Αλέξανδροι στην ιστορία υπήρξαν πολλοί, αλλά «Ο Αλέξανδρος» ήταν μόνο ένας, και ήταν αυτός ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο «Μέγας». Ο νεαρός Μακεδόνας βασιλιάς, εκπαιδευμένος στην τέχνη του πολέμου από ένα από τα πιο κοφτερά πολιτικά και στρατιωτικά μυαλά της αρχαίας Ελλάδας, τον Φίλιππο τον Β', και μαθητής του Αριστοτέλη, έπρεπε πρώτα να επιβιώσει και να επικρατήσει σε ένα ανελέητο «παιχνίδι του στέμματος» πριν αρχίσει την εκστρατεία που έφερε τον Ελληνισμό στα πέρατα του κόσμου.
Ο Αλέξανδρος ανέδειξε την οικουμενικού χαρακτήρα φύση του Ελληνικού πολιτισμού, φέρνοντάς τον στο ζενίθ του: Ποτέ ξανά ο Ελληνισμός δεν έφτασε τόσο ψηλά όσο κατά την Ελληνιστική Περίοδο, η οποία μπορεί να ακολουθήθηκε από τη ρωμαϊκή κατάκτηση, αλλά τα επιτεύγματα και η λάμψη της συνέχισαν να υπάρχουν και να επηρεάζουν την πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού για αιώνες μετά.
Την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου την γνωρίζουν σε γενικές γραμμές όλοι, ωστόσο κατά κανόνα η έμφαση δίνεται στην περίοδο της εκστρατείας στην Περσία – και αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πτυχές της δράσης του Έλληνα στρατηλάτη οι οποίες είναι μάλλον άγνωστες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την εκστρατεία του στα Βαλκάνια, αμέσως μετά την άνοδό του στον θρόνο της Μακεδονίας.
Το «παιχνίδι του στέμματος» και η δοκιμασία ενός νεαρού βασιλιά
Όλοι γνωρίζουν ότι ο Φίλιππος ο Β' δολοφονήθηκε από τον Παυσανία εκ της Ορεστίδος κατά τον γάμο της κόρης του, Κλεοπάτρας, αλλά ουδείς μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα ποιοι ήταν οι λόγοι που κρύβονταν πίσω από την ενέργεια αυτή. Η θεωρία περί προσωπικών θεμάτων/ διαφορών μεταξύ των δύο ανδρών δεν μπορεί να απορριφθεί ελαφρά τη καρδία, ωστόσο η θέση του Παυσανία ως επικεφαλής της σωματοφυλακής του Φιλίππου, καθώς και το ότι σκοτώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τον Λεοννάτο και τον Περδίκκα (προσωπικούς φίλους του Αλεξάνδρου) κατά την καταδίωξή του, χωρίς να ανακριθεί, προκαλούν ερωτηματικά. Ο Φίλιππος, ειδικά μετά την πολιτική ένωση της Ελλάδας και το «Κοινό των Ελλήνων», είχε πολλούς εχθρούς, τόσο εκτός της μακεδονικής αυλής (οι Πέρσες οι νότιοι Έλληνες δυσκολεύονταν να ξεπεράσουν και αποδεχτούν τη συντριβή τους στη Μάχη της Χαιρώνειας από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, ενώ πολλοί ήταν αυτοί που θεωρούσαν τους Μακεδόνες βάρβαρους – σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των λυσσωδών «φιλιππικών» λόγων του Δημοσθένη) όσο και εντός της.Κάποιοι μάλιστα αποδίδουν την ενορχήστρωση της δολοφονίας του Φιλίππου στη σύζυγό του και μητέρα του Αλεξάνδρου, Ολυμπιάδα, μια δυναμική γυναίκα με την οποία βρίσκονταν σε διάσταση, καθώς είχε φύγει από τη Μακεδονία και επιστρέψει στην πατρίδα της (Ήπειρο). Στο πλαίσιο αυτών των θεωριών, κάποιοι εμπλέκουν ακόμα και τον ίδιο τον Αλέξανδρο, καθώς ισχυροί «παίκτες» της μακεδονικής αυλής αμφισβητούσαν το δικαίωμά του στη διαδοχή, ως «μη γνήσιου» Μακεδόνα (λόγω της Ηπειρώτισσας μάνας του). Άσπονδος εχθρός της Ολυμπιάδας και του Αλεξάνδρου ήταν ο Άτταλος, την ανιψιά του οποίου ο Φίλιππος παντρεύτηκε, ων σε διάσταση με την Ολυμπιάδα.
Κατά το συμπόσιο, στο οποίο παρευρισκόταν και ο Αλέξανδρος, ως πρωτότοκος και διάδοχος, ο Άτταλος, μεθυσμένος (ή όχι) ευχήθηκε στο ζευγάρι να αποκτήσει «γνήσιο διάδοχο», προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση του Αλεξάνδρου. Ακολούθησε καυγάς και επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ του Αλεξάνδρου και του Φιλίππου, με τον πρώτο να σηκώνεται να φεύγει και να πηγαίνει στη μάνα του στην Ήπειρο- το επόμενο σημαντικό «κεφάλαιο» της ιστορίας είναι η δολοφονία του Φιλίππου, και ως εκ τούτου, είναι δόκιμο να προκύπτουν ερωτηματικά.
Σε κάθε περίπτωση, η δολοφονία του Φιλίππου ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα μιας αντιπαράθεσης που θα θύμιζε την αιματηρή πάλη για τη δύναμη του «Game of Thrones»- αλλά ο Αλέξανδρος δεν είχε τον χρόνο για κάτι τέτοιο. Ο διάδοχος επέστρεψε ταχύτατα και ανέλαβε τον θρόνο, εξοντώνοντας με συνοπτικές διαδικασίες τη φράξια του Αττάλου, ο οποίος συνωμοτούσε για να αρπάξει τον θρόνο, ως συγγενής της νέας συζύγου του Φιλίππου (Κλεοπάτρα Ευρυδίκη) ενώ παράλληλα προέτρεπε σε αποστασία τους νότιους Έλληνες και τους Θράκες.
Ο Άτταλος καταδικάστηκε και εκτελέστηκε για εσχάτη προδοσία, αλλά η αποστασία είχε αρχίσει. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να δράσει γρήγορα για να σταματήσει την κατάρρευση του οικοδομήματος που είχε δημιουργήσει ο Φίλιππος, καθώς οι νότιοι αποστατούσαν.
Παρά τις συμβουλές περί χρήσης διπλωματίας, ο Αλέξανδρος επέλεξε να χρησιμοποιήσει το όπλο που ήξερε να χειρίζεται καλύτερα: Τη στρατιωτική ισχύ. Προελαύνοντας κεραυνοβόλα προς τον νότο, αιφνιδίασε τους Θεσσαλούς, παραταγμένους ανάμεσα στον Όλυμπο και την Όσσα, περνώντας μέσα από το βουνό και εμφανιζόμενος στα μετόπισθέν τους, με αποτέλεσμα την παράδοσή τους. Η πορεία του προς το νότο συνεχίστηκε, περνώντας από τις Θερμοπύλες, αιφνιδιάζοντας τους πάντες με την ταχύτατη προέλασή του και δεχόμενος τις παραδόσεις τους (μεταξύ των οποίων και των Αθηναίων). Στην Κόρινθο έλαβε τον τίτλο του ηγεμόνα της συμμαχίας, ενώ παράλληλα ενημερώθηκε για προβλήματα στα βόρεια: Οι Θράκες είχαν εξεγερθεί.
Η εκστρατεία στον Βορρά
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε άμεσα για τη Θράκη και τον Βορρά για να καταστείλει την εξέγερση, της οποίας ηγούνταν οι Ιλλυριοί και οι Τριβαλλοί – σημειώνεται ότι Κατά την εκστρατεία αυτή στον βορρά, στον στρατό του εντάχθηκε και μια δύναμη η οποία έμελλε αργότερα να διακριθεί κατά την εκστρατεία στην Ασία: Οι πολεμιστές της πολεμικής φυλής των Αγριάνων, έξοχοι ακοντιστές και «ψιλοί» (ελαφρύ πεζικό), βασιλιάς των οποίων ήταν ο Λάγγαρος, προσωπικός φίλος του Αλεξάνδρου.Ο μακεδονικός στρατός πέρασε στον Αίμο το 335 π.Χ, όπου συγκρούστηκε με μια καλά οχυρωμένη θρακική φρουρά, η οποία προσπάθησε να σταματήσει την προέλαση του βαρέος πεζικού αφήνοντας στην κατηφόρα άμαξες/ κάρα- αλλά ο Αλέξανδρος απλά έδωσε εντολή να διασκορπίζονται οι σχηματισμοί ή να πέφτουν πρηνηδόν, με ασπίδες από πάνω, οι στρατιώτες. Όταν εν τέλει οι μακεδονικές δυνάμεις έφτασαν στην κορυφή, έτρεψαν με ευκολία σε φυγή τους Θράκες.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη απειλή προερχόταν από τα μετόπισθεν, και ήταν ο στρατός του Σύρμου, βασιλιά των Τριβαλλών, που επεδίωξε σύγκρουση σε φαράγγι, αλλά παρασύρθηκε να βγει εκτός της οχυρής του θέσης λόγω συνεχούς παρενόχλησης από το ελαφρύ πεζικό- με αποτέλεσμα να συντριβεί στα ανοιχτά από τα άριστα οργανωμένα και πειθαρχημένα τακτικά στρατεύματα του Αλεξάνδρου, με τον Σύρμο να καταφεύγει στον Δούναβη.
Συνολικά, ο μακεδονικός στρατός χρειάστηκε τρεις μάχες για να διαλύσει τα άγρια, εξεγερμένα φύλα του βορρά (Μάχες του Αίμου, του Λύγινου Ποταμού και της Πεύκης), απωθώντας τα ως τον Δούναβη – και τα κύρια επιτεύγματα αυτής της κεραυνοβόλας εκστρατείας αποτελούν η διάβαση του φυλασσόμενου περάσματος της Σίπκας χωρίς απώλειες , η συντριβή των Τριβαλλών στον Λυγινό ποταμό και η διάβαση εν μία νυκτί (κυριολεκτικά) του Δούναβη, με 4.000 πεζούς και 1.500 ιππείς, που αποτέλεσε (επιτυχή) επίδειξη δύναμης ώστε να τρομάξουν οι Γέτες οι οποίοι είχαν στρατό 14.000 ανδρών: Οι Γέτες υποχώρησαν μετά την πρώτη εμπλοκή με το βαρύ μακεδονικό ιππικό και τράπηκαν σε φυγή.
Το «blitzkrieg» [Κεραυνοβόλος πόλεμος] του Αλεξάνδρου είχε τις επιπτώσεις στις οποίες προσέβλεπε ο νεαρός βασιλιάς: Τον αιφνιδιασμό και την τρομοκράτηση των βόρειων φύλων μέσω μιας επίδειξης ισχύος που θα ήταν επαρκώς μεγάλη ώστε να διασφαλιστεί πως δεν θα απειλούσαν την ασφάλεια της βόρειας Ελλάδας κατά την εκστρατεία στην Ασία.
Οι φυλές αυτές δήλωσαν φιλία, με τον Αλέξανδρο να κινείται προς τα δυτικά, περνώντας από την Παιονία (σημερινά Σκόπια) και να κατευθύνεται εναντίον του βασιλιά Κλείτου των Ιλλυριών, στη σημερινή Αλβανία, ο οποίος είχε αποστατήσει από τη συμμαχία με τη Μακεδονία με τη συνδρομή των Ταυλαντίων, βασιλιάς των οποίων ήταν ο Γλαυκίας. Η σύγκρουση έλαβε χώρα στο οχυρωμένο Πέλιο, στρατηγικής σημασίας θέση, καθώς παρείχε εύκολη πρόσβαση στην Ιλλυρία και τη Μακεδονία- και μάλιστα η αξία του ήταν ακόμα μεγαλύτερη από τη στιγμή που ο Αλέξανδρος έπρεπε να μπορεί να επιστρέψει στη νότια Ελλάδα γρήγορα, καθώς οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι αποστατούσαν από τη συμμαχία ξανά λόγω φημών ότι είχε σκοτωθεί στον Δούναβη.
Ο Αλέξανδρος – βασικό χαρακτηριστικό της τακτικής του οποίου ήταν οι ταχείες, αιφνιδιαστικές κινήσεις, να χτυπά ξαφνικά εκεί που δεν τον περίμεναν- κατέφθασε με δύναμη 15.000 ανδρών, πιάνοντας τον Κλείτο να περιμένει τη δύναμη του Γλαυκία. Το πρώτο που έκανε ήταν να χτυπήσει τις δυνάμεις των Ιλλυριών που ήταν στα γύρω υψώματα, αναγκάζοντάς τες να κλειστούν στην οχυρωμένη πόλη, την οποία προσπάθησε να καταλάβει με άμεση έφοδο, χωρίς επιτυχία, με αποτέλεσμα να αρχίσει πολιορκία.
Ωστόσο, ο Μακεδόνας διοικητής αναγκάστηκε να αποτραβηχτεί προσωρινά λόγω άφιξης της δύναμης του Γλαυκία, ευρισκόμενος σε μειονεκτική θέση αριθμητικά, και πιεζόμενος από τον χρόνο λόγω της εξέγερσης στη νότια Ελλάδα: Η εχθρική δύναμη έπρεπε να καταστραφεί το συντομότερο δυνατόν.
Αποκλείοντας το Πέλιο με μια δύναμη, ώστε να αποφύγει έξοδο του Κλείτου, κατευθύνθηκε προς τα υψώματα, που ήταν πλέον υπό τον έλεγχο της δύναμης του Γλαυκία, με τη φάλαγγα, την οποία έβαλε να κάνει γυμνάσια, προκαλώντας την έκπληξη των Ταυλάντιων. Ξαφνικά, εν μέσω των γυμνασίων, έθεσε ταχέως τη φάλαγγα σε σχηματισμό και προέλασε κατά των υψωμάτων, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό και εκμηδενίζοντάς τον χωρίς απώλειες.
Ακολούθησε μια σειρά μικρότερων και μεγαλύτερων συγκρούσεων με τις γύρω ιλλυρικές δυνάμεις, με τον μακεδονικό στρατό να καταφέρνει να περάσει στην άλλη πλευρά του ποταμού (με έναν παραπλανητικό ελιγμό κατά τον οποίο ο στρατός του προσποιήθηκε ότι έκανε επίθεση εναντίον των Ιλλυριών που απειλούσαν από πίσω) και να διασφαλίζει τις γραμμές ανεφοδιασμού του, ετοιμαζόμενος για πολιορκία.
Ωστόσο τα πράγματα αποδείχτηκαν πιο εύκολα από ό,τι περίμενε, καθώς έφτασαν στο μακεδονικό στρατόπεδο πληροφορίες ότι στο Πέλιο οι Ιλλυριοί είχαν αρχίσει να παραμελούν την άμυνα, καθώς είχαν πιστέψει πως ο Αλέξανδρος υποχωρούσε. Χωρίς να περιμένει την άφιξη ενισχύσεων, ο νεαρός διοικητής (μόλις 21 ετών τότε) σχεδίασε και πραγματοποίησε μια παράτολμη νυκτερινή επίθεση αφήνοντας πίσω τον όγκο του στρατού του, με μια ευκίνητη επίλεκτη δύναμη, που περιελάμβανε τη φρουρά του (η οποία έφερε ασπίδες, εν αντιθέσει με την πιο δυσκίνητη μακεδονική φάλαγγα), Αγριάνες, τοξότες και τη δύναμη του Κοίνου. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος και ακολούθησε σφαγή, με πολλούς Ιλλυριούς να πιάνονται αιχμάλωτοι.
Ακολούθως, ο Αλέξανδρος έστησε νέο φυλάκιο στην περιοχή και δέχτηκε την παράδοση των Ιλλυριών, επιθυμώντας να κερδίσει χρόνο.
Επιστροφή στη νότια Ελλάδα: Η τιμωρία της Θήβας
Έχοντας ολοκληρώσει την εκστρατεία στον βορρά, ήταν ελεύθερος να κατευθυνθεί στον νότο για να καταστείλει την αποστασία των Θηβών και της Αθήνας, οι ηγεσίες των οποίων σε καμία περίπτωση δεν περίμεναν μια τόσο γρήγορη επιστροφή του μακεδονικού στρατού, ειδικά από τη στιγμή που θεωρούσαν πως ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν είτε νεκρός, είτε απλά πολύ άπειρος για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα με μια σειρά αποστασιών- και αυτό μπορεί να ήταν σωστή εκτίμηση για κάποιον άλλο διοικητή, αλλά όχι για τον Αλέξανδρο, που έφτασε από τη λίμνη Οχρίδα, στα σημερινά Σκόπια, στον Ογχηστό της Βοιωτίας, έξω από τη Θήβα (όπου βρισκόταν ακόμα, πολιορκημένη στην Καδμεία, η μακεδονική φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος στην πόλη), μέσα σε επτά (!) ημέρες, με δύναμη περίπου 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων.Παρά τον αιφνιδιασμό, οι Θηβαίοι απέρριψαν την πρόταση του Αλεξάνδρου, που ζήτησε την παράδοση της πόλης και των δύο αρχηγών της αντιμακεδονικής φράξιας (Φοίνικας και Προθύτης), υποσχόμενος αμνηστία για τους Θηβαίους και τήρηση της συνθήκης της Κορίνθου. Αντ'αυτού, τον έβρισαν από τα τείχη, με τον ίδιο να ορκίζεται ότι θα επιβάλει την έσχατη τιμωρία.
Η κύρια θηβαϊκή δύναμη αντιμετώπισε τους Μακεδόνες μπροστά από την πόλη, αφήνοντας τα τείχη σε απελευθερωμένους δούλους. Σε πρώτη φάση φάνηκαν να αντέχουν απέναντι στη μακεδονική επίθεση (άλλωστε το μακεδονικό στράτευμα ήταν καταπονημένο από τη μακρά πορεία), με τον Αλέξανδρο να ρίχνει στη μάχη την εφεδρική του δύναμη.
Ωστόσο αυτό δεν κράτησε πολύ: Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, ο Μακεδόνας διοικητής πληροφορήθηκε ότι μια πύλη ήταν εγκαταλειμμένη από τους φρουρούς τους, και έστειλε σε αυτήν δύναμη υπό τον Περδίκκα. Το μακεδονικό σώμα γλίστρησε μέσα στην πόλη και οι Θηβαίοι πανικοβλήθηκαν, τρεπόμενοι άτακτα σε φυγή και επιστρέφοντας στο εσωτερικό της, με πολλούς εξ αυτών να σκοτώνονται λόγω του συνωστισμού στους στενούς δρόμους. Παράλληλα, έξοδο πραγματοποιούσε η μακεδονική φρουρά της Καδμείας.
Ακολούθησε η ολοκληρωτική καταστροφή και λεηλασία της Θήβας από τον μακεδονικό στρατό και τους συμμάχους του (Φωκείς, Πλαταιείς και άλλοι Βοιωτοί, που είχαν αντιπαλότητα με τη Θήβα). Η πόλη ισοπεδώθηκε – πλην του σπιτιού του ποιητή Πινδάρου και των ναών- και οι κάτοικοί της πουλήθηκαν ως δούλοι, εκτός από τους ιερείς, τα μέλη της φιλομακεδονικής παράταξης και την οικογένεια του Πινδάρου. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα, για να διασφαλιστεί η εξαφάνιση κάθε πιθανότητας νέας αποστασίας όσο αυτός θα ήταν στην Ασία- και φαίνεται ότι είχε δίκιο, καθώς η Αθήνα και οι άλλοι αποστάτες μετά έσπευσαν γρήγορα να συνθηκολογήσουν, αφού είχαν χάσει κάθε θέληση για περαιτέρω σύγκρουση.
Ο Αλέξανδρος είχε εδραιώσει την εξουσία του μέσα από μια σειρά αποφασιστικών χτυπημάτων, κατανικώντας κάθε αντίπαλο. Είχε τελειώσει με την Ευρώπη. Ήταν η ώρα της Ασίας.
Κώστας Μαυραγάνης -www.huffingtonpost.gr
Πηγές:
- Alexander's Northern Campaigns, 335 BC
- A Papyrus Commentary on Alexander's Balkan Campaign- N.G.L Hammond
- http://history-of-macedonia.com/
- Wikipedia
- Βικιπαίδεια
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις
ΑΠΟ [1.0.1] ΕΩΣ [1.12.7]
ΑΠΟ [1.0.1] ΕΩΣ [1.12.7]
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
[1.0.1] Στο ιστορικό μου έργο περιέλαβα όσα ο Πτολεμαίος, ο γιος του Λάγου, και ο Αριστόβουλος, ο γιος του Αριστόβουλου, αναφέρουν για τον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου, και συμφωνούν μεταξύ τους, επειδή τα θεώρησα απόλυτα αληθινά· σε όσα όμως σημεία δεν συμφωνούν, διάλεξα εκείνα που μου φάνηκαν περισσότερο αξιόπιστα και συγχρόνως περισσότερο άξια διηγήσεως. [1.0.2] Και άλλοι βέβαια συγγραφείς μάς παρέδωσαν διαφορετικές πληροφορίες για τον Αλέξανδρο και δεν υπάρχει κανένας άλλος άνθρωπος, για τον οποίο να έχουν γραφεί περισσότερα αλλά και πιο αντιφατικά πράγματα. Σε μένα όμως ο Πτολεμαίος και ο Αριστόβουλος φάνηκαν πιο αξιόπιστοι στην αφήγησή τους, γιατί ο ένας, εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά Αλέξανδρο, ενώ ο Πτολεμαίος εκτός από το ότι πήρε μέρος στην εκστρατεία, επειδή υπήρξε και ο ίδιος βασιλιάς, θα θεωρούσε μεγαλύτερη ντροπή από οποιονδήποτε άλλον να αναφέρει αναληθή πράγματα. Άλλωστε και οι δυο τους έγραψαν το έργο τους μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και επομένως τίποτα δεν τους υποχρέωνε ούτε και ελπίδα υλικής αμοιβής είχαν να περιγράψουν τα γεγονότα διαφορετικά από ό,τι έγιναν. [1.0.3] Στην ιστορία μου περιέλαβα και μερικές πληροφορίες που πήρα από άλλους συγγραφείς, επειδή τις θεώρησα και αυτές άξιες διηγήσεως και όχι τελείως αναξιόπιστες· πάντως αυτά τα αναφέρω σαν απλή παράδοση για τον Αλέξανδρο. Αν σε κάποιον γεννηθεί η απορία, γιατί μου ήρθε στον νου να γράψω αυτήν εδώ την ιστορία, εφόσον τόσοι πολλοί συγγραφείς έγραψαν για τον Αλέξανδρο, ας εκφράσει την απορία του αυτήν, αφού διαβάσει όλα τα έργα των άλλων και μελετήσει και τη δική μου ιστορία.
[1.1.1] Λένε λοιπόν ότι ο Φίλιππος πέθανε, όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Πυθόδηλος. Ο Αλέξανδρος, που ήταν γιος του Φιλίππου, τον διαδέχθηκε στον θρόνο σε ηλικία είκοσι περίπου ετών, και κατέβηκε αμέσως στην Πελοπόννησο. [1.1.2] Εδώ συγκέντρωσε τους Έλληνες της Πελοποννήσου και ζήτησε την αρχηγία της εκστρατείας εναντίον των Περσών, την οποία είχαν προηγουμένως παραχωρήσει στον Φίλιππο. Όλοι οι Πελοποννήσιοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημά του εκτός από τους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι του αποκρίθηκαν ότι δεν συνηθίζουν να ακολουθούν άλλους, αλλά αυτοί να είναι ηγεμόνες άλλων. Λένε ότι και οι Αθηναίοι έδειξαν κάποιες στασιαστικές διαθέσεις, [1.1.3] αλλά φοβήθηκαν από την πρώτη εμφάνιση του Αλεξάνδρου και του απέδωσαν ακόμη μεγαλύτερες τιμές από εκείνες που είχαν παραχωρήσει στον Φίλιππο. Όταν λοιπόν επέστρεψε στη Μακεδονία, άρχισε τις προετοιμασίες για την εκστρατεία στην Ασία.
[1.1.4.] Μόλις άρχιζε η άνοιξη, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για τη Θράκη εναντίον των Τριβαλλών και των Ιλλυριών, και γιατί πληροφορήθηκε ότι βρίσκονταν σε εξέγερση, αλλά και γιατί, επειδή συνόρευαν με τη Μακεδονία, έκρινε σωστό να μην τους αφήσει πίσω του, ενώ αυτός ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει τόσο μακριά από τη χώρα του, παρά μόνο ολοκληρωτικά υποταγμένους. [1.1.5] Ξεκινώντας λοιπόν από την Αμφίπολη εισέβαλε στη Θράκη, δηλαδή στη χώρα των λεγομένων ελευθέρων Θρακών, έχοντας αριστερά του την πόλη Φίλιπποι και το όρος Όρβηλο. Λένε λοιπόν ότι, αφού πέρασε τον Νέστο ποταμό, έφθασε μέσα σε δέκα μέρες στο όρος Αίμο. [1.1.6] Στα στενά της ανηφορικής αναβάσεως του βουνού αυτού συνάντησαν τον Αλέξανδρο πολλοί οπλισμένοι έμποροι και οι ελεύθεροι Θράκες, προετοιμασμένοι να εμποδίσουν την προέλασή του. Για τον σκοπό αυτό είχαν καταλάβει την κορυφή του Αίμου, από την οποία θα περνούσε ο στρατός του. [1.1.7] Μάζεψαν λοιπόν άμαξες και τις τοποθέτησαν μπροστά τους, με σκοπό να τις χρησιμοποιήσουν ως προμαχώνα, αν το επέβαλλε η ανάγκη να πολεμήσουν. Συγχρόνως όμως είχαν στο μυαλό τους να αφήσουν τις άμαξες αυτές να πέσουν επάνω στη φάλαγγα των Μακεδόνων, καθώς αυτοί θα είχαν ανεβεί στο πιο απόκρημνο μέρος του βουνού. Είχαν τη γνώμη ότι όσο πυκνότερη ήταν η φάλαγγα, όταν θα την χτυπούσαν οι άμαξες, τόσο περισσότερο θα την διασκόρπιζαν, αν έπεφταν με ορμή καταπάνω της.
[1.1.8] Ο Αλέξανδρος όμως σκεφτόταν πώς θα περνούσε το βουνό με όσο μπορούσε μεγαλύτερη ασφάλεια. Αφού λοιπόν αποφάσισε ότι πρέπει οπωσδήποτε να διακινδυνεύσει —μιας και δεν υπήρχε από αλλού πέρασμα—, διέταξε τους οπλίτες του κάθε φορά που ρίχνονταν από ψηλά τα αμάξια καταπάνω τους, όσοι από αυτούς βρίσκονταν σε πλατύ δρόμο και μπορούσαν να λύσουν τον σχηματισμό τους, να αραιώνουν προς τα πλάγια, έτσι ώστε οι άμαξες να περνούν ανάμεσά τους· [1.1.9] όσοι όμως δεν προλάβαιναν, να σκύβουν όλοι μαζί σε ένα μέρος ή ακόμα και να πέφτουν στη γη τοποθετώντας από πάνω τους τις ασπίδες κολλητά τη μια στην άλλη, ώστε όταν κινούνται προς την κατεύθυνσή τους οι άμαξες, με την ορμή τους να πηδούν φυσικά από επάνω τους, χωρίς να προκαλούν καμιά ζημιά. Κι έγινε πραγματικά αυτό που συμβούλευσε και πρόβλεψε ο Αλέξανδρος. [1.1.10] Γιατί άλλοι χώρισαν τη φάλαγγα στα δύο, και άλλοι άφησαν τα αμάξια να κυλήσουν επάνω από τις ασπίδες, προκαλώντας μικρές μόνο ζημιές· κανένας πάντως στρατιώτης δεν σκοτώθηκε κάτω από τις άμαξες. Οι Μακεδόνες τότε πήραν θάρρος, γιατί τίποτα δεν έπαθαν από τις άμαξες που τόσο είχαν φοβηθεί, και επιτέθηκαν με βοή εναντίον των Θρακών. [1.1.11] Ο Αλέξανδρος λοιπόν διέταξε τους τοξότες να μετακινηθούν από τη δεξιά πτέρυγα εμπρός από την άλλη φάλαγγα, επειδή το μέρος εκείνο ήταν πιο ευκολοπέραστο, και από εκεί να ρίχνουν βέλη κατά των Θρακών, όπου αυτοί επιχειρούσαν επίθεση. Ο ίδιος πήρε μαζί του τη σωματοφυλακή, τους υπασπιστές και τους Αγριάνες και τους οδήγησε στην αριστερή πτέρυγα. [1.1.12] Στο σημείο αυτό οι τοξότες ρίχνοντας βέλη συγκρατούσαν τους Θράκες που έτρεχαν μπροστά· και η φάλαγγα, όταν επιχείρησε επίθεση, έδιωξε χωρίς δυσκολία από τις θέσεις τους ανθρώπους βάρβαρους με ελαφρό και κακό οπλισμό· έτσι όταν οδήγησε ο Αλέξανδρος τους άνδρες του από το αριστερό κέρας, οι βάρβαροι δεν πρόβαλαν πια άλλη αντίσταση, αλλά πέταξαν τα όπλα τους, όπου μπορούσε ο καθένας, και έφυγαν προς το κάτω μέρος του βουνού. [1.1.13] Από αυτούς χίλιοι πεντακόσιοι σκοτώθηκαν, ζωντανοί όμως πιάστηκαν λίγοι, χάρη στη γρηγοράδα τους και την καλή γνώση της περιοχής. Όσες όμως γυναίκες τούς ακολουθούσαν αιχμαλωτίστηκαν όλες, καθώς και τα μικρά παιδιά· κυριεύτηκαν επίσης όλα τα λάφυρα.
[1.2.1] Ο Αλέξανδρος λοιπόν έστειλε πίσω στις παραθαλάσσιες πόλεις τα λάφυρα και τα παρέδωσε στον Λυσανία και τον Φιλώτα να τα μοιράσουν στους στρατιώτες. Ο ίδιος πέρασε την κορυφογραμμή του βουνού και προχώρησε προς τη χώρα των Τριβαλλών διασχίζοντας τον Αίμο. Και φθάνει στον Λύγινο ποταμό, που απέχει τριών ημερών πορεία από τον Ίστρο ποταμό, όταν πηγαίνει κανείς προς τον Αίμο. [1.2.2] Ο Σύρμος όμως, ο βασιλιάς των Τριβαλλών, που είχε πληροφορηθεί από πολύ πριν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου, έστειλε μπροστά τις γυναίκες και τα παιδιά των Τριβαλλών στον Ίστρο, με την εντολή να περάσουν τον ποταμό και να εγκατασταθούν σε ένα από τα νησιά του Ίστρου που ονομάζεται Πεύκη. [1.2.3] Στο νησί αυτό, καθώς πλησίαζε ο Αλέξανδρος, είχαν καταφύγει από πριν και οι Θράκες, οι γείτονες των Τριβαλλών και αργότερα ο ίδιος ο Σύρμος με τους άνδρες του. Το μεγαλύτερο όμως πλήθος των Τριβαλλών κατέφυγε πίσω στον ποταμό, από όπου την προηγούμενη μέρα είχε ξεκινήσει ο Αλέξανδρος.
[1.2.4] Μόλις πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος την κίνηση αυτή των Τριβαλλών, ξαναγύρισε και αυτός πίσω οδηγώντας τον στρατό του εναντίον τους· και τους έπιασε την ώρα πια που στρατοπέδευαν. Αυτοί αιφνιδιάστηκαν και προσπαθούσαν να παραταχθούν κοντά στη δασώδη χαράδρα δίπλα στον ποταμό· και ο ίδιος όμως ο Αλέξανδρος, αφού παρέταξε τη φάλαγγα σε σχηματισμό βάθους, άρχιζε την επίθεση και διέταξε τους τοξότες και τους σφενδονήτες να τρέχουν μπροστά ρίχνοντας βέλη και πέτρες στους βαρβάρους, μήπως τους αναγκάσει να βγουν από τη δασώδη χαράδρα στα γυμνά μέρη. [1.2.5] Πραγματικά, όταν οι βάρβαροι βρέθηκαν σε απόσταση βολής και τους χτυπούσαν πια τα βέλη, εξόρμησαν εναντίον των τοξοτών του Αλεξάνδρου, που ήταν χωρίς ασπίδες, για να συγκρουσθούν μαζί τους σώμα με σώμα. Αφού με αυτόν τον τρόπο ο Αλέξανδρος τους έβγαλε έξω από τη δασώδη χαράδρα, διέταξε τον Φιλώτα να πάρει μαζί του το ιππικό της Άνω Μακεδονίας και να επιτεθεί στη δεξιά πτέρυγα των βαρβάρων, στο σημείο ακριβώς όπου είχαν προχωρήσει περισσότερο κατά την επίθεσή τους· διέταξε επίσης τον Ηρακλείδη και τον Σώπολη να επιτεθούν κατά της αριστερής πτέρυγας των βαρβάρων με το ιππικό της Βοττιαίας και της Αμφιπόλεως. [1.2.6] Ο ίδιος οδήγησε εναντίον του εχθρικού κέντρου την παράταξη του πεζικού και το υπόλοιπο ιππικό και τα παρέταξε μπροστά από την φάλαγγα. Όσην ώρα λοιπόν οι αντίπαλοι πολεμούσαν με ακροβολισμούς αναμεταξύ τους, οι Τριβαλλοί δεν υστερούσαν. Όταν, όμως, τους επιτέθηκε και η φάλαγγα σε πυκνό σχηματισμό και με ορμή, ενώ οι ιππείς δεν έριχναν πια ακόντια αλλά άρχισαν να εφορμούν πότε εδώ και πότε εκεί και να τους σπρώχνουν με τα ίδια τα άλογα, τότε πια οι Τριβαλλοί τράπηκαν σε φυγή προς τον ποταμό περνώντας μέσα από τη δασώδη χαράδρα. [1.2.7] Κατά τη φυγή σκοτώθηκαν τρεις χιλιάδες Τριβαλλοί, λίγοι όμως από αυτούς πιάστηκαν ζωντανοί, επειδή το πυκνό δάσος που ήταν μπροστά στον ποταμό και η νύχτα που ακολούθησε δεν επέτρεψαν στους Μακεδόνες να διεξαγάγουν αποτελεσματικά την καταδίωξή τους. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι από τους Μακεδόνες σκοτώθηκαν ένδεκα ιππείς και σαράντα περίπου πεζοί.
[1.3.1] Τρεις μέρες ύστερα από τη μάχη έφθασε ο Αλέξανδρος στον ποταμό Ίστρο που είναι ο μεγαλύτερος της Ευρώπης, διασχίζει πολύ μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής γης και χωρίζει πολεμικότατες φυλές. Από τις φυλές αυτές οι περισσότερες είναι κελτικές, από τη χώρα των οποίων πηγάζει ο Ίστρος, και οι πιο απομακρυσμένες είναι οι Κούαδοι και οι Μαρκομάνοι. [1.3.2] Μετά από αυτούς ο Ίστρος περνά από τους Ιάζυγες, που είναι κλάδος των Σαυροματών, και στη συνέχεια από τους Γέτες, που πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής. Έπειτα διασχίζει τη χώρα των πολυπληθών Σαυροματών και τέλος τη χώρα των Σκυθών μέχρι τις εκβολές του, όπου με πέντε στόματα χύνεται στον Εύξεινο Πόντο. [1.3.3] Εκεί βρήκε ο Αλέξανδρος πολεμικά πλοία του που είχαν έρθει στις εκβολές του Ίστρου από το Βυζάντιο, αφού διέπλευσαν τον Εύξεινο Πόντο. Τα πλοία αυτά τα γέμισε με τοξότες και οπλίτες και έπλευσε εναντίον της νήσου, στην οποία είχαν καταφύγει μαζί οι Τριβαλλοί και οι Θράκες, προσπαθώντας επίμονα να επιτύχει διά της βίας την αποβίβαση. [1.3.4] Οι βάρβαροι έτρεχαν σε όποιο μέρος του ποταμού επιχειρούσαν τα πλοία να πλησιάσουν στη γη. Τα πλοία όμως ήταν λίγα και οι στρατιώτες που μετέφεραν δεν ήταν πολλοί, ενώ το νησί κατά το μεγαλύτερο μέρος του ήταν απόκρημνο και ακατάλληλο για απόβαση. Και το ρεύμα του ποταμού κοντά στο νησί, επειδή περιοριζόταν σε στενό χώρο, ήταν ορμητικό και δεν προσφερόταν για απόβαση.
[1.3.5] Γι᾽ αυτό ακριβώς ο Αλέξανδρος απομάκρυνε τα πλοία του και αποφάσισε να διαβεί τον Ίστρο, για να επιτεθεί στους Γέτες, που κατοικούσαν στην απέναντι όχθη του Ίστρου. Για δυο λόγους ο Αλέξανδρος πήρε αυτή την απόφαση: και γιατί έβλεπε πολλούς Γέτες συγκεντρωμένους στην αντικρινή όχθη του Ίστρου, για να τον εμποδίσουν αν επιχειρούσε να περάσει τον ποταμό —και ήταν πράγματι συγκεντρωμένοι τέσσερις περίπου χιλιάδες ιππείς και περισσότεροι από δέκα χιλιάδες πεζοί— και γιατί συγχρόνως τον κατέλαβε η μεγάλη επιθυμία να πάει στην απέναντι όχθη του ποταμού. [1.3.6] Στα πλοία λοιπόν επιβιβάστηκε ο ίδιος· γέμισε επίσης με ξερό χόρτο τις δερμάτινες σκηνές όπου κατασκήνωναν οι στρατιώτες και συγκέντρωσε όσα μονόξυλα πλοιάρια βρήκε στην περιοχή — και υπήρχε μεγάλη αφθονία από αυτά, επειδή οι κάτοικοι των παραδουνάβιων περιοχών τα χρησιμοποιούσαν για ψάρεμα στον Ίστρο καθώς και για να επικοινωνούν μεταξύ τους διαπλέοντας τον ποταμό, οι περισσότεροι όμως για να επιχειρούν με αυτά ληστρικές επιδρομές. Αφού λοιπόν συγκέντρωσε όσο πιο πολλά πλοιάρια μπορούσε, μετέφερε με αυτά στην απέναντι όχθη όσο το δυνατό περισσότερους στρατιώτες του. Ο αριθμός των ανδρών που πέρασαν τον ποταμό με τον Αλέξανδρο έφθασε τους χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τους τέσσερις χιλιάδες πεζούς.
[1.4.1] Πέρασαν λοιπόν τον ποταμό μέσα στη νύχτα και σε μέρος όπου υπήρχαν ψηλά σπαρτά· και μάλλον γι᾽ αυτό μπόρεσαν να πλησιάσουν την όχθη χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Μόλις ξημέρωσε, ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του μέσα από τα σπαρτά, αφού παρήγγειλε στους πεζούς στρατιώτες του να πλαγιάζουν το σιτάρι με γερμένες τις σάρισές τους και να προχωρούν έτσι προς τα χέρσα. Και οι ιππείς ακολουθούσαν όσην ώρα η φάλαγγα προχωρούσε μέσα από τα σπαρμένα χωράφια. [1.4.2] Όταν όμως βγήκαν έξω από την καλλιεργημένη γη, μετακίνησε ο ίδιος ο Αλέξανδρος το ιππικό στη δεξιά πτέρυγα, διατάζοντας συγχρόνως τον Νικάνορα να οδηγήσει εμπρός τη φάλαγγα σε ορθογώνιο σχηματισμό. [1.4.3] Οι Γέτες δεν αντιστάθηκαν ούτε στην πρώτη καν επίθεση του ιππικού. Γιατί τους φάνηκε απίστευτη η τόλμη του Αλεξάνδρου να περάσει έτσι εύκολα μέσα σε μια νύχτα τον Ίστρο, τον μεγαλύτερο ποταμό, χωρίς μάλιστα να κατασκευάσει γέφυρα για να τον διαβεί· τους φόβισαν συγχρόνως η πυκνότητα της φάλαγγας και η ορμητική επίθεση των ιππέων. [1.4.4] Στην αρχή οι Γέτες κατέφυγαν στην πόλη τους που απείχε έναν περίπου παρασάγγη από τον Ίστρο. Όταν όμως είδαν τον Αλέξανδρο να οδηγεί με βιασύνη τη φάλαγγα παράλληλα στον ποταμό, για να μην πέσουν σε ενέδρα και κυκλωθούν από τους Γέτες οι πεζοί στρατιώτες του, και τους ιππείς να προχωρούν κατά μέτωπο, οι βάρβαροι εγκατέλειψαν και την πόλη τους, που ήταν άλλωστε κακά οχυρωμένη, παίρνοντας επάνω στα άλογα όσα παιδιά και γυναίκες μπορούσαν τα άλογα να σηκώσουν· [1.4.5] η διάθεσή τους ήταν να καταφύγουν σε τόπους έρημους όσο γινόταν πιο μακριά από τον ποταμό. Ο Αλέξανδρος κυρίευσε την πόλη καθώς και όλα τα λάφυρα που άφησαν φεύγοντας οι Γέτες. Και τα λάφυρα τα παρέδωσε στον Μελέαγρο και στον Φίλιππο να τα μεταφέρουν πίσω στο στρατόπεδο, ενώ ο ίδιος κατεδάφισε την πόλη και θυσίασε δίπλα στην όχθη του Ίστρου στον Δία Σωτήρα και στον Ηρακλή καθώς και στον ίδιο τον Ίστρο, γιατί δεν τον εμπόδισε να τον περάσει· την ίδια μέρα οδήγησε σώους όλους τους άνδρες του πίσω στο στρατόπεδο.
[1.4.8.] Από αυτούς όμως δόθηκε μια αναπάντεχη για τον Αλέξανδρο απόκριση. Επειδή ήταν πράγματι εγκατεστημένοι σε χώρα μακρινή από τη Μακεδονία και συγχρόνως απρόσιτη και επειδή έβλεπαν ότι η διάθεση του Αλεξάνδρου κατευθυνόταν προς άλλα μέρη, αποκρίθηκαν ότι φοβούνται μήπως πέσει ο ουρανός επάνω τους. Είπαν ακόμη ότι ήρθαν πρεσβευτές στον Αλέξανδρο όχι από φόβο ή από συμφέρον, αλλά γιατί τον θαύμαζαν. Ωστόσο και αυτούς ακόμη τους ονόμασε φίλους ο Αλέξανδρος, τους έκαμε συμμάχους του και τους έστειλε πίσω στη χώρα τους, προσθέτοντας μονάχα τούτο, ότι οι Κέλτες είναι πάρα πολύ περήφανοι.
[1.4.6] Εδώ παρουσιάστηκαν στον Αλέξανδρο πρέσβεις, και από τις άλλες ανεξάρτητες φυλές που κατοικούσαν κοντά στον Ίστρο και από τον Σύρμο, τον βασιλιά των Τριβαλλών. Ήρθαν επίσης πρέσβεις και από τους Κέλτες, που είναι εγκατεστημένοι στον Ιόνιο κόλπο. Οι Κέλτες είναι μεγαλόσωμοι και έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους· όλοι τους όμως είπαν ότι ήρθαν, γιατί επιθυμούσαν τη φιλία του Αλεξάνδρου. [1.4.7] Ο Αλέξανδρος τους διαβεβαίωσε όλους για τη φιλία του και εκείνοι πάλι τον Αλέξανδρο για τη δική τους. Τους Κέλτες μάλιστα τους ρώτησε ποιό από τα ανθρώπινα πράγματα τους φοβίζει περισσότερο, περιμένοντας να ακούσει ότι η φήμη του είχε φθάσει και μέχρι τη χώρα τους και ακόμη μακρύτερα και ότι θα του έλεγαν ότι αυτόν φοβούνται περισσότερο από όλα. [1.5.1] Ο ίδιος προχώρησε εναντίον των Αγριάνων και των Παιόνων. Στο μεταξύ παρουσιάστηκαν στον Αλέξανδρο αγγελιαφόροι που του ανήγγειλαν ότι επαναστάτησε ο Κλείτος, ο γιος του Βαρδύλη, και ότι προσχώρησε σε αυτόν ο Γλαυκίας, ο βασιλιάς των Ταυλαντίων. Οι αγγελιαφόροι τού ανήγγειλαν επίσης ότι και οι Αυταριάτες θα του επιτεθούν κατά την πορεία του· για τους λόγους αυτούς αποφάσισε να επισπεύσει την αναχώρησή του. [1.5.2] Ο Λάγγαρος όμως, ο βασιλιάς των Αγριάνων, από την εποχή που ζούσε ακόμη ο Φίλιππος δεν έκρυβε το ότι αγαπούσε τον Αλέξανδρο και με δική του πρωτοβουλία είχε έρθει πρεσβευτής προς αυτόν· και στην τωρινή λοιπόν περίσταση παρουσιάστηκε στον Αλέξανδρο μαζί με τους καλύτερους και καλύτερα οπλισμένους υπασπιστές που είχε· [1.5.3] όταν λοιπόν έμαθε ότι ο Αλέξανδρος ζητούσε να πληροφορηθεί ποιοί και πόσοι ήταν οι Αυταριάτες, του είπε ότι δεν πρέπει να απασχολείται με αυτούς, γιατί οι Αυταριάτες είναι οι πιο απόλεμοι από όλους τους λαούς των τόπων εκείνων. Θα εισβάλει, είπε, και ο ίδιος στη χώρα τους, ώστε να τους υποχρεώσει να ασχοληθούν μάλλον με τη δική τους ασφάλεια. Και πραγματικά με την έγκριση του Αλεξάνδρου ο Λάγγαρος εισέβαλε στη χώρα των Αυταριατών και την έκαμε άνω κάτω.
[1.5.4] Έτσι λοιπόν οι Αυταριάτες είχαν τα δικά τους προβλήματα. Ο Λάγγαρος όμως τιμήθηκε με μεγάλες τιμές από τον Αλέξανδρο και πήρε και δώρα, αυτά που θεωρούνται τα μεγαλύτερα για έναν βασιλιά των Μακεδόνων· του υποσχέθηκε ακόμη να του δώσει σε γάμο την αδελφή του Κύνα, όταν θα έρθει στην Πέλλα.
[1.5.5] Όταν όμως επέστρεψε στη χώρα του, ο Λάγγαρος αρρώστησε και πέθανε. Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος βαδίζοντας κατά μήκος του ποταμού Εριγόνα κατευθυνόταν προς την πόλη Πέλλιο· την πόλη αυτή την είχε καταλάβει ο Κλείτος, γιατί ήταν η πιο οχυρή της χώρας. Όταν πλησίασε σε αυτήν ο Αλέξανδρος, στρατοπέδευσε κοντά στον Εορδαϊκό ποταμό και αποφάσισε να επιχειρήσει επίθεση κατά των τειχών της την επόμενη μέρα. [1.5.6] Οι στρατιώτες του Κλείτου είχαν καταλάβει τα βουνά γύρω από την πόλη, που ήταν ψηλά και κατάφυτα από δένδρα, με σκοπό να επιτεθούν από όλες τις μεριές εναντίον των Μακεδόνων, αν επιχειρούσαν επίθεση κατά της πόλεως· ο Γλαυκίας ωστόσο, ο βασιλιάς των Ταυλαντίων, δεν είχε ακόμη φθάσει. [1.5.7] Ενώ λοιπόν ο Αλέξανδρος οδηγούσε τον στρατό του εναντίον της πόλεως, οι εχθροί θυσίασαν τρία αγόρια, άλλα τόσα κορίτσια και τρία μαύρα κριάρια και κινήθηκαν για να αντιμετωπίσουν από κοντά τους Μακεδόνες. Όταν όμως ήρθαν στα χέρια, οι βάρβαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις που είχαν καταλάβει, αν και ήταν οχυρές, ώστε και τα σφάγια βρέθηκαν ακόμα στη θέση τους.
[1.5.8] Στη διάρκεια αυτής λοιπόν της ημέρας ο Αλέξανδρος τους υποχρέωσε να κλειστούν στην πόλη τους και στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη, αποφασισμένος να τους αποκλείσει κατασκευάζοντας άλλο τείχος γύρω από το δικό τους. Την επόμενη όμως ημέρα κατέφθασε ο Γλαυκίας, ο βασιλιάς των Ταυλαντίων, με ισχυρές δυνάμεις. Τότε πια ο Αλέξανδρος έχασε κάθε ελπίδα ότι με τις δυνάμεις που είχε θα κυρίευε το Πέλλιο. Στην πόλη αυτή είχαν καταφύγει πολλοί και αξιόμαχοι στρατιώτες, ενώ συγχρόνως οι πολυάριθμες δυνάμεις του Γλαυκία θα επιχειρούσαν εναντίον του επίθεση, αν ενεργούσε ο ίδιος επίθεση κατά των τειχών της. [1.5.9] Έστειλε λοιπόν τον Φιλώτα για να συγκεντρώσει τρόφιμα, αφού του έδωσε όσους ιππείς του ήταν απαραίτητοι για εξερεύνηση, καθώς και όλα τα αχθοφόρα ζώα από το στρατόπεδο. Μόλις πληροφορήθηκε ο Γλαυκίας την αναχώρηση των ανδρών του Φιλώτα, εξόρμησε εναντίον τους και κατέλαβε τα βουνά που ήταν γύρω από την πεδιάδα, από την οποία επρόκειτο να προμηθευτούν τα τρόφιμα οι στρατιώτες του Φιλώτα. [1.5.10] Όταν ανήγγειλαν στον Αλέξανδρο ότι κινδύνευαν και οι ιππείς και τα αχθοφόρα ζώα του, αν τους βρει η νύχτα, πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, τους Αγριάνες και τετρακόσιους περίπου ιππείς και έτρεξε γρήγορα να τους βοηθήσει. Τον υπόλοιπο στρατό του τον άφησε πίσω, κοντά στην πόλη, από φόβο μήπως αν αποχωρούσε όλος, επιχειρήσουν έξοδο οι πολιορκούμενοι και συνενωθούν με τον στρατό του Γλαυκία. [1.5.11] Όταν λοιπόν ο Γλαυκίας κατάλαβε ότι πλησίαζε ο Αλέξανδρος, εγκατέλειψε τα βουνά, οπότε οι στρατιώτες του Φιλώτα διασώθηκαν με ασφάλεια στο στρατόπεδο. Παρ᾽ όλα αυτά όμως οι άνδρες του Κλείτου και του Γλαυκία φαίνονταν ακόμη να έχουν αποκλείσει τον Αλέξανδρο σε δυσκολοδιάβατους τόπους· [1.5.12] γιατί και κατείχαν τα τριγύρω πανύψηλα βουνά με πολλούς ιππείς, με πολλούς ακοντιστές και σφενδονήτες και όχι λίγους οπλίτες, αλλά και οι εχθροί που είχαν μείνει πίσω στην πόλη σκόπευαν να επιτεθούν στους Μακεδόνες, καθώς θα αποχωρούσαν· και οι τόποι από όπου επρόκειτο να περάσει ο Αλέξανδρος φαίνονταν στενοί και δασώδεις, αποκλεισμένοι από τη μια μεριά από τον ποταμό, ενώ από την άλλη υπήρχε πανύψηλο βουνό και κρημνοί κοντά στο βουνό, ώστε ούτε κατά τετράδες δεν θα μπορούσε να περάσει ο στρατός του Αλεξάνδρου.
[1.6.1] Τότε λοιπόν ο Αλέξανδρος παρέταξε τον στρατό του έτσι ώστε να έχει η φάλαγγα βάθος εκατόν είκοσι ανδρών. Και αφού τοποθέτησε διακόσιους ιππείς από τη μια και την άλλη πλευρά, παρήγγειλε στους άνδρες του να κάνουν απόλυτη ησυχία και να εκτελούν γρήγορα τα παραγγέλματα. [1.6.2] Και με τη σάλπιγγα δόθηκε το παράγγελμα να υψώσουν πρώτα οι οπλίτες όρθια τα δόρατά τους και ύστερα, μόλις ακούσουν το συμφωνημένο σύνθημα, να τα προτείνουν εμπρός για επίθεση και να κατευθύνουν την κλίση των δοράτων στην αρχή προς τα δεξιά και ύστερα προς τα αριστερά. Και την ίδια τη φάλαγγα την κίνησε γρήγορα και προς τα εμπρός και προς τις πτέρυγες, παρατάσσοντάς την κάθε φορά προς διαφορετική κατεύθυνση. [1.6.3] Έτσι αφού επιχείρησε σε σύντομο χρόνο πολλούς σχηματισμούς και μεταβολές στον τρόπο παρατάξεως, έδωσε στη φάλαγγά του το σχήμα εμβόλου προς τα αριστερά και την οδήγησε εναντίον των εχθρών. Βλέποντας οι βάρβαροι την ταχύτητα και την τάξη των στρατιωτικών ελιγμών έστεκαν για πολλή ώρα θαμπωμένοι. Όταν όμως πλησίασε πια ο στρατός του Αλεξάνδρου, δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση, αλλά εγκατέλειψαν τους πρώτους λόφους. [1.6.4] Ο Αλέξανδρος διέταξε τους Μακεδόνες να αναφωνήσουν την πολεμική κραυγή και με τα δόρατα να χτυπήσουν τις ασπίδες τους. Τότε οι Ταυλάντιοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο από τη βοή και οδήγησαν βιαστικά πίσω τον στρατό τους στην πόλη.
[1.6.5] Όταν όμως ο Αλέξανδρος είδε ότι μερικοί εχθροί, όχι πολλοί, κατείχαν ένα λόφο, από τον οποίο έπρεπε να περάσει, διέταξε τους σωματοφύλακες και τους εταίρους ιππείς του να πάρουν μαζί τους τις ασπίδες, να ανέβουν στα άλογα και να επιτεθούν γρήγορα εναντίον του λόφου· αν διαπιστώσουν φτάνοντας εκεί ότι αυτοί που είχαν καταλάβει τον λόφο εξακολουθούσαν ακόμη να αμύνονται, οι μισοί να πηδήσουν στη γη από τα άλογα και να πολεμήσουν ως πεζοί ανάμεσα στους ιππείς. [1.6.6] Μόλις αντιλήφθηκαν οι εχθροί την επίθεση του Αλεξάνδρου, εγκατέλειψαν τον λόφο και διέφυγαν προς τις δυο πλευρές των βουνών. Τότε ο Αλέξανδρος με το ιππικό των εταίρων κατέλαβε τον λόφο και κάλεσε τους Αγριάνες και τους τοξότες, που ήταν δύο περίπου χιλιάδες· διέταξε επίσης τους υπασπιστές να περάσουν το ποτάμι και μετά από αυτούς τα τάγματα της φάλαγγας των Μακεδόνων· και μόλις το περνούν να παρατάσσεται το καθένα στα αριστερά του άλλου, ώστε αμέσως να φαίνεται πυκνή η φάλαγγά τους. Ο ίδιος παραμένοντας στην εμπροσθοφυλακή επιτηρούσε από τον λόφο τις κινήσεις των εχθρών. [1.6.7] Βλέποντας αυτοί ότι οι μακεδονικές δυνάμεις περνούν τον ποταμό, εξόρμησαν από τα βουνά με σκοπό να επιτεθούν στους άνδρες που ήταν μαζί με τον Αλέξανδρο και που θα αποχωρούσαν τελευταίοι. Και ενώ πλησίαζαν ήδη οι εχθροί, εφορμά εναντίον τους ο Αλέξανδρος με τους άνδρες που είχε μαζί του· συγχρόνως η φάλαγγα, σαν να ορμούσε εναντίον τους μέσα από τον ποταμό, κραύγασε πολεμικούς αλαλαγμούς. Οι εχθροί, επειδή όλοι πια προχωρούσαν εναντίον τους, γύρισαν τις πλάτες και τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αλέξανδρος οδήγησε τρέχοντας προς το ποτάμι τους Αγριάνες και τους τοξότες του. Ο ίδιος πρόφθασε και πέρασε πρώτος τον ποταμό· [1.6.8] όταν όμως είδε ότι οι εχθροί πιέζουν τους τελευταίους άνδρες του, έστησε τις πολεμικές του μηχανές στην όχθη και διέταξε να ρίχνουν όσο πιο μακριά γινόταν τα βλήματα που εκτοξεύονται από μηχανές. Διέταξε επίσης τους τοξότες του να μπουν στον ποταμό και να ρίχνουν και αυτοί βέλη από το μέσο του ποταμού. Και οι μεν στρατιώτες του Γλαυκία δεν τολμούσαν να προχωρήσουν σε ακτίνα βολής των τοξευμάτων, οι Μακεδόνες όμως πέρασαν με ασφάλεια το ποτάμι, ώστε κανένας από αυτούς δεν σκοτώθηκε κατά την αποχώρηση.
[1.6.9] Τρεις μέρες αργότερα πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος ότι οι στρατιώτες του Κλείτου και του Γλαυκία είχαν στρατοπεδεύσει άσχημα στο ύπαιθρο και δεν τοποθέτησαν ούτε φρουρούς για το στρατόπεδο ούτε το είχαν περιτριγυρίσει με οχύρωμα ή με τάφρο, επειδή νόμιζαν ότι ο Αλέξανδρος είχε αποχωρήσει φοβισμένος· έμαθε ακόμη ότι η παράταξή τους είχε επεκταθεί σε επικίνδυνο βαθμό. Ενώ ήταν ακόμη νύχτα, πέρασε ο Αλέξανδρος τον ποταμό χωρίς να τον αντιληφθούν, παίρνοντας μαζί του τους υπασπιστές, τους Αγριάνες, και τους τοξότες, καθώς και τα τάγματα του Περδίκκα και του Κοίνου. [1.6.10] Είχε διατάξει να ακολουθήσει η υπόλοιπη στρατιά· όταν όμως είδε ότι ήταν ευκαιρία να επιτεθεί, χωρίς να περιμένει να συγκεντρωθούν όλες οι δυνάμεις του, εξαπέλυσε τους τοξότες και τους Αγριάνες· και αυτοί επιτέθηκαν απροσδόκητα με τη φάλαγγα συνταγμένη σε βάθος, εκεί όπου οι εχθροί ήταν πάρα πολύ ανίσχυροι και όπου οι ίδιοι επρόκειτο να έχουν φοβερή δύναμη κρούσεως. Έτσι άλλους από αυτούς σκότωναν, ενώ ήταν ακόμη στα στρωσίδια τους, και άλλους έπιαναν εύκολα καθώς έφευγαν, ώστε πολλοί πιάστηκαν επί τόπου και σκοτώθηκαν, ενώ πολλοί άλλοι έχασαν τη ζωή τους κατά την αποχώρηση που έγινε με αταξία και πανικό· αρκετοί επίσης πιάστηκαν ζωντανοί. [1.6.11] Οι στρατιώτες του Αλεξάνδρου τους καταδίωξαν ως τα βουνά των Ταυλαντίων· όσοι από τους εχθρούς διέφυγαν, σώθηκαν χωρίς τα όπλα τους. Ο Κλείτος στην αρχή κατέφυγε στην πόλη και αφού την πυρπόλησε, αναχώρησε και πήγε στη χώρα των Ταυλαντίων κοντά στον Γλαυκία.
[1.7.1] Στο μεταξύ μερικοί από τους εξορίστους που είχαν διωχθεί από τη Θήβα μπήκαν κρυφά τη νύχτα στην πόλη τους· τους είχαν προσκαλέσει μερικοί συμπολίτες τους που ήταν μέσα στην πόλη για να επιχειρήσουν επανάσταση. Οι εξόριστοι συνέλαβαν και σκότωσαν τον Αμύντα και τον Τιμόλαο, οι οποίοι κατείχαν την Καδμεία και δεν είχαν υποψιαστεί καμιάν εχθρική κίνηση έξω από την ακρόπολη. [1.7.2] Παρουσιάστηκαν στην εκκλησία του δήμου και ξεσήκωσαν τους Θηβαίους να επαναστατήσουν κατά του Αλεξάνδρου και να απαλλαγούν πια επιτέλους από τον βαρύ μακεδονικό ζυγό προβάλλοντας την ελευθερία και αυτονομία, παλιές και ωραίες λέξεις. Και φάνηκαν πιο πιστευτοί στον λαό διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε στην Ιλλυρία. [1.7.3] Πραγματικά η φήμη αυτή κυκλοφορούσε ευρύτατα και πολλοί ήταν αυτοί που την διέδιδαν, επειδή ο Αλέξανδρος απουσίαζε πολύ χρόνο και δεν είχε φθάσει καμιά είδηση από αυτόν. Έτσι, όπως συμβαίνει συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις, αγνοώντας την αλήθεια, συμπέραιναν εκείνο που τους ευχαριστούσε πιο πολύ.
[1.7.4] Όταν πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος την επανάσταση των Θηβών, έκρινε ότι με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να αδιαφορήσει, επειδή από πολύ πριν υποψιαζόταν και την πόλη των Αθηνών και επειδή δεν θεωρούσε ασήμαντο και το τόλμημα των Θηβαίων, αν συμπράξουν στην επανάσταση και οι Λακεδαιμόνιοι, που από πολύν ήδη χρόνο διαφωνούσαν, καθώς και μερικοί άλλοι Πελοποννήσιοι και ακόμα οι Αιτωλοί που δεν ήταν αξιόπιστοι. [1.7.5] Βαδίζοντας λοιπόν με τον στρατό του κοντά στην Εορδαία και την Ελιμιώτιδα και τις κορυφογραμμές της Στυμφαίας και Παραυαίας, έφθασε την έβδομη μέρα στην Πέλλινα της Θεσσαλίας. Και ξεκινώντας από αυτήν εισέβαλε την έκτη μέρα στη Βοιωτία, έτσι ώστε δεν πρόλαβαν οι Θηβαίοι να πληροφορηθούν ότι ο Αλέξανδρος είχε περάσει τις Θερμοπύλες παρά μόνο όταν έφθασε με όλον τον στρατό του στον Ογχηστό. [1.7.6] Και τότε όμως αυτοί που έκαναν την επανάσταση υποστήριζαν ότι έχει έρθει από τη Μακεδονία στρατός του Αντιπάτρου, εβεβαίωναν ότι ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε, και οργίζονταν μάλιστα εναντίον εκείνων που διαλαλούσαν ότι ο ίδιος ο Αλέξανδρος οδηγούσε τον στρατό· κάποιος άλλος Αλέξανδρος, έλεγαν, ο γιος του Αερόπου, ήταν αυτός που έχει έρθει.
[1.7.7] Την άλλη μέρα ο Αλέξανδρος ξεκίνησε από τον Ογχηστό και πλησίασε στην πόλη των Θηβών προς το μέρος του ιερού του Ιολάου· εκεί λοιπόν στρατοπέδευσε θέλοντας να δώσει τον χρόνο στους Θηβαίους, μήπως αλλάξουν γνώμη για τις άστοχες αποφάσεις τους και αποστείλουν πρέσβεις τους προς αυτόν. [1.7.8] Οι Θηβαίοι όμως τόσο μακριά βρίσκονταν από το να δείξουν κάποιαν υποχώρηση και συμβιβασμό, ώστε και οι ιππείς τους καθώς και πολλοί από τους ελαφρά οπλισμένους, εξορμώντας από την πόλη τους, έριχναν από μακριά βέλη εναντίον των προφυλακών του Αλεξάνδρου φθάνοντας μέχρι το στρατόπεδό του· και σκότωσαν μάλιστα και μερικούς Μακεδόνες, όχι πάντως πολλούς. [1.7.9] Γι᾽ αυτό ο Αλέξανδρος απέστειλε μερικούς ελαφρά οπλισμένους και τοξότες για να ανακόψουν τις εφόδους τους. Και πραγματικά αυτοί με ευκολία τις ανέκοψαν, την ώρα που οι Θηβαίοι πλησίαζαν πια στο ίδιο το στρατόπεδο. Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος παρέλαβε όλον τον στρατό του και διέτρεξε τις πύλες που οδηγούν προς τις Ελευθερές και την Αττική· ούτε και τότε όμως προσέβαλε τα τείχη τα ίδια, αλλά στρατοπέδευσε σε σημείο που δεν απείχε πολύ από την Καδμεία, ώστε να είναι κοντά και να μπορεί να βοηθεί τους Μακεδόνες που κατείχαν την ακρόπολη. [1.7.10] Γιατί οι Θηβαίοι φρουρούσαν την Καδμεία περιβάλλοντάς την με διπλό οχύρωμα, ώστε ούτε από έξω να μπορεί κανείς να φέρει βοήθεια στους πολιορκημένους, ούτε και αυτοί εξορμώντας να μπορούν να βλάψουν καθόλου τους Θηβαίους, όποτε έκαμναν επίθεση κατά των εχθρών που ήταν απ᾽ έξω. Ωστόσο ο Αλέξανδρος, επειδή ακόμη επιθυμούσε να κερδίσει τους Θηβαίους φιλικά μάλλον παρά με πόλεμο, παρέμενε στρατοπεδευμένος κοντά στην Καδμεία. [1.7.11] Τότε λοιπόν όσοι Θηβαίοι απέβλεπαν στο πραγματικό συμφέρον της πόλεως ήταν πρόθυμοι να βγουν έξω από την πόλη τους, να παρουσιαστούν στον Αλέξανδρο και να προσπαθήσουν να επιτύχουν από αυτόν κατανόηση για την εξέγερση του θηβαϊκού λαού. Οι εξόριστοι όμως και αυτοί που τους είχαν προσκαλέσει στην πόλη επέμεναν ότι δεν περίμεναν να βρουν καμιάν επιείκεια από τον Αλέξανδρο, επειδή άλλωστε μερικοί από αυτούς ήταν και βοιωτάρχες· γι᾽ αυτό παρακινούσαν με κάθε τρόπο τον λαό να πολεμήσει. Παρ᾽ όλα αυτά ο Αλέξανδρος δεν επιχειρούσε επίθεση εναντίον της πόλεως.
[1.8.1] Ο Πτολεμαίος όμως, ο γιος του Λάγου, αναφέρει ότι ο Περδίκκας, που είχε τοποθετηθεί με το τάγμα του στην εμπροσθοφυλακή για να φυλάει το στρατόπεδο και δεν απείχε πολύ από το εχθρικό οχύρωμα, χωρίς να περιμένει να δοθεί το σύνθημα της μάχης από τον Αλέξανδρο, προσέβαλε πρώτος το οχύρωμα και αφού το διέσπασε, όρμησε επάνω στις θηβαϊκές προφυλακές. [1.8.2] Τον ακολούθησε ο Αμύντας, ο γιος του Ανδρομένη, επειδή είχε παραταχθεί δίπλα στον Περδίκκα και οδήγησε και αυτός το τάγμα του, μόλις είδε ότι ο Περδίκκας είχε περάσει μέσα στο οχύρωμα. Όταν τα είδε αυτά ο Αλέξανδρος, επειδή φοβήθηκε μήπως μείνουν μόνοι τους αυτοί και κινδυνεύσουν από τους Θηβαίους, οδήγησε προς τα εκεί και τον υπόλοιπο στρατό του. [1.8.3] Και στους τοξότες μεν και στους Αγριάνες έδωσε σήμα με τη σάλπιγγα να ορμήσουν γρήγορα μέσα στο οχύρωμα, κρατούσε όμως ακόμη το άγημα και τους υπασπιστές έξω από αυτό. Στο σημείο αυτό ο Περδίκκας, ενώ προσπαθούσε να εισχωρήσει στο δεύτερο οχύρωμα, τραυματίσθηκε και έπεσε εκεί όπου ήταν· μεταφέρθηκε σε κακή κατάσταση στο στρατόπεδο και με πολλή δυσκολία διασώθηκε από το τραύμα του. Παρ᾽ όλα αυτά οι στρατιώτες που είχαν εισορμήσει μαζί του και οι τοξότες που έστειλε ο Αλέξανδρος απέκλεισαν τους Θηβαίους στην κοίλη οδό, η οποία οδηγεί προς τον ναό του Ηρακλή. [1.8.4] Όσην ώρα οι Θηβαίοι υποχωρούσαν προς τον ναό του Ηρακλή, οι Μακεδόνες τους ακολουθούσαν. Όταν όμως οι Θηβαίοι ξαναγύρισαν από εκεί κραυγάζοντας, οι Μακεδόνες τράπηκαν σε φυγή. Τότε σκοτώθηκε και ο Ευρυβώτας ο Κρητικός, ο αρχηγός των τοξοτών, και εβδομήντα περίπου από τους τοξότες του· οι υπόλοιποι κατέφυγαν στο μακεδονικό άγημα και τους βασιλικούς υπασπιστές. [1.8.5] Βλέποντας στο μεταξύ ο Αλέξανδρος ότι οι στρατιώτες του υποχωρούν και ότι οι Θηβαίοι με την καταδίωξη είχαν διαλύσει τις τάξεις τους, εξορμά εναντίον τους με συνταγμένη τη φάλαγγα, η οποία και απώθησε τους Θηβαίους μέσα στις πύλες. Η φυγή των Θηβαίων γινόταν με τέτοιον πανικό, ώστε, ενώ υποχωρούσαν προς την πόλη περνώντας μέσα από τις πύλες των τειχών, δεν πρόλαβαν να τις κλείσουν. Γιατί μαζί με αυτούς που υποχωρούσαν εισόρμησαν μέσα στο τείχος και όσοι Μακεδόνες τους ακολουθούσαν από κοντά, μια που και τα τείχη εξαιτίας των πολλών προφυλακών ήταν ουσιαστικά αφύλακτα. [1.8.6] Οι Μακεδόνες προχώρησαν και έφθασαν στην Καδμεία, και από εκεί άλλοι πέρασαν στην υπόλοιπη πόλη από τη μεριά του ιερού του Αμφίονα μαζί με αυτούς που κατείχαν την Καδμεία, ενώ άλλοι που βρίσκονταν στην περιοχή των τειχών, τα οποία κατείχαν τώρα πια αυτοί που είχαν μπει μαζί με τους Θηβαίους που υποχωρούσαν, τα ανέβηκαν και προχώρησαν τρέχοντας προς την αγορά. [1.8.7] Για μικρό χρονικό διάστημα αντιστάθηκαν οι Θηβαίοι που υπεράσπιζαν το ιερό του Αμφίονα· επειδή όμως τους πίεζαν από όλες τις μεριές οι Μακεδόνες και ο Αλέξανδρος, που εμφανιζόταν πότε εδώ και πότε εκεί, οι Θηβαίοι ιππείς διέφυγαν έξω στην πεδιάδα διανοίγοντας δρόμο μέσα από την πόλη, ενώ οι πεζοί προσπαθούσαν να σωθούν όπως μπορούσε ο καθένας. [1.8.8] Τότε λοιπόν με οργή όχι τόσο οι Μακεδόνες, αλλά οι Φωκείς και οι Πλαταιείς και οι υπόλοιποι Βοιωτοί, τους Θηβαίους, οι οποίοι ούτε καν αμύνονταν, τους σκότωναν αδιάκριτα, άλλους εισορμώντας στα σπίτια, άλλους που πρόβαλαν αντίσταση, ακόμη και εκείνους που κατέφευγαν ικέτες στα ιερά, χωρίς να λυπούνται ούτε τις γυναίκες ούτε τα παιδιά.
[1.9.1] Και η ελληνική αυτή συμφορά, και εξαιτίας του μεγέθους της πόλεως που κυριεύθηκε και εξαιτίας της σκληρότητας της πράξεως, και όχι λιγότερο εξαιτίας του αιφνιδιασμού και των νικητών και των ηττημένων, εξέπληξε τόσο τους υπόλοιπους Έλληνες, όσο και αυτούς τους ίδιους που έλαβαν μέρος στην πράξη. [1.9.2] Γιατί τα παθήματα των Αθηναίων στη Σικελία, αν και ως προς το πλήθος των νεκρών δεν προκάλεσαν μικρότερη συμφορά στην πόλη, εντούτοις ούτε σε αυτούς που τα υπέστησαν δημιούργησαν αίσθημα αντίστοιχο με τη συμφορά ούτε και προκάλεσαν στους άλλους Έλληνες την ίδια έκπληξη για το πάθημα των Αθηναίων. Η αιτία ήταν ότι ο αθηναϊκός στρατός καταστράφηκε μακριά από τη χώρα του και κατά το μεγαλύτερο μέρος τον αποτελούσαν σύμμαχοι μάλλον παρά γνήσιοι Αθηναίοι, και προπάντων γιατί και ύστερα από την καταστροφή έμεινε στους Αθηναίους σώα η πόλη τους, έτσι ώστε και αργότερα για πολύ χρόνο να αντέξουν τον πόλεμο, αν και πολεμούσαν και εναντίον των Λακεδαιμονίων και εναντίον των συμμάχων τους και εναντίον του μεγάλου βασιλέως. [1.9.3] Η ήττα πάλι των Αθηναίων στους Αιγός ποταμούς ήταν ναυτική αποτυχία και δεν είχε γι᾽ αυτούς κανένα άλλο αποτέλεσμα παρά να ταπεινωθεί μονάχα η πόλη τους με την κατεδάφιση των μακρών τειχών και την παράδοση των περισσότερων πλοίων τους και κυρίως με τη στέρηση της ηγεμονίας τους. Παρ᾽ όλα αυτά οι Αθηναίοι και το πάτριο πολίτευμά τους διατήρησαν και σε μικρό χρονικό διάστημα ανέκτησαν την παλιά τους δύναμη, ώστε και τα μακρά τείχη ανοικοδόμησαν και ξανά κυριάρχησαν στη θάλασσα και τους ίδιους τους Λακεδαιμόνιους, οι οποίοι τότε ήταν πολύ επικίνδυνοι γι᾽ αυτούς και λίγο έλειψε να εξαφανίσουν την πόλη τους, διέσωσαν, όσο μπορούσαν, από τον έσχατο κίνδυνο. [1.9.4] Και η αποτυχία των Λακεδαιμονίων στα Λεύκτρα και στη Μαντίνεια τους εξέπληξε περισσότερο επειδή η συμφορά ήταν απροσδόκητη παρά γιατί έχασαν μεγάλο αριθμό ανδρών τους. Και η εισβολή που επιχείρησαν στη Σπάρτη οι Βοιωτοί και οι Αρκάδες με τον Επαμεινώνδα, και αυτή φόβισε και τους ίδιους τους Λακεδαιμονίους και όσους συνέπραξαν μαζί τους τότε στην υπόθεση, περισσότερο γιατί ένα τέτοιο θέαμα ήταν ασυνήθιστο παρά γιατί ο κίνδυνος ήταν σοβαρός. [1.9.5] Και η άλωση των Πλαταιών δεν θεωρήθηκε μεγάλη συμφορά, επειδή η πόλη ήταν μικρή… όπως και ο αριθμός αυτών που αιχμαλωτίστηκαν, αφού οι περισσότεροι από αυτούς είχαν προηγουμένως διαφύγει στην Αθήνα. Και τέλος η άλωση της Μήλου και της Σκιώνης, που ήταν μικρές νησιωτικές πόλεις, μάλλον πρόσθεσε ντροπή σε αυτούς που την διέπραξαν παρά προκάλεσε κατάπληξη σε ολόκληρον τον ελληνικό κόσμο.
[1.9.6] Η αποστασία όμως των Θηβών, που έγινε βιαστικά και απερίσκεπτα, και η άλωσή τους, που πραγματοποιήθηκε σε μικρό χρονικό διάστημα και χωρίς κόπο εκείνων που την έφεραν σε πέρας, και οι φόνοι οι πολλοί από ομοφύλους, οι οποίοι έτσι εκδικούνταν παλιές έχθρες, και ο ολοκληρωτικός εξανδραποδισμός της πόλης, που ξεπερνούσε τότε σε δύναμη και σε πολεμική δόξα τις άλλες ελληνικές πόλεις, πολύ σωστά όλα αυτά αποδόθηκαν σε θεϊκή οργή. [1.9.7] Έλεγαν δηλαδή ότι τιμωρούνταν με αυτό τον τρόπο οι Θηβαίοι ύστερα από πολύ χρόνο, γιατί πρόδωσαν τους Έλληνες κατά τους μηδικούς πολέμους και γιατί κατέλαβαν σε καιρό ειρήνης τις Πλαταιές και επιχείρησαν ολοκληρωτικό εξανδραποδισμό των κατοίκων τους· και γιατί ακόμη έγιναν αίτιοι να σφαγούν οι Πλαταιείς που παραδόθηκαν στους Λακεδαιμονίους, πράγμα που δεν ήταν σύμφωνο με τις ελληνικές συνήθειες· και γιατί ερήμωσαν τον τόπο, όπου οι Έλληνες αντιμετώπισαν τους Μήδους και απομάκρυναν τον κίνδυνο από την Ελλάδα· και γιατί τέλος προσπάθησαν με την ψήφο τους να καταστρέψουν την Αθήνα, όταν υποβλήθηκε στους συμμάχους της Σπάρτης η πρόταση να εξανδραποδιστεί η πόλη. [1.9.8] Έλεγαν λοιπόν ότι και πριν φανέρωσε ο θεός με πολλά σημάδια την καταστροφή, τα οποία βέβαια δεν τα πρόσεξαν αμέσως τότε, αργότερα όμως τα θυμήθηκαν και κατάλαβαν ότι τα όσα τώρα συνέβαιναν είχαν προαναγγελθεί πριν από πολύ χρόνο.
[1.9.9] Στους συμμάχους που πήραν μέρος στην επίθεση κατά των Θηβών ανέθεσε ο Αλέξανδρος να λάβουν την τελική απόφαση σχετικά με την τύχη της πόλεως. Αυτοί λοιπόν αποφάσισαν να τοποθετηθεί φρουρά στην Καδμεία, να κατασκάψουν όμως ως το έδαφος την πόλη και να μοιράσουν στους συμμάχους τη γη, εκτός από εκείνη που ήταν αφιερωμένη στους θεούς· τέλος, να πουλήσουν ως δούλους τα παιδιά, τις γυναίκες και τους Θηβαίους που επέζησαν, εκτός από τους ιερείς και τις ιέρειες, καθώς και όσους ήταν προσωπικοί φίλοι του Φιλίππου ή του Αλεξάνδρου ή όσους είχαν γίνει πρόξενοι των Μακεδόνων. [1.9.10] Λένε ακόμη ότι ο Αλέξανδρος διαφύλαξε το σπίτι του Πινδάρου καθώς και τους απογόνους του ποιητή από σεβασμό προς τον Πίνδαρο. Οι σύμμαχοι αποφάσισαν επίσης να ξαναχτίσουν και να τειχίσουν τον βοιωτικό Ορχομενό και τις Πλαταιές.
[1.10.1] Όταν έγινε γνωστό στους άλλους Έλληνες το πάθημα των Θηβαίων, όσοι Αρκάδες είχαν ξεκινήσει από τη χώρα τους για να βοηθήσουν τους Θηβαίους καταδίκασαν σε θάνατο αυτούς που τους ξεσήκωσαν να στείλουν τη βοήθεια. Οι Ηλείοι δέχθηκαν πίσω τους εξορίστους, γιατί είχαν φιλικές σχέσεις με τον Αλέξανδρο. [1.10.2] Οι Αιτωλοί απέστειλαν πρεσβείες από καθεμιά φυλή χωριστά παρακαλώντας τον Αλέξανδρο να τους συγχωρήσει, γιατί και αυτοί έδειξαν επαναστατικές διαθέσεις ύστερα από τις πληροφορίες που τους έφεραν οι Θηβαίοι. Οι Αθηναίοι πάλι που τελούσαν τα μεγάλα μυστήρια, μόλις έφτασαν στην Αθήνα μερικοί Θηβαίοι που είχαν ξεφύγει από την καταστροφή, παράτησαν από την κατάπληξή τους τα μυστήρια και άρχισαν να μεταφέρουν τα πράγματά τους από τα χωράφια στην πόλη. [1.10.3] Ο αθηναϊκός λαός συγκεντρώθηκε στην εκκλησία του δήμου και, με πρόταση του Δημάδη, διάλεξε από όλους τους Αθηναίους δέκα πρέσβεις γνωστούς για τις φιλικές τους διαθέσεις προς τον Αλέξανδρο και τους έστειλε σε αυτόν για να του αναγγείλουν, αν και κάπως παράκαιρα, ότι ο λαός των Αθηνών τον συγχαίρει γιατί επανήλθε σώος από τη χώρα των Ιλλυριών και Τριβαλλών, καθώς και γιατί τιμώρησε τους Θηβαίους που είχαν επαναστατήσει. [1.10.4] Ο Αλέξανδρος σε όλα απάντησε με φιλικό τόνο προς τους πρέσβεις, έγραψε όμως επιστολή προς την πόλη ζητώντας να του παραδώσει τους οπαδούς του Δημοσθένη και του Λυκούργου· ζητούσε ακόμη να του παραδοθούν ο Υπερείδης και ο Πολύευκτος και ο Χάρης και ο Χαρίδημος και ο Εφιάλτης και ο Διότιμος και ο Μοιροκλής· [1.10.5] γιατί αυτούς θεωρούσε αίτιους και για την καταστροφή που έπαθε η πόλη τους στη Χαιρώνεια και για τα έκτροπα που έγιναν αργότερα εναντίον του και εναντίον του πατέρα του με αφορμή τον θάνατο του Φιλίππου. Και τέλος υποστήριζε ότι αυτοί οι ίδιοι ήταν όχι λιγότερο υπεύθυνοι για την αποστασία των Θηβαίων από τους ίδιους τους Θηβαίους που επαναστάτησαν. [1.10.6] Οι Αθηναίοι δεν παρέδωσαν τους άνδρες, έστειλαν όμως δεύτερη πρεσβεία προς τον Αλέξανδρο παρακαλώντας τον να κατευνάσει την οργή του γι᾽ αυτούς που ζήτησε να του παραδοθούν. Και ο Αλέξανδρος πράγματι τους συγχώρεσε είτε από σεβασμό προς την πόλη είτε γιατί βιαζόταν να εκστρατεύσει στην Ασία και δεν ήθελε να αφήσει καμιάν αφορμή δυσαρέσκειας ανάμεσα στους Έλληνες. Διέταξε όμως να εξοριστεί ο Χαρίδημος, μόνος αυτός από όλους όσους ζήτησε να του παραδοθούν και δεν του παραδόθηκαν· τότε ο Χαρίδημος κατέφυγε στην Ασία, στην αυλή του βασιλιά Δαρείου.
[1.11.1] Αφού τακτοποίησε τα ζητήματα αυτά, επέστρεψε στη Μακεδονία· εκεί πρόσφερε στον Ολύμπιο Δία θυσία, η οποία ήταν καθιερωμένη από την εποχή ακόμα του Αρχελάου και οργάνωσε στις Αιγές τον αγώνα των Ολυμπίων· άλλοι λένε ότι οργάνωσε αγώνα και προς τιμήν των Μουσών. [1.11.2] Στο μεταξύ κυκλοφόρησε η φήμη ότι ίδρωνε συνεχώς το άγαλμα του Ορφέα του Θρακιώτη, του γιου του Οιάγρου, που ήταν στην Πιερία. Οι διάφοροι μάντεις έδιναν διαφορετικές εξηγήσεις, ο Αρίστανδρος όμως, ο μάντης από την Τελμισσό, σύστησε στον Αλέξανδρο να έχει θάρρος· γιατί, του είπε, αυτό σήμαινε ότι θα κοπιάσουν πολύ οι επικοί και λυρικοί ποιητές και όλοι γενικά όσοι συνθέτουν ωδές, για να εξυμνήσουν με ποιήματα και ωδές τον Αλέξανδρο και τα κατορθώματά του.
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΙΑ
[1.11.3] Μόλις λοιπόν άρχιζε η άνοιξη, ξεκίνησε για τον Ελλήσποντο αναθέτοντας τις υποθέσεις της Μακεδονίας και της Ελλάδος στον Αντίπατρο. Ο ίδιος πήρε μαζί του όχι πολύ περισσότερους από τριάντα χιλιάδες πεζούς στρατιώτες μαζί με τους ελαφρά οπλισμένους και τους τοξότες, καθώς και πάνω από πέντε χιλιάδες ιππείς. Βάδισε κατά μήκος της Κερκινίτιδας λίμνης με κατεύθυνση την Αμφίπολη και τις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα. [1.11.4] Πέρασε τον Στρυμόνα, άφησε πίσω του το Παγγαίον όρος ακολουθώντας την οδό που οδηγεί προς τα Άβδηρα και τη Μαρώνεια, πόλεις ελληνικές χτισμένες κοντά στη θάλασσα. Από εκεί έφθασε στον Έβρο ποταμό που τον πέρασε και αυτόν με ευκολία [1.11.5] Στη συνέχεια διέσχισε την Παιτική και ήρθε στον Μέλανα ποταμό. Αφού πέρασε και τον Μέλανα, έφθασε στη Σηστό μέσα σε είκοσι συνολικά μέρες από τότε που ξεκίνησε από τη Μακεδονία. Όταν έφθασε στον Ελαιούντα, έκαμε θυσία πάνω στον τάφο του Πρωτεσίλαου, επειδή ο Πρωτεσίλαος, όπως αναφέρει η παράδοση, αποβιβάστηκε στην Ασία πρώτος από όλους τους Έλληνες που εξεστράτευσαν στην Τροία μαζί με τον Αγαμέμνονα. Σκοπός της θυσίας ήταν να είναι γι᾽ αυτόν η απόβαση πιο επιτυχημένη από ό,τι για τον Πρωτεσίλαο.
[1.11.6] Ο Παρμενίων λοιπόν ορίστηκε να μεταφέρει από τη Σηστό στην Άβυδο το μεγαλύτερο μέρος του πεζικού και το ιππικό. Και μεταφέρθηκαν πράγματι με εκατόν εξήντα πολεμικά πλοία καθώς και με πολλά άλλα φορτηγά. Η επικρατέστερη παράδοση αναφέρει ότι ο Αλέξανδρος έπλευσε από τον Ελαιούντα στο λιμάνι των Αχαιών και ότι διέπλευσε τα στενά οδηγώντας ο ίδιος τη ναυαρχίδα. Και όταν έφθασε στο μέσον των στενών του Ελλησπόντου, θυσίασε, όπως λένε, ταύρο στον Ποσειδώνα και στις Νηρηίδες και έκαμε σπονδή με χρυσό κύπελλο στη θάλασσα. [1.11.7] Λένε ακόμη ότι πρώτος ο Αλέξανδρος αποβιβάστηκε από το πλοίο με τα όπλα του στην ασιατική γη και ότι έστησε βωμούς προς τιμήν του Δία, του προστάτη των αποβάσεων, της Αθηνάς και του Ηρακλή και στο μέρος της Ευρώπης από όπου ξεκίνησε και στο μέρος της Ασίας όπου αποβιβάσθηκε και ότι ανέβηκε στο Ίλιο και θυσίασε στην Αθηνά του Ιλίου και ότι αφιέρωσε στον ναό της την πανοπλία του και ότι κατέβασε από τον ναό και έλαβε ως αντάλλαγμα μερικά από τα ιερά όπλα που σώζονταν ακόμη από την εποχή του Τρωικού πολέμου. [1.11.8] Τα όπλα αυτά τα κρατούσαν, όπως λένε, οι υπασπιστές μπροστά από τον Αλέξανδρο κατά την ώρα της μάχης. Υπάρχει μια διαδεδομένη παράδοση ότι θυσίασε ο ίδιος και στον Πρίαμο επάνω στον βωμό του Ερκείου Διός παρακαλώντας να σταματήσει η οργή του Πριάμου προς τη γενιά του Νεοπτόλεμου, η οποία κατέβαινε στον ίδιο.
[1.12.1] Καθώς ανέβαινε λοιπόν ο Αλέξανδρος στο Ίλιο, τον στεφάνωσαν με χρυσό στεφάνι και ο Μενοίτιος, ο κυβερνήτης του πλοίου του, και ύστερα από αυτόν ο Χάρης ο Αθηναίος, που ήρθε από το Σίγειο , και μερικοί άλλοι, Έλληνες και ντόπιοι… Άλλοι λένε ότι ο Αλέξανδρος στεφάνωσε και τον τάφο του Αχιλλέα και ότι ο Ηφαιστίων στεφάνωσε τον τάφο του Πατρόκλου. Και καλοτύχισε τάχα, όπως αναφέρει η παράδοση, ο Αλέξανδρος τον Αχιλλέα, γιατί είχε την τύχη να τον υμνήσει ο Όμηρος και διατηρήθηκε η ανάμνησή του στους μεταγενέστερους. [1.12.2] Για τον Αλέξανδρο λοιπόν ο Αχιλλέας άξιζε να καλοτυχίζεται γι᾽ αυτήν κυρίως την αιτία· γιατί για τον ίδιο τον Αλέξανδρο, αντίθετα προς τις άλλες του επιτυχίες, υπάρχει μια έλλειψη στο κεφάλαιο αυτό: δεν έγιναν, όπως τους άξιζε, γνωστά στον κόσμο τα κατορθώματά του, εφόσον κανένας συγγραφέας δεν τον εξύμνησε ούτε σε πεζό ούτε σε έμμετρο λόγο· ούτε όμως και με λυρικά ποιήματα έχει εγκωμιασθεί ο Αλέξανδρος, στο βαθμό τουλάχιστον που έχουν εγκωμιασθεί ο Ιέρων και ο Γέλων και ο Θήρων καθώς και πολλοί άλλοι, που δεν μοιάζουν σε τίποτε με τον Αλέξανδρο. Γι᾽ αυτόν τον λόγο είναι πολύ λιγότερο γνωστά τα έργα του Αλεξάνδρου από ό,τι είναι άλλα πολύ πιο ασήμαντα γεγονότα του παρελθόντος. [1.12.3] Η ανάβαση, για παράδειγμα, των Μυρίων με τον Κύρο εναντίον του βασιλιά Αρταξέρξη και τα παθήματα του Κλεάρχου και των άλλων Ελλήνων στρατηγών που συνελήφθησαν μαζί του, καθώς και η κατάβαση των ίδιων αυτών Μυρίων που τους οδήγησε στην παραλία ο Ξενοφών, είναι χάρη στον Ξενοφώντα πολύ πιο γνωστά στους ανθρώπους παρά ο Αλέξανδρος και τα κατορθώματά του. [1.12.4] Και όμως ο Αλέξανδρος ούτε εξεστράτευσε μαζί με άλλον ούτε νίκησε απλώς εκείνους που του εμπόδιζαν την κατάβαση προς τη θάλασσα προσπαθώντας να διαφύγει την καταδίωξη του μεγάλου βασιλέως· δεν υπάρχει άλλωστε ανάμεσα στους Έλληνες ή τους βαρβάρους ούτε ένας άλλος άνθρωπος που να έχει επιδείξει τόσα πολλά ή τόσο μεγάλα έργα. Αυτός, ομολογώ, είναι και ο λόγος που με παρακίνησε να αναλάβω το ιστορικό αυτό έργο, επειδή θεώρησα τον εαυτό μου άξιο να καταστήσει γνωστά στους ανθρώπους τα κατορθώματα του Αλεξάνδρου. [1.12.5] Όποιος και αν είμαι εγώ που έχω αυτήν την ιδέα για τον εαυτό μου, δεν έχω ανάγκη να αναφέρω το όνομά μου, γιατί δεν είναι άγνωστο στους ανθρώπους, ούτε και ποιά είναι η πατρίδα μου ή η οικογένειά μου ούτε αν ανέλαβα κανένα αξίωμα στην πατρίδα μου· αναφέρω όμως τούτο και μόνο, ότι για μένα πατρίδα και οικογένεια και αξίωμα είναι αυτοί εδώ οι λόγοι και μάλιστα από τη νεανική μου ηλικία. Και γι᾽ αυτό δεν θεωρώ τον εαυτό μου ακατάλληλο να θεωρηθεί ένας από τους πρώτους συγγραφείς του ελληνικού λόγου, όπως ακριβώς και ο Αλέξανδρος ανάμεσα στους στρατιωτικούς.
[1.12.6] Από το Ίλιο ο Αλέξανδρος έφθασε στην Αρίσβη, όπου είχαν στρατοπεδεύσει όλες του οι δυνάμεις που είχαν διαβεί τον Ελλήσποντο και την άλλη μέρα έφθασε στην Περκώτη. Την επόμενη μέρα προσπέρασε τη Λάμψακο και στρατοπέδευσε κοντά στον ποταμό Πράκτιο, ο οποίος πηγάζει από το όρος Ίδη και χύνεται στη θάλασσα που βρίσκεται ανάμεσα στον Ελλήσποντο και στον Εύξεινο Πόντο. Από εκεί έφθασε στο Έρμωτο προσπερνώντας την πόλη των Κολωνών. [1.12.7] Ο Αλέξανδρος απέστειλε μπροστά από τον στρατό του ανιχνευτές ιππείς. Αρχηγός τους ήταν ο Αμύντας, ο γιος του Αρραβαίου, μαζί με την ίλη των εταίρων από την Απολλωνία, της οποίας ίλαρχος ήταν ο Σωκράτης, ο γιος του Σάθωνα μαζί με τέσσερις ίλες από τους λεγόμενους προδρόμους ιππείς. Καθώς προχωρούσε, οι κάτοικοι του παρέδωσαν την πόλη Πρίαπο· αυτός έστειλε στρατιωτική δύναμη με αρχηγό τον Πανήγορο, τον γιο του Λυκάγορα, έναν από τους εταίρους, για να την παραλάβει.