Ζωγράφος του Πολύφημου, Ο Οδυσσέας τυφλώνει τον Πολύφημο
Γιγάντιος, ύψους 1.42μ, πρωτοαττικός αμφορέας από την Ελευσίνα του 660 π. X. Εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας και αποδίδεται στον λεγόμενο «Ζωγράφο του Πολυφήμου» λόγω της απεικόνισης στο αγγείο του κύκλωπα Πολυφήμου. Είχε χρησιμοποιηθεί για τον ενταφιασμό παιδιού στο δυτικό νεκροταφείο της Ελευσίνας. Είναι ο μεγαλύτερος πρωτοαττικός αμφορέας που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
Εικονογράφηση του αγγείου.
Ο τεράστιος αυτός αμφορέας του ζωγράφου του Πολύφημου, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της περιόδου, χρησιμοποιήθηκε για ταφή παιδιού στην Ελευσίνα.
Στη ζώνη του λαιμού ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του τυφλώνουν τον κύκλωπα Πολύφημο. Ο Οδυσσέας διακρίνεται από τους συντρόφους του χάρη στο λευκό χρώμα του κορμιού του. Το ανασηκωμένο πόδι του υποδηλώνει τη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλει. Ο κύκλωπας κρατά στο χέρι του κύλικα με την οποία ήπιε το κρασί που του πρόσφερε ο Οδυσσέας. Το ανοικτό στόμα του κύκλωπα αποδίδει την έκπληξη και τον πόνο του, καθώς βυθίζεται στο μάτι του το πυρακτωμένο λοστάρι του Οδυσσέα. Ανάμεσα στις μορφές υπάρχουν πολλά διακοσμητικά μοτίβα.
Το ύψος της ζώνης είναι περίπου 42 εκ. Στην αμέσως επόμενη ζώνη ένα λιοντάρι είναι έτοιμο να κατασπαράξει έναν αγριόχοιρο.
Είναι φανερή η αγωνία του ζωγράφου να αποδώσει όχι μόνο τις μορφές αλλά και το περιεχόμενο των μορφών. Στην κύρια όψη του σώματος του αγγείου απεικονίζεται ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας από τον Περσέα. Οι μοχθηρές, τερατόμορφες, αποτροπαϊκές αδελφές της Μέδουσας, Σθενώ και Ευρυάλη με τα ολοστρόγγυλα πρόσωπα που φοβίζουν όσους τις αντικρίζουν, τις βλέπουν, καταδιώκουν με ορμή τον Περσέα για να εκδικηθούν το φόνο της αδελφής τους που ακέφαλη πλέον αιωρείται οριζόντια, ως κακό στοιχειό, στ` αριστερά.
Στη ζώνη του σώματος οι γοργόνες Ευρυάλη και Σθενώ κυνηγούν τον Περσέα, αλλά συναντούν μπροστά τους την Αθηνά, ενώ πίσω τους βρίσκεται στο έδαφος αποκεφαλισμένη η αδελφή τους, η Μέδουσα. Ένα πουλί πετά μπροστά από τον Περσέα, προφανώς ο καλός οιωνός που αναγγέλλει το αίσιο τέλος της περιπέτειάς του. Οι γοργόνες προβάλλουν το αριστερό πόδι τους, αποδίδοντας με αυτόν τρόπο την αίσθηση της ορμητικής κίνησής τους.
-Οι αδελφές της Μέδουσας ορμούν ακάθεκτες εναντίον του Περσέα. Προβάλλουν το αριστερό τους πόδι από το «μοντέρνο» σκίσιμο του ενδύματος τους. Αυτό για να δείξει ο ζωγράφος την ορμή, την επιθετικότητα και την αποφασιστικότητα να φτάσουν τον Περσέα. Και η διάταξη των χεριών είναι ομόρροπη και συμβατή σ` αυτήν την επιθετική κίνηση. Ο ζωγράφος προσπαθεί να δώσει λίγη χάρη στις φοβερές αυτές κοπέλες προβάλλοντας το γυμνό πόδι και τα γυμνά χέρια σε μια χορευτική πλην όμως επιθετική κίνηση.
Η θεά Αθηνά με την θεία εμφάνιση, επιφάνεια(Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σημαίνει την αποκαλυπτική εμφάνιση ενός θεού ή ενός θείου όντος, ή κάποιας υπερφυσικής θείας δύναμης.) προστατεύει τον Περσέα από τις έξαλλες και πολύ μανισμένες αδελφές της αποκεφαλισμένης Μέδουσας. Η Αθηνά στον αγαπημένο της ρόλο που είναι η προστασία των ηρώων.-Το πτηνό μπροστά στον Περσέα μαρτυρεί το αίσιο τέλος της δύσκολης αποστολής του Περσέα να εξοντώσει την ανίκητη, μέχρι τότε, Μέδουσα. Ένας καλός οιωνός είναι αυτό το πουλί στη θέση που απεικονίζεται.
Η θεά Αθηνά με την θεία εμφάνιση, επιφάνεια(Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα σημαίνει την αποκαλυπτική εμφάνιση ενός θεού ή ενός θείου όντος, ή κάποιας υπερφυσικής θείας δύναμης.) προστατεύει τον Περσέα από τις έξαλλες και πολύ μανισμένες αδελφές της αποκεφαλισμένης Μέδουσας. Η Αθηνά στον αγαπημένο της ρόλο που είναι η προστασία των ηρώων.-Το πτηνό μπροστά στον Περσέα μαρτυρεί το αίσιο τέλος της δύσκολης αποστολής του Περσέα να εξοντώσει την ανίκητη, μέχρι τότε, Μέδουσα. Ένας καλός οιωνός είναι αυτό το πουλί στη θέση που απεικονίζεται.
Στο «λαιμό» του αμφορέα ο ζωγράφος δείχνει τον Οδυσσέα, με λευκό χρώμα, τη στιγμή που με την αρωγή δύο συντρόφων του τυφλώνει το μεθυσμένο, καθιστό γίγαντα Πολύφημο. Το έξυπνο σχέδιο του Οδυσσέα λειτούργησε. Πρόσφερε συνεχώς κρασί στον γίγαντα ώσπου χωρίς δυνάμεις κάθισε, κρατώντας ακόμα μια τεράστια δίωτη κούπα κρασί στο χέρι του. Καθισμένος ήταν πια στο ύψος του Οδυσσέα για να μπορέσει να τον τυφλώσει.
Ο καλλιτέχνης αντιπαραθέτει τρεις άντρες ( τον Οδυσσέα και δύο υψηλόσωμους συντρόφους του) στον μεθυσμένο και καθιστό Πολύφημο. Αυτή η αναλογία είναι για να δείξει τον τεράστιο γίγαντα σε σχέση με τους κανονικούς άντρες. Στο μυαλό και στην εξυπνάδα η προσεκτική μελέτη στη ραψωδία ι` της Οδύσσειας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Οδυσσέας είναι πολύ πολύ πιο έξυπνος και στρατηγικός από τον γίγαντα.
-Το λευκό χρώμα στο κορμί του Οδυσσέα επιλέγεται από τον αγγειογράφο για να ξεχωρίσει τον ήρωα από τους συντρόφους του. Πάνω στο λευκό σώμα προσπάθησε με διαγραμμίσεις και σκιές να τονίσει το μυώδες, σφριγηλό κορμί του Οδυσσέα και να δώσει έναν υποτυπώδη όγκο χρησιμοποιώντας με μαεστρία την αντίθεση λευκού, σκούρου.
Εξ άλλου το αγγείο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα του ονομαζόμενου «Μαυρόασπρου στιλ» που κυριαρχεί στον αθηναϊκό Κεραμεικό κατά το διάστημα 670 – 640 π.Χ.
-Ο Οδυσσέας σηκώνεται στα δάκτυλα του δεξιού ποδιού για να φτάσει στο μάτι του κύκλωπα ενώ με το αριστερό πόδι είναι γόνατο με γόνατο με τον γίγαντα για να τον εμποδίσει να σηκωθεί.
-Το ανοικτό στόμα του Πολυφήμου τονίζει πολύ εκφραστικά τον πόνο που νιώθει όταν του καρφώνουν στο μοναδικό του μάτι, το πυρακτωμένο παλούκι. Τα μουγκρητά του ακούστηκαν και στα άντρα των άλλων γιγάντων.
Το περιστατικό της τύφλωσης του Πολυφήμου
Ένιωσε φοβερή ηδονή πίνοντας το γλυκό κρασί, μου ζήτησε και δεύτερο:
«Αν είσαι εντάξει, δώσ᾽ μου κι άλλο, πες μου και το όνομά σου τώρα εδώ, αν θες να σου χαρίσω δώρο φιλόξενο, να το ᾽χεις να το χαίρεσαι.
Δεν λέω, εύφορη είναι των Κυκλώπων μας η γη, βγάζει κρασί από μεγάλες αμπελίσιες ρώγες, που τις μεστώνουν οι βροχές του Δία· όμως αυτό είναι απόσταγμα από αμβροσία και νέκταρ.»
360Δεν πρόλαβε να το ζητήσει, κι εγώ του ξαναδίνω κρασί φλογάτο·
του φέρνω τρεις φορές να πιει, το πίνει και τις τρεις, δεν άφησε σταγόνα, ο άμυαλος.
Και μόνο όταν πια του ανέβηκε του Κύκλωπα στα φρένα το κρασί, γύρισα προς το μέρος του, μιλώντας μελιστάλακτα: «Κύκλωπα, με ρωτάς το ξακουστό μου τ᾽ όνομα· λοιπόν κι εγώ
θα σου το φανερώσω· όμως κι εσύ δώσε δώρο φιλόξενο,
όπως το υποσχέθηκες.
Ούτις το όνομά μου, με φωνάζουν Ούτιν
μάνα, πατέρας κι όλοι οι άλλοι φίλοι.»
Έτσι του μίλησα, κι αυτός μου δίνει αμέσως την απάντηση, σκληρή καρδιά: «Τον Ούτιν θα τον φάω τελευταίον ανάμεσα στους άλλους του συντρόφους· 370 πρώτα θα φάω τους άλλους· τώρα το ξέρεις το φιλόξενό μου δώρο.»
Μιλώντας, πέφτει πίσω ανάσκελα, με τον χοντρό λαιμό γερτό στο πλάι, κι αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, που μας δαμάζει όλους.
Στο μεταξύ, κρασί και βούκες από κρέας ανθρώπινο ξερνούσε το λαρύγγι του, ρευόταν άσχημα,
με το κεφάλι του βαρύ απ᾽ το μεθύσι. Τότε κι εγώ παράχωσα τον πάσσαλο στην πλούσια χόβολη,
ώσπου να πυρωθεί· συγχρόνως στους συντρόφους όλους τούς δίνω
θάρρος με τα λόγια μου, μήπως κανείς τους φοβηθεί και κάνει πίσω.
Κόντευε το παλούκι ελιάς στην πυρωμένη χόβολη ν᾽ ανάψει — όσο χλωρό κι αν ήταν, έλαμπε τώρα και κοκκίνισε. Στην ώρα του κι εγώ το τράβηξα απ᾽ την πυρά, το ᾽φερα πιο κοντά,
380κι οι σύντροφοι τριγύρω μου στημένοι — μεγάλο θάρρος ένας δαίμονας μας είχε εμπνεύσει.
Εκείνοι τότε αδράχνοντας το ελίτικο (από ελιά) παλούκι, στην άκρη κιόλας μυτερό,
το χώνουν μες στο μάτι του· κι εγώ, πιασμένος πάνω του, το στριφογύριζα. Πώς ο τεχνίτης τρυπά με το τρυπάνι του μαδέρι καραβίσιο· πιάνουν οι άλλοι από κάτω, τραβώντας τον ιμάντα κι απ᾽ τις δυο μεριές, και το τρυπάνι ασταμάτητο γυρίζει σαν τρελό· όμοια κι εμείς τον πυρωμένο πάσσαλο γερά κρατώντας
μέσα στο μάτι περιστρέφαμε, και τον πλημμύριζε τον πάσσαλο καυτό το αίμα.
Όλα του, βλέφαρα, γύρω τα φρύδια, ψήνονταν από τη φλόγα του βολβού
390 που καίγονταν· τρίζαν και τσίριζαν οι ρίζες του ματιού απ᾽ τη φωτιά.
Πώς ο χαλκιάς, για να το φτιάξει, ένα πελέκι ή και σκεπάρνι το βάφει μες στο κρύο νερό, κι αυτό τσιρίζει ξεκουφαίνοντας, γιατί έτσι μόνο παίρνει το σίδερο τη δύναμή του· παρόμοια
τσίριζε γύρω απ᾽ το ελίτικο παλούκι και το μάτι του. Μούγκρισε τότε από τον πόνο, κι άγρια η φωνή του αντήχησε γύρω στην πέτρινη σπηλιά· εμείς κάνουμε πίσω από τον τρόμο
παγωμένοι· τράβηξε αυτός από το μάτι του το αιμόφυρτο παλούκι, κι αλλόφρων το άφησε να πέσει από τα χέρια του.
Αμέσως βγάζει φωνή μεγάλη, τους Κύκλωπες καλώντας, όσοι τριγύρω 400 κατοικούσαν, κι αυτοί μες σε σπηλιές, στις ανεμόδαρτες κορφές. Εκείνοι, τη βοή του ακούγοντας, μαζεύονται, καθένας κι απ᾽ αλλού, κι έμειναν γύρω απ᾽ τη σπηλιά να τον ρωτούν ποιο πάθος να τον βρήκε:
«Ποιο τέλος πάντων το κακό, Πολύφημε, που σε βαραίνει και βοάς
μέσα στη θεία νύχτα, κι άγρυπνους μας κρατάς; Μήπως κάποιος θνητός, παρά τη θέλησή σου, άρπαξε το κοπάδι σου; μήπως και κάποιος θέλησε να σε σκοτώσει με δόλο ή βία;"
Μέσα από τη σπηλιά τούς δίνει απόκριση ο δυνατός Πολύφημος:
«Φίλοι μου, με σκοτώνει ο Ούτις, με δόλο κι όχι με τη βία.» Κι εκείνοι ανταπαντώντας λόγια του ανέμου αγόρευαν: 410 «Αν ο κανείς δεν σε βιάζει, κι είσαι μόνος,
τρόπο δεν έχεις να γλιτώσεις τη νόσο του μεγάλου Δία· ευχήσου όμως στον δεσποτικό πατέρα σου, τον Ποσειδώνα.»
Απόδοση Δ.Ν.ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
Το συγκεκριμένο περιστατικό της τύφλωσης του Πολυφήμου περιγράφεται επίσης παρακάτω σε ελεύθερη απόδοση
Οδύσσεια, ραψωδία ι`, 320 κ.ε.
Την άλλη μέρα το πρωί που χάραξε η αυγούλα ο Κύκλωπας σηκώθηκε , τάισε την εστία με ξύλα και με κούτσουρα κι ήπιε καρδάρες γάλα. Τις προβατίνες άρμεξε, άρμεξε και τις γίδες.
Έπειτα ο αχόρταγος έφαγε πρωινό του, δύο ακόμα άντρες μου, μαζί με φρέσκο γάλα.
Στιγμή δεν εσταμάτησα τρόπους να σχεδιάζω πως από κει να φύγουμε πριν όλους να μας φάει.
Και τότε πρόσεξα εκεί ένα ψηλό κατάρτι που `χε μαζέψει ο γίγαντας απ` το ακροθαλάσσι.
Κόψαμε μία άκρη του, ένα γερό παλούκι, και μύτη του σκαλίσαμε σαν ακοντίου κόψη. Το έχωσα μες στη φωτιά να κάψει να πυρώσει.
Το βράδυ σαν επέστρεψε ο γίγας στη σπηλιά του άρμεξε πάλι κι έπειτα έκλεισε με το βράχο τον θεόρατο, τη μπούκα της σπηλιάς του. Ανθρωποφάγος άθλιος μου πήρε δυό συντρόφους να φάει για το βραδινό το ματωμένο γεύμα.
Τότε του πήγα το κρασί και το ήπιε μονορούφι, ζήτησε κι άλλο, του έδωσα, ήθελα να μεθύσει να πέσει και να κοιμηθεί για να τον παλουκώσω στο μάτι το πελώριο, που έβλεπε τα πάντα.
Ακόμα μια τον κέρασα κι έπινε μονορούφι και κει στην παραζάλη του ρώτησε πως με λένε: Κανένας ονομάζομαι, όλοι με λεν Κανένα, η μάνα κι ο πατέρας μου και όλοι μου οι φίλοι.
Κανένα, είπε ο Κύκλωπας το δώρο μου για σένα είναι να φαγωθείς στερνός εσύ απ` τους συντρόφους.
Πολύ βαριά κοιμήθηκε, βρήκα την ευκαιρία και το παλούκι του `μπηξα πολύ βαθιά στο μάτι. Το γύριζα, το έστριβα τη σάρκα του τρυπούσα όπως στο καραβόξυλο χώνεται το τρυπάνι.
Ο ανθρωποφάγος γίγαντας σαν το θεριό μουγκρίζει κι αντιλαλούσε η σπηλιά και τρέμανε οι βράχοι.
Ακούσαν τα μουγκρίσματα οι Κύκλωπες οι άλλοι και τον ρωτούσαν ο καθείς από τη σπιτοσπηλιά του. Πολύφημε τι έπαθες μέσα στη μαύρη νύχτα κι ουρλιάζεις τόσο δυνατά
και μας χαλάς τον ύπνο.
Αδέρφια μ` έφαγε ο Κανείς με τέχνασμα μεγάλο, με μέθυσε με κοίμισε και μου `βγαλε το μάτι.
Πολύφημε αδέρφι μας για σκέψου τι μας είπες, μας λες σε τύφλωσε ο Κανείς μες στη βαθιά τη νύχτα; Αφού Κανείς δε σ` έβλαψε στην φοβερή σπηλιά σου, δεήσου στον πατέρα σου τον σείστη Ποσειδώνα, οι πόνοι σου να γιατρευτούν.
-Ο αμφορέας φιλοτεχνήθηκε στον Κεραμεικό της Αθήνας π. το 660 π. Χ. έτος της 30ης Ολυμπιάδας. Στην εποχή αυτή ένας σπουδαίος πολυνίκης πρωταθλητής και ολυμπιονίκης ο Χίονις ο Λάκων κέρδισε σε 4 συνεχόμενες Ολυμπιάδες στα αγωνίσματα δρόμου «στάδιον» και «δίαυλος».
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ