Διόνυσος. Ο θεός του κρασιού
Ο Θεός του κρασιού και της αμπελουργίας. Η λατρεία του Διονύσου υπήρξε η δημοφιλέστερη στην αρχαία Ελλάδα. Ο Διόνυσος ήταν θεός των αντιθέσεων. Θεός της υπέρτατης έξαρσης και της φρίκης, του σπαραγμού, της ωμοφαγίας και της βλάστησης. Ανδρόγυνος και φαλλικός θεός.
Η γέννηση του Διονύσου
Μητέρα του Διονύσου ήταν η Σεμέλη, κόρη του Κάδμου, βασιλιά της Βοιωτίας. Η Σεμέλη έμεινε έγκυος από το Δία και με προτροπή της Ήρας επιθύμησε να τον δει. Ο Δίας εμφανίστηκε μπροστά της, αλλά οι φλόγες της λάμψης του ήταν τόσο έντονες, που την έκαψαν. Πεθαίνοντας, έβγαλε από την κοιλιά της το βρέφος και ο Δίας, προκειμένου να το σώσει, το έκρυψε μέσα στο μηρό του, μέχρι να ολοκληρωθεί η κυοφορία. Έτσι γεννήθηκε ο Διόνυσος.
Μόλις γεννήθηκε, ανατράφηκε από την Ινώ, την αδελφή της Σεμέλης και τον Αθάμαντα, βασιλιά της Θήβας. Η Ήρα, που μισούσε το Διόνυσο ως εξώγαμο τέκνο του Δία, τους τρέλανε. Χάνοντας τα λογικά του, ο Αθάμαντας σκότωσε το γιο του Λέαρχο, ενώ η Ινώ έριξε σε καυτό καζάνι τον άλλο γιο τους, τον Μελικέρτη και έπεσε μαζί του στη θάλασσα. Ο Δίας αργότερα τους θεοποίησε με τα ονόματα Λευκοθέα και Παλαίμων (Απολλόδωρος III 4.3).
[Γ 4.3] Σεμέλης δὲ Ζεὺς ἐρασθεὶς Ἥρας κρύφα συνευνάζεται. ἡ δὲ ἐξαπατηθεῖσα ὑπὸ Ἥρας, κατανεύσαντος αὐτῇ Διὸς πᾶν τὸ αἰτηθὲν ποιήσειν, αἰτεῖται τοιοῦτον αὐτὸν ἐλθεῖν οἷος ἦλθε μνηστευόμενος Ἥραν. Ζεὺς δὲ μὴ δυνάμενος ἀνανεῦσαι παραγίνεται εἰς τὸν θάλαμον αὐτῆς ἐφ᾽ ἅρματος ἀστραπαῖς ὁμοῦ καὶ βρονταῖς, καὶ κεραυνὸν ἵησιν. Σεμέλης δὲ διὰ τὸν φόβον ἐκλιπούσης, ἑξαμηνιαῖον τὸ βρέφος ἐξαμβλωθὲν ἐκ τοῦ πυρὸς ἁρπάσας ἐνέρραψε τῷ μηρῷ. ἀποθανούσης δὲ Σεμέλης, αἱ λοιπαὶ Κάδμου θυγατέρες διήνεγκαν λόγον, συνηυνῆσθαι θνητῷ τινι Σεμέλην καὶ καταψεύσασθαι Διός, καὶ ὅτι διὰ τοῦτο ἐκεραυνώθη. κατὰ δὲ τὸν χρόνον τὸν καθήκοντα Διόνυσον γεννᾷ Ζεὺς λύσας τὰ ῥάμματα, καὶ δίδωσιν Ἑρμῇ. ὁ δὲ κομίζει πρὸς Ἰνὼ καὶ Ἀθάμαντα καὶ πείθει τρέφειν ὡς κόρην. ἀγανακτήσασα δὲ Ἥρα μανίαν αὐτοῖς ἐνέβαλε, καὶ Ἀθάμας μὲν τὸν πρεσβύτερον παῖδα Λέαρχον ὡς ἔλαφον θηρεύσας ἀπέκτεινεν, Ἰνὼ δὲ τὸν Μελικέρτην εἰς πεπυρωμένον λέβητα ῥίψασα, εἶτα βαστάσασα μετὰ νεκροῦ τοῦ παιδὸς ἥλατο κατὰ βυθοῦ. καὶ Λευκοθέα μὲν αὐτὴν καλεῖται, Παλαίμων δὲ ὁ παῖς, οὕτως ὀνομασθέντες ὑπὸ τῶν πλεόντων· τοῖς χειμαζομένοις γὰρ βοηθοῦσιν. ἐτέθη δὲ ἐπὶ Μελικέρτῃ ὁ ἀγὼν τῶν Ἰσθμίων, Σισύφου θέντος. Διόνυσον δὲ Ζεὺς εἰς ἔριφον ἀλλάξας τὸν Ἥρας θυμὸν ἔκλεψε, καὶ λαβὼν αὐτὸν Ἑρμῆς πρὸς νύμφας ἐκόμισεν ἐν Νύσῃ κατοικούσας τῆς Ἀσίας, ἃς ὕστερον Ζεὺς καταστερίσας ὠνόμασεν Ὑάδας.
Όταν μεγάλωσε ο Διόνυσος, διδάχτηκε από τον πατέρα του τον τρόπο καλλιέργειας του σταφυλιού και την παρασκευή του κρασιού. Ο Διόνυσος δε θέλησε να κρατήσει για τον εαυτό του αυτό το χάρισμα και άρχισε να πηγαίνει από πόλη σε πόλη και να το μαθαίνει στους ανθρώπους. Σε ένα από τα ταξίδια του έφτασε στην Αττική. Εκεί φιλοξενήθηκε στο σπίτι του βασιλιά Ικάριου στο δήμο της Ικαρίας. Ο Διόνυσος δίδαξε την καλλιέργεια του αμπελιού στον Ικάριο και εκείνος με τη σειρά του άρχισε να γυρίζει από χωριό σε χωριό στην Αττική και να μοιράζει κρασί στους χωρικούς. Εκείνοι, νιώθοντας τα αποτελέσματα του πιοτού, νόμιζαν ότι ο Ικάριος τους δηλητηρίασε. Έτσι τον σκότωσαν και τον έθαψαν κάτω από ένα δέντρο. Η κόρη του Ηριγόνη ανησύχησε για τον πατέρα της και τον έψαξε παντού, φωνάζοντας και θρηνώντας. Τελικά τον βρήκε νεκρό και κρεμάστηκε από το δέντρο, στις ρίζες του οποίου ήταν θαμμένος ο πατέρας της.
Μαινάδες, Σάτυροι και Σειληνοί
Ακόλουθοι του Διονύσου στα ταξίδια του ήταν οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Οι Μαινάδες ήταν νύμφες με κύριο χαρακτηριστικό τους την εκστατική μανία, δηλαδή την υπερκινητική και βίαιη συμπεριφορά πέρα από τη λογική. Γύριζαν στα βουνά και μπορούσαν να συναναστρέφονται με τα άγρια ζώα. Λάτρευαν το Διόνυσο με τραγούδια, χορούς και κραυγές. Πάνω στον ενθουσιασμό τους μπορούσαν να σκοτώσουν άγρια και δυνατά θηρία. Στη Μακεδονία και Θράκη λέγονταν Μιμαλλόνες, Κλώδωνες και Βασσαρίδες, ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα Θυιάδες, Ολείαι, Γεραραί κ.α.
Οι Ολείαι συμμετείχαν στη γιορτή του Στεπτηρίου στους Δελφούς και, κρατώντας λαμπάδες, οδηγούσαν τον έφηβο και την ομάδα του μπροστά από την καλύβα του Πύθωνα για την κάψουν. Θυιάδες ήταν το ιστορικό όνομα των δελφικών μαινάδων. Έπαιρναν μέρος σε πολλές τελετουργίες που γίνονταν στους Δελφούς. Στη γιορτή της Χαρίλας, στην έγερση του Λικνίτη και στη γιορτή της Ηρωίδας, της ανόδου της Σεμέλης. Αλλά η σπουδαιότερη λειτουργία τους στον Παρνασσό ήταν η τέλεση των μαιναδικών οργίων. Στα όργια αυτά συμμετείχε και ένας θίασος Αττικών Θυιάδων. Τα όργια γίνονταν χειμώνα κατά το δίμηνο Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου στο Κωρύκειο άντρο και περιλάμβαναν τελετές σπαραγμού, ωμοφαγίας, καθώς και νυκτιπολία και ορειβασία υπό το φως των λαμπάδων (Παυσανίας, Φωκικά Χ 4.3 και 32.7). Οι γυναίκες των μαιναδικών θιάσων της Θράκης λέγονταν Βασσαρίδες. Στους θιάσους αυτούς γίνονταν σπαραγμός ανθρώπου ή ανθρώπινου ομοιώματος. Οι Γεραραί, δηλαδή οι "επίτιμες", ήταν γυναίκες μαιναδικού θιάσου στην Αττική. Δεκατέσσερις γυναίκες, έπαιρναν μέρος στις Χόες των Ανθεστηρίων. Συνόδευαν τη βασίλισσα, τη γυναίκα του άρχοντα-βασιλιά και τελούσαν προσφορές σε ισάριθμους βωμούς του ιερού του Διονύσου.
[4.3] τὸ ἕτερον δὲ οὐκ ἐδυνήθην συμβαλέσθαι πρότερον, ἐφ' ὅτῳ καλλίχορον τὸν Πανοπέα εἴρηκε, πρὶν ἢ ἐδιδάχθην ὑπὸ τῶν παρ' Ἀθηναίοις καλουμένων Θυιάδων. αἱ δὲ Θυιάδες γυναῖκες μέν εἰσιν Ἀττικαί, φοιτῶσαι δὲ ἐς τὸν Παρνασσὸν παρὰ ἔτος αὐταί τε καὶ αἱ γυναῖκες Δελφῶν ἄγουσιν ὄργια Διονύσῳ. ταύταις ταῖς Θυιάσι κατὰ τὴν ἐξ Ἀθηνῶν ὁδὸν καὶ ἀλλαχοῦ χοροὺς ἱστάναι καὶ παρὰ τοῖς Πανοπεῦσι καθέστηκε: καὶ ἡ ἐπίκλησις ἡ ἐς τὸν Πανοπέα Ὁμήρου ὑποσημαίνειν τῶν Θυιάδων δοκεῖ τὸν χορόν.
[32.7] τὸ δὲ ἄντρον τὸ Κωρύκιον μεγέθει τε ὑπερβάλλει τὰ εἰρημένα καὶ ἔστιν ἐπὶ πλεῖστον ὁδεῦσαι δι' αὐτοῦ καὶ ἄνευ λαμπτήρων+: ὅ τε ὄροφος ἐς αὔταρκες ἀπὸ τοῦ ἐδάφους ἀνέστηκε, καὶ ὕδωρ τὸ μὲν ἀνερχόμενον ἐκ πηγῶν, πλέον δὲ ἔτι ἀπὸ τοῦ ὀρόφου στάζει, ὥστε καὶ δῆλα ἐν τῷ ἐδάφει σταλαγμῶν τὰ ἴχνη διὰ παντός ἐστι τοῦ ἄντρου. ἱερὸν δὲ αὐτὸ οἱ περὶ τὸν Παρνασσὸν Κωρυκίων τε εἶναι Νυμφῶν καὶ Πανὸς μάλιστα ἥγηνται. ἀπὸ δὲ τοῦ Κωρυκίου χαλεπὸν ἤδη καὶ ἀνδρὶ εὐζώνῳ πρὸς τὰ ἄκρα ἀφικέσθαι τοῦ Παρνασσοῦ: τὰ δὲ νεφῶν τέ ἐστιν ἀνωτέρω τὰ ἄκρα καὶ αἱ Θυιάδες ἐπὶ τούτοις τῷ Διονύσῳ καὶ τῷ Ἀπόλλωνι μαίνονται.
Οι Σάτυροι ήταν δαίμονες της ελληνικής μυθολογίας, πνεύματα των δασών και βουνών. Ήταν τριχωτοί με μυτερά αυτιά, διχαλωτά πόδια και ουρά τράγου. Ήταν υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου. Αγαπημένη ασχολία τους ήταν το παίξιμο του αυλού, ο τρύγος και η μέθη, το κυνήγι των κοριτσιών. Η μορφή των Σατύρων ήταν απαραίτητο στοιχείο στις γιορτές του Βάκχου στην Αττική. Έτσι δίπλα στην τραγωδία οι αρχαίοι δημιούργησαν το σατυρικό δράμα, δηλαδή την τραγωδία με την εύθυμη διάθεση.
Οι Σειληνοί ήταν σύντροφοι του Διονύσου, αλλά η προέλευση τους είναι διαφορετική. Ανήκαν στις θρησκευτικές παραδόσεις της Μικράς Ασίας και ιδιαίτερα της Φρυγίας. Οι Σειληνοί της Ασίας ήταν τα αρσενικά δαιμόνια των πηγών και των ποταμών. Είχαν ανθρώπινο κορμί με ουρά και αυτιά αλόγου. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ισχυρός φαλλισμός τους. Οι Σειληνοί συνήθως διασκέδαζαν, παίζοντας μουσική και χορεύοντας με τις Μαινάδες.
Λατρευτικά επίθετα του θεού Διονύσου
- Λύσιος
- - ο θεός σε κατάσταση έκστασης. Έκσταση που προκαλούσε η υπερβολική κατάποση κρασιού, μέσα από την οποία έδιωχναν τα άγχη της καθημερινότητας.
- Λικνίτης
- - ο βρεφικός Διόνυσος.
- Βάκχιος, Βακχεύς
- - ο θεός σε κατάσταση "μανίας".
- Αιγοβόλος και Μελάναιγις
- - η γίδα και ο τράγος ήταν δυο μορφές του Διονύσου. Τα δυο ζώα ήταν τα θύματα στις τελετές ωμοφαγίας του μαιναδικού θιάσου.
- Δενδρίτης
- - ο θεός του δέντρου.
- Δασύλλιος και Θαλλοφόρος
- - ο θεός της άγριας βλάστησης.
- Κισσός
- - το σύμβολο των διονυσιακών θιάσων. Οι μαινάδες έτρωγαν τον κισσό ως ενσάρκωση του Διονύσου.
- Άνθιος, Μελανθίδης, Συκίτης, Μειλίχιος
- - ο θεός των φυτών.
- Θέοινος
- - ο θεός του κρασιού.
- Ημερίδης, Πρόβλαστος και Σκυλλίτης
- - ο θεός της άμπελου.
- Σταφυλίτης και Βότρυς
- - o θεός του σταφυλιού.
- Βουγενής
- - ο ταυρόμορφος Διόνυσος.
Διόνυσος και Αριάδνη
Η Αριάδνη ήταν κόρη του βασιλιά Μίνωα και της Πασιφάης. Βοήθησε το Θησέα να σκοτώσει το Μινώταυρο και να βγει ζωντανός από το λαβύρινθο. Ο Θησέας την πήρε μαζί του, κατά την επιστροφή του στην Αθήνα. Σταμάτησε όμως με τους συντρόφους του στη Νάξο για να ξεκουραστούν από το πολύωρο ταξίδι. Εκεί αποκοιμήθηκε και είδε στο όνειρο του το θεό Διόνυσο, να τον προστάζει να αφήσει την Αριάδνη στη Νάξο και να γυρίσει αμέσως στην Αθήνα. Ο Θησέας εκτέλεσε την προσταγή του θεού. Έτσι η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο, όπου τη βρήκε ο Διόνυσος και την έκανε γυναίκα του (Θεογονία στίχοι 947-948).
Γιορτές προς τιμή του θεού
1. Μικρά και Μεγάλα Διονύσια
Τα Διονύσια ήταν από τις μεγαλύτερες γιορτές στην αρχαία Ελλάδα προς τιμή του θεού Διονύσου. Διακρίνονταν στα Μικρά ή "κατ' αγρούς" Διονύσια και στα Μεγάλα Διονύσια. Τα Μικρά Διονύσια τελούνταν το μήνα Δεκέμβριο. Σε αυτά γίνονταν συμπόσια με μουσική και χορό, δραματικοί αγώνες, δημόσιοι κώμοι, πομπές κανηφόρων και φαλληφορίες. Στις φαλληφορίες γίνονταν πομπικές μεταφορές φαλλών από δέρμα ή ξύλο με συνοδεία φαλλικών ασμάτων, μέσα από τα οποία διαμορφώθηκε με το πέρασμα των χρόνων, η Κωμωδία.
Τα Μεγάλα Διονύσια ήταν γιορτή προς τιμή του Διονύσου Ελευθερέως. Θεσμοθετήθηκαν από τον τύραννο Πεισίστρατο και τελούνταν το Μάρτιο, ένα μήνα μετά τα Ανθεστήρια. Ο Διόνυσος που γιορτάζονταν στα Μεγάλα Διονύσια δεν ήταν ο θεός του κρασιού και της άμπελου, αλλά ο θεός που είχε έρθει από τις Ελευθερές, έναν οικισμό στη νότια πλαγιά του Κιθαιρώνα σε ένα πέρασμα από τη Βοιωτία στην Αττική. Από το ναό του Διονύσου Ελευθερέως που βρισκόταν στις παρυφές της Ακρόπολης, το άγαλμα του θεού μεταφερόταν με λαμπρή πομπή σε ένα μικρό ναό κοντά στην Ακαδήμεια, όπου τελούνταν αγώνες και θυσίες. Στο τέλος της ημέρας το γυρνούσαν πίσω στο ναό, όπου παρέμενε εκεί μέχρι το τέλος της γιορτής.
2. Ανθεστήρια
Τα Ανθεστήρια ήταν μεγάλη ετήσια γιορτή τελούμενη στην Αττική και σε πολλές πόλεις στα τέλη Φεβρουαρίου. Διαρκούσε τρεις μέρες, κατά τις οποίες οι Αθηναίοι δοκίμαζαν το κρασί της νέας χρονιάς μέσα σε μα ενθουσιώδη ατμόσφαιρα. Οι τρεις μέρες αποκαλούνταν αντίστοιχα Πιθοιγία, Χόες και Χύτροι.
Την Πιθοιγία, τα δοχεία κρασιού ανοίγονταν για πρώτη φορά. Ο κόσμος μαζεύονταν στο Λιμναίο, το ιερό του Διονύσου στη βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Ένα μέρος από το κρασί προσφερόταν ως σπονδή, για να απελευθερωθεί από το ταμπού και η χρήση του να είναι ευεργετική και αβλαβής. Οι Χόες ήταν φυσική συνέχεια της πρώτης μέρας. Αφότου το κρασί λυτρώθηκε από το ταμπού, ήταν έτοιμο για το συμπόσιο. Καθένας έπαιρνε μια κούπα κρασί και γινόταν ένας αγώνας πόσης. Η οινοποσία γινόταν σιωπηρά. Έπειτα στεφάνωναν την κούπα με μια γιρλάντα και την πήγαιναν στην ιέρεια στο ναό του Διονύσου. Το Λιμναίο άνοιγε μόνο την ημέρα των Χοών. Παρά το γλέντι όμως και την πανηγυρική οινοποσία, αυτή η μέρα ήταν μιαρή. Στο τέλος της ημέρας και παραμονή της τρίτης, ανέβαιναν από τον Άδη οι ψυχές των νεκρών. Για να προστατευτούν, άλειφαν τις πόρτες των σπιτιών τους με πίσσα και μασούσαν ραμνό, ένα αποτρεπτικό φυτό.
Οι Χύτροι ήταν πήλινα αγγεία με μαγειρεμένους σπόρους. Η κεντρική τελετουργία την ημέρα αυτή ήταν το βράσιμο μιας πανσπερμίας από κάθε είδους σπόρους. Αλλά από τη χύτρα κανένας δε δοκίμαζε. Η πανσπερμία ήταν αφιερωμένη ολόκληρη στις χθόνιες δυνάμεις και συγκεκριμένα στο χθόνιο Ερμή, τον Ερμή του Κάτω Κόσμου.
Εκτός από την οινοποσία τη μέρα των Χοών, γίνονταν και η ιδιαίτερη τελετή του Ιερού Γάμου. Κατά την τελετή αυτή, γινόταν είσοδος του θεού Διονύσου στην πόλη και ο γάμος του με τη σύζυγο του άρχοντα-βασιλιά. Ο άρχοντας-βασιλιάς υποκρινόταν το θεό και έμπαινε στην πόλη πάνω σε τροχοφόρο άρμα με σχήμα καραβιού. Πήγαινε στο ιερό του Διονύσου για να συναντήσει τη βασίλισσα. Τη βασίλισσα συνόδευαν δεκατέσσερις γυναίκες, οι Γεραρές, τις οποίες είχε επιλέξει ο ίδιος ο βασιλιάς και όταν η νύφη έμπαινε στο ιερό, τελούσαν κάποιες απόρρητες ιερουργίες στους δεκατέσσερις βωμούς του θεού μέσα στο ιερό. Από το Λιμναίο ιερό του Διονύσου το ζευγάρι πήγαινε στο Βουκόλειο δίπλα στο Πρυτανείο όπου τελούνταν ο Ιερός Γάμος.
3. Λήναια
Τα Λήναια ήταν γιορτές του πατητηριού των σταφυλιών και τελούνταν το μήνα Γαμηλίωνα, τέλη Ιανουαρίου περίπου. Ο Διόνυσος θεωρούνταν στη γιορτή αυτή ως θεός του καινούργιου κρασιού και γι' αυτό λατρεύονταν ως Λήναιος. Πρόσφεραν το νέο κρασί στο ναό του θεού και ύστερα μαζεύονταν σε ένα συμπόσιο και έπιναν. Επίσης γίνονταν αγώνες κωμωδίας και τραγωδίας. Ακολουθούσε πομπή μέσα στην πόλη, τραγουδώντας ύμνους και διθυράμβους προς τιμή του. Η πομπή κατέληγε στο ιερό του Ληναίου Διονύσου, όπου θυσίαζαν ένα τράγο.
Ορφικός ύμνος προς το θεό Διόνυσο
Διονύσου θυμίαμα, στύρακα
Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, εὐαστῆρα,
πρωτόγονον, διφυῆ, τρίγονον, Βακχεῖον ἄνακτα,
ἄγριον, ἄρρητον, κρύφιον, δικέρωτα, δίμορφον,
κισσόβρυον, ταυρωπόν, Ἀρήιον, εὔιον, ἁγνόν,
ὠμάδιον, τριετῆ, βοτρυηφόρον, ἐρνεσίπεπλον.
Εὐβουλεῦ, πολύβουλε, Διὸς καὶ Περσεφονείης
ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωѳείς, ἄμβροτε δαῖμον·
κλῦѳι, μάκαρ, φωνῆς, ἡδὺς δ' ἐπίπνευσον ἀμεμ[φ]ής
εὐμενὲς ἦτορ ἔχων, σὺν ἐυζώνοισι τιѳήναις.
Μετάφραση
Τον Διόνυσο προσκαλώ, τον θορυβώδη και ενθουσιώδη,
τον πρωτογενή, που έχει δύο φύσεις, και γεννήθηκε τρεις φορές,
τον Βακχικό βασιλέα,
τον ζώντα στους αγρούς, τον ανέκφραστον τον απόκρυφον,
που έχει δύο κέρατα και δυο μορφές
τον γεμάτο από κισσό, που έχει πρόσωπο ταύρου,
τον πολεμικό τον βακχικό, τον αγνό
που τρώει ωμά κρέατα, τον τριετή, που τρέφει τα σταφύλια
και έχει για πέπλο βλαστάρια.
Ω Ευβουλέα, πολυμήχανε, πού γεννήθηκες στα κρεβάτια του Διός και της Περσεφόνης αθάνατε δαίμονα
άκουσε, μακάριε, τη φωνή μου και σπεύσε με γλυκύτητα και με προσήνεια,
έχων ευμενή διάθεση μαζί με τις συντρόφους σου.