Ήδη από την προϊστορική εποχή, η Γη λατρευόταν ως Μεγάλη Μητέρα. Κατά τον Ησίοδο, η Γη είναι η μητέρα θεών και ανθρώπων. Τα ονόματα πάντοτε διέφεραν μέσα στην σπειροειδή τροχιά του χωροχρόνου. Έχουμε την Μεγάλη Θεά της Μάλτας, την Ούνι, ετρουσκική θεότητα της αναγέννησης, την σλαβική Μητέρα Γη Ζέμλια, την σκανδιναβική Φρέγια θεά της γονιμότητας, την Ατίρα, Μητέρα-Γη των Σαμάνων της Αμερικής και την Κοατλικούε των Αζτέκων. Έχουμε την ιαπωνική Ινάρι, θεά της γονιμότητας και της αγροτικής ζωής, την μητέρα θεά Κουναπίπι, θεά γονιμότητας και της Γης των Αβορίγινων της Αυστραλίας, την Λάκσμι των Ινδουϊστών, την μεσοποταμιακή Ιστάρ, την αιγυπτιακή Ίσιδα, την ρωμαϊκή θεά Ceres.
Η ελληνική Δήμητρα λατρεύεται ως μορφή της Μητέρας Γης, θεά της γεωργίας, της βλάστησης και της καρποφορίας, της γονιμότητας της φύσης. Ο Όμηρος την παρουσιάζει με τα επίθετα «ξανθομάλλα», «ευστέφανη», «πολυτίμητη», «λαμπρόδωρη καρποφόρα», «πάνσεπτη». Ο Ορφικός Ύμνος στη Δήμητρα, παρουσιάζει τη θεά ως «κουροτρόφο», «πλουτοδότειρα θεά», «θνητῶν θρέπτειρα προπάντων»∙ η Φερέσβιος Δηώ1 είναι μια θεά που έχει πολλές μορφές: Πότνια, Ερινύς, Λουσία, Χλόη, Μαλοφόρος, Θεσμοφόρος.
Ποιοι όμως ήταν οι «θεσμοί» που έφερε η Δήμητρα; Μια πιθανή εξήγηση ίσως βρίσκεται στο κείμενο ενός σχολιαστή των Εταιρικών Διαλόγων του Λουκιανού, κατά το οποίο «η Δήμητρα κατονομάζεται Θεσμοφόρος, καθώς έθεσε νόμο ή θεσμό, βάσει των οποίων οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται προκειμένου να αποκτούν την τροφή τους». Μπορούμε, επομένως, να ορίσουμε τα «θέσμια» ως τα ήθη και έθιμα μιας γεωγραφικής περιοχής, που στηρίζονται σε μια επικοινωνία της γης με τους κατοίκους της.
Το πώς συνδέεται η θρησκευτική λατρεία με τους νόμους, το αντιλαμβανόμαστε από το ότι η οικονομία του αρχαιοελληνικού κόσμου βασιζόταν σε ένα μεγάλο βαθμό στην γεωργία, καθώς επίσης και από το γεγονός της εξάπλωσης της λατρείας αυτής πέρα από τα σύνορα της αθηναϊκής πολιτείας, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους πολέμων, με αποτέλεσμα την εισαγωγή σιτηρών από ξένες αγορές.
Η λατρεία, συνεπώς, της Θεσμοφόρου Δήμητρας αποτελούσε, συν τοις άλλοις, μέσο άσκησης διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής2. Γεωγραφική εξάπλωση των Θεσμοφορίων παρατηρείται σε σαράντα πόλεις της Μεσογείου, σε ένα γεωγραφικό πλάτος που περιελάμβανε, πέρα από την Ελλάδα, την Βόρεια Αφρική, την Κάτω Ιταλία, την Μικρά Ασία και τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Πιο συγκεκριμένα, οι κυριότερες ελληνικές πόλεις, για τις οποίες γίνονται σχετικές αναφορές, είναι οι εξής: οι Συρακούσες, ο Ακράγαντας της Σικελίας, η Σπάρτη, η Αρκαδία, το Γύθειο, η Δρυμαία της Φωκίδας, η Θήβα της Βοιωτίας, τα Μέγαρα, η Τροιζήνα, , η Αίγινα, η Λατώ της Κρήτης, η Ερέτρια της Εύβοιας, η Δήλος, τα Άβδηρα, η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Πέργαμος, η Έφεσος και η Μίλητος της Μικράς Ασίας. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και εξής, έως και την εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης, η Αθήνα φέρει τον τίτλο της «μητροπόλεως των καρπών», η οποία μάλιστα θεσπίζει το 420 π.Χ. το Διάταγμα των Απαρχών, σύμφωνα με το οποίο όλοι οι εταίροι όφειλαν να δίδουν φόρο στο ιερό ταμείο της Θεάς3.
Σύνδεση της λατρείας της Μεγάλης Θεάς με την θέσπιση των νόμων στο αθηναϊκό περιβάλλον εντοπίζεται επίσης στη λατρεία της φρυγικής Μεγάλης Μητέρας Κυβέλης, προς τιμήν της οποίας είχαν ιδρύσει το Μητρώον, όπου κατέθεταν τα κρατικά αρχεία4. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως η λατρεία της Θεάς ως Θεσμοφόρου απαντάται και στη θεά Μάρι των Βάσκων της νεολιθικής περιόδου, η οποία στήριζε τους νομικούς κώδικες και ήταν η ίδια νομοθέτης, που κατηύθυνε τις ζωές της κοινότητας5.
Ο Δημοσθένης, ο Διόδωρος, ο Σικελιώτης και ο Πλούταρχος αποδίδουν την εισαγωγή των Θεσμοφορίων στην Αθήνα στον Ορέστη.
Ο Ηρόδοτος, όμως, υποστηρίζει, ότι η μελέτη και λατρεία των Θεσμών ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, από τις θυγατέρες του Δαναού. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο6, ο Τιμόθεος ήταν αυτός που εισήγαγε, επί Πτολεμαίου Ι’, μαζί με τον Μανέθωνα, το περιεχόμενο των Ελευσινίων στη λατρεία της Ίσιδος -εξ ού και οι ομοιότητες στις περιπλανήσεις των δύο θεαινών- ενώ την ίδια θρηνητική περιπλάνηση συναντάμε επίσης στη σουμεριακή Ινάννα, στη φρυγική Κυβέλη (τα μυστήρια της Κυβέλης και του Άττη), αλλά και την ελληνική Αφροδίτη (Αδώνια), με όλες αυτές τις κοινές συμβολικές τελετουργίες θανάτου και ανάστασης της φύσης.
Κατά το στάδιο της προετοιμασίας και της κυρίως εορτής των Θεσμοφορίων7, οι συμμετέχουσες στα δρώμενα έπρεπε να απέχουν από κάθε μορφής επαφή και επικοινωνία με τους συζύγους τους, για τρεις, ή κατ’ άλλους για εννέα ημέρες. Αυτές οι αυστηρές προϋποθέσεις επέβαλλαν στις γυναίκες που επρόκειτο να λάβουν μέρος να κάθονται και να κοιμούνται πάνω σε κάποια είδη χορταριών, για τα οποία έλεγαν πως είχαν καταλυτική επίδραση και καθαρτική δύναμη8.
Οι γυναίκες που θα συμμετείχαν στις τελετουργίες υπεδείκνυαν δύο παντρεμένες συνδημότισσές τους για το άρχειν εις τα Θεσμοφόρια, προκειμένου, δηλαδή, να ηγούνται και ν΄ αρχίζουν πρώτες τις προπαρασκευαστικές τελετές. Ο Ισαίος9, αναφέρει πως όσοι σύζυγοι των γυναικών που θα έπαιρναν μέρος στις τελετές, είχαν πάρει προίκα αξίας τουλάχιστον τριών ταλάντων, όφειλαν να γίνουν χορηγοί της εορτής.
Ο εορτασμός των Θεσμοφορίων άρχιζε την 11η του μηνός Πυανεψίωνος10 και διαρκούσε τρεις ημέρες.
Η πρώτη ημέρα ονομαζόταν Άνοδος και άρχιζε με πομπή των γυναικών από την Αθήνα μέχρι την Ελευσίνα. Στην πομπή αυτή οι γυναίκες έφεραν πάνω στα κεφάλια τους ιερούς νόμους (νομικά βιβλία ή θεσμούς) που, όπως παραδέχονταν, τους είχε εισαγάγει η ίδια η θεά Δήμητρα. Εκτός από τα νομικά βιβλία και τους θεσμούς, οι γυναίκες έφεραν πάνω στα κεφάλια τους και άλλα σύμβολα του εξευγενισμένου βίου. Επίσης, μια από τις σημαντικές τελετουργίες της πρώτης ημέρας ήταν η ανάκτηση από τις αντλήτριες των σάπιων κομματιών χοιρινού κρέατος11 που είχαν ριχτεί σε ειδικές καταβόθρες (μέγαρα) στον χώρο του ιερού κατά τον εορτασμό των Σκιροφορίων12, στις αρχές του καλοκαιριού. Το κρέας αυτό, που είχε πλέον γίνει λίπασμα, ανακατευόταν με σιτάρι και σπόρους ροδιού και ξαναφυτευόταν στο έδαφος, ώστε από τον θάνατο και τη σήψη να ξεπηδήσει νέα ζωή.13 Κατά την πρώτη μέρα της γιορτής, κυριαρχούσε ο φαλλός, με την μορφή ομοιωμάτων ανδρικών μορίων από ζύμη14.
Η δεύτερη ημέρα ονομάζονταν Νηστεία και ήταν μέρα πένθους. Την ημέρα αυτή οι γυναίκες κάθονταν στο έδαφος, γύρω από το άγαλμα της θεάς Δήμητρας, τρώγοντας μόνο τους σησαμούντας, γλύκισμα που πιθανώς αποτελούσε το γνωστό μας παστέλι. Το απόγευμα, οι γυναίκες πραγματοποιούσαν πομπή με αντίθετη πορεία, από την Ελευσίνα προς την Αθήνα. Βάδιζαν όλες ξυπόλητες, πίσω από μια προπορευόμενη άμαξα, πάνω στην οποία μεταφέρονταν καλάθια πλεγμένα από καλάμια, γεμάτα με τα μυστικά σύμβολα των τελεστηρίων. Κατά τη διάρκεια αυτής της ημέρας η Βουλή και ο Δήμος απείχαν από τις συνεδριάσεις.
Η τρίτη ημέρα ονομάζονταν Καλλιγένεια, ομοίως με το προσωνύμιο της θεάς Δήμητρας. Τούτη η τρίτη ημέρα, ήταν μέρα ξεφαντώματος και ευθυμίας. Οι γυναίκες κορόιδευαν, έσκωπταν, λοιδορούσαν η μία την άλλη ή η μία ομάδα κάποια άλλη ομάδα. Αυτό γινόταν σε ανάμνηση της Ιάμβης15, η οποία είχε κατορθώσει κάποτε με τα τολμηρά της αστεία και πειράγματα16 να κάνει την μαυρόπεπλη Δήμητρα να μειδιάσει17.
Σύμφωνα με πληροφορίες που δίνει ο Ησύχιος, την τρίτη μέρα γινόταν θυσία, που λεγόταν ζημία. Η θυσία αυτή προσφερόταν στη Θεά την τελευταία μέρα, για να την εξιλεώσουν για όσες τυχόν παρεκτροπές είχαν διαπράξει οι γυναίκες που πήραν μέρος στις τριήμερες τελετές.
Πληροφορίες σώζονται και σχετικά με τους εορτασμούς σε περιοχές πλην των Αθηνών. Στην Σκώλο της Βοιωτίας εορτάζονταν τα Μεγαλάρτια, τα οποία αποδίδονταν στη λατρεία της Δήμητρας Μεγαλάρτου και αποτελούσαν τον αντίστοιχο εορτασμό των Θεσμοφορίων18. Στα Παντέλεια, τα οποία αποτελούσαν μέρος των Συρακούσιων Θεσμοφορίων προς τιμή της Δήμητρας, παρασκευαζόταν γλύκισμα με το όνομα «μύλλος», που είχε ως βάση το μέλι και το σησάμι. Στα Θεσμοφόρια της Σικελίας, αφιερώνονταν στις δύο Θεές, Δήμητρα και Περσεφόνη, άρτοι ζυμωμένοι από σησάμι και μέλι που ονομάζονταν μέλλοι και είχαν σχήμα γυναικείου εφηβαίου. Στην Kυρήνη, οι Θρησκεύτριες έβαφαν το πρόσωπο τους και τα χέρια με το αίμα των θυσιαζομένων ζώων, ενώ στην Ερέτρια έτρωγαν τα κρέατα ψημένα στον ήλιο.
Κύρια επιβίωση των Θεσμοφορίων και των παρόμοιων τελετών γονιμότητας στις μέρες μας αποτελεί το έθιμο του καρναβαλιού. Ο όρος καρναβάλι πιθανότατα προέρχεται από τη λατινική φράση carne levare που σημαίνει «αποχή από τη σάρκα», λαμβάνοντας έτσι διττή έννοια: αφενός αποχή από την κρεατοφαγία και αφετέρου αποχή από τη σαρκική επαφή19. Ο Οβίδιος αναφέρει την ρωμαϊκή θεά Carnea, προς τιμήν της οποίας θυσίαζαν ένα χοίρο την 1η του Ιουνίου, ο οποίος, αφού ψηνόταν, αποτελούσε την κύρια προσφορά στο βωμό μαζί με φασόλια (fabae). Η Carnea ήταν προστάτιδα της υγείας του φυσικού σώματος του ανθρώπου και ιδιαίτερα των βασικών οργάνων όπως η καρδιά, οι πνεύμονες και το συκώτι. Ο Οβίδιος την ταυτίζει με τη θεά Cardea, σύντροφο του Ιανού, η οποία «είχε τη δύναμη να ανοίγει το κλειστό και να κλείνει το ανοιχτό».20
Στα ρωμαϊκά Αμπαρβάλια, άλλη μια αγροτική εορτή γονιμότητας που πραγματοποιούταν από γυναίκες σε μυστικές τελετές, θυσίαζαν έναν ταύρο, έναν χοίρο και ένα πρόβατο, τα οποία πριν τη θυσία τα γύριζαν τρεις φορές γύρω από τα χωράφια. Η εορτή εκείνη, η οποία εορταζόταν στα τέλη του Μαΐου προς τιμήν της θεάς Ceres, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των πληβείων.
Ως κατάλοιπο των εορτασμών εκείνων, μπορεί να θεωρηθεί το χαρακτηριστικό τελετουργικό του βενετσιάνικου καρναβαλιού του 15ου αιώνα, εκείνο της «εκτέλεσης» δώδεκα χοίρων κι ενός ταύρου. Αφού «καταδικάζονταν» σε θάνατο από το δικαστήριο, αφήνονταν ελεύθερα στην πόλη και οι «εκτελεστές» τους, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των τεχνιτών, τα κυνηγούσαν, τα αιχμαλώτιζαν και τα θανάτωναν μετά από πιθανό βασανισμό.21
Στο Σαμμοκόβι της Ανατολικής Θράκης απαντούν τόσο οι ζωόμορφες και οι θηριόμορφες μεταμφιέσεις, όσο και το άσεμνο και βωμολοχικό στοιχείο, συνδυασμένο με την γονιμική παράσταση του γάμου, στον οποίο τελικά ένας από τους νεονύμφους πεθαίνει, για να αναστηθεί από τον γιατρό. Και είναι ακριβώς στην ανάσταση αυτή, που βρίσκεται το αρχέτυπο της ποθούμενης «ανάστασης» του σταριού από τον χωμάτινο «τάφο» του22.
Τέλος, ακόμα μια πρόσφατη, παρόμοια γυναικεία εορταστική τελετή αποτελεί το «Καρναβάλι των Γυναικών της Άρτας». Το καρναβάλι αυτό ξεκίνησε -και έκτοτε καθιερώθηκε- τον Μάρτιο του 1982 από μια άτυπη επιτροπή που συστήθηκε από γυναίκες αγρότισσες, οι οποίες αφού μασκαρεύτηκαν, πραγματοποίησαν πομπή στον κεντρικό δρόμο της πόλης και στη συνέχεια διασκέδασαν όλες μαζί σε κάποιο φαγοποτείο της περιοχής, λοιδορώντας την πολιτική και οικονομική επικαιρότητα.
Κατά τον Ρώσο φιλόσοφο και θεωρητικό της λογοτεχνίας Mikhail Bakhtin23 το καρναβάλι αντιπροσωπεύει έναν κόσμο στο οποίο οι ρόλοι αντιστρέφονται.
Όπως και η ανατροπή που συντελείται στα Θεσμοφόρια, έτσι και στο καρναβάλι είναι ελεγχόμενη, περιορισμένη εντός του τελετουργικού πλαισίου της εορτής, άρα ακίνδυνη για την καθεστηκυία τάξη. Στο έθιμο του καρναβαλιού, οι μάσκες συμβόλιζαν τους νεκρούς προγόνους που επισκέπτονταν τους ζωντανούς, και έτσι έπαιρνε τον χαρακτήρα του νεκρικού εθίμου. Το Ψυχοσάββατο πριν την Κυριακή των Aπόκρεω ενισχύει την σύνδεση του αρχαίου τελετουργικού με το νεότερο, κατά το οποίο, όπως κάθε Ψυχοσάββατο, οι ζωντανοί φτιάχνουν ένα έδεσμα από βρασμένο σιτάρι, ρόδι, κόλιανδρο και ξηρούς καρπούς, τα γνωστά σε όλους κόλλυβα, σε μνήμη των νεκρών αγαπημένων προσώπων. Επιπλέον, στα πλαίσια της νηστίσιμης Σαρακοστής, τα φαλλικά ομοιώματα από ζύμη εξακολουθούν να έχουν την τιμητική τους, με την μορφή των σαρακοστιανών κουλουριών.
Όλη αυτή η προετοιμασία λαμβάνει χώρα πριν τον εαρινό εορτασμό θανάτου και αναγέννησης, το χριστιανικό Πάσχα, δηλαδή τα σύγχρονα Αδώνια.
Ο εορτασμός των Θεσμοφορίων είχε πολυσύνθετο χαρακτήρα και συμβολισμό. Μέσα σε αυτό το τελετουργικό πλαίσιο, έρχεται το πάνω, κάτω (Άνοδος – Κάθοδος): η χυδαιολογία και η αθυροστομία των γυναικών σε αντίθεση με την ευπρεπή χρήση του λόγου από αυτές24, καθώς και η τριήμερη απουσία τους από την οικογενειακή εστία αποτελούν παρεκτροπή σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Οι γυναίκες αναλαμβάνουν την αναγέννηση της πόλης και απολαμβάνουν παρρησία, αντίθετα με τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου, κατά τις οποίες απέχουν από τα κοινά.
Το κράτος μεριμνά για αυτήν την παρεκτροπή, κάτι που αν και μοιάζει παράδοξο, εντούτοις δεν είναι, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους.
Τα Θεσμοφόρια αποτελούν ένα τελετουργικό δρώμενο προς τιμήν της Μητέρας Γης, της βλάστησης, της καρποφορίας και της γονιμότητας, τα οποία στο σύνολό τους εκπροσωπούνται από τη Μεγάλη Θεά, τη Δήμητρα. Τα τελετουργικά γεύματα πραγματοποιούνται ως μέσο επικοινωνίας με το θείο, σε μια συνουσία του σώματος με τη φύση.
Η φύση είναι το κατεξοχήν θηλυκό στοιχείο στο οποίο εκδηλώνεται η αναγεννητική διαδικασία, μια διαδικασία που δραματοποιείται και ενισχύεται μέσω της μιμητικής μαγείας. Ο Πλούταρχος στα Ηθικά του αποκαλεί τους νεκρούς «Δημήτριους», δηλαδή «λαό της Δήμητρας». Η μήτρα, λοιπόν, ταυτίζεται με τον τάφο και με αυτόν τον τρόπο παραπέμπει σε κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αποκρυφιστικό παράδοξο, στην συνειδητοποίηση πως ο θάνατος γεννάει τη ζωή.
Κονξ Ομ *
Θεσσαλονίκη, 31/08/2015
Δέσποινα Μαρίς Κατσοπούλου, Ιστορικός
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Λεξικό της Ελληνικής Αρχαιολογίας, τ. Α΄, Αθήναι, 1888
Παναγιώτης Πάχης, «Δήμητρα καρποφόρος»: θρησκεία και αγροτική οικονομία του αρχαιοελληνικού κόσμου, Ελληνικά Γράμματα, 1998
Marija Gimbutas, Η επιστροφή της Μεγάλης Θεάς, Αρχέτυπο, 1999
Γεώργιος Σιέττος, Τα Μυστήρια της Κυβέλης και του Άττη, Πύρινος Κόσμος, 1993
Μ. Γ. Βαρβούνης, Νεωτερική ελληνική λαϊκή θρησκευτικότητα. Συναγωγή μελετών θρησκευτικής λαογραφίας, Μπαρμπουνάκης, 2014
Θ. Κιακίδης, «Ιστορία Σαμμοκοβίου και των πέριξ ελληνικών κοινοτήτων», Θρακικά τχ33, 1960
Βάλτερ Πούχνερ, Ιστορική Λαογραφία: Η διαχρονικότητα των φαινομένων, Αρμός, 2010
Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2013
Georges Devereux, Βαυβώ: το Μυθικό Αιδοίο, Ολκός, 2006
Robert Graves, The White Goddess: A Historical Grammar of Poetic Myth, Farrar Straus Giroux, 1997
Mikhail Bakhtin, Rabelais and his World, transl. by Helene Iswolsky, Indiana University Press, 1984
Edward Muir, Civic Ritual in Renaissance Venice, Princeton University Press, 1981
Edward Muir, Ritual in Early Modern Europe, Cambridge University Press, 2005
Παναγιώτα Σαρίσχουλη, Πλουτάρχου «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»: Ο μύθος, University Studio Press, 2011
Λουκιανός, Εταιρικοί Διάλογοι, Αθήνα, 2011
Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνική Μετρική, Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, 2010
Γιώργος Μπλάνας (επιμ.) Αρχίλοχος: Ποιήματα και θρύψαλα, Μικρός Απόπλους, 2001
Κονξ Ομ Παξ *
Τι σημαίνει Κονξ Ομ Παξ η ιερή φράση που ακούγονταν από τον Μεγάλο Ιεροφάντηκαι ήταν η τελευταία επίσημη φράση για τα τελειωμένα Ελευσίνια Μυστήρια, η οποία έμεινε ακέραια και αναλοίωτη και έφθασε αυτούσια στις δικές μας μέρες, για να μας μεταφέρει το αγέραστο μήνυμα των προγόνων, ότι κατείχαν το κλειδί της γνώσης για τη μορφοπλάση των κόσμων.
Θα πει ελεύθερα μεταφρασμένο, να εκπληρωθούν οι πόθοι σου. Ξαναγύρισε στην παγκόσμια ζωή…
Γύρνα στην πατρική σου στέγη εξελιγμένος.
Είθε να γυρίσεις όσο πιο γρήγορα μπορείς στο σπίτι που σε περιμένει.
Αν εξετάσουμε ξεχωριστά τις 3 αυτές λέξεις, αυτές σημαίνουν η καθεμία, μια διαφορετική έννοια, που δε συνενώνεται εύκολα, αν ο εσωτεριστής, δεν κατέχει τον αποσυμβολισμό.
Τι σημαίνει Κονξ Ομ Παξ
Κονξ= Εκείνο που ο καθένας μας ποθεί βαθύτερα. (Πάντα ένα καλό τέλος).
Ομ= Είναι η ψυχή και ίσως αυτό τούτο το ασύλληπτο Πνεύμα. Είναι το άγιο μέρος του ανθρώπου, η μεγάλη Μάνα, σε ύλη και μορφή.
Παξ= Ο γύρος, το πέρασμα, ο κύκλος, η αλλαγή, δόξα.
Μπορεί όλα μαζί να σχηματίσουν την δικαιολογημένη φράση <<απέλθεται τέλοιοι>>.
ΚΟΝΞ ΟΜ ΠΑΞ: Η Ενεργοποίηση της Νοητικής Ισχύος
Νικόλαος Μαργιωρής. Τα Ελευσίνια μυστήρια