Αρχαίοι Έλληνες: Οινογνώστες ή κρασοπατέρες;




Αρχαίοι Έλληνες: Οινογνώστες ή κρασοπατέρες; Τι ξέρουμε για το κρασί στην αρχαία Ελλάδα;

Η άμπελος ήταν γνωστή σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και σε όλους τους παράκτιους θύλακες που είχαν αποικίσει οι Έλληνες, από την Καταλονία ως την Κριμαία. Στην πραγματικότητα, η κατανάλωση οίνου θεωρείτο σύμβολο της ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.


Ήταν σημάδι του βαρβαρισμού τους ότι οι βάρβαροι έπιναν μπύρα. Στις περιπτώσεις που ήξεραν το κρασί – και οι Έλληνες παραδέχονταν ότι οι άλλοι πολιτισμοί δεν το αγνοούσαν εντελώς – το κακομεταχειρίζονταν.
Το κρασί το ίδιο, στην ακατέργαστη και μη αραιωμένη μορφή που σπάνια έπιναν οι Έλληνες, ήταν γλυκό και, εξαιτίας του ζεστού κλίματος και της μικρής παραγωγής, συνήθως πλησίαζε το ανώτατο όριο της κλίμακας περιεκτικότητας σε αλκοόλ, δηλαδή το 15-16%, αντί του 12,5% το οποίο θεωρείται φυσιολογικό σήμερα.
Πολύ συχνά, στην επιφάνειά του επέπλεαν στέμφυλα ή είχε μούργα και έπρεπε να το σουρώσεις πριν το ανακατέψεις ή το σερβίρεις. Επομένως, τα κόκκινα κρασιά θα πρέπει να ήταν πολύ σκουρόχρωμα και με πολλές τανίνες.

Όταν ο δίνος γεμίζει έως το χείλος, τα ζωγραφισμένα πλοία στο εσωτερικό φαινόταν να επιπλέουν στη «σκοτεινή θάλασσα του κρασιού», μια από τις πιο διάσημες ποιητικές περιγραφές του Ομήρου. 

Η ευωδιά του αρχαίου κρασιού έλεγαν ότι είχε ισχυρή επίδραση στους λάτρεις του κρασιού και ενίοτε τη συνέκριναν με το άρωμα των λουλουδιών. Μερικά άλλα αρώματα όμως μπορεί να μη μας φαίνονταν οικεία στη σύγχρονη εποχή. Κατ’ αρχάς, το κρασί αποκτούσε τη γεύση του αγγείου στο οποίο το μετέφεραν ή το φύλαγαν’ και δε χρησιμοποιούσαν τότε τα δρύινα βαρέλια που χαρίζουν στα σύγχρονα κρασιά το χαρακτηριστικό άρωμα βανίλιας. Εννοούμε μυρωδιά πίσσας ή ρετσινιού, που χρησιμοποιούσαν στο σφράγισμα των αμφορέων, ενώ σε κάποιες περιστάσεις, το κρασί έπαιρνε τη μυρωδιά του πρόβιου ή κατσικίσιου δέρματος, από τους ασκούς όπου το φύλαγαν.

Ζωγραφική σε αγγείο Αθήναι 5 ος αι π.Χ. Ασκός μεταφοράς υγρών 

Μερικές φορές, σε διάφορα στάδια της διαδικασίας παρασκευής και προετοιμασίας, πρόσθεταν κι άλλα συστατικά, όπως θαλασσινό νερό, αρωματικά βότανα, μυρωδικά και, σε μια περίπτωση, μέλι και ζυμάρι.
Ο Αριστοτέλης, στη διατριβή του «Περί μέθης”, αναφέρει την οινοποσία από «ροδίτικη χυτρίδα”, στην οποία προσέθεταν ένα εκχύλισμα από μείγμα σμύρνας, σχίνου, άνθους κρόκου και Βαλσάμου κινναμώμου. Προφανώς, όταν ζεσταινόταν το αγγείο, τα μυρωδικά μείωναν τη μεθυστική δύναμη του υγρού που περιείχε.


Κατά το Μνησίθεο, έχουμε τρία διαφορετικά χρώματα κρασιού: το «μαύρο», το «άσπρο» και το «κιρρό», δηλαδή το κεχριμπαρένιο.
Τα άσπρα και τα κεχριμπαρένια κρασιά ήταν ή γλυκά ή ξηρά, τα μαύρα μπορούσαν να είναι επίσης και μέτρια. Ο Ιπποκράτης πάλι, στη διατριβή του «Περί διαίτης», διακρίνει τα κρασιά και σε «αρωματικά» ή «χωρίς άρωμα», «λεπτά» ή «παχιά», σε «δυνατά» ή «πιο αδύναμα».


Στο Ντίκιλι Τας – στον προϊστορικό οικισμό από πασσαλόπηκτες καλύβες της μέσης νεολιθικής και πρώιμης εποχής του Χαλκού (6η-3η χιλιετίες π.Χ.) κοντά στον αρχαιολογικό χώρο των Φιλίππων – βρέθηκαν 2.460 καμένοι σπόροι σταφυλιών και 300 φλούδια από σταφύλι ηλικίας 6.500 που πιθανόν χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή κρασιού, αποτελώντας τα αρχαιότερα πατημένα σταφύλια που έχουν έρθει μέχρι σήμερα στο φως.
Ο Θεόφραστος λέει ότι κάποιες φορές τα κρασιά ανακατεύονταν.
Οι Έλληνες, αντίθετα από τους Ρωμαίους που ακολούθησαν, δε φαίνεται να είχαν ιδιαίτερη προτίμηση σε συγκεκριμένες ποικιλίες, αλλά οπωσδήποτε αναγνώριζαν την αξία της παλαίωσης – κάτι που εξέπληττε τους αρχαιοδίφες ως τα τέλη του 18ου αιώνα, όταν τα κρασιά χαλούσαν πολύ γρήγορα.


Αυτή η παρανόηση πρέπει να οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι, στις αρχές του Μεσαίωνα, οι εύκολοι στο σφράγισμα πήλινοι αμφορείς έπεσαν σε δυσμένεια και αντικαταστάθηκαν από λιγότερο αεροστεγή δοχεία.
Η ηλικία του κρασιού ήταν σημαντικό ζήτημα για τους ειδήμονες κι ενέπνευσε τον καλοφαγά Αρχέστρατο να γράψει μερικούς τρομερά κακούς και περίτεχνους στίχους, οι οποίοι κάνουν τους σύγχρονους ειδήμονες να μοιάζουν εντελώς στερημένοι φαντασίας.

Μετά, αφού πιείς μια γερή γουλιά προς τιμή του Διός Σωτήρος, πρέπει να πιείς ένα παλιό κρασί, που να κουβαλάει στους ώμους του κατάλευκο κεφάλι, ένα κρασί που να έχει τους υγρούς του βοστρύχους στεφανωμένους με άσπρα λουλούδια, ένα κρασί της θαλασσοδαρμένης Λέσβου. Και επαινώ το βύβλινο κρασί της ιερής Φοινίκης, αν και δεν το συγκρίνω με το άλλο. Διότι, αν δεν το έχεις ξαναπιεί και ώσπου να το συνηθίσεις, θα σου φανεί πιο αρωματικό από της Λέσβου, γιατί διατηρεί το άρωμά του για πολύ περισσότερη ώρα, αλλά, όταν το πίνεις συχνά, θα σου φανεί πολύ κατώτερο, ενώ n εκτίμηση σου για το λεσβιακό θα ανέβει στα ύψη, αφού είναι ανώτερο όχι μόνο από κάθε άλλο κρασί αλλά κι απ’ την αμβροσία. Και μερικοί αλαζονικοί πομφόλυγες μπορεί να πουν περιφρονητικά ότι το φοινικικό είναι το γλυκύτερο απ’ όλατα κρασιά, αλλά εγώ δε θα τους δώσω σημασία. [. .. ] Το κρασί της Θάσου είναι κατάλλnλο για ευγενική οινοποσία, αρκεί να είναι παλιό, φορτωμένο με πολλές χρονιές.
Η ιδιότητα του κρασιού να βελτιώνεται όσο παλιώνει προκάλεσε κάποιες δυσμενείς για το ανθρώπινο είδος συγκρίσεις. Ο ήρωας ενός έργου του Ευβούλου, για παράδειγμα, παρατηρεί πως οι εταίρες εκτιμούν το παλιό κρασί, αλλά όχι τους ηλικιωμένους άντρες.

Σ’ ένα απόσπασμα του Κρατίνου, βρίσκουμε μια πιο εκλεπτυσμένη σύγκριση με την ανθρώπινη ζωή. Ο Κρατίνος μιλάει για «οίνο μενδαίο που ενnλικιώνεται” (ηβώvτα, στην κυριολεξία θαλερό ή έφηβο) και μας θυμίζει έτσι τα σύγχρονα διαγράμματα ωριμότητας της «ζωής” ενός κρασιού, τα οποία χωρίζουν τις περιόδους ωρίμανσης σε: «στη στιγμή του”, «στην κατάλληλη στιγμή του”, «κουρασμένο” «έχει ξεπεράσει τα όριά του.
Ο κύριος όγκος του κρασιού που κατανάλωναν οι Έλληνες ήταν κοινό κρασί τοπικής παραγωγής, από τη συγκομιδή μικρών ανειδίκευτων κτημάτων. Οι Αθηναίοι αποκαλούσαν αυτό το κρασί τρικότυλο ή «κρασί του λίτρου” (κυριολεκτικά ίσο με τρεις κοτύλες, δηλ. τρία μικρά ποτήρια), επειδή, σύμφωνα με το λεξικογράφο Ησύχιο, μπορούσες να αγοράσεις τρεις κοτύλες μ’ έναν οβολό μόνο. Μερικά εντούτοις ήταν πολύ υψηλότερης ποιότητας, εισάγονταν από περιοχές διάσημες για τα κρασιά τους και καλλιεργούνταν σε μεγάλα κτήματα.


Τέτοια κρασιά συναντάμε συχνά στις κωμωδίες, σε λίστες μαζί με άλλες λιχουδιές, αν και στην ανώτατη Βαθμίδα Βρίσκουμε λιγότερα είδη κρασιών παρά ψαριών, για παράδειγμα, κατ’ επιταγή των ποιητών – τα κρασιά σπάνια ξεπερνούν τα τρία ή τέσσερα τη φορά. Δε συμφωνούν όλες οι πηγές μας για το ποια ήταν τα κορυφαία κρασιά, αλλά τα κρασιά της Θάσου, της Χίου και της Μένδης, πόλης της Χαλκιδικής, θεωρούνταν τα διαπρεπέστερα της κλασικής περιόδου για τους περισσότερους. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε τα κρασιά της Λέσβου, τα οποία Βρίσκουμε σποραδικά στις λίστες από πολύ νωρίς, από τις αρχές του 5ου αιώνα, αν και ο Πλίνιος πιστεύει ότι η φήμη τους χρονολογείται από τα τέλη του 4ου. Οι ήρωες των θεατρικών έργων διαπραγματεύονται άνετα τις περίεργες ιδιότητες κάθε κρασιού, το χαρακτηριστικό χρώμα και άρωμά του, τη γλυκύτητά του, όπως στο λόγο του Διονύσου από ένα έργο του Ερμίππου:
Με το κρασί της Μένδης, οι θεοί μουσκεύουν τα μαλακά τους τα στρώματα. Και μετά είναι ένα κρασί της Μαγνησίας, απαλό κι ευχάριστο (μειλιχόδωρον], κι ένα θασιώτικο, που στην επιφάνειά του γλιστράει το άρωμα των μήλων’  αυτό κρίνω ως το καλύτερο απ’ όλα τα κρασιά, εκτός από το άψογο κρασί της Χίου, που διώχνει κάθε πόνο.



Ίχνη της δημοτικότητας των καλών κρασιών της κλασικής περιόδου δε Βρίσκουμε μόνο στα υπολείμματα της αρχαίας γραμματείας, αλλά και σε θραύσματα αμφορέων που Βρέθηκαν στην Αγορά της Αθήνας και αλλού. Καθεμιά από τις σημαντικές πόλεις που έκαναν εξαγωγή κρασιών εμφιάλωνε την παραγωγή της σε χαρακτηριστικά αγγεία που είχαν πάνω κάτω ομοιόμορφο σχήμα, όπως μπορούν να διακρίνουν οι αρχαιολόγοι.


Οι Χίοι μάλιστα χρησιμοποιούσαν τους αμφορείς τους ως διακριτικό σύμβολο στο νόμισμά τους. Έτσι επιβεβαιώνεται αυτό που υπονοούν τα αποσπάσματα των κωμωδιών, ότι τα κρασιά των πόλεων αυτών ήταν ειδικά προϊόντα, με αναγνωρίσιμα  χαρακτηριστικά. Μερικές πόλεις ειδικεύονταν στην παραγωγή ενός είδους κρασιού μόνο, άλλες παρήγαγαν περισσότερα. Το χιώτικο κρασί, για παράδειγμα, έβγαινε σε τρεις τύπους: αυστηρό (ξηρό), γλυκάξον (γλυκό) και ένα ονομαζόμενο αυτόκρατο, κάτι ανάμεσα στα δύο.


Η ιδιαιτερότητα αυτών των κρασιών μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της φυσικής επικράτησης συγκεκριμένων ποικιλιών και κάποιων παραδοσιακών μεθόδων, συγκεκριμένων σε κάθε περιοχή. Δεν είναι συμπτωματικό ότι αυτά τα ξεχωριστά κρασιά, χωρίς καμία εξαίρεση, προέρχονταν από απομονωμένες αγροτικές οικονομίες, κάτι που ισχύει στην κυριολεξία στην περίπτωση νησιών όπως η Θάσος και η Χίος, ή όπως η Μένδη, που περιτριγυριζόταν από Βαρβάρους.

ΘΑΣΙΩΝ

Είναι σημαντικό από την άποψη αυτή ότι το λεσβιακό κρασί παίρνει το όνομά του από τό νησί, τη γεωγραφική ενότητα, κι όχι από τις πόλεις, Μυτιλήνη, Ερεσό και Μήθυμνα, τις πολιτικές οντότητες που καταλάμβαναν την έκτασή του. Μερικές πολύ σποραδικές αναφορές μαρτυρούν ότι οι αρχαίοι παραδέχονταν τη λιγότερο χειροπιαστή ιδιότητα της terroir*, της μαγικής επιρροής δηλαδή συγκεκριμένων κομματιών γης. Απ’ ό,τι φαίνεται, το καλύτερο χιώτικο κρασί προερχόταν από μια περιοχή στα Βορειοδυτικά του νησιού, που ήταν γνωστή ως Αριουσία.

►*Προέρχεται από την γαλλική λέξη terre που σημαίνει γη έδαφος, αλλά στην περιγραφή των κρασιών έχει μια πιο ευρεία έννοια. Σε αφηρημένο επίπεδο, terroir είναι όλα αυτά τα στοιχεία που κάνουν ένα κρασί μοναδικό, και μαρτυρούν τον τόπο προέλευσής του. Σε πιο ρεαλιστικό επίπεδο. 



Η έννοια του "terroir" μπορούμε να πούμε ότι ίσως ξεκίνησε από την αρχαία Ελλάδα, όπου οι έμποροι της εποχής έβαζαν στους αμφορείς με το κρασί τη σφραγίδα της κάθε περιοχής . Σε πολλές περιπτώσεις τα κρασιά προέρχονταν από την ίδια ποικιλία και σταδιακά η κάθε πόλη αποκτούσε μια φήμη για την ποιότητα των κρασιών που παρήγαγε.◄

Μαθαίνουμε επίσης την ύπαρξη ενός κρασιού που λεγόταν βύβλινο, το οποίο, παρ’ όσα λέει ο Αρχέστρατος, δεν προερχόταν από τη φοινικική Βύβλο, αλλά από μια περιοχή της Θράκης απέναντι στις Βορειοδυτικές ακτές της Θάσου, η οποία περιοχή ανήκε ενδεχομένως στην επικράτεια κάποιας πόλης της περιοχής, ίσως στη Θάσο την ίδια.

Ενεπίγραφη στήλη που περιέχει δυο νόμους ,ο ένας για την σήμανση του οίνου και ο άλλος για το βαρύ πρόστιμο σε περίπτωση νοθείας του άκρατου οίνου 420-400 π.Χ. Μουσείο Θάσου 

Η Θάσος μας προσφέρει, εξ αντιδιαστολής, την καλύτερη απόδειξη για μία άκρως οργανωμένη αμπελουργία ευρείας κλίμακας, η οποία οφειλόταν στις παρακινδυνευμένες αλλά ευλογημένες παραδοσιακές μεθόδους και στο καλό χώμα, στοιχεία που συμπλήρωνε και μια σχετική νομοθεσία. Κάποιες επιγραφές που Βρέθηκαν στο νησί αποκαλύπτουν ότι η πολιτική παρέμβαση στο εμπόριο κρασιού ήταν έντονη και πολύ εκτεταμένη.

 Ενεπίγραφη στήλη που περιέχει έναν πολύ αυστηρό νόμο για το Ξύδι και το κρασί 480π.Χ. Μουσ. Θάσου 

 Σε γενικές γραμμές, οι νόμοι ασχολούνταν με την ποιότητα και αυτή η μέριμνα στάθηκε ευεργετική όχι μόνο για τους ντόπιους καταναλωτές του θασιώτικου κρασιού αλλά και για τους εξαγωγείς, των οποίων η επιτυχία εξαρτιόταν από τη διατήρηση της φήμης του νησιού σε υψηλά επίπεδα

   ©ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ


***
Απόσπασμα από το βιβλίο του Τζειμς Ντειβιντσον «Αρχαίοι Αθηναίοι – Ηδονές, καταχρήσεις και πάθη» Εκδότης: Περίπλους

  • Αντικλείδι 
  • ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
  • ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ



Οίνος Θάσου

Θάσος -Η «Πύλη του Σιληνού» στο τείχος της αρχαίας πόλης με ανάγλυφη παράσταση (1913).


Πρέπει  να ανατρέξουμε στη βυζαντινή και κυρίως στην ελληνιστική και κλασική εποχή (από τον 5ο μέχρι το 2ο αι. π.Χ. περίπου) για να εντοπίσουμε τη χρυσή εποχή του Θάσιου οίνου, ο οποίος αναφέρεται επανειλημμένα στις φιλολογικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Όπως τα περισσότερα ονομαστά κρασιά της αρχαιότητας (ο Ισμαρικός οίνος της Μαρώνειας, ο Χίος, ο Ακάνθιος, ο Βίβλινος -απ’ τα Βίβλινα όρη της αρχαίας Οισύμης-, ήταν ένα σκούρο κόκκινο κρασί με ψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη (γύρω στους 18°;) που δεν το πίνουν παρά αραιωμένο με νερό (μισό-μισό). Από την ανάμειξη του οίνου με νερό, την κράσιν, προέρχεται και η νεότερη λέξη κρασί.

Τη συνταγή για την παραγωγή του θασίτικου κρασιού τη βρίσκουμε στα Γεωπονικά, ένα γεωργικό εγχειρίδιο του 10ου αι. αλλά σίγουρα η τεχνική ήταν παραδοσιακή. Ξέρουμε από τον Πλίνιο ότι τα σταφύλια της Θάσου είχαν πολύ γλυκές ρόγες (praedulcis) και έπρεπε να φτάσουν σε τέλεια ωρίμανση. Τα ώριμα σταφύλια κατά το Φλωρεντίνο εκτίθενται επί 5 μέρες στο ήλιο, στα μέσα της έκτης μέρας, όταν έχουν μαραθεί και αφυδατωθεί, τα βουτούν-βαφτίζουν ζεστά σε ένα μίγμα μούστου και θαλάσσιας άλμης σε ίσα μέρη και στη συνέχεια τα τοποθετούν στο πατητήρι μια νύκτα και μια μέρα. Ύστερα τα πατούν με τα πόδια και βάζουν το μούστο σε αγγεία. Όταν καθαρίσει προσθέτουν 1/25 μούστου ζεσταμένου για την αύξηση της περιεκτικότητας σε σάκχαρα. Κατόπιν το κρασί ξεκουραζόταν σε πιθάρια μέχρι την άνοιξη. Στη γιορτή των Ανθεστηρίων γινόταν η πρώτη δοκιμή του νέου κρασιού. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η άλμη που χρησιμοποιείται κατά την παρασκευή του κρασιού έχει θέση συντηρητικού και βελτίωνε τη γεύση. Σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται για θαλασσινό νερό. Υπήρχε αυστηρός νόμος στη Θάσο ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. που απαγόρευε με πρόστιμο το νέρωμα του κρασιού (παράχυσις ύδατος). Ο οίνος της Θάσου ανήκε στους αθάλασσους οίνους σύμφωνα με το Διοσκουρίδη. Το κρασί φυλασσόταν ερμητικά σφραγισμένο σε πιθάρια στις αποθήκες.

Μέλας (μαύρος-κόκκινος) χαρακτηρίζεται συχνά ο θάσιος οίνος στους αρχαίους συγγραφείς. Έχει το χρώμα του αίματος στη Λυσιστράτη. Το άρωμά του είναι εξαίσιο, τι εξαίρετη ανθοσμία ανακράζει η Λαμπιτώ στη Λυσιστράτη και ο ίδιος ο Διόνυσος δηλώνει στον Έρμιππο ότι έχει άρωμα μήλου θεωρώντας τον καλύτερο μετά το Χιώτικο. Το προτιμούν παλαιωμένο, τον φιλτράρουν πριν τον πιουν, συχνά τον αραιώνουν πριν τον σερβίρουν, τον ζεσταίνουν ή τον δροσίζουν με χιόνι. Σύμφωνα με μια παλιά συνταγή έχει εξαιρετική γεύση γιατί ρίχνουν μέσα ζυμάρι από αγριόσταρο μαλαγμένο με μέλι ώστε το κρασί να πάρει άρωμα απ’ το μέλι και γλύκα απ’ το ζυμάρι. Αυτό το κρασί κερνάνε στο Πρυτανείο της Θάσου σύμφωνα με το Θεόφραστο. Θεωρούνταν καρδιοτονωτικό, αραιωμένο 1 προς 25 μέρη κατέβαζε τον πυρετό, υπήρχε κρασί υπνωτικό και άλλο που προκαλούσε αγρύπνια. Ο Πλίνιος αναφέρει την ποικιλία theriaca που αποτελεί αντίδοτο στα δηλητήρια φιδιών. Οι λατίνοι συγγραφείς το αναφέρουν ως εκλεκτό προϊόν και είχαν κάνει εισαγωγές κλημάτων απ’ τη Θάσο στην Αίγυπτο και την Ιταλία. Θεραπευτικές ιδιότητες είχε και το ξύδι της Θάσου με εφαρμογές σε παθήσεις των ματιών (καταρράχτης).

Το κρασί της Θάσου, ήδη απ’ τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. κυριαρχεί στις αγορές της κυρίως Ελλάδας, της Μακεδονίας, της Θράκης και στα παράλια γύρω απ’ τη Μαύρη Θάλασσα (σχ. 1). Αμέσως μετά το κρασί της Χίου, θεωρείται κρασί ψηλής ποιότητας, όπως υπογραμμίζουν ο Ξενοφών, ο Λουκιανός, ο Αθηναίος Καλλίας, ένας απ’ τους πλουσιότερους Έλληνες, ο Αριστοφάνης. Είναι το κρασί που προτιμούσαν ο Δημήτριος Πολιορκητής και ο Σέλευκος, η εταίρα Γνάθαινα, φίλη του ποιητή Δίφιλου. Η αξία του φαίνεται και σ’ ένα πάπυρο του Ζήνωνα (το 259 π.Χ.), όπου αναφέρεται μαζί με χιώτικο κρασί με προορισμό την Αλεξάνδρεια θάσια και χία και ημιχία (εννοείται κεράμια). Το θάσιο έχει 20 δρχ. συνολικά έναντι 18 του χίου και 9 του ημιχίου.

Το κρασί της Θάσου στην αρχαιότηταΤη μεγάλη σημασία που είχε το κρασί για την οικονομία του νησιούμαρτυρούν και νόμοι που βρέθηκαν χαραγμένοι σε μαρμάρινες επιγραφές και αφορούν στην εμπορία του κρασιού. Ο αρχαιότερος νόμος (480 π.Χ.) που σώζεται αποσπασματικά και ρυθμίζει το εμπόριο κρασιού και ξυδιού, ορίζει ως πρόστιμο για τον παραβάτη μια έκτη, που θ’ αφιερωθεί στην Αθηνά Πολιούχο και στον Πύθιο Απόλλωνα, για κάθε αμφορέα και άλλη μια έκτη θα πληρωθεί στον καταδότη. Στα τέλη του 5ου αι. απαγορεύεται η πώληση της συγκομιδής πάνω στα κλήματα πριν από την πρώτη του μηνός Πλυντηριώνος (Ιούνιος - Ιούλιος) και ρυθμίζεται η πώληση του κρασιού μέσα σε πιθάρια. Ένας τρίτος νόμος χαραγμένος πάνω στο ίδιο μάρμαρο, όπως και ο προηγούμενος, αναφέρει την παρεμβολή ειδικών αρχόντων, οι οποίοι επιβλέπουν την εξαγωγή του κρασιού: κανένα θασιακό πλοίο δεν επιτρέπεται να εισάγει κρασί στα χωρικά ύδατα ανάμεσα στον Άθω και στο ακρωτήριο Παχεία, γιατί τόσο ο πλοιοκτήτης όσο και ο καπετάνιος θα πληρώσουν τα πρόστιμα που προβλέπονται για το νέρωμα του κρασιού (μηδέ πλοίον Θάσιον ξενικόν οίνον [εσαγέτω εσω Άθω καί Παχείης…).

Στην αγορά της Θάσου βρέθηκε ένα σήκωμα (τράπεζα με μέτρα για τον έλεγχο των σταθμών), αφιερωμένο στο θεό Ερμή από ένα αγορανόμο. Έχει δυο ημισφαιρικές κοιλότητες με οπές για να αδειάζουν, που προορίζονταν να δίνουν στους κρασέμπορους την επίσημη χωρητικότητα του στάμνου (7,68 λίτρα) και του μισού αμφορέα (15,36 λίτρα) τον 1ο αι. μ.Χ.

Από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. η διακίνηση του θασίτικου κρασιού υποχωρεί σταδιακά προς όφελος άλλων κέντρων παραγωγής, όπως είναι η Ρόδος, η Κνίδος, η Κως και άλλων πόλεων των ιωνικών παραλίων της Μ. Ασίας πολύ χαμηλότερης ποιότητας.

Εκτός όμως από τις γραπτές πηγές που είναι αποσπασματικές και ελλιπείς, η αρχαιολογική έρευνα συμβάλλει ουσιαστικά στην καλύτερη μελέτη της παραγωγής και διακίνησης του κρασιού της Θάσου στην αρχαιότητα. Η μελέτη των αμφορέων, αγγείων με δυο λαβές (από το αμφιφέρω - αμφιφορεύς στον Όμηρο) που προορίζονταν για την αποθήκευση και τη μεταφορά του κρασιού κυρίως, αλλά και άλλων προϊόντων (λάδι, σιτηρά, παστά) έχει συμβάλει ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια στην πρόοδο της έρευνας για την οικονομία και το εμπόριο στην αρχαιότητα. Η λέξη αμφορεύς τον 5ο αι. τουλάχιστο π.Χ. έχει τη σημασία μονάδας μέτρησης χωρητικότητας, όπως φαίνεται ξεκάθαρα σε επιγραφή της Μιλήτου και μάλιστα έχει και υποδιαιρέσεις. Υπολογίζεται ότι έχει χωρητικότητα λίγο μεγαλύτερη από 20 λίτρα. Την ίδια σημασία έχει κατ’ εξοχή και η λέξη κεράμιον ή θάσιον.

Το κρασί της Θάσου στην αρχαιότηταΣτη Θάσο, όπως και στις περισσότερες ελληνικές πόλεις η κατασκευή των αμφορέων γινόταν σε εργαστήρια που συνήθως κατασκεύαζαν κατ’ αποκλειστικότητα αμφορείς και συχνά και κεραμίδια στέγης, σπάνια όμως ειδικεύονταν και στην κατασκευή άλλων λεπτών αγγείων. Στη Θάσο έχουν εντοπιστεί 12 εργαστήρια παραγωγής αμφορέων με βεβαιότητα και 4 με μεγάλη πιθανότητα (σχήμα 2). Τα περισσότερα απ’ αυτά εντοπίζονται στη ζώνη της παραλίας, απ’ όπου ήταν ευκολότερη η διακίνηση των αμφορέων διας της θαλασσίας οδού αλλά και ο εντοπισμός τους. Έχουν ανασκαφεί 5 εργαστήρια -Κούκος, Καλόνερο, Βαμβούρη Αμμουδιά, Κεραμίδι, Κουνοφιά - 2 μόνο που δεν είναι στην παραλία που χρονολογούνται από το 370 ως τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. Ανασκαφές έχουν γίνει κυρίως στους αποθέτες των εργαστηρίων, στους χώρους δηλ. όπου απέθεταν τα αποτυχημένα προϊόντα, αν και έχουν εντοπιστεί και χώροι των εγκαταστάσεων επεξεργασίας του πηλού και 2 κλίβανοι όπτησης. Δυο είναι οι τύποι των θασίτικων αμφορέων (σχ. 3), ένας που προέρχεται από ένα παλαιότερο τύπο του 5ου αι. έχει χωρητικότητα 30 λίτρα και ένας άλλος με πιο ραδινό σχήμα. Και οι δυο τύποι κατά τον 3ο αι. π.Χ. φαίνεται να διαμορφώνουν ένα ατρακτόσχημο τύπο με μικρό πόδι-κομβίο. Οι θασίτικοι αμφορείς σ’ ένα μεγάλο ποσοστό φέρουν ένα σφράγισμα συνήθως στη μια λαβή (από 50 ως και 100%). Το σφράγισμα γίνεται με μια σφραγίδα πριν από το ψήσιμο του αγγείου (εικ. 1). Στη Θάσο έχει βρεθεί μόνο μια πήλινη αχρησιμοποίητη τέτοια σφραγίδα. Το κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων από 25.000 σφραγισμάτων, 15.000 από τα οποία έχουν βρεθεί στο νησί, είναι ότι περιλαμβάνουν συνήθως ένα έμβλημα ή σύμβολο σχετικό με την αμπελοκαλλιέργεια ή τη λατρεία ντόπιων θεοτήτων, το όνομα του επώνυμου άρχοντα και το εθνικό της πόλης (εικ. 2-4). Ο ρόλος των σφραγισμάτων στις λαβές των αμφορέων δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί. Μερικοί ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για εγγύηση χωρητικότητας, ενώ τελευταία υποστηρίζεται η άποψη ότι αποτελούν ένα είδος φορολογικού ελέγχου στην παραγωγή των αμφορέων. Εκτός από τη Θάσο, κι άλλα κέντρα παραγωγής κρασιού στην αρχαιότητα χρησιμοποιούν το σύστημα της σφράγισης (Ρόδος, Κνίδος, Σινώπη, Ηράκλεια Ποντική, Σαμοθράκη, Αίνος).

Τα τελευταία χρόνια έγινε ανασκαφή από την συντάκτρια και τον Y. Garlan σ’ ένα εργαστήριο του εσωτερικού του νησιού στη θέση Χιόνη (εικ. 5-6) στην ορεινή περιοχή ΝΑ του Πρίνου σε απόσταση 1800 περίπου μέτρων από το δρόμο προς Καζαβήτι και υψόμετρο 150-200 μ. Η διερεύνηση της θέσης κρίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα γιατί στην περιοχή δεν είχαν εντοπιστεί ακόμα εργαστήρια αμφορέων και επιπλέον βρίσκεται μακριά από την παραλία, όπου εντοπίζονται τα περισσότερα γνωστά μέχρι σήμερα εργαστήρια. Η έρευνα στον αποθέτη του εργαστηρίου απέδωσε πλήθος θραυσμάτων αμφορέων και ενσφράγιστες λαβές που τοποθετούν τη λειτουργία του εργαστηρίου στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. και μετά από σύντομη παύση στο τέλος του 4ου μέχρι και το τέλος του 3ου αι. π.Χ.

Είναι πολύ σημαντικό ν’ αποσαφηνισθούν οι λόγοι της επιλογής μιας τέτοιας θέσης για την εγκατάσταση του εργαστηρίου που λειτούργησε πάνω από 100 χρόνια. Σχετίζεται με τη γεωλογία και την άμεση πρόσβαση σε άργιλο καλής ποιότητας που υπάρχει σε μικρή απόσταση ή είχε να κάνει με τη γειτνίαση του εργαστηρίου με αμπελώνες; Στη δεύτερη περίπτωση πολύ ενδιαφέρουσα θα είναι η περαιτέρω διερεύνηση της περιοχής για τον εντοπισμό χώρων αποθήκευσης του κρασιού και πατητηριών, όπως έχει ήδη γίνει αλλού. Η αναζήτηση κι άλλων εργαστηρίων αμφορέων ίσως βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση.


Χ. Καραδήμα-Αρχαιολόγος
ΙΘ΄ Εφορείας Προϊστορικών
και Κλασικών Αρχαιοτήτων.

©ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ




ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ

Περί του οίνου των Ελλήνων


Οίνος. Το Ομηρικό κρασί και τα… μυστικά του



ΤΑ ΟΙΝΟΥΡΓΙΚΑ





ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ