Κορυφαίοι στρατηγοί της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ελληνισμού.




Μία αναδρομή στους κορυφαίους στρατηγούς της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας 




1) Ο Φλάβιος Βελισάριος (505 -565) γεννήθηκε το 505 μ.Χ. στο χωριό Γερμανίκεια της Θράκης  ήταν στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών.

Ο Φλάβιος Βελισάριος ή Βελισάριος (505 - Μάρτιος 565) ήταν στρατηγός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Θεωρείται από τους σπουδαιότερους στρατιωτικούς της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου και ένας από τους επιφανέστερους στρατιωτικούς ηγέτες όλων των εποχών.

Διακρίθηκε σε όλα τα μέτωπα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους εκείνης της εποχής (Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική, Ιταλία, Βαλκάνια) με την εξαίρεση της Ισπανίας. Επίσης εισήγαγε πολλές καινοτομίες στην εκπαίδευση και οργάνωση του ρωμαϊκού στρατού της εποχής, καθώς και στην τακτική των επιχειρήσεων. Υπήρξε ένας από τους στενούς συνεργάτες του Ιουστινιανού, στην προσπάθεια του τελευταίου να ανασυστήσει την αρχαία ρωμαϊκή αυτοκρατορία.

Η ζωή και η σταδιοδρομία του παρουσιάζουν εντονότατες εναλλαγές της τύχης, από τον θρίαμβο και τη δόξα στον παραμερισμό και την απώλεια κάθε εύνοιας, αξιωμάτων και περιουσίας και αντιστρόφως.

Ο βίος και τα κατορθώματά του τροφοδότησαν πολλές λαϊκές αφηγήσεις αλλά και λογίους και καλλιτέχνες από τη βυζαντινή μέχρι την νεότερη εποχή, καθώς ο Βελισάριος έγινε παράδειγμα τραγικού ήρωα. Η απόκρουση της εισβολής των νομάδων Κουτριγούρων ήταν η τελευταία στρατιωτική επιχείρηση του Βελισάριου. Έπειτα αποσύρθηκε οριστικά από τον ενεργό δημόσιο βίο και πέθανε το Μάρτιο του 565, λίγους μήνες πριν το θάνατο του Ιουστινιανού, όχι όμως χωρίς ενοχλήσεις από την βασιλική Αυλή.

Το 561 κατηγορήθηκε ακόμη μία φορά ότι συμμετείχε σε μια συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα με συνέπεια τη δήμευση της περιουσίας του και τον κατ’ οίκον περιορισμό. Έξι μήνες αργότερα, ο Ιουστινιανός αποκατέστησε τον γηραιό πλέον στρατηγό. Η ζωή και τα κατορθώματά του έγιναν αντικείμενο θαυμασμού ανά τους αιώνες και τροφοδότησαν πολλούς θρύλους και διηγήσεις. Το όνομά του έγινε συνώνυμο της στρατιωτικής ευφυΐας και ανδρείας και αποδιδόταν σε δαφνοστεφείς στρατηγούς, όπως ο δημοφιλής Ιωάννης Κουρκούας (10ος αι.) που ονομάστηκε από τους συγχρόνους του «άλλος Τραϊανός ή Βελισάριος».




Επίσης, ιδίως από τον 11ο αι., στην ιστορική παράδοση υπεισέρχονται στοιχεία και περιστατικά από βίους και κατορθώματα άλλων προσωπικοτήτων. Επιπλέον, οι διηγήσεις που αναφέρονται στον Βελισάριο, παίρνουν έναν έντονα δραματικό χαρακτήρα, επηρεασμένες από τις έντονες μεταβολές της τύχης του ήρωά τους και τις τεταμένες σχέσεις του με τα ανάκτορα.

Ο Μιχαήλ Γλυκάς (11ος αιώνας) δραματοποιεί τις τύχες του Βελισάριου αναφέροντας ότι ο νικητής Περσών, Βανδάλων, Γότθων και Ούννων καθόταν αναμένοντας από τον δήμιο να τον αποκεφαλίσει. Τον επόμενο αιώνα ο Ιωάννης Ζωναράς προχωρεί ακόμη περισσότερο λέγοντας ότι ο Βελισάριος έμεινε φυλακισμένος μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ ο Ιωάννης Τζέτζης περιγράφει πώς ο ήρωάς του τυφλώθηκε και αναγκάστηκε να επαιτεί από τον μνησίκακο Ιουστινιανό.




2) Ο Κατακαλών Κεκαυμένος ήταν Βυζαντινός στρατιωτικός και συγγραφέας στα μέσα του 11ου αιώνα. Ο Κατακαλών Κεκαυμένος γεννήθηκε στην Κολώνεια του Πόντου, και παρόλο που προφανώς ήταν μέλος της αριστοκρατικής οικογένειας Κατακαλών, σύμφωνα με τον Ιωάννη Σκυλίτζη δεν ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Διακρίθηκε για πρώτη φορά στην σικελική εκστρατεία του Γεωργίου Μανιάκη.

Απεικόνιση του 1040 της πολιορκίας της Μεσσήνης που υπερασπίστηκε ο Κεκαυμένος

Εκεί, ο Κεκαυμένος, με το βαθμό του πρωτοσπαθάριου, διέταξε ένα στρατιωτικό απόσπασμα από το Θέμα Αρμενιακών και οδήγησε την επιτυχή υπεράσπιση της Μεσσήνης από την αραβική επίθεση το 1040. Το 1043 νίκησε τους Ρως στην επιδρομή τους κατά την αυτοκρατορικής πρωτεύουσας, και ονομάστηκε βέστης και άρχοντας των παραδουνάβιων πόλεων. Επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ (1042 έως 1055)είχε μια άκρως επιτυχημένη καριέρα.

Υπηρέτησε στην Ανατολή ως δούξ της Ιβηρίας, και έγινε κυβερνήτης της Ανίον στην Γεωργία του Καυκασου, όταν η πόλη προσαρτήθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1045, και οδήγησε τις τοπικές δυνάμεις στις πρώτες συγκρούσεις με τους Σελτζούκους Τούρκους. Στα τέλη της δεκαετίας του 1040, είχε προαχθεί στη θέση του στρατηλάτη της Ανατολής, και συμμετείχε στην εκστρατεία εναντίον των νομάδων Πετσενέγκων, ως δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον άπειρο στρατιωτικά Νικηφόρο. Κατά τη διάρκεια αυτής της εκστρατείας, τραυματίστηκε σοβαρά.



Γύρω στο 1055 διορίστηκε στο διάσημο και ισχυρό αξίωμα του δούξ της Αντιόχειας. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Μιχαήλ ΣΤ΄ (1056 – 1057) είχε μία καχυποψία με τους εξέχοντες στρατηγούς και τους φέρθηκε άσχημα, ο Κατακαλών ενώ ήταν ήδη μάγιστρος του δόθηκε ο τίτλος του προέδρου που την απέρριψε. Με τη σειρά του, Κεκαυμένος στήριξε ενεργά την εξέγερση του Ισαακίου Κομνηνού το 1057, και ανταμείφθηκε με τον τίτλο του κουροπαλάτη.

Ο Κεκαυμένος έγραψε ένα βιβλίο – αυτοβιογραφία, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως κύρια πηγή για τα γεγονότα του 1042-1057 από τον Ιωάννη Σκυλίτζη στη δική του ιστορία. Ως εκ τούτου, η αφήγηση του Σκυλίτζη περιγράφει την καριέρα του με μεγάλη λεπτομέρεια και είναι ιδιαίτερα εγκωμιαστικό για αυτόν και τα επιτεύγματά του.
Ο Κατακαλών Κεκαυμένος πιστεύεται ότι είναι ο συγγραφέας του λεγόμενου «Στρατηγικόν του Κεκαυμένου», σύγχρονοι μελετητές απορρίπτουν ότι το έγραψε αυτός αλλά κάποιος με το ίδιο όνομα Κεκαυμένος.
Guilland, Rodolphe (1967) (στα French). Recherches sur les Institutions Byzantines, Tomes I–II. Berlin: Akademie-Verlag.
Holmes, Catherine (2005). Basil II and the Governance of Empire (976–1025). Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-927968-5.
Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. New York and Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6.

ΕΠΙΣΗΣ
Ο Κεκαυμένος ήταν Βυζαντινός συγγραφέας γνωστός για το διασωθέν έργο του Στρατηγικόν, ένα εγχειρίδιο για τις στρατιωτικές υποθέσεις των νοικοκυριών του 11ου αιώνα. Ήταν ίσως Αρμενικής ή Γεωργιανής καταγωγής ενώ ήταν εγγονός του δούκα της Ελλάδος[1].
Παρά τις σχετικές υποθέσεις, δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη απόδειξη ότι αυτός είναι ο διάσημος στρατηγός του 11ου αιώνα Κατακαλών Κεκαυμένος ή ο γιος του.
Θετός του πατέρας ήταν ο Νικουλιτζάς Δελφινάς, ένας άρχοντας της Λάρισας που συμμετείχε στη βλάχικη εξέγερση το 1066 .The Oxford History of Byzantium By Cyril A. Mango, Oxford University Press, 2002, p.11-  http://books.google.com/books?id=YIAYMNOOe0YC&pg=PA280


3) Ο Γεώργιος Μανιάκης (998 – 1043) ήταν Βυζαντινός στρατηγός που έδρασε κατά το β’ τέταρτο του 11ου αιώνα. Από πολλούς νεώτερους ιστορικούς θεωρείται συνεχιστής της «Μακεδονικής εποποιίας», δηλαδή των στρατιωτικών επιτευγμάτων των αυτοκρατόρων-στρατηλατών Νικηφόρου Β’ Φωκά, Ιωάννη Α’ Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου. Υπό την ηγεσία του Μανιάκη τα βυζαντινά όπλα θριάμβευσαν στο ανατολικό (Συρία) και δυτικό (Κάτω Ιταλία, Σικελία) μέτωπο κατά την περίοδο παρακμής που ακολούθησε τον θάνατο του Βουλγαροκτόνου.

Το Θέμα Σικελίας ήταν θέμα της  Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας των Ελλήνων το οποίο δημιουργήθηκε μεταξύ του 687 και του 695. Το 831, με την κατάληψη του Παλέρμο από τους Άραβες άρχισε η απώλεια των εδαφών του, το 842 το αραβικό πριγκιπάτο κατέλαβε την Μεσσήνη, το 878 τις Συρακούσες και το 902 το Ταυρομένιο, καταλύοντας το Θέμα της Σικελίας, μέχρι τον ερχομό του στρατηγού Γ. Μανιάκη 
ΔΕΙΤΕ

Το Θέμα Σικελίας και η Εξαρχία της Ραβένα



ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΙΑΚΗΣ Ή ΑΠΕΛΕΥΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ 

Όμως, η συνεχής υπονόμευσή του από την αυτοκρατορική αυλή, τον εξώθησε σε ανταρσία με άδοξο τέλος. Οι επιτυχίες του ήταν από τα ελάχιστα δείγματα δυναμισμού του Βυζαντίου εκείνης της περιόδου, καθώς η επιπολαιότητα και η κακοδιοίκηση της κεντρικής εξουσίας οδήγησαν στην συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, που ανεστάλη με την άνοδο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού στον αυτοκρατορικό θώκο.




4) Ο Βάρδας Σκληρός ήταν Βυζαντινός στρατηγός που ηγήθηκε μιας ευρείας Ασιατικής επανάστασης κατά του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ το 976–979. εκτάσεων στις ανατολικές παρυφές της Μικράς Ασίας. Η μητέρα του Γρηγορία καταγόταν από τον αδελφό του Βασιλείου Α΄ τον Βάρδα. Ως μεγαλύτερο κατόρθωμα του λογίζεται η εξαιρετική άμυνα της Κωνσταντινούπολης κατά του στρατού του Σβιάτοσλαβ Α΄ του Κιέβου το 970.

Ο Βάρδας Σκληρός 
Κατά τη Μάχη της Αρκαδιούπολης, αναφέρεται ότι κατάφερε να επιφέρει 20.000 απώλειες στους Ρως, ενώ η εκστρατεία κόστισε τις ζωές μόλις 25 Ελλήνων στρατιωτών. Αφότου έδειξε ότι ο ίδιος ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τους φοβερότερους εχθρούς του Βυζαντίου, ο Βάρδας έγινε έμπιστος σύμβουλος του Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και ήταν κουνιάδος του. Με τον θάνατο του Ιωάννη, ο Σκληρός επιδίωξε να τον αντικαταστήσει ως ενεργών αυτοκράτορας.

Ο ευνούχος Βασίλειος Λεκαπηνός όμως, που στην πραγματικότητα ηγούνταν της αυτοκρατορικής κυβέρνησης είχε άλλα σχέδια, καθαιρώντας τον Βάρδα από την θέση κλειδί που είχε ως στρατηγός στην Ανατολή το 975. Σύμφωνα με τον Μιχαήλ Ψελλό, ο Βάρδας ήταν «άνθρωπος που δεν ήταν μόνο ικανός στο σχεδιασμό, αλλά εξαιρετικά έξυπνος κατά την εκτέλεση των σχεδίων του, κατείχε τεράστιο πλούτο, με το κύρος του βασιλικού αίματος και της επιτυχίας σε μεγάλους πολέμους, με όλη τη στρατιωτική κάστα στο πλευρό για να βοηθήσει το σκοπό του.»



5) Ο Ρωμανός Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών. Είχε διοριστεί Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 990-991.




Ήταν γιος, και το μοναδικό παιδί, του στρατηγού και σφετεριστή του θρόνου Βάρδα Σκληρού και άγνωστης μητέρας. Το 976 απελευθερώθηκε, κρατούνταν στην Κωνσταντινούπολη, και μεταμφιεσμένος έφτασε στην περιοχή της Μεσοποταμίας.

Μολυβδόβουλο του Ρωμανού Σκληρού σαν δούκα της Αντιόχειας. Επιγραφή: ΡΩΜΑΝ. ΠΡΟΕΔΡO. CΤΡΑΤΟΠΕΔΑΡΧ. ΤΙC ΑΝΑΤΟΛΗC S' DUΞ ΑΝΤΙΟΧΙΑ Ο CΚΛΗΡΟC

Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του πατέρα του Βάρδα το 979 τον ακολούθησε στην φυγή του στο χαλιφάτο των Αββασιδών για να επιστρέψουν το 987 και να συμμετάσχουν σε μια άλλη εξέγερση με τον Βάρδα Φωκά. Ο Ρωμανός την ίδια χρονιά αυτομόλησε στο στρατόπεδο του αυτοκράτορα, αναφέρεται ότι η φυγή του ήταν στρατήγημα του πατέρα του ή έφυγε επειδή διαφωνούσε με την συνεργασία στην στάση με τους Φωκάδες.

Διοικητές Αντιόχειας
Γνωστοί είναι οι παρακάτω διοικητές του Δουκάτου
  • Ευστάθιος Μαλεΐνος, 969- , ο πρώτος δουξ
  • Κουλέπης, 977
  • Ουμπεηνταλάχ, 977-978
  • Λέων Μελισσηνός, 985-986, δούκας
  • Μιχαήλ Βούρτζης, 970 ίσως μέχρι 976, δούκας
  • Βάρδας Φωκάς, 986-987, δούκας
  • Λέων Φωκάς, 987-989. δούκας
  • Ρωμανός Σκληρός, 990-991, δούκας
  • Μιχαήλ Βούρτζης, 991-995, δούκας
  • Δαμιανός Δαλασσηνός, 995-998, δούκας
  • Νικηφόρος Ουρανός, 999-1007, δούκας
Μετά την αποτυχία και αυτής της εξέγερσης ο Ρωμανός Σκληρός φαίνεται ότι παρέμεινε σε σημαντικές θέσεις, και υπηρέτησε ως δούξ της Αντιόχειας. Κατά μία τοπική λαϊκή παράδοση του δόθηκε προσωπικό φέουδο («Πρόνοια») όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του στην Πελοπόννησο. Ο Ρωμανός είχε κόρη την ονομαζόμενη Μαρια «Σκλήραινα» σύζυγο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ του μονομάχου. Από το όνομα του Ρωμανού ονομάστηκε και το χωριό «Σκληρού», ο σημερινός Σκληρός Μεσσηνίας.



6) Ο Ρωμανός (Β') Σκληρός ήταν βυζαντινός αξιωματούχος, στρατηγός, μέλος της επιφανούς αριστοκρατικής οικογένειας των Σκληρών.



Είχε διοριστεί δύο φορές Δούξ (διοικητής) της Αντιόχειας το 1054 – 1055 και το 1057. Είχε επίσης τα αξιώματα μάγιστρος, πρόεδρος, στρατοπεδάρχης της ανατολής και πρωτοστράτορας. Το όνομα του πατέρα του και της μητέρας του δεν διασώζονται, ο πατέρας του ήταν γιος του Ρωμανού Σκληρού παππού του Ρωμανού.

Διοικητές Αντιόχειας
  • Λέων, 1037-1043, κατεπάνω
  • Βασίλειος Πεδιαδίτης, 1043 περίπου, κατεπάνω
  • Λέων, κατεπάνω
  • Στέφανος, δούξ
  • Γρηγόριος, κατεπάνω
  • Κωνσταντίνος Βούρτζης, 1043-1045, δουξ
  • Μιχαήλ Ιασσίτης, 1046-1048, δούξ
  • Μιχαήλ Κοντοστέφανος, δούξ
  • Κωνσταντίνος Βούρτζης, 1053, δούξ
  • Ρωμανός Σκληρός, 1054 ίσως πρωτύτερα -1055. δούξ
  • άγνωστος, 1055-1057, δούξ
  • Κατακαλών Κεκαυμένος, ? -1056, δούξ
  • Μιχαήλ ο Ουρανός, 1056-1057, κατεπάνω
  • Ρωμανός Σκληρός, 1057, δούξ
  • Θεόδωρος Κομνηνός, δούξ
  • Ανδριανός Δαλασσηνός, 1059, δουξ
  • Ιωάννης Δούκας, ? - 1068, δούξ
  • Μιχαήλ, κατεπάνω
Ο Ρωμανός έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄, ενώ το 1057 υποστήριξε τον Ισαάκιο Κομνηνό να διεκδικήσει τον θρόνο από τον Μιχαήλ ΣΤ΄. Αργότερα ο Ισαάκιος τον διόρισε σε ανώτατα αξιώματα και για δεύτερη φορά δούξ Αντιόχειας το 1057. Πιθανότατα να σχετίζεται με μία λαϊκή παράδοση που δίνεται για τον παππού του και να είναι αυτός.




7) Ο Μιχαήλ Βούρτζης (περίπου 930/935 – μετά από το 996) ήταν ο κορυφαίος Βυζαντινός στρατηγός στα τέλη του 10ου αιώνα.

Έγινε ονομαστός για την κατάληψη της Αντιόχειας το 969, αλλά έπεσε σε δυσμένεια από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β΄ Φωκά. Αγανακτισμένοι η Οικογένεια Βούρτζη ένωσε τις δυνάμεις της με τους συνωμότες που δολοφόνησαν τον Φωκά λίγες εβδομάδες αργότερα.

Η άλωση της Αντιόχειας από τα βυζαντινά στρατεύματα υπό το στρατηγό Μιχαήλ Βούρτζη στις 28 Οκτωβρίου 969

Ο Βούρτζης επανεμφανίζεται σε εξέχοντα ρόλο στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ του αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ και του επαναστάτη Βάρδα Σκληρού, όπου άλλαξε στρατόπεδα, από υποταγή στον αυτοκράτορα κι έπειτα στους αντάρτες και πάλι στον Βασίλειο Β΄.

Διοικητές Αντιόχειας

Ευστάθιος Μαλεΐνος, 969- , ο πρώτος δουξ
Κουλέπης, 977
Ουμπεηνταλάχ, 977-978
Λέων Μελισσηνός, 985-986, δούκας
Μιχαήλ Βούρτζης, 970 ίσως μέχρι 976, δούκας
Βάρδας Φωκάς, 986-987, δούκας
Λέων Φωκάς, 987-989. δούκας
Ρωμανός Σκληρός, 990-991, δούκας
Μιχαήλ Βούρτζης, 991-995, δούκας
Δαμιανός Δαλασσηνός, 995-998, δούκας
Νικηφόρος Ουρανός, 999-1007, δούκας
Πακούριος, δούκας

Παρ’ όλα αυτά, είχε διοριστεί εκ νέου ως δούξ της Αντιόχειας από τον Βασίλειο, μια θέση που κατείχε μέχρι το 995, όταν κι αντικαταστάθηκε εξαιτίας τής αποτυχίες του στον πόλεμο εναντίον των Φατιμιδών Αράβων της Αιγυπτου.



8) Ο Αλέξιος Στρατηγόπουλος γεννήθηκε τα τέλη του 12ου με αρχές του 13ου αιώνα. Ήταν στρατηγός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και είχε λάβει το αξίωμα του Μεγάλου Δομέστικου επί βασιλείας του Μιχαήλ Η´ του Παλαιολόγου.




Έμεινε γνωστός κυρίως λόγω της απελευθέρωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η οποία αποτέλεσε την πιο λαμπρή αλλά ταυτόχρονα και η τελευταία νικηφόρα στρατιωτική επιχείρισή του, καθώς στην συνέχεια ηττάται σε όλες τις επόμενες μάχες, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί και να παραμείνει ταπεινωμένος μέχρι τον θάνατό του.

Στις 25 Ιουλίου 1261 ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη. Στην εικόνα, μολυβδόβουλο (μολύβδινη σφραγίδα) του Αλέξιου

Το 1261, απελευθερώνεται αργότερα από τον ίδιο τον Δεσπότη της Νίκαιας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, με τον όρο να κατευθυνθεί με στρατό 800 ξένων μισθοφόρων του ιππικού στα περίχωρα της Βασιλεύουσας προκειμένου να κατασκοπεύσει τους Λατίνους και να φοβίσει τους Βουλγαρους. Όταν το στρατιωτικό τμήμα με διοικητή τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο έφθασε κοντά στην πόλη της Σηλυμβρίας στην Θράκη, αγρότες της περιοχής τον πληροφόρησαν ότι ο λατινικός στρατός και ο βενετικός στόλος της Κωνσταντινουπόλης απουσίαζαν σε μία εκστρατεία κατάληψης του νησιού Δαφνουσία στον Εύξεινο Πόντο την οποία κατείχαν οι Νικαιάτες.

Το εσωτερικό των τειχών της Νίκαιας εισ την Μ.Ασίαν 

Επίσης αναφέρεται ότι κάποιος γεωργός είπε στον στρατηγό της Νίκαιας πως έμενε μέσα στην Πόλη, μπορούσε όμως να βγαίνει κάθε ημέρα για να βόσκει τα ζώα του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής, η οποία παρέμενε αφύλακτη. Ο Αλέξιος δεν θα μπορούσε να αφήσει αυτή την ιδανική ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Το ίδιο βράδυ στις 25 Ιουλίου εισήλθε με το στράτευμά του από την Πύλη της Ζωοδόχου Πηγής και χωρίς να γίνει αντιληπτός σταμάτησε σε μια μονή κοντά στην πύλη, ενώ απέστειλε κάποιους στρατιώτες ως αγγελιοφόρους στην Νίκαια να ανακοινώσουν την καταπληκτική αυτή είδηση.

Εν τω μεταξύ, ο στρατηγός με το απόσπασμά του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους φρουρούς και μετά από κάποιες αψιμαχίες πήρε τον έλεγχο των μεσόγειων τειχών. Μόλις η εισβολή και η ήττα της φραγκικής φρουράς έγινε ευρέως αντιληπτή, ο Αυτοκράτορας των Λατίνων Βαλδουϊνος Β’ μαζί τον Λατίνο Πατριάρχη της Πόλης και τους υπόλοιπους Καθολικούς κατοίκους της, κατέφυγαν στο λιμάνι προσμένοντας με αδημονία τον βενετικό στόλο να επιστρέψει, ελπίζοντας ότι θα επιβιβασθούν σε αυτόν ώστε να μην θανατωθούν ή να αιχμαλωτιστούν.

Οι Βενετοί κατέφθασαν εγκαίρως και παρέλαβαν το τρομαγμένο πλήθος. Δεν επέτυχαν όμως τίποτε παραπάνω, αφού οι ενισχύσεις από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας είχαν ήδη φτάσει και διέφυγαν από την θάλασσα αφήνοντας την Πόλη στους Βυζαντινούς. Τον επόμενο μήνα, στις 15 Αυγούστου, ανήμερα της εορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου εισήλθε ο Μιχαήλ Η’ μετά πομπής και γονυπετής στην Χρυσή Πύλη, όπου ακούσθηκαν οι Δεκατρείς Προσευχές, τις οποίες συνέθεσε ο Γεώργιος Ακροπολίτης με παραγγελία του Δεσπότη με σκοπό να ευχαριστήσει τον Θεό για την νίκη του. Έπειτα στην Αγία Σοφία στέφθηκε αυτοκράτωρ των Ρωμαίων.



9) Ο Ιωάννης Κουρκούας ήταν Βυζαντινός στρατηγός του 10ου αιώνα που διακρίθηκε κυρίως στους αγώνες της αυτοκρατορίας εναντίον των Αράβων.




Ως δομέστικος των σχολών της Ανατολής διεξήγαγε πολλές εκστρατείες σε περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τους Άραβες τρεις αιώνες προ της εποχής του και θεωρούντο πλέον αραβικά εδάφη (Αρμενία, βόρεια Μεσοποταμία, βόρεια Συρία). Αρκετοί σύγχρονοί του τον χαρακτήρισαν «άλλον Τραϊανόν ή Βελισάριον».

Η Μικρά Ασία πριν από τις κατακτήσεις του Ιωάννη Κουρκούα. Οι βυζαντινές περιοχές σημειώνονται με το ανοιχτό χρώμα. Τα σύνορα παρουσιάζονται κατά προσέγγιση, επειδή λόγω των συνεχών συγκρούσεων ήταν ιδιαίτερα ευμετάβλητα. Επίσης στον χάρτη φαίνονται και τα σημερινά πολιτικά σύνορα.

Από πολλούς ιστορικούς θεωρείται πρόδρομος της λεγόμενης «Βυζαντινής εποποιίας» των αυτοκρατόρων Νικηφόρου Β΄ Φωκά, Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή και Βασιλείου Β΄ Βουλγαροκτόνου, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι συνέχισαν και ολοκλήρωσαν το έργο του. Την ίδια χρονιά που ο Κουρκούας εκπόρθησε οριστικά την Θεοδοσιούπολη, οι ναυτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας απέτυχαν για πολλοστή φορά να καταλάβουν την Κρήτη.

Όμως η πλάστιγγα είχε γύρει προς την πλευρά της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που είχε περάσει στην αντεπίθεση κατά των Αράβων σε όλα τα μέτωπα. Οι επιτυχίες του Ιωάννη Κουρκούα στην Μέση Ανατολή και του ναυάρχου Ιωάννη Ραδηνού στο Αιγαίο οδήγησαν στην επέλαση των Βυζαντινών στις περιοχές της Συρίας, Παλαιστίνης, Μεσοποταμίας και Καυκάσου καθώς και στην ανακατάληψη της Κρήτης αντίστοιχα.

Η πτώση της Μελιτηνής το 934 σε μικρογραφία από το χειρόγραφο του Ιωάννη Σκυλίτζη.


 Οι Κουρκούες το 10ο αιώνα

Αν η θέση της οικογένειας ήταν ήδη σημαντική κατά την περίοδο των δύο πρώτων αυτοκρατόρων της Μακεδονικής δυναστείας, επί βασιλείας Ρωμανού Α΄ Λακαπηνού θα φθάσει στο απόγειό της. Ο Ιωάννης Κουρκούας, εγγονός του δομεστίκου των ικανάτων, διετέλεσε δρουγγάριος της βίγλης και το 923 έλαβε το ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα του δομεστίκου των σχολών και τέθηκε επικεφαλής των θεματικών στρατευμάτων της Μικράς Ασίας στον πόλεμο εναντίον των Αράβων. Υπήρξε πιθανότατα ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της οικογένειας και απέκτησε μεγάλη φήμη από τις επιτυχίες του στις επιχειρήσεις εναντίον του Άραβα εμίρη του Χαλεπίου Σαΰφ αντ-Ντάουλα (Sayf ad-Dawlah). Το 934 κατέλαβε τη Μελιτηνή, ενώ το απόγειο της σταδιοδρομίας του υπήρξε η ανάκτηση του Ιερού Μανδηλίου, ενός σημαντικού θρησκευτικού κειμηλίου το οποίο βρισκόταν στην κατοχή των Αράβων και το οποίο, ως λάφυρο του Κουρκούα από την πολιορκία της Έδεσσας, μεταφέρθηκε στη Βασιλεύουσα. Ωστόσο, η αντιπαράθεσή του με τους δύο γιους του Ρωμανού Α΄, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν ισχυρό προστάτη για τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (944-959), είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από το αξίωμά του πριν από το τέλος του 944. Όμως, το γεγονός αυτό δεν επηρέασε πολύ τη θέση της οικογένειας, η οποία συνέχισε να παραμένει σημαντική και μετά την πτώση των Λακαπηνών. 

Εκτός από τον Ιωάννη Κουρκούα, ο αδελφός του Θεόφιλος διετέλεσε στρατηγός των θεμάτων Χαλδίας, Μεσοποταμίας και Θεοδοσιούπολης επί Ρωμανού Α΄. Ο γιος του Ιωάννη, Ρωμανός Κουρκούας, έλαβε το επίσης υψηλό αξίωμα του στρατηλάτη Ανατολής και πιθανόν αυτό του δομεστίκου των σχολών της Δύσεως,2 ενώ ο εγγονός του, επίσης Ιωάννης, έλαβε τον υψηλό τίτλο του μαγίστρου, διετέλεσε πιθανότατα στρατηγός Μακεδονίας και σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Ρως το 971. Τα αξιώματα αυτά, σε συνδυασμό και με τις επιγαμίες με άλλες ισχυρές αριστοκρατικές οικογένειες της εποχής, όπως οι Φωκάδες και οι Σκληροί, αποδεικνύουν τη σταθερά υψηλή θέση που κατείχε η οικογένεια Κουρκούα στο στράτευμα και στην πολιτική σκηνή της αυτοκρατορίας στα μέσα του 10ου αιώνα. Κατά την άνοδο στο θρόνο του Ιωάννη Α΄ Τζιμισκή, επίσης αρμενικής καταγωγής και εγγονού του Θεόφιλου Κουρκούα, η οικογένεια διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο, καθώς αποτέλεσε έναν από τους βασικούς υποστηρικτές του νέου αυτοκράτορα στην προσπάθειά του να καταλάβει την εξουσία και να εξουδετερώσει τους Φωκάδες. Όμως, μετά το θάνατο του Τζιμισκή και την ανάληψη της εξουσίας από τον Βασίλειο Β΄ (976-1025), η σημασία της οικογένειας αρχίζει σταδιακά να περιορίζεται. Στις εμφύλιες διαμάχες της περιόδου 976-989 ανάμεσα στους ισχυρούς εκπροσώπους της στρατιωτικής μικρασιατικής αριστοκρατίας (Βάρδα Φωκά και Βάρδα Σκληρό) και τον αυτοκράτορα οι Κουρκούες δεν θα διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο, γεγονός που καταδεικνύει ότι η πολιτική τους δύναμη είχε ήδη αρχίσει να φθίνει.




10) Ο Νικηφόρος Φωκάς (912 – 11 Δεκεμβρίου 969) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 963 έως το 969. Τα λαμπρά στρατιωτικά κατορθώματά του συνέβαλαν στην αναζωπύρωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα.


Το 960, με την ιδιότητα του δομέστικου των σχολών της Ανατολής, ο μετέπειτα αυτοκράτορας ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς (Άραβες). Συγκέντρωσε το βυζαντινό στρατό στα Φύγελα της Μ. Ασίας, κατέπλευσε στον κόλπο του Αλμυρού και άρχισε τις επιχειρήσεις εναντίον του αραβικού στρατού.


Πολιορκία Ταρσού υπό τον Νικηφόρο Β' Φωκά 

Στρατοπέδευσε κοντά στο Xάνδακα (Ηράκλειο), την πρωτεύουσα της Κρήτης, επιχειρώντας ταυτόχρονα επιθέσεις εναντίον των τειχών και εξορμήσεις στο εσωτερικό, για να υποτάξει ολόκληρο το νησί. Ύστερα από εννέα μήνες δραματικής πολιορκίας, το Μάρτιο του 961, κατέλαβε το Χάνδακα και επανέφερε την Κρήτη στους κόλπους της βυζαντινής αυτοκρατορίας για τα επόμενα 250 χρόνια. Μέρος από τα λάφυρα παραχώρησε στο φίλο του Αθανάσιο Αθωνίτη, ο οποίος τον είχε ακολουθήσει στην εκστρατεία της Κρήτης, για να ιδρύσει τη Μονή Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος.

Πριν από την αναχώρησή του, ο Φωκάς οργάνωσε διοικητικά, στρατιωτικά και θρησκευτικά το νησί (αφήνοντας για τον επανεκχριστιανισμό του νησιού, τον Άγιο Νίκωνα τον «Μετανοείτε») και άφησε αξιόλογη φρουρά για την προστασία του από νέες αραβικές επιδρομές. Επιχείρησε μάλιστα τη μεταφορά της πρωτεύουσας σε άλλο σημείο και για το σκοπό αυτό οχύρωσε ένα λόφο νότια του Χάνδακα, όπου έχτισε το φρούριο Τέμενος.

Είσοδος του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969) στην Κωνσταντινούπολη το  963 από το Χρονολόγιο του Ιωάννη  Σκυλίτζη


Βασική κατεύθυνση της πολιτικής του υπήρξε η συνέχιση των αγώνων εναντίον των Αράβων στην Ανατολή, τους οποίους είχε εγκαινιάσει με επιτυχία σε όλα τα επίπεδα. Απομάκρυνε τους Άραβες από την Κιλικία, ανακατέλαβε την Κύπρο και προσάρτησε μεγάλο μέρος της Συρίας, προχωρώντας έως την Τρίπολη του Λιβάνου. Παράλληλα, έδειξε ενδιαφέρον για την περιφρούρηση των βυζαντινών συμφερόντων στις επαρχίες της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας.

Δρόμωνες, βασιλικό πλόιμο, περιγραφική αναπαράσταση του αυτοκράτορα  Λέοντα Ε΄  9ος αιών.

Επιβεβαίωσε έτσι τη βυζαντινή κυριαρχία στη Μεσόγειο και εκτίναξε τα σύνορα της αυτοκρατορίας έως πέρα από τον ποταμό Ευφράτη. Με ανάλογη ευαισθησία αντιμετώπισε και τα προβλήματα στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, επιχειρώντας σύντομη εκστρατεία κατά μήκος των βυζαντινο-βουλγαρικών συνόρων και καταλαμβάνοντας χωρίς δυσκολίες όλα τα σημαντικά φρούρια.


Φυσικά μεγάλοι στρατηγοί και αυτοκράτορες υπήρξαν και άλλοι .Ο κατάλογος είναι μακρύς και εδώ να αναφέρουμε μερικούς όπως  το αυτοκράτορα Ηράκλειο - Περί του ένδοξου βασιλέως Ηρακλείου
-τον Βασίλειο Β΄τον Βουλγαροκτόνο με τον στρατηγό Νικηφόρο Ξιφία, ο Αλέξιος Α' Κομνηνός, Ιωάννης Β' Κομνηνός,  Ο αυτοκράτορας Λέων Γ ο Ίσαυρος και τον 22χρονο γιο και διάδοχό του Κωνσταντίνο Ε’   και άλλους





            ΔΕΙΤΕ             


Ο ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ, ΤΟΥ ΜΑΡΜΟΝΤΕΛΛΟΥ, ΕΤΟΣ 1845

Εις το γήρας του Ιουστινιανού, η αυτοκρατορία, εξασθενήσασα από αγώνας πολυχρονίους, προσήγγιζεν εις την παρακμήν της. Όλα τα της διοικήσεως ημελήθησαν· οι νόμοι ήσαν εις λήθην· τα δημόσια εισοδήματα εις διαρπαγήν· η στρατιωτική πειθαρχία εις χαυνότητα. Ο δε αυτοκράτωρ, βαρυνθείς τον πόλεμον, ηγόραζε πανταχόθεν την ειρήνην διά του χρυσίου, και άφινεν αργά τα ολίγα στρατεύματα, τα μείναντα εις αυτόν, ως ανωφελή και εις βάρος της πολιτείας. Οι στρατηγοί των εγκαταλελειμμένων τούτων στρατευμάτων ετρύφων εις τας ηδονάς· το δε κυνήγιον, απεικονίζον εις αυτούς τον πόλεμον, εμετρίαζε την εκ της αργίας πλήξιν των.

Οι Βουκελάριοι

Αντωνίνη, μια Θεσσαλονικιά στην αυτοκρατορική αυλή
Όμορφη, ελκυστική, δεν δυσκολεύτηκε να μπλέξει στα δίχτυα της τον 60χρονο Βελισάριο, ο οποίος δήλωνε δημόσια ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν

Προκόπιος ο Καισαρεύς
Ο Προκόπιος ο Καισαρεύς (500 - 565) ήταν ένας εξέχων Βυζαντινός λόγιος από την Παλαιστίνη[1]. Ακολουθώντας ως γραμματέας τον στρατηγό Βελισάριο στους πολέμους του Ιουστινιανού, ο Προκόπιος συνέγραψε δύο κύρια ιστορικά έργα, ένα σχετικά με τους πολέμους της περιόδου 527 - 554 (Υπέρ των πολέμων λόγοι)


Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ







ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ