Ανάμεσα στα παλαιότερα αττικά αγγεία που έχουν διακοσμηθεί με τη μελανόμορφη τεχνική, αξιομνημόνευτα είναι εκείνα που ανακαλύφθηκαν σε τάφους του αρχαίου δήμου Αναγυρούντος, στη σημερινή Βάρη. Οι αγγειογραφίες τους είναι πραγματικά εντυπωσιακές· πρόκειται για έργα ικανών ζωγράφων των τελευταίων δεκαετιών του 7ου αιώνα π.Χ., οι οποίοι, αν και παραμένουν ανώνυμοι, μας δίνουν συχνά τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε την ιδιαίτερη καλλιτεχνική τους γλώσσα, με άλλα λόγια το προσωπικό τους στιλ.
Τον σημαντικότερο από αυτούς τον αποκαλούμε συμβατικά «ζωγράφο του Νέσσου» από το γνωστότερο έργο του, έναν αμφορέα που βρέθηκε στο νεκροταφείο του Κεραμεικού στην Αθήνα, στον λαιμό του οποίου εικονίζεται η πάλη του Ηρακλή με τον Κένταυρο Νέσσο .
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής, επιστρέφοντας από την Καλυδώνα, όπου είχε παντρευτεί τη Δηιάνειρα, την κόρη του βασιλιά Οινέα, έφτασε στις όχθες του Εύηνου ποταμού. Εκεί ο Νέσσος (ή Νέττος στην αττική διάλεκτο) περνούσε τους ταξιδιώτες απέναντι με αμοιβή και ο Ηρακλής του εμπιστεύτηκε τη γυναίκα του για να τη μεταφέρει στην πλάτη του.
Αλλά στη μέση του ποταμού ο Κένταυρος προσπάθησε να βιάσει τη Δηιάνειρα και τότε ο Ηρακλής του επιτέθηκε και τον σκότωσε με τα θανατηφόρα βέλη του.
Ο αγγειογράφος δεν ακολουθεί αυτή την εκδοχή του μύθου, αφού μας δείχνει τον Ηρακλή να σκοτώνει τον Κένταυρο με το ξίφος του.
Είναι δύσκολο να πούμε αν η ιδιομορφία αυτή οφείλεται σε παραλλαγή του μύθου ή αν ο αγγειογράφος προτίμησε το ξίφος από τα βέλη για να κάνει τη συμπλοκή των μορφών πιο δραματική για τον θεατή.
Η δεύτερη ερμηνεία φαίνεται πιθανότερη, γιατί ο τρόπος θανάτωσης του Νέσσου έχει τη σημασία του στον μύθο.
Μπορεί το επεισόδιο του φόνου του Νέσσου να μη φαίνεται από μόνο του σημαντικό, οι αρχαίοι γνώριζαν όμως ότι είχε μοιραίες συνέπειες για τον Ηρακλή. Ο λόγος ήταν ότι ο Κένταυρος, πριν πεθάνει, συμβούλεψε τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα του, λέγοντάς της ότι, αν ποτέ ο Ηρακλής φανεί άπιστος απέναντι της, αυτό θα τη βοηθούσε να τον ξαναφέρει κοντά της.
Πραγματικά, ο Ηρακλής ερωτεύτηκε λίγο αργότερα την Ιόλη, κόρη του βασιλιά της Οιχαλίας Ευρύτου, που την αιχμαλώτισε όταν κυρίεψε την πατρίδα της και σκότωσε τον πατέρα και τα αδέλφια της.
Η Δηιάνειρα, από φόβο μήπως ο Ηρακλής την εγκαταλείψει, ράντισε με το αίμα του Νέσσου τον επίσημο χιτώνα που θα φορούσε για να προσφέρει θυσία στον Δία.
Αλλά το αίμα του Κενταύρου ήταν μολυσμένο από το δηλητήριο της Λερναίας Ύδρας, στο οποίο είχε βουτήξει ο Ηρακλής τα βέλη του για να τα κάνει θανατηφόρα.
Μόλις λοιπόν ο ήρωας φόρεσε το ρούχο, εκείνο κόλλησε επάνω του και άρχισε να του διαλύει τις σάρκες. Για να γλιτώσει από τους πόνους ο Ηρακλής κατέφυγε στην κορυφή της Οίτης, όπου κάηκε σε μια φωτιά που άναψε για χάρη του ο βοσκός Ποίας.
Η θετική πλευρά της ιστορίας είναι ότι οι θεοί δέχτηκαν τον Ηρακλή στον Όλυμπο μετά το τραγικό τέλος του. Ο φόνος του Νέσσου είναι, επομένως, η αρχή μιας ιστορίας με μεγάλο ενδιαφέρον για τον αρχαίο θεατή, που γνώριζε ότι ο Ηρακλής λατρευόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα, άλλοτε ως ήρωας και άλλοτε ως θεός. Η ιστορία του Ηρακλή και του Νέσσου, που εμείς την ξέρουμε κυρίως από μια τραγωδία του 5ου αιώνα π.Χ., τις Τραχίνιες του Σοφοκλή, ήταν πολύ γνωστή ήδη από τον 7ο αιώνα, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι την είχε διηγηθεί σε ένα ποίημά του ο Αρχίλοχος.
Αμφορέας του «ζωγράφου του Νέσσου», 610-600 π.Χ. Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Στο σώμα του αμφορέα εικονίζεται ένας μύθος που τον συναντήσαμε ήδη στον πρωτοαττικό αμφορέα της Ελευσίνας, ο αποκεφαλισμός της Μέδουσας: η αποκεφαλισμένη Γοργόνα καταρρέει ενώ οι αδελφές της κυνηγούν τον φονιά της, τον Περσέα.
Η γρήγορη κίνηση δηλώνεται με την κάμψη και των δύο γονάτων σχεδόν σε ορθή γωνία, ένα τυπικό μοτίβο της αρχαϊκής τέχνης. Στην πραγματικότητα οι φτερωτές Γοργόνες πετούν πάνω από τα κύματα της θάλασσας, η οποία δηλώνεται με μια σειρά από δελφίνια που κολυμπούν αντίθετα· τα μεγάλα τερατόμορφα κεφάλια τους αποδίδονται με τρόπο λιγότερο ευφάνταστο από ό,τι στον παλαιότερο αμφορέα του Πολύφημου.
Μέση πρωτοαττική, 675 - 650 π.Χ.- Πρόκειται για την περίοδο κατά την οποία η αττική αγγειογραφία αποκόπηκε από τις μεγάλες αγορές και τις εξελίξεις, γεγονός που της επέτρεψε να προχωρήσει σε έρευνα και καινοτομίες. Προτίμηση υπήρχε για τα αγγεία μεγάλου σχήματος, στα οποία μπορούσαν ν' αναπτυχθούν αφηγηματικές μυθολογικές σκηνές. Σπουδαιότεροι εκπρόσωποι των τάσεων αυτών υπήρξαν ο ζωγράφος του Πολύφημου και ο ζωγράφος της Oινοχόης των κριών.
Η τυποποίηση των χαρακτηριστικών των Γοργόνων που παρατηρούμε εδώ, με ανθρώπινα μάτια και αφτιά, αλλά μύτη πλατιά, στόμα άγριου ζώου και φλογόσχημους βοστρύχους σαν χαίτη λιονταριού στο κάτω μέρος του προσώπου, οφείλεται στους Κορίνθιους αγγειογράφους και επικρατεί ως την κλασική εποχή.
Ο ίδιος ο Περσέας δεν εμφανίζεται στην παράσταση, πιθανότατα λόγω έλλειψης χώρου. Το αγγείο είναι διακοσμημένο μόνο στην μπροστινή όψη· η πίσω πλευρά του φαίνεται ότι δεν ήταν ορατή, επειδή ήταν ταφικό μνημείο, προορισμένο να στηθεί μπροστά από μια όρθια λίθινη πλάκα.
Έκ του www.greek-language.gr
Αρχαϊκή Αγγειογραφία, Πρωτομελανόμορφος ρυθμός
Ζωγράφος του Νέσσου (ή Νέττου) της Νέας Υόρκης, Ηρακλής - Κένταυρος Νέσσος
Αμφορέας με λαιμό Ύψος 108,6 εκ. διάμετρος 22 εκ. 625-600 π.Χ., NY met, 11.210.1
Όπως και το προηγούμενο αγγείο, έτσι και τούτο φέρει ως παράσταση τη διαμάχη του Ηρακλή με τον Κένταυρο Νέσσο.
Ο Ηρακλής κινούμενος προς τα αριστερά, με το σπαθί στο χέρι, αρπάζει τα μαλλιά του Νέσσου. Τα δύο συστατικά του Κένταυρου, άλογο και άνθρωπος, δεν είναι τόσο πετυχημένα στην απόδοση σε αυτήν την πρώιμη αναπαράσταση· παρόλα αυτά ο Κένταυρος αποπνέει κάποιο συναίσθημα, καθώς ικετεύει για έλεος με απλωμένα τα χέρια.
Πίσω από τον Ηρακλή, ένα τέθριππο άρμα και ένας οδηγός περιμένει υπομονετικά για την έκβαση της μάχης, ενώ ένας μικρόσωμος άνθρωπος ορμά προς τα εμπρός. Στο λαιμό του αγγείου ένα λιοντάρι επιτίθεται σε ένα ελάφι.
Στον ώμο κάποια άλογα βόσκουν. Το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειάς του είναι γεμάτο με φυτικά μοτίβα και καμπυλόγραμμη διακόσμηση. ΕΚ ΤΟΥ ://users.sch.gr/