Νὺξ δ᾽ ἔτεκε στυγερόν τε Μόρον καὶ Κῆρα μέλαιναν
καὶ Θάνατον, τέκε δ᾽ Ὕπνον, ἔτικτε δὲ φῦλον Ὀνείρων.
214δεύτερον αὖ Μῶμον καὶ Ὀιζὺν ἀλγινόεσσαν
213οὔ τινι κοιμηθεῖσα θεῶν τέκε Νὺξ ἐρεβεννή,
215Ἑσπερίδας θ᾽, αἷς μῆλα πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
χρύσεα καλὰ μέλουσι φέροντά τε δένδρεα καρπόν·
καὶ Μοίρας καὶ Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους,
[Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε βροτοῖσι
γεινομένοισι διδοῦσιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε,]
220αἵ τ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε παραιβασίας ἐφέπουσιν,
οὐδέ ποτε λήγουσι θεαὶ δεινοῖο χόλοιο,
πρίν γ᾽ ἀπὸ τῷ δώωσι κακὴν ὄπιν, ὅστις ἁμάρτῃ.
τίκτε δὲ καὶ Νέμεσιν πῆμα θνητοῖσι βροτοῖσι
Νὺξ ὀλοή· μετὰ τὴν δ᾽ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα
225Γῆράς τ᾽ οὐλόμενον, καὶ Ἔριν τέκε καρτερόθυμον.
αὐτὰρ Ἔρις στυγερὴ τέκε μὲν Πόνον ἀλγινόεντα
Λήθην τε Λιμόν τε καὶ Ἄλγεα δακρυόεντα
Ὑσμίνας τε Μάχας τε Φόνους τ᾽ Ἀνδροκτασίας τε
Νείκεά τε Ψεύδεά τε Λόγους τ᾽ Ἀμφιλλογίας τε
230Δυσνομίην τ᾽ Ἄτην τε, συνήθεας ἀλλήλῃσιν,
Ὅρκόν θ᾽, ὃς δὴ πλεῖστον ἐπιχθονίους ἀνθρώπους
πημαίνει, ὅτε κέν τις ἑκὼν ἐπίορκον ὀμόσσῃ·
Απόδοση
Κι η Νύχτα γέννησε το στυγερό το Μόρο και τη μαύρη Κήρα
και το Θάνατο, γέννησε και τον Ύπνο, γέννησε και το γένος των Ονείρων.
Ύστερα πάλι γέννησε το Μώμο και την οδυνηρή Αθλιότητα,
δίχως να κοιμηθεί με κάποιον από τους θεούς η ερεβώδης Νύχτα,
και τις Εσπερίδες που φυλάν τα μήλα τα ωραία, τα χρυσά,
στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού, και τα δέντρα που δίνουν τον καρπό.
Γέννησε και τις Μοίρες και τις Κήρες που τιμωρούνε ανελέητα,
[την Κλωθώ, τη Λάχεση και την Άτροπο,
που δίνουν στους θνητούς όταν γεννιούνται το καλό και το κακό,]
220που διώκουνε τις παραβάσεις ανθρώπων και θεών
κι ούτε ποτέ τους παύουν τη δεινή οργή οι θεές,
προτού τιμωρία κακή αποδώσουνε σ᾽ εκείνον που έσφαλλε.
Γέννησε και τη Νέμεση, συμφορά για τους θνητούς ανθρώπους,
η ολέθρια Νύχτα. Έπειτα την Απάτη γέννησε και τη Φιλότητα,
τα καταραμένα Γηρατειά, γέννησε και την Έριδα με τη δυνατή καρδιά.
Και η στυγερή η Έριδα γέννησε τον οδυνηρό τον Πόνο,
τη Λήθη, το Λιμό και τα γεμάτα δάκρυα Άλγη,
τις Μάχες, τους Πολέμους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες,
τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες,
230την Ανομία και την Άτη, που φίλες μεταξύ τους είναι,
τον Όρκο, που απ᾽ όλα πιο πολύ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
τους βλάπτει, όταν τυχόν κανείς εκούσια ορκιστεί ψεύτικο όρκο.
Και στις δυνάμεις της αρμονίας, της ομόνοιας, της ηδύτητας, προστάτις των οποίων είναι η Αφροδίτη, και στη σπορά της νύχτιας δύναμης που γεννά όλες τις συμφορές του κόσμου, συναντάμε διασταυρώσεις, συνδυασμούς, αναδιπλασιασμούς: στα παιδιά της Νύχτας συγκαταλέγονται οι εξαπάτες και η ερωτική ένωση, όπως και στους απογόνους της Αφροδίτης τα γοητευτικά χαμόγελα των κοριτσιών συνυπάρχουν με τα ψέματα στην ερωτική ένωση.
Ο άνθρωπος μπορεί να γελαστεί, να εξαπατηθεί και να τον βρει συμφορά. Δεν πρόκειται λοιπόν για άσπρο ή μαύρο. Το σύμπαν δημιουργείται αενάως από το διαρκή συγκερασμό των αντιθέτων. Επιστρατεύοντας τις εκδικητικές δυνάμεις και το θυμό τους, η Νύχτα συμβάλλει στην αποκατάσταση της τάξεως, η οποία είχε κηλιδωθεί από τα σφάλματα.
Όσον αφορά την Αφροδίτη, δίπλα στην ολοφώτεινη, τη χρυσή Αφροδίτη, υπάρχει μια σκοτεινή Αφροδίτη, η Μελαινίς Αφροδίτη, νύκτια και ζοφερή, που εξυφαίνει τα δόλια τεχνάσματά της μέσα στο σκοτάδι. Όταν έβαλε τάξη στο σύμπαν, ο Δίας φρόντισε να διώξει από το θεϊκό κόσμο τη νύχτα, το σκότος, την έριδα. Δημιούργησε ένα βασίλειο, όπου οι θεοί ερίζουν μεταξύ τους αλλά η διαμάχη τους δεν μπορεί να οδηγήσει σε ανοιχτή σύγκρουση. Έδιωξε τον πόλεμο από το χώρο των θεών και τον έστειλε στους ανθρώπους.
Όλες οι κακές δυνάμεις που ο Δίας εξεδίωξε από τον κόσμο των Ολυμπίων θα αποτελέσουν την καθημερινότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ζήτησε από τον Ποσειδώνα να χτίσει ένα τριπλό χάλκινο τείχος που να φράζει την είσοδο του Τάρταρου, ώστε η Νύχτα και οι δυνάμεις του κακού να μην μπορούν να ανεβούν ως τον ουρανό. Υπάρχουν βεβαίως μέσα στον κόσμο, ο Δίας όμως έχει πάρει τα μέτρα του.
Όταν ξεσπάει κάποια διαμάχη μεταξύ των θεών η οποία θα μπορούσε να πάρει άσχημη τροπή, προσκαλούνται αμέσως όλοι σε ένα μεγάλο φαγοπότι. Καλεσμένη είναι επίσης και η Στύγα, η οποία σπεύδει κουβαλώντας μια χρυσή υδρία με νερό από τον ποταμό του Άδη.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Jean-Pierre Vernant (1914-2007) "Το σύμπαν, οι θεοί, οι άνθρωποι. Ελληνικές ιστορίες για τη δημιουργία του κόσμου" ... Τιτίκα Δημητρούλια (μετάφραση) ΕΚΔ. ΠΑΤΑΚΗ
Η Νύκτα ήταν κόρη του Χάους, μητέρα του Αιθέρα και της Ημέρας από το Έρεβος (ή τον Χρόνο η Ημέρα) και ενός αυγού από το οποίο γεννήθηκε ο Έρωτας, του Ουρανού (Ορφ. Αργ. 12) και των Άστρων (Ορφ. Ύ. 7). Παιδιά της είναι ο Μόρος και η Κήρα, προσωποποιήσεις της κακοδαιμονίας και της θανατηφόρας μοίρας, ο Θάνατος, ο Ύπνος, ο Όνειρος, ο Μώμος (=μομφή), η Οιζύς (=δυστυχία),(Στην ελληνική μυθολογία, η Οϊζύς (Αρχαίας ελληνικής: Ὀϊζύς) είναι η θεά της δυστυχίας, του άγχους, της θλίψης και της κατάθλιψης. Είναι η κόρη της Νυξ, της θεάς της νύχτας. Είναι δίδυμη αδελφή του θεού Μώμου.[1] Είναι η μικρότερη αδελφή της ελληνικής προσωποποίησης για την ημέρα, της Ημέρας. Ήταν σχετικά ασήμαντη θεά και δεν εκδηλώνονταν μεγάλης κλίμακας εκδηλώσεις λατρείας προς αυτήν, αλλά ήταν η αρχέγονη θεά της μιζέριας και της κατάθλιψης. Έτσι είχε ένα ορισμένο ποσό "μυθολογικού βάρους", ωστόσο.) η Νέμεση, η Απάτη, η Φιλότητα, η Έριδα, το Γήρας, οι Εσπερίδες, οι Μοίρες (Ησ., Θεογ. 210-225 και Έργ. και Ημ. 16-17), ίσως οι Ερινύες από τον Κρόνο (Οβ., Μετ. 4.452), η Λύσσα από τον Ουρανό (Ευρ., Ηρ. Μαιν. 843 κ.ε.), η Εκάτη (Βακχ. Fr 1b). Κατά άλλους, μητέρα της ήταν η Αχλύς (Υγ. 1) και επιπλέον παιδιά της ο Λυσιμελής, ο Πορφυρίωνας, ο Επίφρονας, ο Έπαφος, η Στύγα, η Ευφροσύνη. Στη λάρνακα του Κύψελου παριστάνεται κρατώντας στην αγκαλιά της τον Ύπνο και τον Θάνατο, ενώ ποιητές, επικοί (Όμ., Ιλ. Α 47, Ξ 259) και τραγικοί (και οι τρείς) τη μνημονεύουν στα έργα τους. Στην ορφική θεογονία είναι κόρη του Φάνη (Ορφ. Αργον. 12, O.F. 101) και περιγράφεται ως μελανόπτερος (=μαυροφτέρουγη) (Αριστοφ., Όρν. 695):
Στην αρχή υπήρχε Nύχτα και Xάος μοναχά,
πλατύς Tάρταρος κι Έρεβος μαύρο·
ούτε αέρας υπήρχε ούτε γη ή ουρανός·
τότε μέσα στου Eρέβους τον κόρφο
τον απέραντο, έν’ άσπορο αυγό στην αρχή
η μαυροφτέρουγη Nύχτα γεννάει·
κι όταν ήρθε ο καιρός, απ' τ' αυγό ο ποθητός
πρόβαλε Έρωτας· είχε στις πλάτες
δυο φτερούγες που αστράφταν χρυσές, και γοργά
στο στροβίλισμα επέτα του ανέμου.
Mε το Xάος, που κι αυτό φτερωτό ήταν, κρυφά
μες στον Tάρταρο ο Έρωτας σμίγει,
και το γένος μας έτσι ξεκλώσσησε· αυτό
μες στο φως πρωτανέβασε κιόλας.
(Αριστοφ., Όρν. 692-705, μετ. Θ. Σταύρου)
Με πληροφορίες από ://users.sch.gr/www.greek-language.gr//el.wikipedia.org/