική, ἑρμηνεύει τὴν Διονυσιακὴ τελετουργικὴ ὠμοφαγία, καὶ κατ᾽ ἐπέκταση κάθε ἀρχαία Ἑλληνικὴ θρησκευτικὴ τελετουργία, ὡς μία ἐπανάληψη ἑνὸς ὑπερφυσικοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος, δηλαδὴ μιᾶς Θεϊκῆς ἐπιφανείας μέσα στὸν κόσμο, καὶ ἐν προκειμένῳ τοῦ Θεοῦ Διονύσου.
- Εἶναι ὁ μῦθος, δηλαδὴ ἡ ἱστορικὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν τελετουργία, δηλαδὴ στὴν ἱερὴ ἀνάμνηση τῆς Θεοφανείας του καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὅπως ὑποστηρίζει ἡ αἰτιολογικὴ σχολή.
Στὸ πλευρό του, τοποθετεῖ ἐνσυνείδητα τὸν ἐαυτό του, ἄλλος ἕνας διάσημος θρησκειολόγος, ὁ C. Kerényi 81 .
Θεωρήσαμε σκόπιμο ν᾽ ἀναφέρουμε τὴν θεωρία αὐτή, τιμώντας κυρίως, τὶς σπουδαιότατες καὶ σοβαρότατες ἐπιστημονικὲς μελέτες καὶ ἔρευνες, στὸ πεδίο τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας, τῶν δύο προαναφερθέντων κορυφαίων θρησκειολόγων.
Συνελόντ᾽ εἰπεῖν [δηλαδή: συνοπτικά] καὶ ἔχοντας ὑπ᾽ ὄψιν
αϘ) τὴν ἀνυπαρξία ἀρχαιολογικῶν ἢ ἀνθρωπολογικῶν ἀνθρωποθυσιαστικῶν εὑρημάτων 82 ,
βʹ) τὴν ἱστορικὴ ἀναξιοπιστία τῆς Πλουτάρχειας τριπλῆς ἀνθρωποθυσιαστικῆς ἀναφορᾶς83,
γʹ) τὴν ἀβέβαιη σύνδεση τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ Διονύσου τοῦ ὠμηστοῦ μὲ ἀνθρωποθυσίες στὸν Ὀξυῤῥύγχιο πάπυρο 3711
καὶ δʹ) τὴν μία καὶ μοναδικὴ γραπτὴ πηγὴ ἀπ᾽ὅλες τὶς διασωθεῖσες, τὴν ὁποία ἀναφέρει ὁ Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς 84 , ποὺ σχετίζει τὴν λατρεία τοῦ Διονύσου στὴ νῆσο Λέσβο μὲ ἀνθρωποθυσιαστικὲς τελετές85, θεωροῦμε τὴν σύνδεση τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ Διονύσου τοῦ ὠμηστοῦ μὲ ἀνθρωποθυσίες, ναὶ μὲν ὡς μία θεωρητικῶς πιθανή, ἀλλ᾽ ὅμως ἐξαιρετικῶς ἀβέβαιη ἐκδοχὴ δέ86 . -
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1 Noni Panopolitani, Διονυσιακά, Αἰῶνος λιταί. Ζεύς καὶ Σεμέλη, Arthurus Ludwich (ed.), Lipsiae, B. G. Teubner, 1909, vol. 1, 7, vers. 367 – 8, p. 168· ἐλεύθερη ἀπόδοση ὑπὸ τοῦ ἀρθρογράφου: «(Ζεύς) τρισευτυχισμένη ἐσὺ (Σεμέλη), ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσεις τὴν χαρὰ στοὺς Θεοὺς καὶ τοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ ἔχεις συλλάβει ἕνα γιὸ (Διόνυσο) ποὺ θὰ φέρει τὴν λήθη στὰ βάσανα τῶν ἀνθρώπων».
2 Περὶ τῶν λατρευτικῶν προσωνυμιῶν τοῦ Θεοῦ Διονύσου βλέπε: C. Kerényi, «Surnames of Dionysos», στὸ The Gods of the Greeks, rendered into English by Norman Cameron, U.S.A., Thames and Hudson Ltd., 1992, p. 272 – 274 καὶ Jane Hellen Harrison, Ὁ Θεὸς Διόνυσος, μτφρ. Ἑλένης Παπαδοπούλου, Ἀθῆνα, ἐκδ. Ἰάμβλιχος, 1995, σελ. 68 - 70, 85 - 140.
3 Henry G. Liddell – Robert Scott, Μέγα λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, μεταφρασθὲν ἐκ τῆς ἀγγλικῆς εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὑπὸ Ξενοφῶντος Π. Μόσχου, διὰ πολλῶν δὲ βυζαντινῶν ἰδίως λέξεων καὶ φράσεων πλουτισθὲν καὶ ἐκδοθὲν ἐπιστασίᾳ Μιχαὴλ Κωνσταντινίδου, Ἀθῆναι, ἐκδοτικὸς οἶκος Ι. Σιδέρη, ἄνευ χρον., τόμ. 4, σελ. 698αϘ.
4 Anonymi, Etymologicon Magnum, Thomas Gaisford (ed.), reprint of the edition Oxford 1848, Amsterdam, Adolf M. Hakkert publisher, 1994, col. 2291.
5 Iohannis Zonarae, Lexicon, ex tribus codicibus manuscriptis nunc primum edidit, observationibus illustravit et indibus instruxit Iohannes Augustus Henricus Tittmann, Lipsiae, sumptibus Siegfr. Lebr. Crusii, 1808, tomus secundus, col. 1886. Suidae, Lexicon, Ada Adler (ed.), Lexicographi Graeci, recogniti et apparatu critico instructi, Lipsiae, B. G. Teubner, 1933, vol. 1, pars 3, Κ - Ο;Ω, 89, p. 609. Hesychii Alexandrini, Lexicon, Kurt Latte (ed.), Denmark, Ejnar Munksgaard editore, 1966, vol. 2, Ε - Ο, p. 806. H. G. Liddell – R. Scott, ἔνθ. ἀνωτ., τόμ.
4, σελ. 698αʹ καὶ Guilelmus Schultze, Quaestiones Epicae, Gueterslohae C. Bertelsmanni, 1892, p. 121.
6 J. B. Hofmann, Ἐτυμολογικὸν λεξικὸν τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς, ἐξελληνισθὲν ὑπὸ Ἀντωνίου Δ. Παπανικολάου, Ἀθῆναι, 1989, σελ. 511.
7 Plutarch᾽s, Moralia, E. H. Warmington (ed.), The Loeb Classical Library, founded by James
Loeb, with an english translation by W. C. Helmbold, Great Britain, London William Heinemann LTD – Cambridge, Massachusetts Harvard University Press, 1970, vol. VI, 13. 462. B, p.146, «ἂν μὴ προσγενόμενος ὁ θυμὸς ὠμηστήν».
8 Orphica, Λιθικά, cum notis H. Stephani - A. Chr. Eschenbachii - I. M. Gesneri - Th. Tyrwhitti, recensuit Godofredus Hermannus, Lipsiae, sumptibus Caspari Fritsch, 1805, pars prima, vol. I,
L. 640, p. 429, «οὐρανός, ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο» καὶ Nonii Panopolitani, Διονυσιακά, Ῥέα θεοὺς κορύσσει. στρατεία πρὸς Ἰνδούς, ἔνθ. ἀνωτ., vol. 1, 14, vers. 80, p. 298, «καὶ νομίῳ κεκόρυστο σὺν Ὠμηστῆρι Δαφοινεύς·».
9 Γιὰ τὸν Φανία ἢ Φαινία βλέπε: Fritz von Wehrli (ed.), Die Schule des Aristoteles, Φανίας ἐκ
τῆς Ἐρεσοῦ, Χαμαιλέων, Πραξιφάνης, Basel - Stuttgart, Benno Schwabe und Co., 1957, vol. IX, p.5 – 43 καὶ Johannes Engels, «Phainias of Eresos», στὸ Die Fragmente der Griechischen Historiker continued, Felix Jacoby (ed.), part four, Biography and Antiquarian Literature, Edited by G. Schepens, The Pre - Hellenistic Periods by J. Bollansèe - J. Engels - G. Schepens - E. Theys, Netherlands, Brill, Leiden – Boston - Köln, 1998, IV A: Biography, Fascicle 1, p. 266- 351.
10 Plutarque, Vies, Solon - Publicola, Thémistocle - Camille, Émile Chambry - Marcel Junaux(eds), Collection des universités de France, publiée sous le patronage de l᾽ association Guillaume
Budé, texte établi et traduit par Robert Flacelière, Paris, Société d᾽ édition Les Belles Lettres,1961, tom. II, 13. 2 -5, p. 117b - 118b.
11 Fritz von Wehrli (ed.), Die Schule des Aristoteles, Φανίας ἐκ τῆς Ἐρεσοῦ, Χαμαιλέων, Πραξιφάνης, ἔνθ. ἀνωτ., p. 290, «Φαινίας is the spelling of his name found in inscriptiones from his native island Lesbos and is therefore to be preffered to Φανίας, the Attic and common Greek form of the same name used e.g. by Plutarch.».
12 Κωνσταντίνου Στυλ. Χατζηελευθερίου, «Ἀνθρωποθυσίες καὶ ἀρχαία Ἑλλάδα - Θεμιστοκλῆς»,Ανιστόρητον, τόμ. 2 (Μάρτιος 2002), http://users.hol.gr/~dilos/anistor/cover_gr.htm
13 Στὴν προκειμένη περίπτωση εἶναι δύσκολο νὰ διαπιστωθεῖ ἐὰν πρόκειται περὶ παραναγνώσεως (ἀντιγραφικοῦ σφάλματος) ἢ περὶ ἠθελημένης διορθώσεως τοῦ ἀντιγραφέως. Κατὰ τὴν γνώμη μας πρόκειται μᾶλλον περὶ παραναγνώσεως.
14 Plutarchi, Vitae Parallelae, Θεμιστοκλῆς, Caroli Sintenis (ed.), Lipsiae, C. F. Koehler, 1839,vol. 1, p. 242.
15 Κατὰ τὴν γνώμη μας πρόκειται περὶ παραναγνώσεως.
16 H. G. Liddell – R. Scott, ἔνθ. ἀνωτ., τόμ. 4, σελ. 698βʹ.
17 Plutarchi, Vitae Parallelae, Ἀριστείδης, ἔνθ. ἀνωτ., 1841, vol. 2, p. 99.
18 Κατὰ τὴν γνώμη μας, στὴν συγκεκριμένη περίπτωση, ὁ ἀντιγραφέας ἐθεώρησε ὡς ὀρθότερη τὴν λανθασμένη γραφὴ «ὠμιστῇ», διορθώνοντας - ἀντικαθιστώντας ὅμως τὸ τελευταῖο ἄφωνο καὶ ψιλόπνοο ὀδοντικὸ σύμφωνό της τ στὸ ἀντίστοιχό του ἄφωνο καὶ μέσο ὀδοντικὸ σύμφωνο θ.
19 Plutarchi, Vitae Parallelae, Πελοπίδας, ἔνθ. ἀνωτ., vol. 2, p. 24.
20 Περὶ τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας βλέπε: Paul Kroh, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 65αϘ - 66βʹ.
21 The Greek Anthology, E. H. Warmington (ed.), The Loeb Classical Library, ἔνθ. ἀνωτ., with an english translation by W. R. Paton, 1968, vol. 3, 524. vers. 25, p. 290.
22 Plutarchi, Vitae Parallelae, Ἀντώνιος, Cl. Lindskog – K. Ziegler (ed.), Lipsiae, B. G. Teubner, 1915, vol. III, fasc. I, 24. 2 – 8, p. 94.
23 Alcaeus, E. Lobel – C. H. Roberts – E. P. Wegener (eds), The Oxyrhynchus Papyri, Great Britain, London Egypt Exploration Society, 1941, part XVIII, fr. 1, p. 31 – 32.
24 Paul Kroh, Λεξικὸ ἀρχαίων συγγραφέων - Ἑλλήνων καὶ Λατίνων, μτφρ. καὶ ἐπιμέλεια Δ. Λυπουρλῆ καὶ Λ. Τρομάρα, Θεσσαλονίκη, Studio University Press, 1996, σελ. 50αʹ - 51βʹ.
25 C. M. Bowra, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ λυρικὴ ποίηση, μετφρ. Ι. Ν. Καζάζη, τέταρτη ἔκδοση, Ἀθῆνα, ἐκδ. Μορφωτικὸ ἵδρυμα ἐθνικῆς τραπέζης τῆς Ἑλλάδος, 1997, τόμ. 1, σελ. 201 - 259.
26 Ἐκλεγμένος ἀπὸ τὸν λαὸ κυβερνήτης μὲ πολλὲς ἐξουσίες, ὅπως ἦταν ὁ Σόλων στὴν Ἀθῆνα· βλέπε: Σωκράτη Σκαλτσῆ, Ἀλκαῖος - Σαπφώ, Ἅπαντα, ἀρχαία Ἑλληνικὴ γραμματεία, 387, Οἱ Ἕλληνες, μτφρ. Σ. Σκαλτσῆ, εἰσαγωγὴ - σχόλια: φιλολογικὴ ὁμάδα Κάκτου, ἐπιμ. Δέσποινα Βλασσοπούλου, πρώτη ἔκδοση, Ἀθῆνα, ἐκδ. Κάκτος, 1996, σελ. 12.
27 Ὁ Ἀλκαῖος, ὁ Πιττακὸς καὶ ἄλλοι, φαίνεται ὅτι ὁρκίστηκαν ν᾽ ἀνατρέψουν τὸν τύραννο τῆςΛέσβου Μύρσιλλο. Ὁ Πιττακὸς ὅμως ἐγινε ἐπίορκος, προδίδοντας τὸν Ἀλκαῖο καὶ τοὺς ἄλλους συνωμότες, παίρνοντας τὸ μέρος τοῦ Μυρσίλου. Ἔτσι ὁ Ἀλκαῖος, τὰ ἀδέλφια του καὶ πολλοὶ ἑταῖροι, ἀναγκάστηκαν νὰ πάρουν τὸν δρόμο τῆς ἐξορίας· βλέπε: Σωκράτη Σκαλτσῆ, Ἀλκαῖος - Σαπφώ, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 12.
28 C. M. Bowra, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 217 - 218.
29 Τὸ ἐν λόγῳ «τέμενος» ἴσως εἶναι τὸ ἱερό, τὸ ὁποῖο ἀνεσκάφη στὴ θέση Μέσα καὶ ἀπετέλεσε κέντρο παλλεσβιακῆς λατρείας ἀπὸ τὴν ἀρχαϊκὴ ἐποχὴ ἕως καὶ τὸν τέταρτο αἰῶνα π.Χ., http://www.culture.gr/2/21/211/21120a/g211ta09.html.
30 Lesbiaca (Commentary on Alcaeus?), M. W. Haslam (ed.), The Oxyrhynchus Papyri, Greaco-Roman Memoirs, No. 73, Great Britain, Published for the British Academy by the London Egypt Exploration Society, 1986, vol. LIII, fr. 1, col. 2, vers. 1 – 30, p. 116 – 117.
31 Lesbiaca (Commentary on Alcaeus?), M. W. Haslam (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., vers. 18 – 26, p. 116 –117.
32 Lesbiaca (Commentary on Alcaeus?), M. W. Haslam (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., «Whether Omestes is the performer or the victim of the sacrifice depends upon the construction of 24 - 25».
33 Lesbiaca (Commentary on Alcaeus?), M. W. Haslam (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 122.
34 Lesbiaca (Commentary on Alcaeus?), M. W. Haslam (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., vers.
35 Παναγιώτου Κων. Χρήστου, Ἑλληνικὴ Πατρολογία - Γραμματεία τῆς περιόδου τῶν διωγμῶν, Χριστιανικὴ Γραμματολογία 2, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, 1978, τόμ. 2, σελ. 765 - 804.
36 Ὅσον ἀφορᾷ τὸ κείμενο, χρησιμοποιοῦμε τὴν ἔκδοση τοῦ ἀειμνήστου καθηγητοῦ Παναγιώτου
Κων. Χρήστου, Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, Παιδαγωγός, εἰσαγωγή, κείμενο, μτφρ. καὶ σχόλια ὑπὸ Π. Χρήστου, ἐπιμελητὴς ἐκδόσεως Ἐλευθέριος Γ. Μερετάκης, Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας 112, Θεσσαλονίκη, Ἐκδοτικὸς οἶκος Ἐλευθερίου Μερετάκη Τὸ Βυζάντιον - Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, 1992, τόμ. 1.
27 – 30, p. 117 καὶ σχόλια σελ. 123.
37 Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Προτρεπτικὸς πρὸς Ἕλληνας, Παιδαγωγός, ἔνθ. ἀνωτ., 42. 5 - 6, σελ. 108.
38 Dosiadas
39 Ὀρθότερο Δωσιάδας.
40 Ἰωάννου Θ. Κακριδῆ, «Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ Διονύσου», στὸ Ἑλληνικὴ μυθολογία - Οἱ Θεοί, γενικὴ ἐποπτεία Ι. Θ. Κακριδῆς, Ἀθῆνα, Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, 1986, τόμ. 2, σελ. 202βϘ.
41 Walter Burkert, Ἀρχαία Ἑλληνικὴ Θρησκεία - Ἀρχαϊκὴ καὶ κλασσικὴ ἐποχή, μτφρ. Νικ. Π. Μπεζαντάκου καὶ Ἀφροδίτης Ἀβαγιανοῦ, Ἀθῆνα, ἐκδ. Καρδαμίτσα, 1993, σελ. 344.
42 Monique Gérard-Rousseau, Les mentions religieuses dans le tablettes mycéniennes, Italy, edizioni dell᾽ Ateneo Roma, 1968, p. 74 – 76 καὶ K. Kerényi, Dionysos : Urbild des unzerstörbaren Lebens, München – Wien, 1976, p. 70 – 72· βλέπε καὶ W. Burkert, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 344, ὅπου ἀνάγει τὴν λατρεία τοῦ Διονύσου σὲ ἀκόμη παλαιοτέρους χρόνους (Μινωϊκοὺς - Μυκηναϊκούς).
43 Εὐριπίδου, Bacchae, introduction, Eric Robertson Dodds (ed.), second edition, Great Britain,Oxford at the Clarendon Press, 1986, p. xvi – xx.
44 Περὶ τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ Διονύσου τοῦ «ἀνθρωποῤῥαίστου (=διαμελιστοῦ ἀνθρώπων)», θ᾽ἀσχοληθοῦμε σ᾽ ἑπόμενό μας ἄρθρο.
45 E. R. Dodds, Οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ παράλογο, μτφρ. καὶ εἰσαγωγὴ Γιώργη Γιατρομανωλάκη,δεύτερη ἔκδοση, Ἀθῆνα, ἐκδ. Μ. Καρδαμίτσα, ἄνευ χρ., σελ. 228 - 229.
46 Γιὰ τὴν ὠμοφαγία στοὺς Ὀρφικοὺς βλέπε: Jane Hellen Harrison, Ὀρφέας καὶ Ὀρφικὰ μυστήρια- Προλεγόμενα στὴ μελέτη τῆς Ἑλληνικῆς Θρησκείας, μτφρ. Ἑλένης Παπαδοπούλου, Ἀθῆνα, ἐκδ.Ἰάμβλιχος, 1995, σελ. 53 - 82.
47 Εὐριπίδου, Κρῆτες, Colinus Austin (ed.), Kleine texte für vorlesungen und übungen, begründet von Hans Lietzmann, herausgegeben von Kurt Aland, 187, nova fragmenta Euripidea in papyris repeta, Berlin, Walter de Gruyter and Co., 1968, fr. 79 (472), pag. 51 – 52.
48 P. Kroh, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 184βϘ - 193αϘ καὶ P. E. Easterling, «Εὐριπίδης» στὸ Ἱστορία τῆς
ἀρχαίας Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας, P. E. Easterling – B. M. W. Knox (eds), ἐπιμ. Α. Στεφανῆ, μτφρ. Ν. Κονομῆ, Χρ. Γρίμπα καὶ Μ. Κονομῆ, τετάρτη ἔκδοση, Ἀθῆνα, ἐκδ. Δημ. Ν. Παπαδῆμα, 2000, σελ. 420 - 451.
49 J. H. Harrison, Ὀρφέας καὶ Ὀρφικὰ μυστήρια, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 53.
50 J. H. Harrison, Ὀρφέας καὶ Ὀρφικὰ μυστήρια, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 53
51 Εὐριπίδου, Bacchae, introduction, E. R. Dodds (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., p. xi – lix.
52 Εὐριπίδου, Bacchae, introduction, E. R. Dodds (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., p. xi.
53 Franciszek Sokolowski, Lois sacrées de l᾽ Asie mineure, école Française d᾽ Athènes, travaux et mémoires des anciens membres étrangers de l᾽ école, Paris, E. De Boccard, 1955, p. 123 – 124.
54 Louise Bruit Zaidman – Pauline Schmitt Pantel, Religion in the ancient Greek city,translated by Paul Cartledge, Great Britain, Cambridge University Press, 1995, p. 199 καὶ Μαρίας Δαράκη, «Ὁ ἄγριος παράδεισος» στὸ Ὁ Διόνυσος καὶ ἡ Θεὰ Γῆ, Ἀθῆνα, ἐκδ. «Δαίδαλος» - Ἰ. Ζαχαρόπουλος Α.Ε., 1997, σελ. 107 - 108.
55 Εὐριπίδου, Bacchae, introduction, E. R. Dodds (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., p. xvi – xvii, «ἐμβαλεῖν means, i think, throw to the crowd of celebrants».
56 Plutarque, Sur la Disparition des Oracles, Robert Flaceliere (ed.), Annales de l᾽ Université de Lyon, troisième série – Lettres - Fascicule 14, Paris, Société d᾽ édition Les Belles Lettres, 1947, 14, p. 137.
57 Pindari, Carmina cum fragmentis selectis, Otto Schroeder (ed.), Lipsiae, B. G. Teubner, 1909, fr. 208, p. 336.
58 Walter Burkert, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 592 – 593 καὶ Jean-Marie Pailler, Bacchanalia, Bibliothèque des écoles Françaises d᾽ Athènes et de Rome, fasc. 270, Roma, Ecole française de Rome – Palais Farnèse, 1988.
59 Arnobii, Adversus Nationes, Augustus Reifferscheid (ed.), Corpus Scriptorum Ecclesiasticorum Latinorum, Editum Consilio et Impensis Academiae Litterarum Caesareae Vindobonensis, Apud C. Geroldi Filium Bibliopolam Academiae, 1875, vol. IV, 19. 16 – 21, p.190.
60 Δημητρίου Τσάμη, Ἐκκλησιαστικὴ Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, 1988,σελ. 112.
61 Ἐλεύθερη ἀπόδοση ὑπὸ τοῦ ἀρθρογράφου: Θὰ προσπεράσουμε ἐπίσης τὶς τελετὲς τῶν Βακχαναλίων, τὶς ὁποῖες οἱ Ἕλληνες ἀποκαλοῦν ὠμοφαγίες, κατὰ τὶς ὁποῖες μὲ προσποιητὴ μανία καὶ ἀπώλεια τῶν αἰσθήσεων τυλίγεις φίδια γύρω σου καὶ γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι ἔχεις καταληφθεῖ ἀπὸ τὴν Θεότητα καὶ τὸ Θεϊκὸ μεγαλεῖο, κατασπαράζεις μὲ ἀδηφάγο στόμα τὴ σάρκα τράγων ποὺ βελάζουν γιὰ ἔλεος.
62 Εἶναι πολὺ ἔντονα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὶς ἀνθρωπολογικὲς θεωρίες τοῦ sir James George Fraser· βλέπε τοῦ ἰδίου, The golden bough – a study in magic and religion, New York, Oxford University Press, 1994 (κυκλοφορεῖ καὶ σὲ Ἑλληνικὴ μετάφραση ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἑκάτη).
63 O. Gruppe, Griechische mythologie und religionsgeschichte, München, C. H. Beck, 1906, vol.2, p. 732.
64 Lewis Richard Farnell, «Dionysiac ritual» στὸ The cults of the Greek states, Oxford at theClarendon Press, 1909, vol. 5, p. 166 – 167.
65 P. Decharme, Μυθολογία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, μτφρ. Ἀλεξάνδρου Μ. Κάραλη, ἐκδ. Χρ.Γιοβάνης, ἄνευ χρον., τόμ. 2, σελ. 536 - 537.
66 J. H. Harrison, Ὁ Θεὸς Διόνυσος, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 110 - 116.
67 M. P. Nilsson, Ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Θρησκείας, προλεγόμενα Δημητρίου
Σταθοπούλου, μτφρ. Αἰκατερίνης Παπαθωμοπούλου, ἕκτη ἔκδοση, Ἀθῆνα, ἐκδ. Δημ. Ν.Παπαδημα, 1993, σελ. 106 - 107.
68 E. R. Dodds, Οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ παράλογο, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 229 - 230.
69 Εὐριπίδου, Bacchae, introduction, E. R. Dodds (ed.), ἔνθ. ἀνωτ., p. xviii.
70 E. R. Dodds, Οἱ Ἕλληνες καὶ τὸ παράλογο, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 230.
71 Jane Hellen Harrison, Ὀρφέας καὶ Ὀρφικὰ μυστήρια- Προλεγόμενα στὴ μελέτη τῆς ἙλληνικῆςΘρησκείας, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 56 καὶ σημ. 8, σελ. 187.
72 J. H. Harrison, Ὁ Θεὸς Διόνυσος, σελ. 110 - 116. Μεγάλο ἐνδιαφέρον ἐν σχέσει μὲ τὸΔιονυσιακὸ λατρευτικὸ προσωνύμιο «ταυροφάγος» παρουσιάζει τὸ ἔθιμο τῆς σφαγῆς ταύρου στὴν νῆσο Λέσβο, περιοχή Μανταμάδος, τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, βλέπε: http:// www. culture. gr/2/21/212/21203n/g212cn21.html.
73 NovumTestamentum Greace, κατὰ Μαθθαῖον εὐαγγέλιον, apparatum criticum recensuerunt eteditionem novis curis elaboraverunt, Germany, Deutsche Bibelgesellschaft Stuttgart, 1991, 26.26 – 30.
74 Jean-Pierre Vernant, Μῦθος καὶ Θρησκεία στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, μτφρ. Μ. Ι. Γιόση, Ἀθῆνα, ἐκδ.Σμἰλη, 2000, σελ. 9.
75 Walter Burkert, Homo Necans - The anthropology of ancient Greek sacrificial ritual and myth, translated by Peter Bing, Berkeley, California University Press, 1983, p. 70.
76 M. Detienne, «Ronger la tête de ses parents» καὶ «Dionysos orphique et le bouilli rôti» στὸDionysos mis à mort, Paris, 1977.
77 L. B. Zaidman – P. S. Pantel, ἔνθ. ἀνωτ., p. 39.
78 L. B. Zaidman – P. S. Pantel, ἔνθ. ἀνωτ., p. 174.
79 L. B. Zaidman – P. S. Pantel, ἔνθ. ἀνωτ., p. 174.
80 Walter F. Otto, Διόνυσος - Μῦθος καὶ λατρεία, εἰσαγωγὴ καὶ μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, Ἀθῆνα, ἐκδ. Εἰκοστοῦ Πρώτου, 1991.
81 C. Kerényi, The Gods of the Greeks, ἔνθ. ἀνωτ. καὶ τοῦ ἰδίου, Dionysos, Stuttgart, Klett – Cotta, 1994.
82 Emily Ledyard Shields, «Dionysos» στὸ The cults of Lesbos, U. S. A., George Banta Publishing Company, Menasha – Wisconsin, 1917, p. 56 – 67. Ἰωάννου Δ. Κοντῆ, Λέσβος καὶ ἡ Μικρασιατική της περιοχή, Ἀθῆναι, 1978, τοῦ ἰδίου, Λεσβιακὸ πολύπτυχο ἀπὸ τὴν ἱστορία, τὴν τέχνη καὶ τὴ λογοτεχνία, Ἀθῆναι, 1974. Dennis D. Hughes, «Archaeological evidence», στὸ Human sacrifice in ancient Greece, Routledge, London – New York, 1991, p. 13 – 48. Guy Labarre, Les cités de Lesbos, aux époques Hellénistique et Impériale, Collection de l᾽ institut d᾽ archéologie et de l᾽ antiquité, Université Lumière Lyon 2, Diffusion de Boccard, 1996 καὶ Ilias Arnaoutogloy, «Samos, Regulation on sacrifices» στὸ Ancient Greeks laws – A sourcebook, Great Britain, Routledge, London and New york, 1998, 108, p. 140 – 142.
83 Βλέπε ὑποσημείωση 12.
84 Dennis D. Hughes, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 134, «But nothing can be said for certain on the basis of the brief assertion of the Christian apologist.»
85 Γιὰ τὴν ἀνθρωποθυσιαστικὴ ἀναφορὰ τοῦ Πορφυρίου στὸ ἔργο του «Περὶ ἀποχῆς ἐμψύχων» καὶ
τὸ λατρευτικὸ προσωνύμιο «ὠμάδιος» τοῦ Θεοῦ Διονύσου, θ᾽ ἀσχοληθοῦμε σ᾽ ἑπόμενό μας ἄρθρο.
86 Θέλω νὰ ἐκφράσω τὶς εὐχαριστίες μου στὸν κ. Κωνσταντῖνο Τσοπάνη, πρῴην συμφοιτητή, θεολόγο καὶ διδάκτορα ἱστορίας καὶ φιλοσοφίας τῶν Θρησκειῶν καὶ στὴν δ. Αἰκατερίνη Ἰωάννου, φοιτήτρια κλασσικῆς φιλολογίας τοῦ πανεπιστημίου τῆς Verona, γιὰ τὴν βοήθεια ποὺ μοῦ
προσέφεραν.
- ΑΝΙΣΤΟΡΙΤΟΝ Τομ 2 Αρ 8 Σεπτ 2002, ὑπὸ Κωνσταντίνου Σ . Χατζηελευθερίου , Πτυχίον (Θεολογία )
- ΦΩΤ : ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΟΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗ
Συγκεκριμένα ο Πλούταρχος στο βιβλίο του Θεμιστοκλής (κεφ. 13) αναφέρει ότι σύμφωνα με το Λέσβιο Φανία, που είναι ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος και καλός ιστορικός, στη ναυαρχίδα του Θεμιστοκλή προσήλθαν την ώρα που θυσίαζε τρεις εμφανίσιμοι αιχμάλωτοι, που ήταν παιδιά της Σανδαύκης, αδελφής του Ξέρξη, και του Αρταυκου. Βλέποντάς τους ο μάντης Ευφραντίδης και καθώς την ίδια στιγμή πετάχτηκε από το θυσιαστήριο μια μεγάλη και δυνατή φλόγα και, επίσης, ακούστηκε ένα φτέρνισμα από τα δεξιά, έπιασε το Θεμιστοκλή από το χέρι και τον παρακινούσε να αρχίσει τη θυσία του με τους νέους , προσφέροντάς τους στον Ωμηστή Διόνυσο, και μόνο έτσι να κάμει την παράκλησή του στο θεό, κάτι που θα εξασφάλιζε στους Έλληνες τη σωτηρία και τη νίκη. Ο Θεμιστοκλής εξεπλάγη από τη ζητούμενη μεγάλη και φοβερή θυσία («εκπλαγέντος δε του Θεμιστοκλέους ως μέγα το μάντευμα και δεινόν»), αλλά, όπως γίνεται πολλές φορές σε στιγμές κρισίμων περιστάσεων και μεγάλων δοκιμασιών, το πλήθος, που το συνηθίζει να εξαρτά τη σωτηρία του από ό,τι είναι παράλογο παρά λογικό, με μια φωνή άρχισε να προσεύχεται στο θεό, και την ίδια στιγμή οδηγούσαν τους αιχμαλώτους στο βωμό, όπου επιβάλανε να γίνει η θυσία, όπως ο μάντης το είχε ορίσει!
«Θεμιστοκλεί δε παρά την ναυαρχίδα τριήρη σφαγιαζομένω τρεις προσήχθησαν αιχμάλωτοι, κάλλιστοι μεν ιδέσθαι την όψιν, εσθήτι δε και χρυσώ κεκοσμημένοι διαπρεπώς. Ελέγοντο δε Σανδάκης παίδες είναι της βασιλέως αδελφής και Αρταϋκτου. Τούτους ιδών Ευφραντίδης ο μάντις, ως άμα μεν ανέλαμψεν εκ των ιερών μέγα και περιφανές πυρ, άμα δε πταρμός εκ δεξιών εσήμηνε, τον Θεμιστοκλέα δεξιωσάμενος εκέλευσε των νεανίσκων κατάρξασθαι και καθιερεύσαι πάντας Ωμηστή Διονύσω προσευξάμενον· ούτω γαρ σωτηρίαν και νίκην έσεσθαι τοις Έλλησιν. Εκπλαγέντος δε του Θεμιστοκλέους ως μέγα το μάντευμα και δεινόν, οίον είωθεν εν μεγάλοις αγώσι και πράγμασι χαλεποίς, μάλλον εκ των παραλόγων ή των ευλόγων την σωτηρίαν ελπίζοντες οι πολλοί τον θεόν άμα κοινή κατεκαλούντο φωνή, και τους αιχμαλώτους τω βωμώ προσαγαγόντες ηνάγκασαν, ως ο μάντις εκέλευσε, την θυσίαν συντελεσθήναι. Ταύτα μεν ουν ανήρ φιλόσοφος και γραμμάτων ουκ άπειρος ιστορικών Φανίας ο Λέσβιος είρηκε.» (Πλούταρχος Θεμιστοκλής 13)
Επίσης ο Πλούταρχος στο βιβλίο του Αριστείδης (κεφ. 9) αναφέρει πως ο Αριστείδης ηγηθείς ενός στρατιωτικού τμήματος απελευθέρωσε τη νήσο Ψυτάλλεια, η οποία είχε καταληφθεί από Πέρσες στρατιώτες, σκοτώνοντάς τους όλους, εκτός από τρεις Πέρσες οι οποίοι ήσαν παιδιά της Σανδαύκης, αδελφής του Ξέρξη, οι οποίοι εστάλησαν αιχμάλωτοι στο Θεμιστοκλή και φημολογείται («και λέγονται κατά τι το λόγιον»), άρα μπορεί αυτό και να μην είναι αλήθεια, ότι σύμφωνα με κάποιο χρησμό, αφού προέτρεψε ο μάντης Ευφραντίδης, θυσιάστηκαν στον ωμηστή Διόνυσο. («εν δε τούτοις ήσαν αδελφής βασιλέως όνομα Σανδαύκης τρεις παίδες, ους ευθὺς απέστειλε προς τον Θεμιστοκλέα· και λέγονται κατά τι λόγιον, του μάντεως Ευφραντίδου κελεύσαντος, ωμηστή Διονύσῳ καθιερευθήναι»).
Επίσης ο Πλούταρχος στο βιβλίο του Πελοπίδας (κεφ. 21) αναφέρει τώρα επιγραμματικά ότι πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος ο Θεμιστοκλής θυσίασε τρεις Πέρσες στον ωμοφάγο Διόνυσο («υπό Θεμιστοκλέους σφαγιασθέντας Ωμηστή Διονύσῳ προ της εν Σαλαμίνι ναυμαχίας»)..
Παρατηρώντας τα ως άνω λεγόμενα του Πλούταρχου, σχετικά με τους τρεις Πέρσες αιχμαλώτους, βλέπουμε ότι εδώ γίνεται λόγος για μια φήμη που αναφέρει ο Λέσβιος ιστορικός Φανίας και δεν έχουμε μια καταγραφή πραγματικού γεγονότος και μάλιστα με δυο εκδοχές. Η μια λέει πως τους τρεις Πέρσες θυσίασε ο Θεμιστοκλής και η άλλη ότι τους θυσίασε ο μάντης Ευφραντίδης. Επομένως η εν λόγω φήμη, ως αντιφάσκουμε και χωρίς μάρτυρες, θεωρείται ανυπόστατη. Και το ότι είναι έτσι τα πράγματα προκύπτει και από τα εξής:
α) Η εν λόγω ανθρωποθυσία δεν αναφέρεται από κανένα άλλο αρχαίο συγγραφέα, ενώ για την εν λόγω ναυμαχία έχουν γράψει πάμπολλοι.
- Συγκεκριμένα ο ιστορικός Ηρόδοτος (484 – 430; π.Χ.), στην περιγραφή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, αναφέρει ότι ο Αριστείδης δεν συνέλαβε κανέναν Πέρση στην Ψυτάλλεια, αλλά ότι τους σκότωσε όλους («κατεφόνευσε πάντας»).
- Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος (524/5 – 456/5 π.Χ.), ο οποίος μάλιστα έλαβε μέρος στη ναυμαχία, στην τραγωδία του «Πέρσαι», αναφερόμενος κι αυτός στο περιστατικό της νήσου Ψυττάλειας, δεν αναφέρει τίποτε περί αιχμαλωσίας, αλλά συμφωνώντας με τον προαναφερθέντα, μας πληροφορεί ότι φονεύθηκαν όλοι οι Πέρσες που αποβιβάσθηκαν εκεί.
- Ο Λατίνος βιογράφος και ιστορικός του 1ου αιώνα π.Χ. (100; - 24/5) Κορνήλιος Νέπος, ο οποίος συνέγραψε μια βιογραφία του Θεμιστοκλή, δεν αναφέρει τίποτε για το τριπλό ανθρωποθυσιαστικό περιστατικό.
- Ο ιστορικός του 1ου αιώνα μ.Χ. Διόδωρος ο Σικελιώτης, στο 11ο βιβλίο του έργου του «Βιβλιοθήκη», περιγράφοντας την ικεσία της κόρης του Δαρείου και αδελφής του Ξέρξη Μανδάνης ή Σανδάκης, να τιμωρηθεί ο Θεμιστοκλής ως υπαίτιος του θανάτου των γιων της, δεν αναφέρει τίποτε περί αιχμαλωσίας ή ανθρωποθυσίας αυτών.
- Ο περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Παυσανίας, στο πρώτο βιβλίο του έργου του «Ελλάδος περιήγησις», αναφερόμενος κι αυτός στη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Περσών στην Ψυτάλλεια, δεν αναφέρει τίποτε για αιχμαλωσία ή ανθρωποθυσία των γιων της Μανδάνης.
- Ο σοφιστής και ρητοροδιδάσκαλος του 2ου αιώνα μ.Χ. (117-189) Αίλιος Αριστείδης, στον περίφημο πανηγυρικό λόγο του «Παναθηναϊκός», αναφερόμενος κι αυτός στο πολεμικό περιστατικό της νήσου Ψυττάλειας, υιοθετεί κι αυτός την άποψη ότι δεν αιχμαλωτίσθηκε κανείς, αλλά ότι όλοι οι Πέρσες σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους οπλίτες που αποβιβάσθηκαν στη νήσο.
- Τέλος, ο Αριστόδημος, συγγραφέας άγνωστης εποχής και καταγωγής, σε ένα διασωθέν απόσπασμα ενός έργου του που έχει χαθεί και το οποίο ήταν κατά πάσα πιθανότητα σχολικό εγχειρίδιο που περιέγραφε τα γεγονότα του 5ου αιώνα π.Χ., συνάδοντας κι αυτός με όλους τους προαναφερθέντες, γράφει ότι ο Αριστείδης, επικεφαλής ευάριθμου ελληνικού αποβατικού σώματος, σκότωσε όλους τους Πέρσες οι οποίοι είχαν καταλάβει την Ψυτάλλεια.
2) Ο χαρακτηρισμός «ωμηστής» (ωμός + εσθίω») που δίνεται στο Διόνυσο αφενός δεν αναφέρεται από κανένα άλλο αρχαίο συγγραφέα, άρα αυτό είναι κάτι που προδίδει κάτι περίεργο και αφετέρου ως λέξη σημαίνει αυτός που τρώει κάτι ωμό, δηλ. κρέας ή λαχανικά κλπ αμαγείρευο ή άψητο , άρα, αν ο Διόνυσος ήταν ωμηστής, τότε δεν θα ήταν δυνατόν να του έκαναν οι ιερείς ανθρωποθυσία, γιατί της θυσίας το κρέας ένα μέρος καίγεται για χάρη του θεού και το άλλο ψήνεται ή μαγειρεύεται, για να γίνει συμπόσιο.
Σημειώνεται ότι:
Α) Ο Πλούταρχος έζησε πολλά χρόνια μετά τα μηδικά, άρα δεν είχε ιδίαν άποψη επί των μηδικών και γι αυτό επικαλείται στις αφηγήσεις του αρχαιότερους ιστορικούς μεταξύ των οποίων και τον ιστορικό και φιλόσοφο Φανία, ο οποίος, για να ξέρει τόσες πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του Θεμιστοκλή στην περίοδο που έζησε στην αυλή του Πέρση βασιλιά, πρέπει να είχε σχέσεις με τους Πέρσες και αυτοί του είπαν τις φήμες που έγραψε για το Θεμιστοκλή. Ο Φανίας, αφού δεν ήταν στη ναυαρχίδα του Θεμιστοκλή, άρα αναφέρει ό,τι άκουσε ως φήμη από τους μηδίσαντες και τους Πέρσες.
Β) Ο Ηρόδοτος (Η 66 κ.α.) δεν αναφέρει αυτά που αναφέρει ο Φανίας για την εκστρατεία του Ξέρξη στην Ελλάδα , η οποία έγινε το 480 και 479 π.Χ και κατά την οποία είχαν μηδίσει πολλοί άλλοι Έλληνες, καθώς και οι Πάριοι, οι Τήνιοι, οι Άνδριοι και λοιποί νησιώτες, άρα και οι Λέσβιοι, οι συμπατριώτες του Φανία.
Γ) Διαβάζοντας με προσοχή το βιβλίο «Θεμιστοκλής» του Πλούταρχου βλέπουμε ότι μετά τη νίκη των Ελλήνων στη Σαλαμίνα ο Θεμιστοκλής άρχισε κρυφά από τους Σπαρτιάτες να οχυρώνει την Αθήνα και να κάνει τον Πειραιά Ναύσταθμο προκειμένου να πάψει η Αθήνα να φοβάται τις περσικές εκστρατείες, αλλά και να κηδεμονεύετε από τους Σπαρτιάτες.
Μάλιστα όταν στο Αμφικτιονικό Συνέδριο οι Σπαρτιάτες πρότειναν οι μηδίσαντες να διαγράφουν, ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε, γιατί έτσι θα έκαναν ό,τι ήθελαν οι Σπαρτιάτες, αφού θα διαγράφονταν οι σύμμαχοι των Αθηναίων Αργείοι, Θεσσαλοί και Θηβαίοι.
Στη συνέχεια ο Θεμιστοκλής άρχισε να συναλλάσσεται με τους μηδίσαντες και να ζητά μάλιστα από τους συμμάχους των Αθηναίων να τον ενισχύσουν οικονομικά για την επίτευξη των σχεδίων του, κάτι που τελικά δεν άρεσε ούτε στους συμμάχους των Αθηναίων ούτε και στους Σπαρτιάτες, γιατί φοβόντουσαν την ισχυροποίησή του και έτσι βοήθησαν την ανάδειξη-προώθηση του φιλοσπαρτιάτη Κίμωνα, διαβάλλοντας συνάμα το Θεμιστοκλή ως μηδίσαντα, για να καταπέσει πολιτικά, με συνέπεια στο τέλος οι ίδιοι οι Αθηναίοι να τον εξοστρακίσουν ( να τον στείλουν στην εξορία).
Συνέπεια αυτού ήταν να καταλήξει στην αυλή του βασιλιά των Περσών, δηλ. σε εκείνον τον οποίο πιο πριν είχε νικήσει μόνο με 180 μικτές τριήρεις, ενώ αυτός διέθετε 1000 μεγάλες και αμέτρητο στρατό. Ο βασιλιάς των Περσών τον δέχτηκε με χαρά πιστεύοντας ότι θα τον βοηθήσει σε νέο πόλεμο εναντίον της Ελλάδος, όπως και του είχε υποσχεθεί ο Θεμιστοκλής για αντάλλαγμα της φιλοξενίας. Ωστόσο, όταν κάποια στιγμή του το ζήτησε ο Πέρσης βασιλιάς, αφού θίασε, αυτοκτόνησε.
Οι δυσμενείς φήμες σε βάρος του Θεμιστοκλή είχαν φθάσει στο σημείο να διαδίδουν και ότι οι Αθηναίοι είχαν ξεθάψει και πετάξει τα λείψανά του, πρβ: «Όσο για τα λείψανά του (του Θεμιστοκλή), δεν αξίζει να προσέχει κανείς ούτε σ’ αυτά που λέει ο Ανδοκίδης στο λόγο του «Προς Εταίρους», πως τάχα οι Αθηναίοι τα σήκωσαν και τα πέταξαν - λέει ψέματα, για να φανατίσει τους ολιγαργικούς- ενάντια στο λαό, ούτε αυτά που λέει ο Φύλαρχος , ο οποίος μεταβάλλοντας την ιστορία του σε τραγωδία….(Πλούταρχου, Θεμιστοκλής, 32>>
Δ) Μεταξύ των άλλων που αναφέρει ο Φανίας για το Θεμιστοκλή είναι και ο εξής διάλογος μεταξύ του Πέρση αξιωματούχου Αρταβάνου και Έλληνα Θεμιστοκλή, που δείχνει τη διαφορά μεταξύ του πολιτισμού των δυο λαών, καθώς και την εξυπνάδα του Θεμιστοκλή: « Οι νόμοι των ανθρώπων, ξένε (λέει ο Αρταβάνος στον άγνωστό του ακόμη Θεμιστοκλή), δεν είναι παντού όμοιοι. Το καλό διαφέρει από τόπο σε τόπο. Ωστόσο καλό για όλους δίχως εξαίρεση είναι το να σεβόμαστε και να τηρούμε ο καθένας τις συνήθειές μας. Για σας, τους Έλληνες, λένε, πως εκτιμάτε προπάντων την ελευθερία και την ισότητα. Εμείς (οι Πέρσες) έχομε πολλούς και καλούς νόμους, αλλά ο καλύτερός μας είναι να τιμούμε και να προσκυνούμε το βασιλιά σαν μια εικόνα του θεού, που κυβερνά τα πάντα. Αν λοιπόν παραδεχτείς τις συνήθειες μας και προσκυνήσεις, θα μπορέσεις να δεις το βασιλιά και να του μιλήσεις. Αν όχι, θα χρειαστεί να στείλεις άλλους για λόγου σου. Γιατί οι πατροπαράδοτες συνήθειες μας δεν επιτρέπουν σε εκείνον που δεν προσκυνάει να έχει ακρόαση στο βασιλιά...»
ΑΔΑΜΑΝΤΟΥ Γ. ΚΡΑΣΑΝΑΚΗ
(Επίτιμου Δ/ντη Υπουργείου Πολιτισμού)
«επεί αυτίκα ημίν μεν ου νόμος εστίν ανθρώπους θύειν αλλ' ανόσιον, Καρχηδόνιοι δε θύουσιν ως όσιον ον και νόμιμον αυτοίς»
Πλάτων, "Μίνως, 315"
©ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ