Πως γίνεται μελαγρίδες ,γαλοπούλες, να εμφανίζονται στην αγγειογραφία ελληνικών αγγείων 2500 χρόνια περίπου πριν τα φέρουν οι θαλασσοπόροι στην Ευρώπη ;
Μελεαγρίς
Οι γαλοπούλες (επίσης ινδόρνιθες, κούρκοι, διάνοι και γάλοι[1]) είναι πουλιά του γένους Μελεαγρίς (Meleagris). Το είδος Μ. gallopavo, γνωστό και ως άγρια γαλοπούλα είναι αυτόχθονο της Βόρειας Αμερικής και είναι το βαρύτερο μέλος των ορνιθόμορφων, με φυσιολογικό βάρος μέχρι 11 κιλά. Από αυτό το είδος προέρχεται η οικόσιτη γαλοπούλα, της οποίας η εξημέρωση έγινε πριν περίπου 2.000 χρόνια στο κεντρικό Μεξικό.[2] Το άλλο υπάρχον είδος είναι η Meleagris ocellata (Μελεαγρίς η οσελοτωτή), η οποία ζει στη χερσόνησο Γιουκατάν.[3]
Οι γαλοπούλες ταξινομικά ανήκουν στην τάξη ορνιθόμορφα και την οικογένεια φασιανίδες. Τα αρσενικά και των δύο ειδών έχουν μια σαρκώδη προεξοχή που κρέμεται από την κορυφή του ράμφους, η οποία αποκαλείται λειρί. Είναι ανάμεσα στα μεγαλύτερα πτηνά της τάξης τους. Όπως και στα υπόλοιπα ορνιθόμορφα, τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα και πιο πολύχρωμα από τα θηλυκά, εμφανίζουν δηλαδή σεξουαλικό διμορφισμό.
Φαίνεται πως η γαλοπούλα ήταν το πρώτο πτηνό που εξημερώθηκε στη Μεσοαμερική* ( Ο όρος Μεσοαμερική πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον ανθρωπολόγο Πολ Κίρκοφ το 1943 και αναφέρεται στους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν στην περιοχή όπου βρίσκονται σήμερα το Μεξικό, το Μπελίσε, η Γουατεμάλα, το Ελ Σαλβαδόρ, και το δυτικό τμήμα της Ονδούρας. ) μεταξύ 300 και 100 π.Χ. από τους Μάγια της προκλασικής περιόδου. Στο Μεξικό, όπου μέχρι σήμερα διατηρεί περίοπτη θέση στην τοπική γαστρονομία, ακούει στο όνομα guajolote.
Οι Ευρωπαίοι κάνουν την πρώτη γνωριμία τους με το εν λόγω πτηνό όταν οι Ισπανοί κονκισταδόρες (κατακτητές) επιστρέφουν στην Ευρώπη φέρνοντας μαζί τους τις ινδικές κότες ή ινδικά κοκόρια όπως τα έλεγαν. Το 1500 οι Ιησουίτες ιεραπόστολοι που επιστρέφουν από τις Ινδίες (όπως νόμιζαν) στην Ευρώπη συμβάλλουν και εκείνοι εν πολλοίς στην άφιξη του εξωτικού πουλερικού, το οποίο υιοθετείται πολύ γρήγορα παρά την υπάρχουσα νεοφοβία (ο φόβος του καινούργιου)απέναντι στα εδώδιμα του Νέου Κόσμου, όπως το καλαμπόκι, το κακάο, η τομάτα, η πατάτα κ.ά…
Ο πατέρας της γαλλικής αγρονομίας Olivier de Serres (1539 -1619), στην πραγματεία του για την αγροκτηνοτροφία, κάνει λόγο για τα σκουξίματα της γαλοπούλας (piaulement des dindes ), το όνομα της οποίας δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά Εξ Ινδιών!
Εντυπωσιακό πτηνό, η δύστυχη γαλοπούλα δεν είναι μόνο το «κόσμημα» του εορταστικού τραπεζιού μας αλλά και πρόσωπο παραμυθιών: Την ώρα που γινόταν ο γάμος έκανε την εμφάνισή της και η Νεράιδα της ερήμου με δύο ινδικά κοκόρια (διάβαζε γαλοπούλες), τα οποία τραβούσαν ένα μεγάλο κουτί, και απαίτησε το χέρι της Πεντάμορφης για τον κίτρινο Νάνο. Η πολύ γνωστή παραμυθού του 17ου αιώνα Marie-Catherine d’Aulnoy (1650-1705) βάζει τις δύστυχες γαλοπούλες στην υπηρεσία της κακιάς νεράιδας! Να μιλήσει κανείς για κακότυχο πτηνό ή για παρεξήγηση από το ευρωπαϊκό κοινό;
Τα πιο παλιά σκελετικά απομεινάρια γαλοπούλας στην Ευρώπη χρονολογούνται στον 16ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει πως ήταν ήδη στα τραπέζια μας. Ο Ραμπελέ στον Γαργαντούα του (1534) αναφέρεται σε «εξ Ινδιών πουλάδες» ενώ ξέρουμε ότι η Μαργαρίτα της Ναβάρα μεγάλωνε γαλοπούλες στο παλάτι της (στο αυστηρό μεσαιωνικό château d’Alençon). Γνωρίζουμε επίσης, από χρονικογράφους της εποχής, ότι σε ένα επίσημο γεύμα που παρατέθηκε προς τιμήν της Αικατερίνης των Μεδίκων το 1549 στο Παρίσι, σερβιρίστηκαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, εβδομήντα γαλοπούλες! Στα 1555 ο Γάλλος φυσιοδίφης Pierre Belon, που τυχαίνει να είναι και ένας από τους πρώτους περιηγητές Ελλάδας, Αιγύπτου, Παλαιστίνης και Μικράς Ασίας, γράφει για τη γαλοπούλα ότι είναι «από τους συνήθεις κατοίκους των αγρών» ενώ ο γιατρός και φυσιοδίφης CharlesEstienne περιγράφει τη γαλοπούλα σαν πτηνό βρόμικο και καθόλου ευχάριστο για το βλέμμα, αλλά με πεντανόστιμο και «φίνο κρέας».
Γαλοπούλα, η ελληνική
Επειδή ως Έλληνες έχουμε μια ακαταμάχητη θέληση να παρουσιάζουμε τα πάντα ως ελληνικά (αλίμονο κι αν δεν ήταν!) αποφασίσαμε ότι και η γαλοπούλα έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα και στραφήκαμε στη μυθολογία για να κολάσουμε την καταγωγή της. Το συμπαθές χριστουγεννιάτικο όρνεο ανήκει στην οικογένεια των Μελεαγριδών ή, για να είμαστε πιο σαφείς, ο Λιναίος ονομάζει, το 1758, Meleagris gallopavo την άγρια γαλοπούλα ενώ ο Cuvier, το 1820, βαφτίζει τη γαλοπούλα, η οποία ζει στη χερσόνησο Γιουκατάν Meleagris ocellata (Μελεαγρίς η οσελοτωτή).
Στην ελληνική μυθολογία,για να επανέλθουμε στα δικά μας, με το όνομα Μελεαγρίδες ονομάζονταν οι αδελφές του Καλυδώνιου ήρωα Μελεάγρου, οι θυγατέρες του βασιλιά της Καλυδώνας Οινέως και της Αλθαίας. Τα ονόματά τους ήταν Γόργη, Δηιάνειρα, Ευρυμήδη και Μελανίππη. Μετά τον άδικο χαμό του αδελφού τους, οι Μελεαγρίδες, θρηνώντας τον θάνατο του τελευταίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, συγκίνησαν στο έπακρο τους ολύμπιους θεούς, οι οποίοι αποφάσισαν να τις μεταμορφώσουν σε πουλιά, στους γνωστούς μας ινδιάνους ή γαλοπούλες. Και ως πουλερικά, όμως, οι δύστυχες κόρες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να σκούζουν! ΄
Μια άλλη πάλι εκδοχή τις θέλει μεταμορφωμένες από την Αρτέμιδα σε Μελεαγρίδες όρνιθες (τις γνωστές μας, με άλλα λόγια, φραγκόκοτες). Στη συνέχεια, η θεά τις απέστειλε στη Λέρο ή κατ’ άλλους στις Ινδίες απ’ όπου και έρχονταν, από καιρού εις καιρόν, για να θρηνήσουν πάνω από το μνήμα του αδελφού τους. Να θυμίσουμε ότι η θεά είχε βάλει κι εκείνη το χεράκι της για να χαθεί ο Μελέαγρος επειδή είχε δυσαρεστηθεί από κάποιες συμπεριφορές. Εδώ που τα λέμε, η Άρτεμις δεν είχε και τον καλύτερο χαρακτήρα του Ολύμπου! Σύμφωνα με τον Νίκανδρο (γραμματικός του 2ου αιώνα), μετά από παράκληση του θεού Διονύσου, δύο από αυτές, η Γόργη και η Δηιάνειρα, ή απέφυγαν τη μεταμόρφωση ή κατάφεραν την απορνέωση, οπότε και επανέκτησαν την ανθρώπινη μορφή τους, οι δύο άλλες ήταν εκείνες που παρέμειναν πτηνά και μεταφέρθηκαν από τη θεά στη νήσο Λέρο.
"UF researchers discover earliest use of Mexican turkeys by ancient Maya", at Eurekalert August 8, 2012
Donald Stanley Farner and James R. King (1971). Avian biology. Boston: Academic Press. ISBN 0-12-249408-3.
Ο Απολλόδωρος παραδίδει τα εξής:...Ο Οινέας, που βασίλευε στην Καλυδώνα, πρώτος αυτός πήρε το φυτό της αμπέλου από τον Διόνυσο. Παντρεύτηκε την Αλθαία, κόρη του Θέστιου, και απέκτησε τον Τοξέα […], και μαζί μ' αυτόν τον Θυρέα και τον Κλύμενο, και κόρες, τη Γόργη, που την παντρεύτηκε ο Ανδραίμων, και τη Δηιάνειρα, για την οποία λένε ότι τη γέννησε η Αλθαία με τον Διόνυσο.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Μελέαγρος δεν πέθανε με αυτόν τον τρόπο αλλά ότι, όταν οι γιοι του Θέστιου διεκδικούσαν το δέρμα του ζώου, γιατί τάχα ο Ίφικλος πρώτος το χτύπησε, ξέσπασε πόλεμος ανάμεσα στους Κουρήτες και τους Καλυδώνιους· κι όταν ο Μελέαγρος επιτέθηκε και σκότωσε κάποιους από τους γιους του Θέστιου, η Αλθαία τον καταράστηκε· κι αυτός οργίστηκε και κλείστηκε στο σπίτι του. Κι ενώ οι εχθροί πλησίαζαν επικίνδυνα πια στα τείχη και οι πολίτες, κρατώντας στα χέρια ικετευτικά κλαδιά, τον παρακαλούσαν να τους βοηθήσει, πείσθηκε από τη γυναίκα του, με πολύ κόπο και πόνο, να βγει στη μάχη, και αφού σκότωσε και τα υπόλοιπα παιδιά του Θέστιου, πέθανε κι αυτός πολεμώντας. Μετά τον θάνατο του Μελέαγρου, η Αλθαία και η Κλεοπάτρα κρεμάστηκαν, ενώ οι γυναίκες που θρηνούσαν τον νεκρό μεταμορφώθηκαν σε πουλιά. (Απολλόδωρος 1.8)
Η μεταμόρφωσή τους οφείλεται στη θεά Άρτεμη που τις λυπήθηκε, τις ακούμπησε με ένα ραβδί και τις μεταμόρφωσε σε πουλιά και τις πήγε στο νησί Λέρος, όπου κάθε άνοιξη πενθούσαν για τον αδελφό τους. Πιστευόταν ότι τα δάκρυα των Μελεαγρίδων, όπως και των Ηλιάδων, σχημάτιζαν το ήλεκτρο (Πλ., Φυσική Ιστορία 37,40).
Λεγόταν, ακόμη, ότι η θεά, μετά από παράκληση του θεού Διόνυσου, δεν μεταμόρφωσε παρά μόνο τις δύο από τις τέσσερις, ενώ η Γόργη και η Δηιάνειρα γλίτωσαν· ή ότι τις μεταμόρφωσε όλες αλλά ο Διόνυσος ξαναέδωσε την ανθρώπινη μορφή στις δύο κόρες -μάλιστα η Δηιάνειρα έγινε η δεύτερη σύζυγος του Ηρακλή και η αιτία του θανάτου του (κατά άλλους, η Δηιάνειρα του Ηρακλή ήταν κόρη του Δεξαμενού).
Άλλη παράδοση της Λέρου για τις Μελεαγρίδες (λεξικό Σούδα) τις θέλει πτηνά συνοδούς της Ιοκαλλίδας, θεότητας ανάλογης της Άρτεμης. Γύρω από το ιερό της θεάς στο νησί εκτρέφονταν μελεαγρίδες, ιερά πουλιά της Άρτεμης.
36 Συνήθως οι ομάδες θνητών κοριτσιών ονομάζονται από τον πατέρα τους, όπως οι Μινυάδες ή οι Ημαθίδες.
37 Η περιφρόνηση ή η παραμέληση ενός θεού από τους θνητούς σήμαινε την περικοπή της αφθονίας του κόσμου που έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα του ανθρώπου. Αυτή είναι η περίπτωση του Οινέα ή του Ιππόλυτου που, πιστός στην Άρτεμη, τιμωρήθηκε από την Αφροδίτη, την οποία παραμελούσε. Γι' αυτό κατά τις θεϊκές γιορτές προσφέρονταν θυσίες σε περισσότερους θεούς.
www.greek-language.gr/
Numida meleagris. Οικογένεια: Phasianidae. Οικιακό πουλερικό που φαίνεται ότι υπήρχε στην Κύπρο από τα αρχαία χρόνια, κρίνοντας κι από το γεγονός ότι απεικονίζεται και σε ψηφιδωτό δάπεδο στην οικία του Ευστολίου στο Κούριον.
Το χρώμα της φαραώνας είναι γκριζόμαυρο με άσπρα στίγματα παντού, εκτός από τον λαιμό και το στήθος όπου τα φτερά είναι αραιά με μαυροπράσινο χρώμα. Στην κεφαλή έχει ευδιάκριτο λοφίο, σαν μικρό κέρατο, που προεξέχει και κοκκινωπά λειριά που κρέμονται από τα γυμνά άσπρα μάγουλά της. Το μέγεθός της φθάνει τα 63 εκατοστόμετρα.
Τη φαραώνα περιγράφουν αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, όπως λ.χ. ο Αριστοτέλης. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή με την ονομασία μελεαγρίς. Οι Μελεαγρίδες ήταν, κατά την ελληνική μυθολογία, νεαρές γυναίκες, αδελφές του Μελεάγρου, η Γόργη, η Ευρυμήδη, η Δηιάνειρα και η Μελανίππη. Επειδή συνεχώς θρηνούσαν τον χαμένο αδελφό τους, μεταμορφώθηκαν σε πτηνά από τη θεά Αρτέμιδα η οποία και τις μετέφερε στο ιερό της στο νησί Λέρος. Γι’ αυτό και θεωρούνταν ιερά πουλιά της θεάς. Περί δέ τό ἱερόν τῆς Παρθένου ἐν Λέρῳ εἰσίν οἱ καλούμενοι ὄρνιθες μελεαγρίδες, κατά τους Ησύχιο και Σουΐδα, λέγουσιν δέ οἱ μέν ἀδελφάς τοῦ Μελεάγρου μεταβαλεῖν εἰς τάς μελεαγρίδας ὄρνιθας....
Κατά τον Παυσανία, η φαραώνα προσφερόταν από τους πτωχούς πιστούς στον ναό της Ίσιδος στην Τιθορέαν του Παρνασσού. Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται ότι έτρωγαν τη φαραώνα, εκτός από τους πολύ πιστούς της θεάς Αρτέμιδος σύμφωνα προς μαρτυρία του Αιλιανού.
Πατρίδα του πουλιού αυτού είναι η Αφρική, απ' όπου εισήχθη και στην Ευρώπη για εκτροφή του, τόσο για το κρέας όσο και για τα αυγά του. Στην Αφρική απαντώνται σε δασώδεις περιοχές κατά μικρές ομάδες. Στην Κύπρο δεν συνηθίζεται σήμερα η αναπαραγωγή της φαραώνας γιατί αφενός το κρέας της δεν είναι και τόσο εύγευστο, αφετέρου δε είναι πουλί θορυβώδες και πολύ ενοχλητικό. Κατά τις νύχτες, ιδίως, ουρλιάζει σαν μανιασμένη. Γι’ αυτό στην Κύπρο, όταν πολλές γυναίκες μιλούν όλες μαζί, λέγεται ότι εν σαν τες φαραώνες, ή ότι γίνεται φαραωνιά.