Νοσσίς η θηλύγλωσσος...Και η Ανύτη, ο θηλυκός μας Όμηρος -Η Ήριννα- Η Μοιρώ- Η «ξακουστή» Τελέσιλλα - Η Πράξιλλα - Η κορυφαία Σαπφώ

Νοσσίς η θηλύγλωσσος η γυναικεία ποίηση της «Ελληνιστικής» εποχής

Η Νοσσίς ή Νόσσις ήταν Ελληνίδα ποιήτρια και επιγραμματοποιός από τους Επιζεφύριους Λοκρούς της Μ. Ελλάδος  η οποία έζησε την εποχή του Πτολεμαίου Α΄, δηλαδή μεταξύ τέλους 4ου με αρχές 3ου π. Χ.


Οι Επιζεφύριοι Λοκροί στην Μεγάλη Ελλάδα 

Η Νοσσίς έζησε στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Μεγάλης Ελλάδος στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Υπήρξε επιγραμματοποιός. Σώζονται 11 επιγράμματά της στην Παλατινή Ανθολογία. Τα επιγράμματά της γράφτηκαν, για να συνοδεύσουν αναθηματικά δώρα άλλων γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι φίλες της, ενώ τα ποιήματα είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προϋποθέτουν ένα στενό κύκλο γνωστών μεταξύ τους γυναικών.


 Η ίδια η Νοσσίς εμφανίζεται στα επιγράμματά της και εκφράζει τα ζεστά φιλικά της αισθήματα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξαρχής τα επιγράμματα δεν προορίζονταν μόνο για τα αφιερωματικά αντικείμενα που συνόδευαν, αλλά ότι κυκλοφόρησαν ως βιβλίο για το στενό φιλικό γυναικείο της κύκλο. 
Ωστόσο φαίνεται ότι το βιβλίο «ξέφυγε» από το στενό αυτό κύκλο και απέκτησε ευρύτερο ακροατήριο. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι την ενέταξαν στον κύκλο των εννέα καλύτερων λυρικών ποιητριών που σχηματίστηκε κατ’ αναλογία προς τις 9 Μούσες και σε επίγραμμα του Αντίπατρου από τη Θεσσαλονίκη (Α.Π. 9.26) χαρακτηρίζεται ως θηλύγλωσσος, ένα επίθετο που πρέπει να δηλώνει την ενασχόλησή της με τη γυναικεία θεματολογία.

Το μνημείο της ποιήτριας στην Μ . Ελλάδα 


ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΣ
Το επίγραμμα συνέθεσε ο Αντίπατρος από τη Θεσσαλονίκη – πρόσωπο διαφορετικό από τον Σιδώνιο, 2ου π.Χ. αι. ο οποίος άκμασε στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου, φίλος και προστατευόμενος του Καλπουρνίου Πείσωνος, ανθυπάτου της Μακεδονίας, ο οποίος τον διόρισε διοικητή της Θεσσαλονίκης και μαζί του μετοίκησε στη Ρώμη, όπου εργάσθηκε ως δάσκαλος. Ο Αντίπατρος συνέθεσε 100 περίπου επιγράμματα που περιέχονται στη συλλογή Στέφανος, απ’ όπου περιήλθαν στην Παλατινή Ανθολογία.

Στο παρόν επίγραμμα αναφέρονται ονομαστικά, με τη σειρά,

Γυναίκες που ανέθρεψε με ύμνους ο Ελικώνας
κι ο βράχος ο τραχύς της μακεδονικής Πιερίας
να λένε τα τραγούδια τους στη γλώσσα των θεών:
την Πράξιλλα και τη Μοιρώ, το στόμα της Ανύτης,
τον θηλυκό μας Όμηρο και τη Σαπφώ,
στολίδι μες στης Λέσβου τις ευπλόκαμες γυναίκες,
την Ήριννα, την ξακουστή Τελέσιλλα και σένα, Κόριννα,
που ύμνησες της Αθηνάς την τρομερήν ασπίδα
κι ακόμα τη Νοσσίδα με την τρυφερή φωνή
και τη γλυκόηχη Μύρτι, όλες να είναι εργάτριες
σελίδων που νικήσανε τον χρόνο.
Κι αν γέννησε Μούσες εννιά ο μέγας Ουρανός,
γέννησε εννιά κι η Γη, μερίδιο να ᾿χουν κι οι θνητοί
στην άφθαρτη απόλαυση της τέχνης.

(Βλ. Ήριννα, Ηλακάτη, Σπαράγματα και Επιγράμματα, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Τ. Καραγεωργίου, Γαβριηλίδης 2013, σ. 6 3)

Μ’ αυτά τα λόγια ο ποιητής Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς θέλησε να τιμήσει τις εννιά πιο εξέχουσες ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας. Η περίπτωσή τους είναι ξεχωριστή, καθώς σε μια εποχή ανδροκρατίας, μεταξύ άλλων και στις τέχνες, εποχή που οι γυναίκες λάβαιναν τη βασική μόρφωση (ανάγνωση και γραφή), αυτές πέτυχαν να διακριθούν και να φανούν ισάξιες, αν όχι ανώτερες των ανδρών ομότεχνών τους. Με εξαίρεση τη Σαπφώ, τα ποιήματα της οποίας σώθηκαν σε μεγαλύτερο βαθμό, από τις υπόλοιπες οκτώ έχουμε σήμερα μόνο λίγους στίχους της καθεμιάς• οι στίχοι όμως αυτοί αρκούν για να καταλάβουμε την αξία τους. Στο κείμενο αυτό και στο επόμενο θα κάνουμε ένα ταξίδι στις ζωές και το έργο των οκτώ αυτών γυναικών, αναζητώντας τα ψίχουλα που έχουν απομείνει μέσα στους αιώνες.

ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ
Νεοελληνική απόδοση 


Τιμημένη Ήρα, που τον ευωδιαστό ναό σου στο Λακίνιο[1]
συχνά κατεβαίνεις απ’ τον ουρανό για να δεις,
δέξου το λινό ένδυμα που για σένα μαζί με το παιδί της το έξοχο,
τη Νοσσίδα, ύφανε η Θεοφιλίς, της Κλεόχας η κόρη.[2]

[1] Ακρωτήριο στον Κρότωνα με ναό της Ήρας, γνωστό για τον πλούτο και την ιερότητά του.
[2] Το ένδυμα το έχει υφάνει η Θεοφίλη, μητέρα της ίδιας της ποιήτριας, της Νοσσίδος. Αφιερωματικές πινακίδες του 5ου αιώνα π.Χ. από τους Λοκρούς υποδεικνύουν την τέλεση μιας μεγαλοπρεπούς πομπής προς τιμήν της Περσεφόνης και της Αφροδίτης που έληγε με την αφιέρωση ενός πέπλου, όπως στα Παναθήναια. Κάτι ανάλογο πρέπει να γινόταν και προς τιμήν της Ήρας στο Λακίνιο. Οι πέπλοι υφαίνονταν από γυναίκες αριστοκρατικής καταγωγής, στην οποία πρέπει να ανήκε η Νοσσίς και η μητέρα της (η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται ως αγαυή, ένα επίθετο με αριστοκρατικές συνδηλώσεις ήδη από τον Όμηρο). Η Νοσσίς αναφέρεται και στη μητέρα της μητέρας της, τη γιαγιά της Κλεόχα. Ήταν σύνηθες οι γυναίκες στις ιδιωτικές τους συζητήσεις να αναφέρονται με το μητρωνυμικό τους, ενώ στις δημόσιες με το όνομα του συζύγου ή του πατέρα τους. Αυτό δείχνει ότι το ποίημα προοριζόταν για έναν στενό ιδιωτικό κύκλο γυναικών. Γενικά το ποίημα δίνει την αίσθηση μιας προσπάθειας αυτοσύστασης της ποιήτριας στο αναγνωστικό της κοινό.

Ας πάμε στο ναό να δούμε της Αφροδίτης
το άγαλμα, πόσο καλοστολισμένο είναι με χρυσάφι.
Η Πολυαρχίς το αφιέρωσε που μάζεψε πλούτο πολύ
με τη λαμπρότητα του ίδιου του κορμιού της.[3]

[3] Αυτό και το επόμενο επίγραμμα περιγράφουν δύο αφιερώματα στην Αφροδίτη και επικεντρώνονται στις πλευρές της λατρείας της που προφανώς ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικές στους Λοκρούς: πρόκειται για τη σεξουαλικότητα που είναι εκτός γάμου. Η Νοσσίς καλεί τις φίλες της δουν το άγαλμα που αφιέρωσε η εταίρα Πολυαρχίς. Το πολύ ακριβό άγαλμα μαρτυρεί μια μεγάλη περιουσία που κέρδισε η Νοσσίς από το επάγγελμά της. Με ένα έμμεσο τρόπο η ομορφιά και η λαμπρότητα του χρυσού αγάλματος αντικατοπτρίζει την ομορφιά της γυναίκας που το αφιέρωσε. Ίσως η όμορφη Πολυαρχίς να χρησίμευσε ως μοντέλο για την κατασκευή του αγάλματος της θεάς. Ο τόνος του επιγράμματος δεν φαίνεται να είναι απορριπτικός για την εταίρα και την αφιέρωσή της. 

Χαρούμενη νομίζω είναι η Αφροδίτη, που παίρνει
ως δώρο το δίχτυ των μαλλιών της Σαμύθας.
Περίτεχνο είναι κι ευδιάζει σαν νέκταρ γλυκό:
μ’ αυτό κι η ίδια αλείφει τον όμορφο Άδωνη.[4]

[4] Το δίχτυ των μαλλιών της Σαμύθας μοσχοβολά με το άρωμα που χρησιμοποίησε η ιδιοκτήτριά του. Η αναφορά στον Άδωνη υπαινίσσεται τα ετήσια Αδώνια στα οποία προφανώς συμμετείχε και η Σαμύθα. Στα Αδώνια ήταν έντονη η χρήση αρωματικών ουσιών και θυμιαμάτων. Η Αφροδίτη και οι θνητές γυναίκες μοιράζονται εδώ κοινά ενδιαφέροντα: δίχτυ μαλλιών, αρώματα, εραστή. Ο τελευταίος στίχος είναι αμφίσημος: μπορεί να διαβαστεί κυριολεκτικά (η Αφροδίτη αλείφει τον Άδωνη) ή υπαινικτικά (η Σαμύθα αλείφει τον όμορφο σαν Άδωνη εραστή της). Αυτό μας υποβάλλει την ιδέα ότι και η Σαμύθα είναι εταίρα: χωρία της Μέσης και Νέας κωμωδίας παρουσιάζουν τις εταίρες να συμμετέχουν με ενθουσιασμό στη γιορτή του Άδωνη, ενώ το όνομα του θεού χρησιμοποιείται ως παρωνύμιο για τους εραστές.

Τον πίνακα αυτό η Καλλώ στο ναό της ξανθής Αφροδίτης
αφιέρωσε, μια ζωγραφιά που την έφτιαξε ολόιδια.
Πόσο τρυφερή στέκεται! Δες πόσο ανθίζει η χάρη της!
Ας είναι χαρούμενη: ακηλίδωτη είναι η ζωή της.[5]

[5] Το επίγραμμα, όπως και τα επόμενα, αποτελεί μια έκφραση, δηλαδή περιγραφή ενός έργου τέχνης, εδώ ενός πίνακα. Η αφιέρωση του πίνακα στην Αφροδίτη υποβάλλει την ιδέα ότι και η Καλλώ είναι εταίρα. Το όνομά της (παρωνύμιο;) δηλώνει το κάλλος, την ομορφιά. Ο τρίτος στίχος είναι αμφίσημος: η ζωγραφιά είναι ολόιδια με ποιον; Με την Αφροδίτη ή με την Καλλώ. Ίσως και τα δύο ταυτόχρονα. Όπως και στα προηγούμενα ποιήματα παρατηρούμε μια ανεκτική στάση απέναντι στις εταίρες.

Της Θαυμαρέτης τη μορφή έχει ο πίνακας. Καλά την όψη την αγέρωχη,
την γινωμένη πέτυχε της κοπελιάς με τα γλυκά τα μάτια.
Ακόμη και το σκυλί  που σου φυλά το σπίτι την ουρά θα κούναγε αντικρίζοντάς σε,
νομίζοντας πως βλέπει την αφέντρα του σπιτιού.[6]

[6] Η Θαυμαρέτη μόλις έχει παντρευτεί, αλλά είναι ακόμη μικρή. Έτσι παρουσιάζει μια μείξη σοβαρότητας και αθωότητας. Από τη μια έχει αγέρωχο βλέμμα, προφανώς επειδή ανέλαβε πια την ευθύνη ενός σπιτιού, από την άλλη παρουσιάζει μια παιδική προσκόλληση στο σκυλί της. Ο τόνος είναι φιλικά περιπαικτικός, ενώ η μεγαλειώδης έκφραση δέσποινα μελάθρων = «αφέντρα του σπιτιού» ενισχύει το πείραγμα, παραπέμποντας μάλιστα στην γνωστή επική σκηνή της συνάντησης του Οδυσσέα με τον σκύλο του Άργο.

Ίδια η Μέλιννα είναι ο πίνακας. Δες πόσο γλυκό είναι το πρόσωπό της!
Μοιάζει να μας παρατηρεί μειλίχια.
Στ’ αλήθεια πόσο μοιάζει την μάνα της η κόρη σ’ όλα.
Είναι καλό, όταν με τους γονείς τα τέκνα μοιάζουν.[7]

[7] Το επίγραμμα αφορά έναν πίνακα που εικονίζει την Μέλιννα, αλλά το κέντρο βάρους πέφτει στην ομοιότητά της με την μητέρα της: όπως ο πίνακας είναι πιστή αναπαράσταση της Μέλιννας, έτσι και η Μέλιννα είναι πιστό αντίγραφο της μητέρας της. Το επίγραμμα αποτελεί ουσιαστικά μια αντιστροφή της παραδοσιακής ευχής να μοιάζουν τα παιδιά στον πατέρα ως απόδειξη της γνησιότητάς τους: εδώ είναι η μητέρα που κληροδοτεί στην κόρη τη σφραγίδα της γνήσιας κληρονομικότητας.

Κι από μακριά μπορείς να καταλάβεις πως η εικόνα αυτή
της Σαβαιθίδος είναι, αν κρίνεις απ’ την ομορφιά και το παράστημα.
Για δες, νομίζω ότι βλέπω κι από δω τη σωφροσύνη
και τη γλυκύτητά της. Πολλές χαρές να έχεις, μακάρια γυναίκα![8]

[8] Η Σαβαιθίς είναι μια ώριμη γυναίκα, η οποία διακρίνεται όχι μόνο από την εξωτερική της ομορφιά, αλλά και από την ψυχική της ποιότητα. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται και ιδιαίτερα το επίθετο «μακάρια» παραπέμπει στην περιγραφή ενός είδους θεότητας. Πιθανώς η Σαβαιθίς ήταν σεβάσμιο μέλος του κοινωνικού περιβάλλοντός της.

Αυτά τα όπλα έριξαν από τους δύσμοιρους τους ώμους τους Βρέττιοι άνδρες,
καθώς πληγώνονταν από τα χέρια των Λοκρών που μάχονται με θέρμη.
Τούτων την αντρειά τώρα υμνούν, κάτω απ’ των θεών τα παλάτια,
και των δειλών τα χέρια που άφησαν πίσω τους δεν νοσταλγούν.[9]

[9] Το ποίημα έχει πατριωτικό τόνο: περιγράφει με υπερηφάνεια τα όπλα που απέσπασαν οι Λοκροί από τους Βρέττιους, έναν ιταλικό λαό, στη διάρκεια κάποιας μάχης. Τώρα αυτά τα όπλα έχουν αφιερωθεί και κείνται στους ναούς των θεών (=παλάτια) ως δείγμα της αντρείας των Λοκρών. Τα όπλα εμφανίζονται να υμνούν τους νέους ιδιοκτήτες τους και δεν επιθυμούν να επιστρέψουν στα χέρια των δειλών Βρεττίων.  Οι δειλία των Βρεττίων καταδεικνύεται από το γεγονός ότι έριξαν τα όπλα τους, προκειμένου να γλιτώσουν, άρα τα όπλα κατά κάποιο τρόπο «δικαίως» δεν νοσταλγούν τους παλιούς ιδιοκτήτες τους. Ίσως έχουμε υπαινιγμό στην υποτιθέμενη σύνδεση του ονόματος των Βρεττίων με μια ιταλική λέξη που σήμαινε τον «φυγάδα δούλο» ή τον «στασιαστή» (Διόδ. 16.15.1-2, Στράβων 6.255).


Γέλα καμπανιστά και προσπέρνα και πες λόγο καλό
για μένα: είμαι ο Ρίνθων ο Συρακόσιος.
Των Μουσών είμαι ταπεινό αηδονάκι, μα απ’ τους τραγικούς
μου φλύακες έδρεψα δικό μου στεφάνι κισσού.[10]   

[10] Επιτύμβιο επίγραμμα για τον τάφο του Ρίνθωνα από τις Συρακούσες, συνθέτη φλυάκων, δηλαδή κωμικών παρωδιών τραγικών έργων. Μεταφορικά το επίγραμμα μας καλεί να εκτιμήσουμε κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα, σε όσο ταπεινό είδος και αν ανήκει, στο πλαίσιο των δικών του απαιτήσεων. Ο κισσός του νικητή των τραγικών αγώνων, που απονεμήθηκε σε έναν Αισχύλο, έναν Σοφοκλή ή έναν Ευριπίδη, τώρα ανήκει δικαιωματικά στον παρωδό Ρίνθωνα. Με καθαρά ελληνιστικό πνεύμα η Νοσσίς αμφισβητεί την καθιερωμένη προτεραιότητα των κλασικών ποιητικών ειδών (τραγωδία, έπος) και θεωρεί ότι κι ένα ταπεινότερο είδος μπορεί να δώσει αριστουργήματα. Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με ένα λογοτεχνικό μανιφέστο που αφορά και την ίδια τη Νοσσίδα, η οποία ασχολείται με το ταπεινό είδος του επιγράμματος.

Τίποτα γλυκύτερο απ’ τον έρωτα. Όλες οι άλλες χαρές
είναι δεύτερες. Απ’ το στόμα μου και το μέλι θα έφτυνα.
Τούτο το λέει η Νοσσίς. Όποιον η Αφροδίτη δεν αγάπησε,
αυτός τα άνθη της δεν γνωρίζει, τι ρόδα είναι.[11]

[11]Το επίγραμμα πιθανώς άνοιγε τη συλλογή της Νοσσίδος, αφού ήταν συνήθης λογοτεχνική πρακτική της Ελληνιστικής Εποχής οι συλλογές ποιημάτων να ανοίγουν και να κλείνουν με αναφορά στο όνομα του δημιουργού (σφραγίς), στο περιεχόμενο του έργου και με ένα είδος προγραμματικού ποιητικού μανιφέστου (βλ. και το επόμενο επίγραμμα). Οι αναμνήσεις από τη Σαπφώ δεν είναι τυχαίες (έρωτας, Αφροδίτη, ρόδα). Ωστόσο υπάρχει και ηθελημένη αποστασιοποίηση από το πρότυπο: ο έρωτας για τη Σαπφώ είναι γλυκόπικρος, αφού μπορεί να προκαλεί πάθη, αλλά για την Νοσσίδα είναι ό,τι γλυκύτερο υπάρχει, δίχως καμιά αρνητική επίπτωση. Ακόμη και το μέλι είναι πικρό μπροστά του. Στον τελευταίο στίχο υπάρχει λεκτική αμφισημία: όποιος δεν έχει ευλογηθεί από την Αφροδίτη δεν μπορεί να απολαύσει τα άνθη (ρόδα) του έρωτα, αλλά (καθώς η λέξη άνθη παραπέμπει και στην ανθολογία των ποιημάτων που η Νοσσίς παρουσιάζει στο κοινό της) δεν μπορεί να απολαύσει και τα ποιήματα της Νοσσίδος.

Ξένε, αν πλέεις προς την Μυτιλήνη με τους ωραίους χορούς,
για να εμπνευστείς από το άνθος των χαρίτων της Σαπφώς,
να της πεις ότι η γη της Λοκρίδας με γέννησε, αγαπητή
στις Μούσες και στην ίδια. Τώρα που έμαθες ότι με λένε Νοσσίδα, φύγε![12]

[12] Το επίγραμμα πρέπει να έκλεινε τη συλλογή. Η Νοσσίς υιοθετεί το ύφος των επιτύμβιων επιγραμμάτων, στα οποία ο νεκρός ζητά από τον ξένο να μεταφέρει ένα μήνυμα στην πατρίδα και τους δικούς του. Εδώ όμως η Μυτιλήνη είναι μεταφορικά η λογοτεχνική πατρίδα της Νοσσίδος και η Σαπφώ η λογοτεχνική της μητέρα. 
[Σταύρος Γκιργκένης]



Η ΝΟΣΣΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΠΙΖΕΦΥΡΙΟΥΣ ΛΟΚΡΟΥΣ

Ο Νοσσίς  γεννήθηκε στην Μ. Ελλάδα    μεταξύ 4ου και 3ου αιώνα π.Χ. Δεν έχει φτάσει μεγάλο μέρος της ζωής της μέχρι τις μέρες μας. Ο Μελέαγρος των Γαδάρων  στο « Στέφανον» του την συμπεριέλαβε στους επιφανείς τραγουδιστές της Ελλάδας.  Ο Αντίπατρος της Θεσσαλονίκης  την κατέταξε ανάμεσα στις εννέα ποιήτριες που άξιζαν την τιμή να συναγωνιστούν τις Μούσες (ΑΠ ΙΧ, 26).

Διογένης ο Λαέρτιος, VI 99 «Μένιππος, καὶ οὗτος κυνικός, τὸ ἀνέκαθεν ἦν Φοῖνιξ, δοῦλος, ὥς φησιν Ἀχαϊκὸς ἐν Ἠθικοῖς. Διοκλῆς δὲ καὶ τὸν δεσπότην αὐτοῦ Ποντικὸν εἶναι καὶ Βάτωνα καλεῖσθαι. ἀτηρότερον δ' αἰτῶν ὑπὸ φιλαργυρίας ἴσχυσε Θηβαῖος γενέσθαι. Φέρει μὲν οὖν σπουδαῖον οὐδέν· τὰ δὲ βιβλία αὐτοῦ πολλοῦ καταγέλωτος γέμει καί τι ἴσον τοῖς Μελεάγρου τοῦ κατ' αὐτὸν γενομένου.»



Γάδαρα:Η αρχαία ελληνική πόλη στη Δεκάπολη της Κοίλης Συρίας.




Η  Νοσσίς , σε ένα από τα δώδεκα επιγράμματα λέει για τον εαυτό της, αναφέρει : «Ξένε, αν πλέεις προς την Μυτιλήνη με τους ωραίους χορούς για να εμπνευστείς από το άνθος των χαρίτων της Σαπφώς,
να της πεις ότι η γη της Λοκρίδας με γέννησε, αγαπητή στις Μούσες και στην ίδια. Τώρα που έμαθες ότι με λένε Νοσσίδα, φύγε!"


ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΟΣΣΙΔΟΣ
Της αποδίδονται ,(εδώ στα αρχαιοελληνικά), δώδεκα επιγράμματα διαφόρων θεμάτων, ένα από τα οποία είναι ίσως ψευδές:

 (Αντ. Παλάτ. Βιβλίο V - 170)
῞Αδιον οὐδὲν ἔρωτος ἃ δ' ὄλβια, δεύτερα πάντα
ἐστίν ὰπὸ στόματος δ' ἔπτυσα κα ὶ τὸ μέλι.
Τοῦτο λέγει Νοσσίς τίνα δ' ἁ Κύπρις οὐκ ἐφίλασεν,
οὐκ οἶδεν κήνα γ' ἅνθεα ποῖ α ῥόδα.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 132)
Ἔντεα Βρέττιοι ἄνδρες ἀ π' αἰνομόρων βάλον ὤμων
θεινόμενοι Λοκρῶν χερσὶν ὑπ' ὠκυμά χων,
ὧν ἀρετὰν ὑμνεῦωτα θεῶν ὑπ' ἀνάκτορα κεῖνται, οὐδὲ ποθεῦνται,
οὐδὲ ποθεῦνται, οὐδὲ ποθεῦν.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 265)
῞Ηρα τιμήεσσα, Λακίνιον ἃ τὸ θυῶδες
πολλάκις οὐρανόθεν νεισομένα κατορῇς,
δέξαι βύ σσινον εἷμα, τό τοι μετὰ παιδὸς ἀγαυὰ
Νοσσίδος ὕφανεν Θευφιλὶς ἁ Κλεόχας.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 273)
῎Αρτεμι, Δᾶλον ἔχουσα καὶ ᾽Ορτυγίαν ἐρόεσσαν,
τόξα μὲν εἰς κόλπους ἅγυ᾽ ἀ πόθου Χαρίτων,
λοῦσαι δ᾽ ᾽Ινωπῷ καθαρὸν χρόα, βᾶθι οὼς δὼς ὼς ὼς ὼς
. ᾽Αλκέτιν ἐκ χαλεπῶν.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 275)
Καίροισάν τοι ἔοικε κομᾶν ἄπο τὰν ᾽Αφροδίταν
ἄνθεμα κεκρύφαλον τόνδε λαβεῖν Σαμύτας
δαιδαλέος τε γάρ ἐστι, καὶ ἁδύ τι νέκταρος ὄσδει,
τοῦ, τῷ καὶ τήνα καλΑὸν .

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 353)
Αὐτομέλιννα τέτυκται ἴδ', ὡς ἀγανὸν τὸ πρόσωπον
ἁμὲ ποτοπτάζειν μειλιχίως δοκέ ει
ὡς ἐτύμως θυγάτηρ τᾷ ματέρι πάντα ποτῴκει.
ἦ καλόν, ὅκκα πέλῃ τέκνα γονεῦσιν ἴσα.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VI - 354)
Γνωτὰ καὶ τηνῶθε Σαβαιθίδος εἴδεται ἔμμεν
ἅδ' εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύνᾳ.
θάεο τὰν πινυτὰν τό τε μείλιχον αὐτόθι τήνας
ἔλπομ' ὁρῆν χαίροις πολλά, μάκαιρα γύ ναι.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VII - 414)
Καὶ καπυρὸν γελάσας παραμείβεο καὶ φίλον εἰπὼν
ῥῆμ' ἐπ' ἐμοί. ῾Ρίνθων εἴμ' ὁ Συρακόσιος,
Μουσάων ὁλίγη τις ἀηδονίς ἀλλὰ φλυάκων
ἐκ τρ αγικῶν ἴδιον κισσὸν ἐδρεψάμεθα.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο VII - 718)
Ὦ Ξεῖν', εἰ τύ γε πλεῖς ποτὶ καλλίχορον Μιτυλάναν
τᾶν Σαπφοῦς χαρίτων ἄνθος ἐ ωαυσόμενος,
εἰπειν, ὡς Μούσαισι φίλαν τήνα τε Λοκρὶς γᾶς
τίκτε μ' ὼςθιμασαν ὼς, τίκτε μ' ἴθιμα.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο ΙΧ - 332)
'Ελτοῖσαι ποτὶ ναὸν ἰδώμεθα τᾶς Ἀφροδίτας
τὸ βρέτας, ὡς χρυσῷ δαιδαλόεν τελέθε i.
εἵσατό μιν Πολυαρχὶς ἐπαυρομένα μάλα πολλὰν
κτῆσιν ἀπ' οἰκείου σώματος ἀγλαία ς.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο ΙΧ - 604)
Θαυμαρέτας μορφὰν ὁ πίναξ ἔχει εὖ γε τὸ γαῦρον
τεῦξε τό θ' ὡραῖον τᾶς ἀγανοβλεφ άρου.
σαίνοι κέν σ' ἐσιδοῖσα καὶ οἰκοφυλαξ σκυλάκαινα
δέσποιναν μελάθρων οἰομένα ποθορ ῆν.

(Αντ. Παλάτ. Βιβλίο ΙΧ - 605)
Τὸν πίνακα ξανθᾶς Καλλὼ δόμον εἰς Ἀφροδίτας
εἰκονα γραψαμένα πάντ' ἀνέθηκεν ἴ σαν.
ὡσ ἀγανῶς ἕστακεν ἴδ', ἁ χάρις ίκον ἀντεῖ.
χαιρέτω· οὔ τινα γὰρ μέμψιν ἔχει βιοτᾶς.



Η κορυφαία ποιήτρια Σαπφώ

Νόμισμα Λέσβου με την Σαπφώ 

Η κορυφαία ποιήτρια Σαπφώ, από την Ερεσό, αγλάισμα της Λέσβου, αποκαλούμενη «θνητή Μούσα» και «δεκάτη των Μουσών» εξύμνησε, με ιδιαίτερη ευαισθησία, το σφοδρό έρωτα και το κάλλος, στις περίφημες Ωδές της και τα Επιθαλάμια.

Μιά απίστευτη ανακάλυψη    -  Βρήκαν ποιήματα της Σαπφούς





Η Σαπφώ είναι μία από τις βαθύτερες λυρικές φωνές, ανεξαρτήτως φύλου, δεν είναι όμως η μοναδική ποιήτρια. Στον ίσκιο της, κυρίως δε στη σκιά των ανδρών, υπήρξαν και άλλες. Μόνο που ο χρόνος, αρσενικός κι αυτός, στάθηκε ιδιαίτερα άδικος μαζί τους. Για παράδειγμα, δεν σώθηκε ούτε ένας στίχος της Μυρτίδας από τη βοιωτική Ανθηδόνα, παρότι η παράδοση τη θέλει τόσο ικανή ώστε να συμμετάσχει σε ποιητικό διαγωνισμό με αντίπαλο τον Πίνδαρο. Μια καθαρή εικόνα για το μέγεθος της απώλειας σχηματίζουμε βλέποντας ότι το κεφάλαιο «Αρχαίες ποιήτριες» του βιβλίου του Γιάννη Δάλλα «Αρχαίοι λυρικοί - Β΄: Μελικοί, η αιολική και η ιωνική μονωδία» (Αγρα, 2004), καλύπτει μόλις δύο τυπογραφικά. Το ένα για τους διασωθέντες στίχους επτά ποιητριών (Κόριννα, Τελέσιλλα, Πράξιλλα, Ηριννα, Ανύτη, Νοσσίδα, Μοιρώ), το άλλο για τη μετάφρασή τους.


ΣΑΠΦΩ: Καλύτερα νὰ σοῦ βγεῖ τὸ μάτι παρὰ τὸ ὄνομα




Η Ανύτη, ο θηλυκός  μας Όμηρος

Γιά την Ανύτη, ποιήτρια του 3ου π.Χ. αιώνα, από την Τεγέα της Αρκαδίας, αποδίδονται 21 επιγράμματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην Παλατινή Ανθολογία και στο Συμπλήρωμά της. Ο ποιητής Μελέαγρος [Ὁ ποιητής Μελέαγρος, γνώστης βαθύς της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων, γεννήθηκε στα Γάδαρα της Παλαιστίνης περί το 135 π.Χ., έζησε μέχρι την ώριμη ηλικία στην Τύρο και τέλος κατέφυγε στην Κω, όπου και απεβίωσε. . Έγινε ένδοξος με την περίφημη συλλογή του «Στέφανος»[5]. Ήταν έξοχος ερωτικός ποιητής, τραγούδησε το πάθος του για την Ηλιοδώρα, την τρυφερότητά του για την Ζηνοφίλα καθώς και τον έρωτά του για αρκετές ακόμα γυναίκες. Στον «Στέφανό» του περιέλαβε και 124 δικά του επιγράμματα. Η συλλογή του αυτή αποτέλεσε μια από τις σπουδαιότερες συνεισφορές στην Παλατινή Ανθολογία.  ], πρώτος ανθολόγος στην ιστορία των γραμμάτων (135- 60 π.Χ.), ο οποίος μάλιστα δέχτηκε επιδράσεις από την ποιήτρια της Αρκαδίας, στον περίφημο Στέφανόν του, όπου παρομοιάζει τους προγενέστερούς του λυρικούς ποιητές με άνθη, ταυτίζει την Ανύτη με τα κρίνα:πολλὰ μὲν ἐμπλέξας Ἀνύτης κρίνα (Π.Α., 4,1)
Στο ένατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς, ποιητής και επιγραμματοποιός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορος Αυγούστου (63-14 μ.Χ.), παραδίδει μέσω ενός δικού του επιγράμματος τον «κανόνα» των εννέα σημαντικότερων ποιητριών της αρχαιότητας, συμπεριλαμβάνοντας και την Τεγεάτισσα ποιήτρια  (βλέπε πιο πάνω ) .

Η Ανύτη από την Τεγέα, εφάμιλλη του Ομήρου, έγραψε επιγράμματα σε δωρική διάλεκτο και μελικά ποιήματα.

Η Ανύτη καινοτομεί, άλλοτε ζωντανεύοντας σκηνές της καθημερινής ζωής —στοιχείο που συναντάμε ακόμα κι όταν θρηνεί για τον πρόωρο θάνατο νεαρών γυναικών—, άλλοτε γράφοντας συγκινητικά επιτύμβια ποιήματα για αγαπημένα ζώα και άλλοτε επιδιδόμενη σε ειδυλλιακές περιγραφές της φύσης.
Εν τέλει υπερασπίζεται ένα βιότοπο, ποιητικό και πραγματικό, στον οποίο θάλλει (βλασταίνει) η προστασία της χλωρίδας και της πανίδας και κυριαρχεί η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το φυσικό και ζωικό περιβάλλον.

Ο Θέσπης, ο τράγος και η τραγωδία.





Παραθέτουμε δύο επιγράμματά της αφιερωμένα στον τράγο, το ιερό ζώο του Διονύσου, το συνδεδεμένο και ετυμολογικά με την τραγωδία:
Το πρώτο επίγραμμα για τον τράγο, που μικρά παιδιά τον ιππεύουν σαν να ήταν άλογο, ζωντανεύει μια χαριτωμένη σκηνή που διαδραματίζεται στην αυλή του ναού, του αφιερωμένου προφανώς στον Διόνυσο (Π.Α., 6.312).. Οι τράγοι, εξάλλου, είναι συνδεδεμένοι με τη λατρεία του Διονύσου και με τη γένεση της τραγωδίας ενώ οι ακόλουθοι του θεού Σάτυροι εμφανίζονται στην αγγειογραφία ντυμένοι με δέρματα τράγων:


[τράγος σε αγώνα ιππικό]

Χαλινούς ολοπόρφυρους και καπίστρι, έχουν βάλει
τα μικρά τα παιδιά στο δασύτριχο στόμα σου, τράγε,
και γι᾿ αγώνα ιππικό στην αυλή του ναού σ᾿ εκπαιδεύουν
για να βλέπει ο θεός πώς τους δίνει χαρά το παιχνίδι.
(μετάφραση Τασούλα Καραγεωργίου)

Ἡνία δή τοι παῖδες ἐνί, τράγε, φοινικόεντα
θέντες καὶ λασίῳ φιμὰ περὶ στόματι,
ἵππια παιδεύουσι θεοῦ περὶ ναὸν ἄεθλα,
ὄφρ᾿ αὐτοὺς ἐφορῇ νήπια τερπομένους.
Π.Α., 6.312

Άλλο ένα επίγραμμα, από το ένατο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας, είναι υμνητικό της αγέρωχης περηφάνειας ενός άγριου τράγου. (Π.Α., 9.745). Βρόμιος αποκαλείται εδώ ο Διόνυσος, επειδή σύμφωνα με Τα Σχόλια στον Αριστοφάνη: «Βρόμιος ονομάστηκε ο Διόνυσος ή επειδή κεραυνοβολήθηκε με βροντές και αστραπές η (μητέρα του) Σεμέλη και έτσι τον γέννησε ή επειδή λατρευόταν με κρότους μεγάλους και ήχους από τις μαινάδες και τις θυρσοφόρες ή επειδή το κρασί γίνεται αιτία κρότων μεγάλων και ήχων γι’ αυτούς που πίνουν πολύ». (Μετάφραση Τ.Κ.)

[Βρόμιος ὁ Διόνυσος ἐκλήθη, ἢ διότι ἐκεραυνώθη μετὰ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν ἡ Σεμέλη καὶ ἔκτοτε ἐξῆλθεν ἀπ' ἐκείνης, ἢ διότι μετὰ βρόμων καὶ ἤχων παρὰ τῶν μαινάδων καὶ τῶν θυρσοφόρων ὑμνεῖτο, ἢ διότι βρόμων καὶ ἤχων αἴτιος γίνεται ὁ οἶνος, ἐν οἷς ἂν πολὺς ἐπεισρεύσῃ. (Scholia In Aristophanem, Commentarium in nubes)].

Ανακαλεί δε η εξύμνηση από την Ανύτη της περήφανης και γεμάτης αισθησιασμό στάσης του τράγου τον συμβολικό αίγαγρο του Ανδρέα Εμπειρίκου. Από το ποίημά του «Του αιγάγρου» παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα: Γεια και χαρά σου, Αίγαγρε, που δεν θα πας στους κάμπους! Γεια και χαρά σου που πατάς τα νυχοπόδαρά σου στων απορρώγων κορυφών τα πιο υψηλά Ωσαννά! (Ανδρέας Εμπειρίκος, Οκτάνα, Ίκαρος, 1980).

[ο περήφανος τράγος]

Του Διονύσου για δες
πώς αγέρωχα ο κερασφόρος ο αίγαγρος
ρίχνει βλέμμα περήφανο στο δασύ του το γένι
και πώς καμαρώνει γιατί η Ναϊάς συχνά στα βουνά
τού χαϊδεύει τα μάγουλα και στο ρόδινο χέρι της
τους βοστρύχους του δέχεται.
(Μετάφραση Τασούλα Καραγεωργίου)

Θάεο τὸν Βρομίο κεραὸν τράγον, ὡς ἀγερώχως
ὄμμα κατὰ λασιᾶν γαῦρον ἔχει γενύων,
κυδιόων ὅτι οἱ θάμ᾿ ἐν οὔρεσιν ἀμφὶ παρῇδα
βόστρυχον εἰς ῥοδέαν Ναῒς ἔδεκτ ...
Π.Α., 9.745.

Συνολικά η ποιητική πρόταση της  Ανύτης έχει ιδιαίτερη σήμερα αξία καθώς θέτει εμμέσως ένα αίτημα επιστροφής στην ποιητική απλότητα που προϋποθέτει συμφιλίωση του ποιητικού λόγου με το περιβάλλον, φυσικό και πνευματικό.




Η Κόριννα 
Στον αγώνα με τον χρόνο, λοιπόν, η ποίηση των γυναικών (που δεν πρέπει να την προσεγγίσουμε με όχημα τον ιδεολογικά φορτισμένο όρο «γυναικεία ποίηση») ηττήθηκε. Αντίθετα, στον –θρυλούμενο– ποιητικό αγώνα γυναίκας και άντρα νίκησε η γυναίκα. Δεν πρόκειται για τη Μυρτίδα, αφού για την κατάληξη του δικού της αγώνα δεν υπάρχουν άλλες ανεκδοτολογικές ειδήσεις. Η γυναίκα που επικράτησε του Πίνδαρου, κατά την παράδοση, ήταν η Κόριννα, μαθήτρια της Μυρτίδας. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι σώθηκαν τρεις στίχοι της μαθήτριας όπου μέμφεται τη δασκάλα της επειδή, «αν και γυναίκα», τόλμησε να συμμετάσχει σε αγώνα («έριν») με αντίπαλο τον Πίνδαρο.

Πως η Κόριννα νίκησε τον Πίνδαρο το γράφει ο Παυσανίας, ο πιθανόν Μικρασιάτης περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ. Στο Γυμνάσιο της Τανάγρας, λέει, είδε ζωγραφισμένη την Κόριννα, με ταινία στην κεφαλή της, σύμβολο της νίκης της: «Πίνδαρον άσμασι ενίκησεν εν Θήβαις». Ο Παυσανίας πάντως εξηγεί τη νίκη της με εξωλογοτεχνικά κριτήρια: ήταν πανέμορφη («ην γυναικών τότε ήδη καλλίστη το είδος») και επιπλέον δεν τραγούδησε στη δυσνόητη δωρική διάλεκτο, όπως ο Πίνδαρος, αλλά στην αιολική.

Επίσης τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο Αιλιανός, Ρωμαίος σοφιστής που έγραψε στην ελληνική, βεβαιώνει πως η Ταναγραία ποιήτρια νίκησε τον Πίνδαρο όχι μία και δύο αλλά πέντε φορές (με τον αριθμό αυτό συμφωνεί πολύ αργότερα και η Σούδα): «Πίνδαρος ο ποιητής αγωνιζόμενος εν Θήβαις αμαθέσι περιπεσών ακροαταίς, ηττήθη Κορίννης πεντάκις· ελέγχων δε την αμουσίαν αυτών ο Πίνδαρος συν εκάλει την Κόρινναν». Και ο Αιλιανός δηλαδή αναζητεί ερμηνείες της ποιητικής νίκης σε μη ποιητικούς λόγους: οι ακροατές ήταν άμουσοι και αμαθείς, γεγονός που εκνεύρισε τον ηττημένο και τον οδήγησε να αποκαλέσει «συν» την αντίπαλό του. Οπου «συς» η γουρούνα. Οι απανωτές ήττες («κι από γυναίκα μάλιστα», μάλλον δεν αυθαιρετούμε αν υποθέσουμε ότι η σκέψη αυτή πέρασε από τον νου και του Πίνδαρου και του Αιλιανού) μόνο σε χολερικές εκφράσεις θα μπορούσαν να καταλήξουν, όχι σε αβρότητες.


Η  Μυρτίς,
 Η γλυκυαχής (=που αναδίδει ευχάριστο ήχο) Μυρτίς, από την Ανθηδόνα της βοιωτικής ακτής απέναντι στη Χαλκίδα, δασκάλα της Κόριννας, έγραψε χορικά λυρικά τραγούδια. Από τις περισσότερες ποιήτριες έχουμε μόνο αποσπάσματα.

Η Κόριννα
Η Κόριννα, σύγχρονη του Πινδάρου, από την Τανάγρα της Βοιωτίας, νίκησε πέντε φορές το συμπατριώτη της ποιητή. Ένα χαριτωμένο ανέκδοτο λέει ότι συμβούλευσε τον Πίνδαρο να μη χρησιμοποιεί απλόχερα τους μύθους: «Τῇ χειρὶ δεῖ σπείρειν, ἀλλὰ μὴ ὅλῳ τῷ θυλάκῳ» (=με το χέρι πρέπει να σπέρνεις και όχι με όλο το σακούλι). Έγραψε κυρίως χορική ποίηση, στη διάλεκτο της πατρίδας της, και τα θέματά της περιορίζονται σε βοιωτικούς μύθους.

Η Ήριννα

 
Η Ήριννα, από την Τήλο, νησίδα μεταξύ Νισύρου και Ρόδου, έγραψε το επύλλιο Ηλακάτη (=ρόκα), με 300 εξάμετρους στίχους, όπου σε μορφή ελεγείας, θρηνεί σπαραχτικά τον πρόωρο θάνατο της φίλης της Βαυκίδας, που πέθανε νεόνυμφη στα δεκαεννιά της χρόνια.

Το ταξίδι αυτό των εννέα  Γήινων Μουσών ξεκινά από την Τήλο, το μικρό νησί των Δωδεκανήσων. Εκεί ζούσε η Ήριννα, πιθανότατα τον 4ο αιώνα π.Χ. Για τη ζωή της δεν ξέρουμε τίποτε άλλο παρά ότι πέρασε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια με τις φίλες της και πέθανε πρόωρα στα 19 της χρόνια. Πρόλαβε, όμως, να συνθέσει ένα ποίημα 300 στίχων, την «Ηλακάτη» (= ρόκα), σπαρακτικό θρήνο για τη φίλη της, Βαυκίδα, που πέθανε κι αυτή στα 19 της χρόνια, νεόνυμφη. Από τους 300 διασώθηκαν μόλις 53 στίχοι, σ’ έναν φθαρμένο αιγυπτιακό πάπυρο που ανακαλύφθηκε το 1929. Σ’ αυτούς τους στίχους, η Ήριννα περιγράφει απαράμιλλα τα παιδικά παιχνίδια και χαρές με τη φίλη της, πριν χωριστούν λόγω του γάμου και του θανάτου της Βαυκίδας. Στην Ήριννα οφείλουμε τη μοναδική ως σήμερα στην αρχαία ελληνική γραμματεία περίπτωση αναβίωσης του κόσμου των μικρών κοριτσιών. Οι στίχοι της για τον πόνο της απώλειας δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα μανιάτικα μοιρολόγια ή τις παραλογές της μεταγενέστερης παράδοσής μας. Εκτός από την Ηλακάτη, διασώθηκαν ως τμήμα της «Παλατινής Ανθολογίας» δύο επιτύμβια επιγράμματα για τη Βαυκίδα κι ένα άλλο, προσωπογραφία για μια φίλη της. Η φήμη της Ήριννας ήταν μεγάλη ήδη από την αρχαιότητα: ο ανώνυμος ποιητής στο επίγραμμα ΙΧ 190 της Παλατινής Ανθολογίας την ανακηρύσσει ισάξια του Ομήρου και υπέρτερη, από μιαν άποψη, της Σαπφούς, ενώ ο Αντίπατρος παρομοιάζει την ποίησή της με χαμηλόφωνο τραγούδι κύκνου.

Το έργο της Ήριννας είναι σημαντικό και για έναν άλλο λόγο: όπως μεταφέρει ο ανώνυμος θαυμαστής της, η μητέρα της της απαγόρευσε να ασχολείται με την ποίηση, απασχολώντας την με τα της υφαντικής, της μοναδικής ασχολίας της «ενάρετης» Ελληνίδας (ήταν υφάντρα, εξου και ο τίτλος Ηλακάτη). Η μικρή, όμως, αψήφησε τη μητέρα της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη δημιουργία. Πάλι καλά.


Η Μοιρώ

Η Μοιρώ (Μυρώ) από το Βυζάντιο έγραψε το ποίημα Μνημοσύνη, ένα ύμνο στον Ποσειδώνα και ποιήματα αρατικά (Αραί [ Αραί είναι δύο ειδών: απευθύνονται είς τον θεόν είτε προς ίδιον όφελος του προσευχομένου είτε προς βλάβην του εχθρού του, η πρώτη τάξις περιλαμβάνει τας ευχάς, η δευτέρα τας κατάρας.]   ).

Αρκετά βορειότερα από την Τήλο, στο Βυζάντιο έζησε η Μοιρώ, η οποία πρέπει να γεννήθηκε το β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και να ήταν σύγχρονη με την ποιήτρια Ανύτη. Όλη η οικογένειά της ασχολείτο με τα γράμματα, καθώς ήταν κόρη του ποιητή Ομήρου (καμμία σχέση με τον επικό ποιητή), σύζυγος του φιλόλογου Ανδρόμαχου και μητέρα του τραγωδού Ομήρου, που άκμασε στην Αλεξάνδρεια.
Έγραψε ελεγείες, επικά και λυρικά ποιήματα, από τα οποία σώζονται μόνο αποσπάσματα του ποιήματος «Μνημοσύνη» και κάτι λίγοι στίχοι από ελεγείες. Στη «Μνημοσύνη» η Μοιρώ αναβιώνει τον αρχαίο μύθο, σύμφωνα με τον οποίο ο Δίας μεγάλωνε κρυφά στην Κρήτη χάρη στην αμβροσία που του έφερναν οι Πλειάδες. Αυτές ήταν κόρες του Άτλαντα, που είχαν την ατυχία να τις συναντήσει ο Ωρίωνας στη Βοιωτία και να ξετρελαθεί μαζί τους. Τις κυνηγούσε για 5 χρόνια, ώσπου μεταμορφώθηκαν σε περιστέρια (πελειάδες) για να γλυτώσουν και μ’ αυτή τη μορφή έφερναν τροφή στο Δία. Αυτός, για να τις ανταμείψει, τις έκανε αστερισμό, τη γνωστή μας Πούλια. Η Μοιρώ έπαιξε με την ετυμολογία (Πλειάδες – Πελειάδες) ως έκαναν κι άλλοι (ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος) κι έπειτα συνέχισε να εξιστορεί το γάμο του Δία με τη Μνημοσύνη (εξου και ο τίτλος)• δε σώθηκε όμως η συνέχεια.
Η Μοιρώ, όμως, ήταν γνωστή και για ένα άλλο είδος ποίησης, που θα όρθωνε τις τρίχες πολλών σύγχρονων: της καταραστικής ποίησης. Έγραψε ποιήματα με τίτλο «Κατάρες», που ήταν αυτό ακριβώς: επικλήσεις για να επέλθει συμφορά σε κάποιον εχθρό. Ήταν τόσο καλή σ’ αυτού του είδους τα ποιήματα, ώστε είχε και μιμητές.


Η «ξακουστή» Τελέσιλλα

Η Τελέσιλλα, από το Άργος, αποκαλούμενη ἀγακλεής (=ένδοξη), γιατί η δόξα της απλώθηκε παντού, χάρη σ’ ένα ηρωικό θρύλο, πως κάλεσε κάποτε τις γυναίκες του Άργους σε αγώνα εναντίον των Σπαρτιατών.

Φεύγοντας από το Βυζάντιο και τις κατάρες, πηγαίνουμε στο Άργος, όπου έζησε η «ξακουστή» Τελέσιλλα. Γεννήθηκε το 520-515 π.Χ. και ανήκε σε επιφανή οικογένεια της πόλης. Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε ότι μικρή ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη, με αποτέλεσμα να ζει απομονωμένη. Ζήτησε χρησμό από τους Δελφούς τι να κάνει για την αδύναμη κράση της και ο Απόλλωνας της απάντησε ότι θα έβρισκε υγεία κι επιτυχία αν αφιερωνόταν στις Μούσες. Έτσι, άρχισε ν’ ασχολείται με την ποίηση.
Ξέρουμε ότι έγραψε παρθένια (ποιήματα για χορούς κοριτσιών), από τα οποία σώθηκαν ένα ολόκληρο ποίημα της για τη μητέρα των θεών, Ρέα, και κάτι λίγες γραμμές σ’ ένα ιερό της Άρτεμης. Είχε εφεύρει ένα ιδιαίτερο ποιητικό μέτρο που πήρε τ’ ονομά της (τελεσίλλειο)• η φήμη της, όμως, στην αρχαιότητα απογειώθηκε όχι από το έργο της, αλλά από το θάρρος της στον πόλεμο, πρωταγωνιστώντας σ’ ένα απίθανο περιστατικό.
Είναι ευρέως γνωστή η έχθρα της Σπάρτης και του Άργους στην αρχαιότητα. Σπαρτιάτες και Αργείοι έριζαν για την ηγεμονία στην Πελοπόννησο και μετα τον 6ο αιώνα π.Χ., παρόλο που οι Σπαρτιάτες επικράτησαν, δεν έλειψαν οι αψιμαχίες. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Κλεομένης Α΄ (529-489π.Χ.), ευφυής όσο λίγοι, κατόρθωσε αποφασιστικό πλήγμα στους Αργείους στη μάχη της Σήπειας (494π.Χ.), όπου ο στρατός του Άργους αποδεκατίστηκε. Βάδισε έπειτα κατά της ανυπεράσπιστης πόλης, με σκοπό να την καταλάβει.
Τότε, η Τελέσιλλα έβγαλε έναν πύρινο λόγο, ξεσηκώνοντας το γυναικείο πληθυσμό της πόλης. Γυναίκες και γέροι οπλίστηκαν με ό,τι όπλο υπήρχε και παρατάχθηκαν στα τείχη. Οι Σπαρτιάτες προσπάθησαν με αλαλαγμούς να τους φοβίσουν, αλλά όταν είδαν ότι η πόλη δεν παραδινόταν, αποφάσισαν να λύσουν την πολιορκία, αποφεύγοντας από ντροπή να πολεμήσουν γυναίκες και γέρους. Το Άργος τίμησε την Τελέσιλλα με μια αναθηματική στήλη, που εικονίζει την ποιήτρια να έχει αφήσει δίπλα της τα βιβλία και να φορά την περικεφαλαία της• η στήλη αυτή σωζόταν έως τα χρόνια του περιηγητή Παυσανία, αλλά δυστυχώς όχι σήμερα.
Μετά τη μάχη, οι Αργείοι καθιέρωσαν ετήσια γιορτή προς τιμή του θεού Άρη, που ονομάστηκε «Υβριστικά». Κατά τη διάρκεια της γιορτής οι άνδρες έβαζαν γυναικεία ρούχα και οι γυναίκες ανδρικά. Κατά μια άλλη παράδοση, καθώς μετά τη Σήπεια ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης εξολοθρεύθηκε, παραχωρήθηκε το δικαίωμα του πολίτη σε περιοίκους, οι οποίοι παντρεύτηκαν «γνήσιες» Αργίτισες. Για να τους θυμίζουν την κατωτερότητά τους, θεσπίσθηκε νόμος κατά τον οποίο στην πρώτη νύχτα του γάμου οι Αργίτισες έπρεπε να φορούν τεχνητό μούσι και οι άνδρες γυναικεία ρούχα.


Η Πράξιλλα


Η Πράξιλλα, από τη Σικυώνα (Κιάτο), η οποία έγραψε διθυράμβους και ύμνο στον Άδωνη. Στην ιδιαίτερη πατρίδα της έστησαν το άγαλμά της, έργο του Λυσίππου.


Την ίδια εποχή με την Τελέσιλλα έζησε στην παραλιακή Σικυώνα, δυτικά της Κορίνθου, η Πράξιλλα. Δεν ξέρουμε τίποτε για τη ζωή της, ήταν όμως πολύ γνωστή για το έργο της. Έγραφε διθυράμβους, που ήταν γνωστοί στον Αριστοφάνη και το αθηναϊκό κοινό, αλλά και σκόλια (μικρά ποιήματα, προορισμένα για τα συμπόσια). Καθώς στα συμπόσια συμμετείχαν μόνο εταίρες, κάποιοι έσπευσαν να τη θεωρήσουν τέτοια. Δεν γνωρίζουμε την αλήθεια, αλλά ίσως πρόκειται για ανδρική ζήλεια...

Εφηύρε κι αυτή ένα ιδιαίτερο ποιητικό μέτρο («πραξίλλειο») και θαυμαζόταν πολύ για τη γλώσσα της. Με την επικράτηση, όμως, του χριστιανισμού, η εκτίμηση έπαψε. Ο χριστιανός φιλόσοφος Τατιανός τη θεωρούσε κουτή και ο Ζηνόβιος είχε τους στίχους της ως παράδειγμα ηλιθιότητας. Αφορμή γι’ αυτό ήταν ένας στίχος σ’ ένα ποίημα για τον Άδωνι. Όταν ρωτουν τον Άδωνι τι θα του λείψει από τη γη, αυτός αναφέρει, μεταξύ άλλων, τα αγγούρια («σικύοι»). Ποιος ασχολείται με αγγούρια αν δεν είναι ηλίθιος, σκέφτηκε ο Ζηνόβιος. Ίσως, όμως, η Πράξιλλα ήθελε να κάνει παρήχηση τιμώντας την πατρίδα της.(Σικυώνα) Κανείς δε θα μάθει ποτέ• σώθηκαν πολύ λιγότεροι στίχοι της απ’ τα βιτριολικά σχόλια των χριστιανών επικριτών της.

Ανεξάρτητα πάντως από τους άνδρες επικριτές τους ή μάλλον εξαιτίας αυτών, από τα λίγα σπαράγματα της ποίησής τους κατανοεί κανείς εύκολα την απήχηση αυτών των γυναικών και τη συμβολή τους στον ποιητικό λόγο, απήχηση απλωμένη σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, αφού εκπροσωπούν τη μητροπολιτική Ελλάδα, τα νησιά, τη Μικρά Ασία, ως και τη Σικελία• .

Γιάννης Δρίτσουλας ΣΤΟ www.lavyrinthos.gr

Για τις εννέα ελληνίδες ποιήτριες ΔΙΑΒΑΣΤΕ
- Albin Lesky – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Κυριακίδης)
- Walter Kranz – Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας (Χιωτέλλης)
- Τασούλα Καραγεωργίου Από τη Σαπφώ στην Ήριννα, δυο έξοχα παραδείγματα γυναικείας αντίστασης (ομιλία)
- Ήριννα – Ηλακάτη (Γαβριηλίδης)
- Παλατινή Ανθολογία ή Anthologia Graeca (Γκοβόστης, επιμ. Άρη Δικταίου)
* η μετάφραση του επιγράμματος από την Τασούλα Καραγεωργίου

 Και ο Αναστάσιος Αγγ. Στέφος,


ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ




ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ