«Ένα ιδιότυπο συνονθύλευμα από λαμαρίνες και πτυχωτά φύλλα τσιμεντοκονίας, κάτω από τα οποία έπρεπε κανείς, αλλού σκύβοντας και αλλού σκοντάφτοντας πάνω σε ξύλινες δοκίδες και υποστυλώματα, να δει ελάχιστα πράγματα από τα μνημεία και μόνον αν ήταν παρών και ο Ανδρόνικος –με την παροιμιώδη προσήνειά του– επέτρεπε να σηκώνεται η οθόνη που κάλυπτε την πρόσοψη του βασιλικού τάφου· μάλιστα ξεναγούσε ο ίδιος, όχι μόνο στον βασιλικό τάφο αλλά και στα υπόλοιπα μνημεία».
Ετσι περιγράφει την κατάσταση που επικρατούσε στον αρχαιολογικό χώρο της Βεργίνας το φθινόπωρο του 1980, ο Ιορδάνης Ε. Δημακόπουλος, αρχιτέκτων και επικεφαλής επί σειράν ετών της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού, στο βιβλίο του «Κελύφη προστασίας εν είδει Τύμβου». Οι μακεδονικοί τάφοι της Βεργίνας, ανάμεσά τους και ο τάφος του βασιλιά Φιλίππου Β΄, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχαν αποκαλυφθεί μέσα σε τρία χρόνια από τον αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο, ο οποίος κυριολεκτικά ισοπέδωσε έναν τεχνητό λόφο ύψους 12 μέτρων που κατασκευάστηκε στην αρχαιότητα. Οι υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού έψαχναν τότε να βρουν μια λύση για τη διατήρηση των μνημείων και την απόδοσή τους στο κοινό.
Με αυτή την εικόνα στον νου αφήνω πίσω μου το νέο και εντυπωσιακό κτίριο του Πολυκεντρικού Μουσείου Αιγών που άνοιξε πριν από λίγες ημέρες στη Βεργίνα της Ημαθίας και εισάγει τον επισκέπτη στις Αιγές και στη βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων και κατευθύνομαι στο κέντρο του μικρού χωριού για μια κατάδυση στον κόσμο των νεκρών. Εξωτερικά βλέπω κάτι παρόμοιο με αυτό που αντίκρισε και ο Ανδρόνικος πριν ξεκινήσει τις ανασκαφές. Εναν καταπράσινο γήλοφο, χαμηλότερο φυσικά από 12 μέτρα, φυτεμένο με θάμνους και ένα διάδρομο που οδηγεί κάτω από τη γη.
Αριστερά, η είσοδος στους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας γίνεται από έναν κατηφορικό διάδρομο, που οδηγεί μέσα στον τεχνητό τύμβο. Στο κέντρο, η χρυσή λάρνακα και το στεφάνι του Φιλίππου Β΄, από τα πιο εντυπωσιακά εκθέματα του μουσείου. Δεξιά, η πρόσοψη από τον «τάφο του πρίγκιπα», που αποδίδεται στον Αλέξανδρο Δ΄. Φωτ. SHUTTERSTOCK
Εχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα εδώ και είχα ξεχάσει πόσο υποβλητικό μπορεί να γίνει το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων όταν σε τυλίγει το σκοτάδι. Τα μάτια μου δεν έχουν συνηθίσει ακόμη. Κάνω λίγα βήματα και σταματάω στις επιτύμβιες στήλες που βλέπω μπροστά μου πριν προχωρήσω και κατέβω κι άλλο μέσα στη γη για να φτάσω έξω από την πύλη του τάφου του Φιλίππου Β΄. Βλέπω αυτό που είδαν και οι αρχαιολόγοι πριν από τέσσερις δεκαετίες και ό,τι κατασκεύασαν οι αρχαίοι Μακεδόνες το 336 π.Χ. Χαζεύω τη μνημειακή πρόσοψη με τη ζωγραφική παράσταση του κυνηγιού αγρίων ζώων, το μπλε και το κόκκινο χρώμα του διάκοσμου που σώζονται σε εξαιρετική κατάσταση ύστερα από τόσους αιώνες. Παρατηρώ πιο καθαρά τώρα –τα μάτια μου συνήθισαν– τη χρυσή λάρνακα και το στεφάνι βελανιδιάς του Φιλίππου Β΄, τη χρυσοποίκιλτη πανοπλία, τα όπλα και τα σκεύη που βρέθηκαν μέσα στον τύμβο πριν προχωρήσω στον τάφο του «Πρίγκιπα» και στα υπόλοιπα μνημεία.
«Επιδιώκαμε την αντίθεση μεταξύ του έξω και του μέσα. Διεισδύω μέσα στα έγκατα της γης, περιβάλλομαι από ένα μισοσκόταδο, υποβάλλομαι, περνάμε από τον κόσμο των ζωντανών, τη ζέστη και το φως, στο σκοτάδι, στο κρύο, στον κόσμο των νεκρών», μου λέει σήμερα ο 83χρονος Ιορδάνης Δημακόπουλος.
Στο σπίτι του στην Αθήνα, μια μονοκατοικία που έχτισε ο φιλόλογος πατέρας του στο Αιγάλεω –και κατά σύμπτωση δάσκαλος του Μανόλη Ανδρόνικου στη Θεσσαλονίκη–, ο κ. Δημακόπουλος περιγράφει τη συνάντησή του με τον επιφανή αρχαιολόγο και τη σύσκεψη του Σεπτεμβρίου του 1983 στη Βεργίνα με τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και τον Μανόλη Ανδρόνικο, που καθόρισε την ιδιαίτερη μορφή που πήρε τελικά το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων. «Τους είπα τότε ότι έχουμε μια ιδιάζουσα περίπτωση. Επρεπε κανείς να ξαναφέρει την προτέρα κατάσταση των πραγμάτων. Οχι με ακρίβεια την οποία και δεν τη γνωρίζαμε, αλλά να θυμίζει αυτό που ήταν και να αφήσει το εσωτερικό ως έναν ενιαίο χώρο, υπό τύπου κελύφους και το επικύρωσαν».
Η βασική ιδέα με την οποία συμφώνησε και ο Μανόλης Ανδρόνικος και ήταν να κατασκευαστεί ένα ενιαίο κέλυφος ή πολλά επιμέρους για την προστασία των μνημείων, εντός των οποίων θα μπορούσαν να κυκλοφορούν οι επισκέπτες. Κατόπιν τα κελύφη θα επιχωματώνονταν ώστε εξωτερικά να δίνεται η εικόνα ενός χωμάτινου τύμβου.
«Με τη φυσική μόνωση των επιχώσεων, οι συνθήκες γύρω από τα μνημεία θα προσέγγιζαν τις συνθήκες της αιώνιας διατήρησης των μνημείων που είχαν εξασφαλίσει οι επιχώσεις της Μεγάλης Τούμπας», εξηγεί ο κ. Δημακόπουλος στο βιβλίο του. Πράγματι, μέσα στον τεχνητό τύμβο η θερμοκρασία παραμένει σχεδόν πάντα σταθερή, μεταξύ 17 και 18 βαθμών Κελσίου και τα μνημεία που φωτίζονται με τεχνητό φως, «με ειδικές λάμπες νατρίου υψηλής πιέσεως για την κατακράτηση της υπεριώδους ακτινοβολίας», όπως επισημαίνει ο κ. Δημακόπουλος, δεν φαίνεται να έχουν αλλοιωθεί από την έκθεσή τους στα μάτια των επισκεπτών.
Στο γραφείο του στο Αιγάλεω, ο αναστηλωτής μού μιλάει αρκετή ώρα για τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά των μακεδονικών τάφων, για τις υψηλές κατασκευαστικές αντοχές που προσδίδουν η τετράγωνη και θολωτή σχεδίασή τους, τις συγγένειες που παρατηρεί με τη διδασκαλία της γεωμετρίας από τον Πλάτωνα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν κατά την κατασκευή αυτού του σύνθετου έργου. Οι μελέτες ξεκίνησαν το 1983 αλλά εργολάβος μπήκε στο έργο το 1991 και τα εγκαίνια έγιναν το 1993, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου. «Η όλη κατασκευή είναι πλήρως αναστρέψιμη, μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποξηλωθεί και να αφαιρεθεί εάν χρειαστεί», προσθέτει ο κ. Δημακόπουλος, «οι τοίχοι, τα δοκάρια, οι κολόνες κατασκευάστηκαν σε ένα εργοστάσιο στη Θήβα και μεταφέρθηκαν στη Βεργίνα· εκεί δεν έπεσε τσιμέντο».
Μέσα στον τύμβο προχωράω στον τάφο των «ελεύθερων κιόνων», όπως ονομάζεται, βλέπω τον τάφο της Περσεφόνης και το Ηρώον που βρίσκεται «ψηλότερα» σε σχέση με τα υπόλοιπα μνημεία, πριν αφήσω τους βασιλικούς τάφους και τα ευρήματά τους στην αιώνια ησυχία τους. Εξω στο φως γυρνάω ξανά προς τον χωμάτινο τύμβο που τώρα μου μοιάζει περισσότερο σαν μια χειρονομία ευγενείας, ένα αντίδωρο στους αρχαίους Μακεδόνες που μας επέτρεψαν να μάθουμε λίγο περισσότερα πράγματα για τη ζωή και τον θάνατο.
Φωτογραφία. Αεροφωτογραφία του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας (1992), που δείχνει την κατασκευή των τεσσάρων εξαγωνικών αιθουσών και τις δύο κλειστές θολωτές αίθουσες των βασιλικών τάφων οι οποίες αργότερα καλύφθηκαν με χώμα. Φωτ. ΚΕΛΥΦΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΕΝ ΕΙΔΕΙ ΤΥΜΒΟΥ/ ΟΔΑΠ
Πηγή :‘Η Καθημερινή’ Μέσω https://www.pena.press/