Ίσως η ελληνική να είναι η μόνη γλώσσα που διαθέτει τόσες πολλές λέξεις για τον όρο θάλασσα, που καθεμιά δηλώνει τα διαφορετικά μποφόρ που επικρατούν. Τις παραθέτουμε κατά σειρά, από μηδέν μποφόρ μέχρι 12: γαλήνη, αλς, θάλαττα, μύρα, πέλαγος, πόρος, πόντος, κλύδων, άχα, ρόθιον, δον, βρυξ, βρύχα.
Tου Κρίνου Ζ. Μακρίδη* από το Άρδην τ. 126
Πρόσφατα, το «Ίδρυμα» Ελληνικού Πολιτισμού Ελλάδας-Κύπρου» και ο Σύνδεσμος Δημοσιογράφων Τουρισμού διοργάνωσαν μια πολύ όμορφη εκδήλωση, με θέμα τον εν πολλοίς ξεχασμένο ελληνισμό της Κάτω Ιταλίας. Προβλήθηκε ένα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε στις περιοχές που κατοικούνται από Έλληνες, οι οποίοι ουδέποτε ξέχασαν την καταγωγή τους και τη γλώσσα τους. Ομιλήτρια ήταν μία εκπαιδευτικός από τη Λάρισα, η οποία ζει μόνιμα πλέον εκεί διδάσκοντας ελληνικά, αφού δημιούργησε και την οικογένειά της. Με πολλή συγκίνηση περιέγραψε την ανάγκη των κατοίκων να παραμείνουν στον τόπο τους, διατηρώντας το ελληνικό γλωσσικό τους ιδίωμα, τις παραδόσεις τους και όχι μόνο! Θα επιχειρήσουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή για να δούμε πώς βρέθηκαν οι Έλληνες σ’ αυτή την περιοχή.
Είναι γνωστό ότι κατά την αρχαιότητα οι πρόγονοί μας υπήρξαν ταξιδευτές, γι’ αυτό ανέπτυξαν πολύ τη ναυτιλία. Ίσως η ελληνική να είναι η μόνη γλώσσα που διαθέτει τόσες πολλές λέξεις για τον όρο θάλασσα, που καθεμιά δηλώνει τα διαφορετικά μποφόρ που επικρατούν. Τις παραθέτουμε κατά σειρά, από μηδέν μποφόρ μέχρι 12: γαλήνη, αλς, θάλαττα, μύρα, πέλαγος, πόρος, πόντος, κλύδων, άχα, ρόθιον, δον, βρυξ, βρύχα. Εξ αυτών φαίνεται η στενή σχέση των αρχαίων Ελλήνων με το υγρό στοιχείο, όπως και τα παράγωγά τους, π.χ. από τη βρύχα των 12 μποφόρ, το ρήμα βρυχώμαι.
Σύμφωνα με τον Στράβωνα, που συνέγραψε τη σημαντικότερη αρχαία Γεωγραφία, από την εποχή του Τρωικού Πολέμου οι Έλληνες αποίκησαν τη Σικελία, Νότια και Κάτω Ιταλία, και οι πόλεις που δημιουργήθηκαν ονομάστηκαν Μεγάλη Ελλάδα, γνωστή ως Magna Graecia στην Ιταλία, που γιορτάζεται κάθε καλοκαίρι στις περιοχές αυτές. Αρχικά, ο εποικισμός περιλάμβανε τη χερσόνησο νότια της Νάπολης, τις ακτές της Καλαβρίας, της Λουκάνιας, της Απουλίας, της Καμπανίας και της Σικελίας. Μέχρι σήμερα, στις περιοχές της Καλαβρίας και στην Απουλία, στη χερσόνησο του Σαλέντο, διαβιούν οι εναπομείναντες Έλληνες, γνωστοί ως Γκρίκοι, ή Γραίκοι ή Γραικάνοι.
Στις αποικίες αυτές υπήρχαν πολιτικές διαμάχες, οι οποίες συνέβαλαν στη γέννηση της Ρητορικής, που στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην κυρίως Ελλάδα από τους σοφιστές. Επίσης καλλιεργήθηκαν η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά και η Πολιτική Επιστήμη. Ο Πυθαγόρας και ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος ίδρυσαν φιλοσοφικές σχολές με πολλούς μαθητές. Υπήρξε άνθηση των τεχνών, με επικρατέστερο τον δωρικό ρυθμό. Οι κυριότερες αποικίες της Κάτω Ιταλίας ήταν η Κύμη, η Σύβαρις, ο Κρότων και ο Τάρας. Η Κύμη ήταν η πρώτη αποικία και αντιμετώπισε πολλούς κινδύνους. Ο Κρότων διατήρησε τον αχαϊκό του χαρακτήρα. Πολλοί κάτοικοί του διακρίθηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κατέστη πολύ εύπορη πόλη, αλλά δεν παρασύρθηκε από τη χλιδή, όπως η Σύβαρις που, διαθέτοντας καταπληκτικά γόνιμο έδαφος, κατέστη η πλουσιότερη αποικία της Κ. Ιταλίας.
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Στη Σικελία, οι σημαντικότερες αποικίες ήταν οι Συρακούσες, η Σελινούς, η Γέλα και ο Ακράγας. Οι Συρακούσες ήταν η πλουσιότερη, ανέπτυξε το εμπόριο, τη βιομηχανία, τη ναυτιλία και τις τέχνες. Έγινε γνωστή για τους ναούς της, τα θέατρά της και τα γυμναστήρια. Η Σελινούς διέθετε διπλό λιμάνι, διπλή ακρόπολη και ένα από τα αρτιότερα αποχετευτικά συστήματα. Η Γέλα γνώρισε γρήγορη ανάπτυξη χάρη στη γεωργία της. Ο Ακράγας είχε τόσο μεγάλες καλλιέργειες αμπελιών και ελιάς, που τροφοδοτούσε με κρασί και λάδι ακόμη και την Καρχηδόνα, εξελισσόμενη σε δεύτερη ισχυρότερη πόλη μετά τις Συρακούσες. Άξιον αναφοράς είναι ότι μεγάλες πνευματικές μορφές όπως ο Αισχύλος, ο Ηρόδοτος και ο Πυθαγόρας άφησαν την τελευταία τους πνοή σ’ αυτόν τον τόπο. Ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα και ο Παρμενίδης από την Ελέα προκαλούν και σήμερα δέος. Ο Πλάτων ταξίδεψε τρεις φορές στα μέρη αυτά για να πραγματώσει τα πολιτικά του δράματα. Οι κυριότερες διάλεκτοι που ομιλούνταν ήταν η Δωρική, η Αχαϊκή και η Ιωνική.
ΜΕΓΆΛΗ ΕΛΛΆΣ
Το 212 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατέκτησαν και λεηλάτησαν τις Συρακούσες, εδραιώνοντας την κατοχή και ερήμωση της Μεγάλης Ελλάδας. Παρά ταύτα, οι κάτοικοι κράτησαν αναλλοίωτο τον ελληνικό τους χαρακτήρα. Τούτο τεκμαίρεται και από τα λόγια του Ρωμαίου ποιητή Οράτιου: «Αν και καταλήφθηκε η Ελλάς, κατέκτησε τον άγριο κατακτητή και έφερε στο αγροίκο Λάτιο τις Τέχνες». Αυτό δεν συμβαίνει και σήμερα, δυστυχώς;
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι, αργότερα, ο ελληνισμός μετέφερε και τον χριστιανισμό στη Δύση. Η επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους γράφτηκε στα ελληνικά, η αρχική εκκλησιαστική γλώσσα της Ρώμης ήταν η ελληνική, όπως μαρτυρείται από τις κατακόμβες της.
Η Μεγάλη Ελλάδα και αυτή την περίοδο αποτέλεσε για ακόμα μια φορά πολύτιμο αγωγό και πέρασμα για τον εκπολιτισμό της Εσπερίας και τον υπόλοιπο κόσμο. Το δεύτερο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα, η περιοχή ευαγγελίστηκε, αναδεικνύοντας πολλούς μάρτυρες και ομολογητές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Πίστης.
Μετά τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική, το 395 μ.Χ., η Κάτω Ιταλία εντάχθηκε στο δυτικό τμήμα της, διαρκώς απειλούμενη από επιδρομές βαρβαρικών φύλων. Μεταξύ 5ου-6ου αιώνα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ απελευθέρωσε τη Νότια Ιταλία από τα βάρβαρα γερμανικά φύλα, εντάσσοντας τις περιοχές στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Γύρω στο 1071, αφού είχε προηγηθεί το σχίσμα των Εκκλησιών, η Ρώμη τοποθέτησε Φράγκους επισκόπους στη Σικελία, αλλά στην Καλαβρία συνάντησε σθεναρή αντίσταση. Ο εκλατινισμός υπήρξε βίαιος και μεγάλης διάρκειας. Από το 1215 λήφθηκαν αυστηρά μέτρα για τον εκλατινισμό των Ελλήνων, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν τη λειτουργική τους γλώσσα, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους, με την προϋπόθεση να αναγνωρίσουν το παπικό πρωτείο.
Κατά τα πέτρινα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο δικτάτορας Μουσολίνι κήρυξε σκληρό διωγμό κατά των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας, απειλώντας ακόμη και με αποκεφαλισμό όσους τολμούσαν να χρησιμοποιούν τις ελληνικές διαλέκτους της Καλαβρίας και της Απουλίας, όπου, παρά τον βίαιο και συνεχή εκλατινισμό τους, διατήρησαν τη γλώσσα τους μέσω της προφορικής παράδοσης.
Το 1999, το ιταλικό κοινοβούλιο αναγνώρισε διά νόμου ως γλωσσική μειονότητα τις κοινότητες των Γκρίκο της Καλαβρίας, και του Σαλέντο ως ελληνική εθνική και γλωσσική μειονότητα. Από το 1978, διδάσκονται επισήμως σε πειραματική βάση ελληνικά στη δημοτική εκπαίδευση, ενώ στην Καλαβρία, με πρωτοβουλία των γονέων, διδάσκονται σποραδικά στα νηπιαγωγεία.
Σήμερα, οι Έλληνες υπολογίζονται σε περίπου 80.000. Έχοντας πλήρη γνώση της καταγωγής τους, αποζητούν επαφή με τη μητροπολιτική Ελλάδα, ούτως ώστε να διατηρήσουν τις ρίζες τους, τη γλώσσα τους και να μην αφομοιωθούν στην ιταλική κοινωνία και εξαφανιστούν. Στις εν λόγω περιοχές βρίσκονται αποσπασμένοι Έλληνες εκπαιδευτικοί, με τον αριθμό τους να μειώνεται δυστυχώς σταδιακά, λόγω των οικονομικών δυσχερειών, της αδιαφορίας και της «εγκληματικής» εθνομηδενιστικής χρόνιας στάσης των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων!
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια πολιτιστική ακμή μέσω της μουσικής, καθώς και αναζωογόνηση των ηθών, παραδόσεων και της γλώσσας των Γκρίκων, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον Γερμανό φιλόλογο και γλωσσολόγο Gerhard Rohlfs και της ιδιωτικής ελληνικής πρωτοβουλίας. Με το πρωτοποριακό του έργο συνέβαλε τα μέγιστα στην τεκμηρίωση και διατήρηση των Γραικανικών.
Όπως οι ίδιοι οι κάτοικοι των περιοχών αυτών δηλώνουν με σθένος, θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες στην ψυχή και Ιταλούς μόνο στα χαρτιά, έχοντας την πεποίθηση ότι είναι απόγονοι του Λυσία, του Αριστοτέλη και όλων των αρχαίων Ελλήνων, κληρονόμοι της κλασικής παιδείας και νόησης. Θεωρούν την Ελλάδα ως την πατρίδα, την ψυχή και μητέρα τους, ως γη ιερή. Γι’ αυτό και πολύ ορθά ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Πολιτισμού Ελλάδας-Κύπρου προέτρεψε το υπουργείο Παιδείας Κύπρου να βγει μπροστά, να ανοίξει τον δρόμο, συμπαρασύροντας και το υπουργείο Παιδείας της μητρός Ελλάδος, για υποστήριξη και ενίσχυση των μειονοτήτων της Κάτω Ιταλίας. Να συμβάλει στην ίδρυση ελληνικών σχολείων, στην αποστολή δασκάλων και, γιατί όχι, συμπληρώνουμε εμείς, με την αρωγή του Αρχιεπισκόπου ημών Γεωργίου, να ενισχύσει την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία, διά της αποστολής κληρικών, ανέγερση ιερών ναών και μονών, καθώς και τη διοργάνωση πολιτισμικών εκδηλώσεων.
Θεωρούμε χρέος των κυβερνήσεων Ελλάδας και Κύπρου να στηρίξουν παντί τρόπω αυτές τις κοινότητες, που ναι μεν θα κοστίσει, αλλά το όφελος θα είναι αμφίδρομο. Επιτέλους τα δύο κράτη να κοιτάξουν μακριά, να κτίσουν για το μέλλον των απανταχού Ελλήνων. Να επενδύσουμε, επιτέλους, στην απανταχού «Μεγάλη Ελλάδα».
Ο Κρίνος Μακρίδης είναι Πρόεδρος του Κινήματος Ελληνικής Αντίστασης (ΚΕΑ) Κύπρου.
ardin-rixi.gr