Ο 4ος αι. μ.Χ. άνοιξε μία νέα εποχή στην παγκόσμια Ιστορία. Το 311 με έδικτο του αυτοκράτορα Γαλερίου (305-311) ο χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως νόμιμη θρησκεία (religio licita), το 313 μ.Χ. με το περίφημο «έδικτον των Μεδιολάνων» των Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου (306-337) και Λικινίου (308-324) καθιερώθηκε η ανεξιθρησκία, ενώ με τα διατάγματα των ετών 380 και 381 του Θεοδοσίου Α΄ (379-395) ο χριστιανισμός διακηρύχθηκε ως η μόνη πολιτογραφημένη θρησκεία εντός της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Σταδιακά διακόπηκαν οι δεσμοί με τις αρχαίες θρησκείες.
Η εύνοια των αυτοκρατόρων προς τον χριστιανισμό επέτρεψε μέχρι τα τέλη του 7ου αιώνα να έχει συντελεστεί σχεδόν πλήρης εκχριστιανισμός όλου του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και πολλών άλλων περιοχών της Βαλκανικής και της νότιας Ευρώπης.
Παρά ταύτα, η πόλη των Αθηνών με την ένδοξη και βαθειά ριζωμένη παράδοση στη φιλοσοφία αντιστάθηκε σθεναρά στην ανερχόμενη φιλοσοφική θεολογία από νωρίς: όταν ο Απόστολος Παύλος έφθασε στην πόλη της Παλλάδος το 51 μ.Χ. και μίλησε στον Άρειο Πάγο, οι Αθηναίοι τον αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό λέγοντας «ακουσόμεθά σου πάλιν περί τούτου»
(Πράξεις Αποστόλων 17, 16-34). Η πορεία των φιλοσοφικών σχολών χάρις στον φιλελληνισμό ρωμαίων αξιωματούχων και αυτοκρατόρων και τη γενικότερη ανοχή για τις αρχαίες θρησκείες στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρξε κατά το μάλλον ή ήττον ομαλή μέχρι και τις αρχές του 6ου αιώνα, συγκεκριμένα το 529 μ.Χ., όταν με διάταγμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού απαγορεύτηκε η διδασκαλία της φιλοσοφίας στην Αθήνα.
Εξετάζοντας αναλυτικότερα τα γεγονότα, ο 2ος αιώνας μ.Χ. υπήρξε περίοδος άνθησης της Αθήνας ως
αποτέλεσμα της ευμενούς πολιτικής του φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανού (117-138), στο πλαίσιο της
οποίας η πόλη κοσμήθηκε με νέα κτήρια, διατηρήθηκαν οι θεσμοί και η περί την φιλοσοφία κίνηση και αναπτύχθηκε το πολιτιστικό κίνημα της Δεύτερης Σοφιστικής.
Την εποχή αυτή ιδρύθηκε «ο θρόνος των Αθηνών», δηλαδή η θεσμοθετημένη από τον αθηναϊκό δήμο έδρα ρητορικής, για την οποία η πόλη είχε την αποκλειστική δικαιοδοσία, αναλαμβάνοντας την διαδικασία και οικονομική επιβάρυνση της επιλογής του εκάστοτε υποψηφίου σοφιστή. Πρώτος ο Λολλιανός ο Εφέσιος κατέλαβε τον αθηναϊκό θρόνο, ο οποίος επιπλέον ήταν κάτοχος των αξιωμάτων του Στρατηγού επί των Όπλων, που την εποχή αυτή σχετιζόταν με το θεμελιώδες ζήτημα του επισιτισμού της πόλης, και του Πρυτάνεως (Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών, 526). Ο Λολλιανός τιμήθηκε για τη δράση του από την πόλη με ανδριάντα στην αγορά (ΙGII/III2, 4211).
Ο Πόπλιος Ὁρδεώνιος Λολλιανός (Λατινικά: Publius Hordeonius Lollianus)(2ος αι.) ήταν Έλληνας σοφιστής, ρήτορας και πολιτικός των Αθηνών από την Έφεσο, που έζησε επί Αδριανού και Αντωνίνου Πίου.Αναφέρεται απλά ως Λολλιανός από το Φιλόστρατο και τη Σούδα, αλλά μια αθηναϊκή επιγραφή, που χρονολογείται περίπου από το έτος 142, δίνει το πλήρες όνομά του: Πόπλιος Ὁρδεώνιος Λολλιανός. Ο Λολλιανός καταγόταν από την Έφεσο, και έλαβε την εκπαίδευσή του στη σχολή του Ισαίου Ασσυρίου. Σύμφωνα με το Φιλόστρατο, ήταν ο πρώτος που διορίστηκε από το κράτος έμμισθος διδάκτωρ σοφιστικής στην Αθήνα, («Λολλιανός δε ό Εφέσιος προύστη μεν τού Αθήνησι θρόνου πρώτος»). Επίσης διορίστηκε «έπί των οπλών στρατηγός», ένα πολιτικό αξίωμα, το οποίο, κατά την αυτοκρατορική περίοδο των Αθηνών, σήμαινε πως ήταν υπεύθηνος για τα τρόφιμα της πόλης και της αγοράς σίτου. Η φιλελεύθερη στάση του στην άσκηση των καθηκόντων του κατά τη διάρκεια ενός λιμού, καταγράφεται μετά επαίνου από το Φιλόστρατο. Δύο αγάλματά του στήθηκαν στην Αθήνα, ένα στην αγορά, και το άλλο σε ένα μικρό άλσος, το οποίο λέγεται ότι φύτευσε ο ίδιος.
Στο 2ο βιβλίο του έργου Βίοι σοφιστών, γραμμένο τη δεκαετία του 230 μ.Χ., που αποτελεί την πιο σημαντική πηγή για την πνευματική, κοινωνική και πολιτική ιστορία της Αθήνας μεταξύ του 2ου και 3ου αι.μ.Χ., ο Φιλόστρατος ξεκινά με τη βιογραφία του Ηρώδη του Αττικού. Ο αριστοκράτης, ευεργέτης, πολιτικός άνδρας, φιλόσοφος και σοφιστής Ηρώδης Αττικός (101-178) υπήρξε πρωταγωνιστής της αθηναϊκής ζωής κατά το δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ. και άσκησε μεγάλη επιρροή στους εφήβους και νέους της πόλης, οι οποίοι συνέρρεαν στις επαύλεις του, στον Μαραθώνα και την Κηφισιά, για να ακούσουν τους λόγους του (Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών, 562).
ΡΩΜΑΪΚΑ
Την εποχή αυτή αναδύθηκε ο τύπος του φιλοσόφου-σοφιστή, με έντονη συμμετοχή στον πολιτικό βίο της πόλης.Μεταξύ των ετών 173-174 μ.Χ. θεσμοθετήθηκε από τον στωικό φιλόσοφο-αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο (161-181) η αυτοκρατορική έδρα ρητορικής και λίγο αργότερα, πιθανώς κατά την επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα το 176 μ.Χ., οι αυτοκρατορικές έδρες φιλοσοφίας για τους πλατωνικούς, επικούρειους, περιπατητικούς και στωικούς φιλοσόφους (Λουκιανός, Ευνούχος, ΙΙΙ), με υψηλές αμοιβές στους κατόχους τους.
Οι πρωτοβουλίες αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο του αυτοκρατορικού ευεργετισμού αλλά και του ελέγχου της διδασκαλίας της ρητορικής. Ωστόσο, από τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ., εποχή της Δυναστείας των Σεβήρων (193-235 μ.Χ.), παρατηρήθηκε σταδιακά απεμπλοκή της αυτοκρατορικής εξουσίας από τον έλεγχο των αθηναίων ρητοροδιδασκάλων, εξαιτίας των οικονομικών κινδύνων που επέφερε στο κράτος η απαλλαγή από τους φόρους και τις λειτουργίες των πλούσιων σοφιστών (Di Branco 2017, 32-33, 43).
Διακόπηκαν τόσο η χρηματοδότηση των αυτοκρατορικών εδρών όσο και η φοροαπαλλαγή των κατόχων τους, με αποτέλεσμα την παύση του θεσμού των αθηναϊκών θρόνων. Τελευταίος κάτοχος της αυτοκρατορικής έδρας το διάστημα 213-220 μ.Χ. ήταν ο σοφιστής Φιλίσκος, ο οποίος απήτησε, χάρις στο αξίωμα, την απαλλαγή του από τις λειτουργίες, προκαλώντας την σφοδρή αντίδραση του αυτοκράτορα Καρακάλλα (Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών, 623). Κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα οι αθηναϊκές έδρες σοφιστικής ελέγχονταν και χρηματοδοτούνταν από τις τοπικές αρχές της
πόλης, χωρίς να εκλείπουν οι παρεμβάσεις από πλευράς των αυτοκρατόρων (όπως π.χ. στην περίπτωση του χαρισματικού σχολάρχη, «θείου ανδρός» Προαιρέσιου, ο οποίος κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα Κώνσταντος). Η διαδικασία αυτή ρυθμίστηκε με συγκεκριμένα μέτρα το 362, με νόμο του αυτοκράτορα Ιουλιανού (CTh, XIII 3,5).
Στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. η Αθήνα ήταν μια μικρή πόλη 25.000 κατοίκων. Ο νέος, περιορισμένηςέκτασης, οχυρωματικός περίβολος, που κατασκευάστηκε μετά την επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.), επί αυτοκράτορος Πρόβου (267-282), με την οικονομική συνεισφορά ανδρών, όπως ο έπαρχος Ιλλυριός, αποτελούσε καταφύγιο των πολιτών σε περιπτώσεις νέων επιδρομών. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με την ελαιοκαλλιέργεια, τη μελισσοκομία και την παραγωγή λύχνων. Οι
τεράστιες γαιοκτησίες της παραδοσιακής τάξης των αθηναίων αριστοκρατών, που αποτελούσαν τη βάση της αθηναϊκής οικονομίας μέχρι τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., είχαν δώσει τη θέση τους στην εκπαιδευτική δραστηριότητα των σχολών και οι σοφιστές δάσκαλοι αποτελούσαν τη νέα ισχυρή τάξη της πόλης (Di Branco 2017, 98. Watts 2006, 38-47, 80-87).
Μεγάλος αριθμός νέων κυρίως από τις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας συνέρρεε στην Αθήνα για να φοιτήσει στις σχολές ρητορικής και φιλοσοφίας, ώστε να γίνει μέτοχος της κλασικής παιδείας που θεωρείτο μέσο εξύψωσης του ανθρώπου «πάνω από την κοινή μάζα της ανθρωπότητας» (Brown 1998, 36) και να γνωρίσει από κοντά τα αξιόλογα μνημεία της κλασικής εποχής.
Στο κείμενο της Expositio totius mundi et gentium, ενός «καταλόγου της οικουμένης» που γράφτηκε το 359 αναφέρεται: «Η Αθήνα έχει κέντρα υψηλής εκπαίδευσης καθώς και αρχαία ιστορικά μνημεία, όπως και κάτι αξιολογότατο, την Ακρόπολη, όπου χάρη στο πλήθος των αγαλμάτων είναι εξαίσιο να βλέπει κανείς αυτό που λένε πόλεμο των αρχαίων». Στις σχολές της Αθήνας οι νέοι, ειδωλολάτρες και χριστιανοί αδιακρίτως, διδάσκονταν από τους φιλοσόφους και σοφιστές γραμματική, ρητορική και φιλοσοφία.
Στα μέσα του 4ου αιώνα συναντήθηκαν στην Αθήνα ως νεαροί φοιτητές οι χριστιανοί Βασίλειος από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και Γρηγόριος Ναζιανζηνός, μετέπειτα πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας, καθώς και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουλιανός, γνωστός και ως Αποστάτης. Οι δύο πρώτοι υπήρξαν μαθητές στη σχολή του Ιουλιανού του Καππαδόκη, την εποχή που σχολάρχης ήταν ο αρμένιος σοφιστής Προαιρέσιος. Ο αυτοκράτορας Ιουλιανός είχε προσχωρήσει από νωρίς στα διδάγματα των Νεοπλατωνικών και επειδή δεν συμπαθούσε τον Προαιρέσιο, ο οποίος είχε ονομαστεί
από τον αυτοκράτορα Κώνστα Στρατοπεδάρχης και «περνούσε για χριστιανός» (Ευνάπιου Βίοι, 493), όταν έγινε αυτοκράτορας (361-3) κάλεσε τον φίλο του νεοπλατωνικό Ιμέριο από την Αντιόχεια και τον όρισε γραμματέα της αθηναϊκής σχολής.
Περί τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. ιδρύθηκε στην πόλη από τον σοφιστή Πλούταρχο (350-431/4), γιο του ιεροφάντου Νεστορίου και ιερέα του Ασκληπιού, η Νεοπλατωνική σχολή (Μίλτων 1978, 328-331, 336-7). Ο Νεοπλατωνισμός αντιπροσωπεύει το τελευταίο κίνημα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και απηχούσε μία γενικότερη διάθεση της εποχής για στροφή στις παραδόσεις και την φιλοσοφία της κλασικής περιόδου.
Αναπτύχθηκε τον 3ο αιώνα στην Αλεξάνδρεια και εξαπλώθηκε στην Ρώμη, Πέργαμο, Συρία και Αθήνα και δεν σταμάτησε ούτε όταν έκλεισε η σχολή των Αθηνών, αλλά συντηρήθηκε ένα ακόμα αιώνα μέχρι το 640, όταν η Αίγυπτος κατακτήθηκε από τους Άραβες. Αποτελούσε ανανέωση του Πλατωνισμού και προσπαθούσε να ανταποκριθεί στο θεμελιακό αίτημα της εποχής για λύτρωση της ψυχής, να εμπνεύσει μία νέα ενατένιση και στάση ζωής ταυτίζοντας εν πολλοίς την ύλη με το κακό, διδάσκοντας τον αναχωρητισμό και τον ασκητικό τρόπο ζωής. Ουσιαστικά διαμορφώθηκε ένα νέο φιλοσοφικό κίνημα που δομήθηκε γύρω από δύο πόλους, τον θεωρητικό και τον πρακτικό. Οι οπαδοί της φιλοσοφίας αυτής δέχονταν ως υπέρτατη οντολογική αρχή το Έν, το «υπερούσιον», και ως προορισμό του ανθρώπου την ανύψωση της ψυχής στο Έν δια του εναρέτου βίου.Ιδρυτής της νέας πλατωνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο
Αμμώνιος Σακκάς από την Αλεξάνδρεια, από χριστιανούς γονείς και για τον λόγο αυτό στην φιλοσοφία του εισχωρούσαν χριστιανικά στοιχεία, όπως η ελεύθερη βούληση. Αλλά ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του Νεοπλατωνισμού ήταν ο περίφημος Πλωτίνος από την Αίγυπτο, πολυμαθέστατος, μειλίχιος, ασκητικός με ιδιαίτερη ακτινοβολία. Στο θεωρητικό του σύστημα κεντρικό στοιχείο είναι οι τρεις υποστάσεις του όντος
α) το Έν, αυθύπαρκτο και τέλειο, β) ο νους που ερμηνεύει τον αισθητό, φυσικό κόσμο και γ) η ψυχή που αποτελείται από θεϊκή ουσία. Η τριαδική διαίρεση, πολύ χαρακτηριστική στις ανατολικές φιλοσοφίες, εκφράζει την προσπάθεια να εξομαλυνθεί η αντίθεση ανάμεσα στην πολυθεϊα και τα μονοθεϊστικά δόγματα, εξελίσσεται παράλληλα προς την χριστιανική τριαδικότητα του θείου, την οποία ώς ένα βαθμό επηρεάζει.
Τον Πλωτίνο απασχολεί εντόνως το θέμα της ψυχής και συγγράφει το έργο «Περί αθανασίας της ψυχής». Κατά τον φιλόσοφο η ψυχή είναι παρούσα σε όλες τις βαθμίδες της ζωής και είναι δημιουργός του φυσικού κόσμου. Επειδή ασπαζόταν την ορφική διδασκαλία για την μετενσωμάτωση, κατ’ αυτόν η ψυχή δεν χάνεται ως σκιά στον Άδη αλλά τελειοποιείται με διαδοχικές μετενσωματώσεις. Επιπροσθέτως ο Πλωτίνος πίστευε ότι όλα τα όντα προέρχονται από το Ένα, το μοναδικό
όν, ανακαλώντας τα μονιστικά αξιώματα του Ηρακλείτου και του Παρμενίδη. Η τελική μυστική ένωση τωνπολλών με το Έν πραγματώνεται με την άνοδο της ψυχής στον νοητό κόσμο, «όταν όμως η ψυχή βλέπει εντός της όχι δια της εκστάσεως αλλά δια της ελλόγου
καθάρσεως». Πρόκειται για σύστημα μυστικιστικής φιλοσοφίας και όχι θρησκευτικής, αφού ο Πλωτίνος δεν προτείνει συγκεκριμένο προσωπικό θεό.
Οι διάδοχοι του Πλωτίνου ισχυρίζονταν ότι ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής, ο Αριστοτέλης και οι άλλοι μεγάλοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας
συμφωνούσαν ουσιαστικά με τον Πλάτωνα. Υποστήριζαν ότι οι διαφορές ανάμεσα στους διακεκριμένους προκατόχους τους ήταν κυρίως ζήτημα γλώσσας και μορφής εκφράσεως μάλλον παρά ουσίας, στην οποία συμφωνούσαν. Σημαντικό ρόλο στην πραγμάτωση της Νεοπλατωνικής θεωρίας είχε η τέλεση μυστικιστικών ιεροτελεστιών και απόκρυφων πράξεων, με τη βοήθεια μυστικών δυνάμεων που υπάρχουν σε ορισμένους λίθους, φυτά και ζώα. Μετά τον Πλωτίνο ηγετικά στελέχη αυτής της φιλοσοφικής σχολής υπήρξαν ο Πορφύριος ο Τύριος (232-301/6), μαθητής του που
επιμελήθηκε κριτικά και δημοσίευσε τις «Εννεάδες» και ο μαθητής του Πορφυρίου Ιάμβλιχος (250-326) από τη Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας, «ένας θεολόγος που φιλοσοφούσε», αφού ανήγαγε το τριαδικό σχήμα ως βασικό κριτήριο για να ερμηνεύσει κάθε οντότητα.
Στην Αθήνα μετά τον θάνατο του Πλουτάρχου το 431 (ή το 433/4) την σχολαρχία ανέλαβε ο Συριανός από την Αλεξάνδρεια, ακολούθησε ο Πρόκλος (411-485) κατά το διάστημα 437/8-485 και κατόπιν ο Μαρίνος, ο Ισίδωρος και ο Ηγίας, ενώ η σειρά των πεφωτισμένων σοφιστών της σχολής ολοκληρώθηκε με τον Δαμάσκιο (περ. 458-533), σχολάρχη έως το 529 μ.Χ. Η σταδιακή απεμπλοκή του κράτους από το εκπαιδευτικό σύστημα των σχολών της Αθήνας, που καταγράφηκε τον 3ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα την έκρηξη των φοιτητικών ταραχών και τη γέννηση του αττικού
νόμου. Όπως συνάγεται από τις περιγραφές του Γρηγορίου Ναζιανζηνού (Γρηγ. Ναζ., Λόγοι, XLIII 15 κ. εξ.), του Ευνάπιου (Βίοι σοφιστών, 485), του Λιβάνιου (Λιβάν., Βίος ή περί της εαυτού τύχης, 21) και του Ολυμπιόδωρου (Φώτιος, Βιβλιοθήκη, LXXX 60a-b), ο νόμος αυτός αφορούσε στο «σύνολο των τελετουργιών μύησης στις οποίες υποβάλλονταν οι νέοι σπουδαστές κατά την άφιξή τους στην Αθήνα, τελετές που σηματοδοτούσαν την είσοδό τους στην φοιτητική ζωή» (Di Branco 2017, 82-91. Watts 2006, 38-64.) Από τις αρχές του 4ου αιώνα και για διάστημα ενός περίπου αιώνα η Αθήνα είχε καταστεί το «θέατρο» ταραχών μεταξύ των φοιτητών των πλέον διάσημων σοφιστών, οι οποίοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να οδηγήσουν τους νεοφερμένους φοιτητές στη σχολή του δασκάλου τους, γεγονός που συνεπαγόταν αύξηση της επιρροής και της πολιτικής ισχύος του σοφιστή δάσκαλου και βεβαίως οικονομικά οφέλη. Οι ταραχές αυτές συχνά ήταν τόσο εκτεταμένες και βίαιες, ώστε καθιστούσαν αδύνατη τη διεξαγωγή μαθημάτων σε δημόσιους χώρους και προκαλούσαν την παρέμβαση των ρωμαϊκών αρχών.
Μετά τις καταστροφές που σημειώθηκαν στην Αθήνα από τους σεισμούς του β΄ μισού του 4ου αιώνα και από τους Βησιγότθους του Αλάριχου (396 μ.Χ.), κατά τον 5ο αι. καταγράφηκε έντονη οικοδομική δραστηριότητα σε ολόκληρη την πόλη. Ανεγέρθηκαν δημόσια οικοδομήματα, όπως το λεγόμενο «Παλάτι των Γιγάντων» στην Αγορά, ανοικοδομήθηκαν κεντρικά τμήματα της πόλης, όπως η Πλατεία οδός που συνέδεε την Αρχαία με την ρωμαϊκής εποχής Αγορά, η οποία κοσμήθηκε
με νέα διπλή καθ’ ύψος ιωνική κιονοστοιχία, χτίστηκαν λουτρά και υδραγωγεία, επισκευάστηκε το θέατρο του Διονύσου, το οποίο κοσμήθηκε με ένα νέο βήμα ομιλιών, αφιέρωμα του άρχοντα Φαίδρου (ΙGII/III2, 5021) και αναστηλώθηκε και αναδιοργανώθηκε η Βιβλιοθήκη του Αδριανού.
Στην ανοικοδόμηση συνέβαλε ο Ερκούλιος (Franz 1988, 63-68, Castrén 1994, 1-14), έπαρχος πραιτορίου του Ιλλυρικού μεταξύ των ετών 408-410, ο οποίος για την προσφορά του στην πόλη τιμήθηκε με ένα άγαλμα υπερφυσικών διαστάσεων στην είσοδο της Βιβλιοθήκης Αδριανού, αφιέρωμα του σοφιστή Πλουτάρχου (IG2 ΙΙ/ΙΙΙ, 4224).
Την περίοδο 425-450 μ.Χ. στο αίθριο της Βιβλιοθήκης Αδριανού κατασκευάστηκε το Τετράκογχο, κατά μια άποψη κτήριο διδασκαλίας και αναγνωστήριο.
Εν τω μεταξύ τα νέφη για το μέλλον των εθνικών σχολών είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα του κράτους Κωνσταντινούπολη.
Βιβλιοθήκη Αδριανού - Τετράκογχο κτήριο διδασκαλίας και Αναγνωστήριο- Αναπαράσταση από το Ancient Athens 3D
Το έδικτο του Θεοδοσίου Β΄ το 425 (CTh, XIV 9,1) σηματοδότησε μια νέα φάση αυτοκρατορικής δραστηριοποίησης για τον κοινωνικό έλεγχο των φοιτητών και των ρητοροδιδασκάλων: «Ο αυτοκράτορας, αντίθετα με τους προκατόχους του, δεν περιορίστηκε στην έκδοση κατασταλτικών και περιοριστικών διαταγμάτων αναφορικά με τους μη επιτετραμένους διδασκάλους (magistri non ad probati), τα οποία τις περισσότερες φορές παρέμεναν
άνευ ισχύος, αλλά ίδρυσε μια αυτοκρατορική σχολή στην Κωνσταντινούπολη, που περιελάμβανε έδρες ρητορικής, γραμματικής, φιλοσοφίας και νομικών επιστημών».
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Το κρατικό αυτό πανεπιστήμιο της Κων/πολης, όπου η διδασκαλία ήταν δημόσια υπό τον έλεγχο του αυτοκράτορα και του έπαρχου της πόλης, πολύ σύντομα έγινε το μοναδικό πανεπιστήμιο της Βυζαντινής Ανατολής, αντικαθιστώντας αυτά των Αθηνών, Αλεξάνδρειας και Βηρυτού.
Το αθηναϊκό εκπαιδευτικό σύστημα δέχτηκε βαρύ πλήγμα, με άμεσο αντίκτυπο τόσο στις οικονομικές δομές όσο και στον πολεοδομικό ιστό της πόλης (Di Branco 2017,182-4). Η έλλειψη αναφορών για τον Αττικό νόμο στην διήγηση του Μαρίνου, η οποία αναφέρεται στα γεγονότα του έτους 430/1, αποτελεί μια επιπλέον μαρτυρία για την κρίση του αθηναϊκού εκπαιδευτικού συστήματος λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης.
Σύμφωνα με τον Δαμάσκιο (Βίος Ισιδώρου, αρ. 102) (Athanassiadi 1999, 246), την εποχή του προκατόχου του στην έδρα της Νεοπλατωνικής σχολής Ισιδώρου, η σχολή χρηματοδοτείτο από δωρεές και κληροδοτήματα ευκατάστατων ιδιωτών, όπως του αθηναίου συγκλητικού Θεαγένη, καθώς είχαν διακοπεί οι πρόσοδοι από τη δραστηριότητα των σχολών (Di Branco 2017, 184, 228. Hällström 1994,143).
Η νομοθεσία των χρόνων 481-484 περιλάμβανε σειρά κατασταλτικών μέτρων για την θρησκεία των εθνικών σε όλη την επικράτεια, τα οποία αποδίδονται, μεταξύ άλλων, στην συνομωσία του στρατηγού Ίλλου κατά του αυτοκράτορα Ζήνωνα το 484 μ.Χ. Ως βασικός ιδεολόγος της συνομωσίας φέρεται ο αιγύπτιος Παμπρέπιος (440-488), ο οποίος από το 473 υπήρξε μαθητής της αθηναϊκής Νεοπλατωνικής σχολής και κάτοχος της δημοτικής έδρας διδασκαλίας, ωστόσο το 476 ήρθε σε ρήξη με τον πανίσχυρο συγκλητικό Θεαγένη και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη.
ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
Με τις μαντείες του συμμετείχε ενεργά στην αποτυχημένη συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα, μαζί με πολλούς διανοούμενους οπαδούς της παραδοσιακής θρησκείας και είχε τραγικό τέλος (Watts 2017, 220-226). Στο κλίμα αυτό εντάσσεται η προσωρινή εξορία του Πρόκλου στη Μικρά Ασία (Μαρίνου, Βίος Πρόκλου, 15) και κυρίως η καταστροφή του Ασκληπιείου, ιερού του προστάτη θεού των Αθηναίων νεοπλατωνικών, από τις πρώτες εκδηλώσεις χριστιανικής βίας στην Αθήνα (Di
Branco 2017, 221, 258-262).Τέλος, το 529 μ.Χ., εκδόθηκε το έδικτο του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565), με το οποίο απαγορεύτηκε η διδασκαλία της φιλοσοφίας και του δικαίου στην Αθήνα.
Στο 18ο βιβλίο της Χρονογραφίας του ιστορικού Ιωάννη Μαλάλα, τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το γεγονός αυτό, αφιερώνεται μια μόνο παράγραφος στην απαγόρευση να διδάσκεται η φιλοσοφία στην Αθήνα και να ερμηνεύονται οι νόμοι («ὁ αὐτός βασιλεὺς θεσπίσας πρόσταξιν ἒπεμψεν ἐν Ἀθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα ἐξηγεῖσθαι…». Μαλάλας, Χρονογραφία,
βιβλίο 18). Ο Ιουστινιανός επιχείρησε να αναδιοργανώσει την οικονομία και τους θεσμούς του κράτους και να αποκαταστήσει τα όρια της Ρωμαϊκής Οικουμένης. Στο πλαίσιο αυτό κωδικοποιήθηκαν οι ισχύοντες ρωμαϊκοί νόμοι και εκδόθηκαν νέοι στα ελληνικά (Νεαρές), ενισχύθηκε ο χριστιανισμός εις βάρος των άλλων θρησκειών (Ιουδαϊσμού, ειδωλολατρίας) και λήφθηκαν κατασταλτικά μέτρα κατά των αιρετικών, με στόχο την ενότητα της Εκκλησίας. Η απαγόρευση της φιλοσοφίας στην Αθήνα ερμηνεύεται ως εξάντληση οποιασδήποτε ανοχής προς τη φιλοσοφική θεώρηση της Νεοπλατωνικής σχολής των Αθηνών, η οποία ήταν βαθιά συνδεδεμένη με την πολιτική και νομική θεωρητική σκέψη. Επιπλέον, η σχολή αποτελούσε προπύργιο της παλαιάς θρησκείας και υποστηριζόταν από την
παραδοσιακή μερίδα της αθηναϊκής άρχουσας τάξης, η οποία αντιτίθετο στη νέα εποχή (Hällström 1994, 142-160, Di Branco 2017, 262-8, Watts 2006, 128-142)
Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα
Τα Γυμνάσια της Αθήνας, κατεξοχήν χώροι άσκησης του σώματος από τον 6ο αι. π.Χ., είχαν εξελιχθεί σε πνευματικά κέντρα όπου λάμβαναν χώρα συζητήσεις και διαλέξεις με φιλοσοφικό και άλλο περιεχόμενο.
Ωστόσο, έως τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., είχε λήξει η δραστηριότητα των μεγάλων γυμνασίων της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Ακαδημία, Λύκειο, Κυνόσαργες, Πτολεμαίον) και οι εγκαταστάσεις τους είχαν εγκαταλειφθεί ή είχαν αλλάξει χρήση (Caruso 2013, 65-106, 121-125, 188-190). Μόνο το Διογένειο γυμνάσιο των ελληνιστικών χρόνων, το οποίο εξυπηρετούσε τη σωματική και στρατιωτική άσκηση των Αθηναίων εφήβων αλλά καταστράφηκε τον 3ο αι. μ.Χ., εικάζεται πως οικοδομήθηκε εκ νέου κατά τον 5ο αιώνα για να εξυπηρετήσει την απλή άσκηση των νέων (Franz 1988, 61).
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των συγγραφέων της εποχής, από τον 4ο αιώνα πολλοί σοφιστές μετέτρεπαν τις ιδιωτικές αστικές επαύλεις τους σε εκπαιδευτήρια. Οι σχολές αυτές είχαν αίθουσες διδασκαλίας κατά τα πρότυπα των δημοσίων θεάτρων, ήταν διακοσμημένες με αγάλματα, όπως οι ναοί και ορισμένες διέθεταν ιδιωτική βιβλιοθήκη, κατά τα πρότυπα των μεγάλων Γυμνασίων.
Μέσα στο ασφαλές περιβάλλον των ιδιωτικών σχολών οι αθηναίοι σοφιστές και φιλόσοφοι δίδασκαν, έναντι υψηλής αμοιβής, τους πολυάριθμους φοιτητές που έρχονταν στην πόλη, οι οποίοι συνήθως διέμεναν στις οικίες αυτές.
Στα μέρη αυτά «εκπαιδευόταν η ρωμαϊκή άρχουσα τάξη» και «διαμορφώνονταν οι κοινές θεμελιακές αξίες της αυτοσυνείδησης και πολιτισμικής ταυτότητας των πολιτών» (Di Branco 2017, 76).Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της αθηναϊκής οι κίας του σοφιστή Ιουλιανού από την Καππαδοκία, ρητοροδιδασκάλου την περίοδο 330-340 με μεγάλη επιρροή στην αθηναϊκή κοινωνία, όπως μας παραδίδεται από τον σοφιστή Ευνάπιο που μαθήτευσε στη σχολή του: «Ο συγγραφέας είδε ο ίδιος την οικία του Ιουλιανού στην Αθήνα. Αν και ήταν λιτή και ταπεινή, ωστόσο απέπνεε το άρωμα του Ερμή και των Μουσών, τόσο πολύ έμοιαζε με ιερό. Την οικία αυτή κληροδότησε στον Προαιρέσιο.
Εκεί υπήρχαν αγάλματα των μαθητών... ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΣΕ ΕΙΚΌΝΕΣ
- Ελένη Σπ. Μπάνου, Δρ Αρχαιολόγος, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως Αθηνών
- Κλειώ Τσόγκα, Αρχαιολόγος Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως Αθηνών
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΤΕΛΟΣ